Κεφάλαιο 10°
Είχε αρχίσει να βρέχει καταρρακτωδως και οι πελάτες είχαν λιγοστευσει πριν καν ξεκινήσει το μεταμεσονύχτιο πρόγραμμα. Είχε πιάσει Δεκέμβρης. Ήταν η εποχή που πάντοτε είχε λιγότερη κίνηση.
Πήρε ένα τσιγάρο, το έβαλε μέσα στο σουτιέν μαζί με έναν αναπτήρα και βγήκε έξω. Λίγα λεπτακια ηρεμίας ήθελε πριν επιστρέψει για να τακτοποιήσει με την Ολυμπία τα έγγραφα από τα κορίτσια.
Η Ευδοκία είχε αποφασίσει να μειώσει τον αριθμό από τις χορεύτριες, να καταργήσει τα δωματιάκια στο πίσω μέρος όπου χόρευαν τα πριβέ και γενικά ήθελε με το δικό της τρόπο να προσπαθήσει να αλλάξει το τρόπο λειτουργίας τουλάχιστον του συγκεκριμένου μαγαζιού.
Τα νεύρα της το τελευταίο δίμηνο είχαν αυξηθεί και η όλη κατάσταση με το Γρηγόρη, την αρρώσταινε. Δεν άντεχε να βλέπει το Γιώργο ορισμένες φορές ενώ άλλες ήθελε απλά να κρυφτεί μέσα του και να μη φύγει ποτέ.
Ο δρόμος σχημάτιζε λίμνες και ακουμπώντας το κορμί της στο τοίχο κάτω από το υπόστεγο, έβγαλε το τσιγάρο και το άναψε.
"Δεν είσαι καλά...Γιατί κοιμάσαι εκεί;"
Την είχε ρωτήσει ο Γιώργος την επόμενη μέρα που επέστρεψε αλλά λέξη δε του είπε. Αν και ήθελε διακαώς να του μιλήσει ο Γρηγόρης δεν αστειευοταν και το ήξερε. Είχε δει με τα μάτια της τα χαρτιά και την υπογραφή του. Εκτός όμως από αυτά, το πρόβλημα της ήταν ο Γρηγόρης ήταν τόσο αδίστακτος που σίγουρα δε θα δίσταζε να βάλει κάποιους σε μια άσχετη στιγμή να κάνουν κακό στο Γιώργο. Πώς ήταν δυνατόν να είχε ένα τέτοιο φίδι πλάι του και να μη το έβλεπε πια;
Η τεράστια σιδερένια πόρτα τρικλησε και γυρίζοντας το κεφάλι της, είδε το Μάνο να βγαίνει.
"Με ακολουθείς;" του είπε χαρίζοντας του ένα χαμόγελο
"Ε αφού τον ξέρεις! Βγήκες και..."
"Και ενδιαφέρθηκε να σε στείλει να δεις που είμαι.." τον συμπλήρωσε
"Τώρα αυτό γιατί το λες έτσι ρε Ευδοκία;"
"Έλα ντε... Πήγαινε. Κάνω το τσιγάρο και μπαίνω "
"Ευδοκία;" χαμήλωσε τη φωνή του και πήγε κοντά της "Ήθελα να σου μιλήσω για κάτι. Οπότε θεωρώ πως είναι ευκαιρια..." Εκείνη παραξενεύτηκε
"Τι συμβαίνει;"
"Αυτό θα σε ρωτούσα κι εγώ.." της είπε μπερδεύοντας τη ακόμα περισσότερο
"Σε βλέπω... Κρύβεσαι μερικές φορές θαρρείς και θέλεις να αποφύγεις κάποιον... Κάτι συμβαίνει εδώ και δυστυχώς ο Γιώργος είναι τόσο απορροφημένος που δε το βλέπει... Μα εγώ, όλα τα βλέπω..."
"Τίποτα δε συμβαίνει" Αρκέστηκε να του πει βγάζοντας σιγανα το καπνό από τα στήθη της
"Λες ψέματα... Κοίταξε με στα μάτια..." στάθηκε ακριβώς μπροστά της. Ούτε ένα εκατοστό πιο δίπλα. Για πρώτη φορά στα τόσα χρόνια, άπλωσε το χέρι του επάνω της και την άγγιξε στο πηγούνι. Η Ευδοκία σαστισε για μια στιγμή. Ανασηκωσε το κεφάλι της απαλά για να τον κοιτάζει και χάθηκε μέσα στο βλέμμα της "Τι κρύβουν αυτά τα γκρίζα σύννεφα Ευδοκία;" αποκρίθηκε χαμηλά "Ένα όνομα θέλω..."
"Όλοι ένα όνομα θελετε και ψάχνετε!" αγριεψε μα εκείνο το βλέμμα της τυλίχθηκε στη θλίψη "Όλα είναι καλά!" επέμεινε κι εκείνος αναστεναξε και αποτραβήχτηκε
"Τίποτα δε μένει κρυφό... Να το θυμάσαι. Κι αν κάποιος..."
"Κανείς! Φύγε Μάνο. Πήγαινε μέσα και έρχομαι..."
"Δε με τρομάζουν οι αγριαδες σου. Σε έχω σαν αδερφή μου... Πρόσεχε Ευδοκία... Ίσως ο Γιώργος μπορεί να κινήσει βουνά αν το θελήσει αλλά δε θέλεις να δεις για τι είμαι ικανός κι εγώ. Ξέρω πως κάτι σε πειράζει. Ξέρω πως κάτι τρέχει. Έχεις λόγο που δε μιλάς. Το καταλαβαίνω... Μα πρόσεχε... Μερικές φορές, είναι αργά ... Εμπιστοσύνη θέλει. Όχι φόβο" ο Μάνος απομακρύνθηκε και ρίχνοντας της ένα τελευταίο βλέφαρο μπήκε μέσα. Μόλις η πορτα έκλεισε , ακούστηκαν παλαμάκια.
"Μπράβο το μωρό μου! Προοδεύεις!" Ο Γρηγόρης βγήκε από το στενάκι κι εκείνη τον αγριοκοιταξε. "Μπες στο αμάξι"
"Έχεις τρελαθεί ρε; Πρέπει να πάω μέσα!!!"
"Μπες στο αμάξι! Ίσα ίσα λίγο να σε πηδήξω στο δασάκι και ερχόμαστε..."
"Σταμάτα αυτή τη τρέλα.." του είπε και εκείνος γέλασε "Τι σου προσφέρει μου λες; Να παίρνεις μια γυναίκα που σε σιχαίνεται..."
"Μπες στο αμάξι..." επέμεινε
"Όχι! Θα με ψάξουν!"
"Σε δέκα θα σε φέρω πίσω...Μη το ξαναπώ... Ο Βαγγέλης ξέρεις είναι ήδη μέσα..."
"Ως εδώ! Ο Γιώργος ξέρει να φυλάγεται! Τέλος!"
"Σοβαρά; Θα πάρεις το ρίσκο;" Την ειρωνεύτηκε και βγάζοντας τα κλειδιά από το αμάξι πατησε το συναγερμό.
"Μπες μέσα τώρα... Αν δε το κάνεις θα δώσω εντολή να κάνουν το μαγαζί λαμπογυαλο... Κανέναν δε θα αφήσω ζωντανό. Εκτός αυτού, κουράστηκα. Δεν έμεινε πολύ... Ένα 'οκ' περιμένω από τους Βούλγαρους και τελειώσαμε..."
"Είσαι..." Έσμιξε τα φρύδια της λυπημένη
"Ότι και αν κάνεις ίδια κατάληξη θα έχει.. Σου προσφέρω τη ζωή του στο πιάτο. Αυτή είναι η μόνη διαφορά. Όσες αλλαγές κι αν προσπαθείς να κανεις θα πέσουν στο κενό μόλις αναλάβω. Και τώρα με κούρασες και ήδη μιλάω δέκα λεπτά! Μπες στο καταραμένο αμάξι!!!" φώναξε και πλησιάζοντας τη, την άρπαξε από το χέρι
"Δε θέλω ρε!!!" αντιστάθηκε αλλά ήταν πιο δυνατός. Της έδωσε μια σφαλιάρα και ανοίγοντας τη πόρτα την έσπρωξε στο κάθισμα. Μόλις μπήκε και ο ίδιος στο αμάξι, έβγαλε ένα σακουλάκι από τη τσέπη.
"Μη!!! Δε θέλω χάπια! Σε ικετεύω μη!!!"
Ούρλιαξε αλλά τη χαστούκισε ξανά. Το κεφάλι της έσκασε στο παράθυρο και από το κραδασμό τα μάτια της θόλωσαν ελαφρά
"Θα το πάρεις και θα πεις και ένα τραγούδι ακούς;! Καινούριο είναι! Θέλω να το τεσταρω!"
"Όχι... Σε παρακαλ.." της έπιασε το στόμα και σπρώχνοντας το χάπι προς τα μέσα , γέλασε.
"Είπαν θέλει 2 λεπτά! Θαυματουργό! Και τώρα μωρό μου, ξεκινάμε..." Έβαλε μπρος και άρχισε να οδηγεί σε ένα κοντινό παρκάκι που βρισκόταν στη περιοχή και ήταν αρκετά ερημικά. Ήταν στο ύψωμα και γενικά ήταν μέρος για αρκετά ζευγάρια μα η ώρα ήταν τέτοια που σίγουρα δε θα υπήρχε ψυχή.
"Ζαλιζ..."
"Ωωω δε μπορείς να μιλήσεις;" την κοροϊδεψε κι εκείνη άρχισε να κουναει τα χέρια της χωρίς ουσία πέρα δώθε αδύναμα.
"Σε δύο λεπτά που θα είμαστε εκεί , ελπίζω να βρίσκεσαι σε κατάσταση για πήδημα. Τα λατρεύω αυτά! Ξέρεις πόσο βοηθάνε; Μέχρι και στο μαλάκα το Γιώργο σκέφτομαι να ρίξω ένα πριν του δώσω μία στο κεφάλι! Είναι και δυνατός ο πουστης!"
"Μ... Μη... Όχι. Δν.." η Ευδοκία ήταν ανήμπορη να εκφραστει μα εκείνος ούτε βλέμμα της έριχνε.
"Θα δεις τι όμορφα θα περάσουμε... Τρεις μέρες έχω να σε πηδήξω από το κωλαρακι!"
Πήραν την ανηφόρα και μόλις φτάσανε, ο Γρηγόρης πάρκαρε και τη κοιταξε.
Έμοιαζε με φυτό.
Σήκωσε το χέρι της και εκείνο έπεσε κατευθείαν κάτω. "Κοίτα να δεις που αυτές οι μαλακίες κάνουν τελικά άψογη δουλειά! Απίστευτο!!" αναφώνησε εκστασιασμένος "Σε προτιμώ έτσι. Μερικές φορές κλαίς πολύ και με εκνευρίζεις!"
Έσβησε τα φώτα και ξεκουμπωσε το παντελόνι του. Το κατέβασε μέχρι ένα σημείο και έφτυσε το χέρι του
"Βασικά ξέρεις κάτι; Αναρωτιέμαι αν στη κατάσταση σου μπορώ να στον χώσω στο στόμα μέχρι τέρμα! Λες να πνιγείς;" Το κεφάλι της είχε γύρει στο πλάι , το στόμα της είχε άνοιξε ελαφρά και η γλώσσα της έμοιαζε σαν να ήταν έτοιμη να κρεμαστεί προς τα έξω. Ο Γρηγόρης άπλωσε τα δάχτυλα του και την άγγιξε. "Αν δεν είχε εμφανιστεί στη ζωή μας εκείνο το βράδυ θα ήταν ήδη νεκρός το ξέρεις; Σχεδίαζα να τον φάω εκείνο το βράδυ και όλα πήγαν κατά διαόλου εξαιτίας σου... " έβαλε το χέρι πίσω από τα μαλλιά της και τα έσφιξε στη παλάμη του "Πόρνη... Ένα πουτανακι του κερατά ήσουν και είσαι.!" ανέβασε το τόνο της φωνής του και της τράβηξε περισσότερο τα μαλλιά μα εκείνη ήταν ανέκφραστη "Ελπίζω αυτά τα χάπια να μην κλέβουν την αίσθηση... Είπαν πως είναι ταχείας δράσης μα θα τον νιώθεις μέσα σου για τα καλά..! Καινούριο πράμα!" Ανασηκωσε ελαφρώς το κεφάλι της και πλησίασε τα χείλη του στα δικά της "Νομίζω ένα φιλί πριν βάλω το πουτσο μου εκεί μέσα είναι ότι πρέπει..." έβγαλε τη γλώσσα του και την εχωσε στο στόμα της πιέζοντας τη προς τα μέσα ώσπου αξαφνα εκείνη τον δάγκωσε και έφτυσε κάτι στον οισοφάγο του με δύναμη.
Ο Γρηγόρης κόντεψε να πνίγει. Άρχισε να βήχει μα δεν ήταν η πρώτη φορά που η Ευδοκία έμπαινε στο αμάξι του. Έβαλε το χέρι της δίπλα στην πόρτα και έπιασε ένα από τα μπουκαλάκια νερού που είχε πάντοτε ο Γρηγόρης στο αυτοκίνητο. Με γρήγορες κινήσεις ανοιξε το καπάκι και πιάνοντας τον απροετοίμαστο έβαλε το στόμιο στα χείλη του και άρχισε να πιέζει με δύναμη το μπουκαλάκι μέχρι που το άδειασε μέσα του.
"Τώρα θα δεις ρε γαμημενε πόση δράση κάνει!" του είπε κι εκείνος αρχίζοντας να βρίσκει τις δυνάμεις του άπλωσε τα χέρια του στο λαιμό της και άρχισε να τη σφίγγει με μανία.
"Πουτάνα! Τι έκανες γαμω το σπίτι σου!" Γρυλισε καθως τη πίεζε. Κράτησε με τα χέρια της τα δικά του σε μία προσπάθεια να τον αποτρέψει από το να τη πνίξει . Οι ανάσες της έγιναν πιο γρήγορες και κόφτες "Θα σε σκοτώσω μωρη! Φως δε θα δεις σήμερα!" Αντιλήφθηκε αμέσως τι του είχε κάνει και πάσχιζε με όλη του τη δύναμη να τη πνίξει πριν κάνει δράση το χάπι αλλά ήταν αργά. Η Ευδοκία ένιωσε το κράτημα του χαλαρώνει. Αν και έπαιρνε με το ζόρι ανάσες , κατάφερε και κράτησε τον εαυτό της. Είδε το κεφάλι του να γέρνει ελαφρά , τα βλέφαρα του να ανοιγοκλείνουν γρήγορα και εκείνον να τα κουνάει ακόμα περισσότερο για να τα κρατήσει ανοιχτά.
Καθάρισε το λαιμό της και ανοίγοντας τη πόρτα, έπεσε έξω. Ο Γρηγόρης απο την άλλη, βρέθηκε σχεδόν ξαπλωμένος πάνω στο κάθισμα της. Για λίγα δευτερόλεπτα η Ευδοκία έμεινε να τον κοιτάζει γεμίζοντας τα στήθη της με οξυγόνο. Το θέατρο που η ίδια έπαιζε όση ώρα κρατούσε εκείνο το διάολο κάτω από τη γλώσσα της, το έβλεπε να παίρνει σάρκα και οστά μπροστά στα μάτια της.
"Θα.. σε... " ψέλλισε μα δεν τελείωσε τη φράση του. Έμεινε με τα μάτια ανοιχτά να κοιτάζει το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου.
"Ποτέ ξανά..." αποκρίθηκε και ούτε που κατάλαβε τα δάκρυα της που έπεφταν στα μάγουλα , καυτά. Άπλωσε το χέρι της και κούνησε το κεφάλι του. Οι κόρες των ματιών του την ακολούθησαν μα το κορμί του ήταν ακίνητο. "Εδώ πληρώνονται όλα..." αρκέστηκε να πει και πιάνοντας τη πορτα σηκώθηκε όρθια. Η βροχή είχε αρχίσει να σπάει τη δύναμη της , λάσπες υπήρχαν παντού και βάζοντας το πείσμα της για πλώρη, τον αρπαξε και άρχισε να τον τραβάει προς τα έξω. Τρία λεπτά της πήρε μέχρι να τον πετάξει κάτω στα χώματα. Είχε τις αισθήσεις του και αυτό ήταν σίγουρο. Έβλεπε στο βλέμμα του το τρόμο.
"Τελευταία λόγια;" ρώτησε λαχανιασμενη κοιτάζοντας τον ορθια. "Τίποτα; Θα εκλαβω τη σιωπή σου σαν συγνώμη!" η Ευδοκία χαμογέλασε. Δεν ήταν τόσο το γεγονός πως ήταν εκείνος σε μειονεκτική θέση όσο οι μνήμες από όσα πέρασε στα χέρια του. Κάθε άγγιγμα του. Κάθε βύθιση που έκανε μέσα της και τη γέμιζε με βρωμιά τους τελευταίους μήνες... Η προδοσία προς το πρόσωπο του Γιώργου ... Όλα...
Έκανε το γύρω του αμαξιού, μπήκε μέσα και έκλεισε τις πόρτες. Κοίταξε ευθεία το γκρεμό και έπειτα βάζοντας μπρος έκανε όπισθεν. Άφησε το αμάξι να τσουλησει ελαφρά στη κατηφόρα και ύστερα κάρφωσε τη πρώτη , πάτησε το γκάζι και τα λάστιχα άρχισαν να σπινιαρουν στην ανηφόρα. Μόλις οι πρώτες λάσπες εξαφανίστηκαν και εκείνα πάτησαν σε πιο στεγνό χώμα , το αμάξι έφυγε μπροστά με δύναμη...
Μια ανατάραξη... Δυο...Και χειρόφρενο...
Μια αναπνοή... Βαθιά...
Όπισθεν... Και πάλι πίσω....
Ύστερα πρώτη και ξανά....
*******
Ποτέ δε θα ξεχάσω το πρόσωπο του...
Ή ότι έμεινε τουλάχιστον από εκείνο...
Ίσως πήρα αμαρτία στους ώμους αλλά δε μετανιώνω. Καθαρισα τούτο το τόπο από ένα βδελυγμα...
Πόσα άλλαξαν μετέπειτα...
Πώς φτάσαμε στο σημείο που φτάσαμε;
Εγώ σε ένα καράβι και εσύ στο χώμα. Αυτό ήθελες; Το πήρες...
Τι άλλο να έκανα μάτια μου;
Ζήτησες και σου έδωσα...
Το μόνο πρόβλημα ήταν, πως αν έμενες θα μπορούσα να σου δώσω το παράδεισο οχι να σε στείλω στη κολαση όπως πίστευες...
Θα ήσουν περήφανος όμως για μένα αν μάθαινες πως εγώ κρυβομουν πίσω από την εξαφάνιση του Γρηγόρη... Μα ντράπηκα ακόμα και να σου το πω... Τι να σου έλεγα; Πώς με άγγιζε; Πώς σιωπούσα πρώτη φορά από φόβο;
Δεν άντεξα... Ούτε όταν βρήκαν το πτώμα του στο γκρεμό στο δασάκι ένα μήνα αργότερα δεν κατάφερα να σου το πω... Μου έμαθε πολλά η νύχτα για να καταφέρω να περάσω ένα πτώμα στα αζητητα.. Τον έλιωσα όμως τον καριόλη. Ούτε θυμάμαι πόσες φορές πέρασα από πάνω του με το αμάξι...
Μα ακόμα κι αν έδωσα εκείνη τη μάχη ποια ήταν η κατάληξη;
Να σε υπακούσω για μια τελευταία φορά...
Τη τελευταία μας...
Έσβησε το φως από τη καμπίνα και ξάπλωσε. Το πλοίο πήγαινε σαν τρελό πέρα δώθε μα εκείνη άφησε το βλέμμα της να χαθεί έξω από το φιλιστρινι...
Ποτέ κανένας δεν έμαθε ποιος σκότωσε το Γρηγόρη και ο Γιώργος δεν αναρωτήθηκε ιδιαίτερα ούτε έδωσε μεγάλη βαρύτητα. Του έφυγε ένα βάρος από τους ώμους. Μια μόνιμη γκρίνια. Βρήκαν το πτώμα σε άσχημη κατάσταση και σε ημι αποσύνθεση ένα μήνα και κάτι μέρες αργότερα κατά τύχη. Ποτέ δεν επέστρεψε στο μαγαζί εκείνο το βράδυ. Τηλεφώνησε στο Μάνο να ενημερώσει πως δεν ένιωσε καλά και πήγε σπίτι της. Σε κανέναν δε είπε τίποτα ακόμα και ένα χρόνο αργότερα όταν έγινε το μεγάλο μπαμ...
Ένα μπαμ, που την οδήγησε στη φυγή...
Όχι φυσικά και τις επιπτώσεις των πράξεών της, μα για τις επιπτώσεις που είχε στη ψυχή της...
Κάπου εκεί στη μοναξιά της, κατάφερε να τον δει να της χαμογελάει...
Τα βλέφαρα της έκλεισαν...
Άφησε το μυαλό της να αδειάσει και αποκοιμήθηκε...
💋💋💋
(Συγγνώμη για τη καθυστέρηση αλλά θα καθυστερήσει λιγάκι η ανανέωση . Μετακομίζω κορίτσια ! Έχω να κάνω τόσα και δε προλαβαίνω.. Να είστε καλά!!)
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top