Κεφάλαιο 1°
Κάθε απολογισμός σε αυτή τη ζωή, ξεκινάει με τη φράση Λένε πως....
Μα εμένα δε μου ταιριάζει...
Γιατί κανένας δεν μου Είπε πως...
Κανένας δεν μου εξήγησε το γιατί
Κανένας δεν κάθισε να ακούσει...
Δεν έμαθα να περπατάω στα δυο μου πόδια μα στα τέσσερα τις περισσότερες φορές. Ομολογώ πως σε σχέση με άλλα παιδιά, ήταν ένας πρωτόγνωρος τρόπος εκμάθησης για τα πρώτα μου βήματα.
Δείξε μου τη παλάμη σου Ευδοκία!
Εκείνη έδινε τη προσταγή κι εγώ άφηνα κάτω τη βρεγμένη μάπα και άνοιγα τα χέρια. Το δέρμα ήταν σκασμένο από τη παχύρευστη χλωρίνη. Πονούσε από τις δεκάδες ώρες που περνούσα τρίβοντας εκείνα τα μισοφαγωμενα σανίδια. Μα ποιος ρίχνει επιτέλους χλωρίνη πάνω σε σανίδια ;
Τα νύχια μου είχαν χαθεί σχεδόν από τα δάχτυλα και θυμάμαι ήταν αφόρητος ο πόνος κάθε φορά που τα βύθιζα σε εκείνο το καυτό νερό. Μα τα άνοιγα...
Η βίτσα έπεφτε με απίστευτη ταχύτητα...
Έφτιαχνε σκοτεινά κόκκινα τατουάζ πάνω στο δέρμα και μου υπενθύμιζε τη θέση μου.
Άργησες Ευδοκία! Την επομένη θα τη φας στο πρόσωπο!
Δικαιολογίες...
Πάντα με χτυπούσε στο πρόσωπο χωρίς να αργήσω..
Εκείνη η γυναίκα δεν ήταν άνθρωπος.
Δεν είχε ψυχή να συμπονει και φυσικά είμαι σίγουρη πως δεν είχε ιδέα τι σημαίνει η λέξη παιδί.
Ήταν βγαλμένη μέσα από τους πιο σκοτεινούς εφιάλτες που ένας άνθρωπος θα μπορούσε να έχει.
Τα μαλλιά της ήταν πάντα μαζεμένα.
Γεμάτα άσπρες κατσαρες τρίχες.
Το ταγιέρ της φρεσκοσιδερωμενο κάθε πρωί.
Η βίτσα της γυαλισμένη και έτοιμη.
Μια σωστή, γεροντοκόρη που εκτόξευε τη κακία της πάνω στις δεκάδες παιδικές ψυχές που έκρυβε εκείνο το άσυλο φρενοβλαβων που αποκαλούσαν ορφανοτροφείο.
Ποτέ δεν θα καταλάβω ακόμα και τώρα που μεγάλωσα γιατί βάζουν σε τέτοιες θέσεις ανθρώπους ανάξιους να φέρουν τον ίδιο το τίτλο του ανθρώπου.
Πόσο να αντέξει κάποιος όμως εκεί μέσα όταν αρχίζει να αντιλαμβάνεται το κόσμο γύρω του; Εγώ άντεξα ως τα δεκατέσσερα πριν καταλήξω στους δρόμους. Θυμάμαι να ξαπλώνω μέσα στη νύχτα, σε ένα υγρό παγκάκι δίπλα από την εκκλησία. Άκουγα να μιλάνε για το Θεό. Να προσεύχονται σε αυτόν. Έτσι έκανα όταν έφυγα. Προσευχήθηκα. Πήγα να τον βρω στο ίδιο του το σπίτι. Μα αντιλήφθηκα, πως σε εκείνο το σπίτι δεν κατοικούσε κανείς..
Αντί για το Θεό όμως, με βρήκε εκείνος...
Και έτσι έκανα τη μετάβαση.
Από τη παιδικοτητα σε μια αισχροτητα που ποτέ δεν φαντάστηκα.
Κάποτε έτριβα με τη χλωρίνη τα πατώματα και ύστερα έτριβα με αυτή σώμα και ψυχή και για να καθαρίσουν. Μα ήταν αργά...
Έμοιαζα στα μάτια του σαν ένα μπουμπούκι και μου έταξε νερό για να ανθισω. Λίπασμα για να έχω όμορφα πέταλα. Μα τι έγινα; Μια ζωντανή κούκλα έγινα...
Πέρασα τόσα μαζί του. Έγινα γυναίκα σε εκείνα τα χέρια. Τόσο μίσος. Τόση προσμονή και πάθος. Θα τολμήσω να πω , και αγάπη... Ένα διαφορετικό ίσως είδος τοξικής αγάπης που και οι δύο είχαμε μέσα μας.
Θέλω να κλείσω τα βλέφαρα και να κάψω κάθε ανάμνηση.
Το αεράκι όμως που έρχεται γεμάτο υγρασία από τις χιλιάδες σταγόνες του νερού καθώς το πλοίο σκίζει τα κύματα, δεν με αφήνει να βάλω φωτιά.
Ήμουν μόνο δεκατέσσερα κι εκείνος πάνω στα ντουζενια του εικοσιένα ετών άντρας. Μα εκείνοι οι άντρες δεν ήταν σαν τους άλλους... Τα εικοσιένα έμοιαζαν με σαράντα χρόνια στις πλάτες τους...
Είναι μεγάλο το ταξίδι...
Το αίμα στάζει ακόμα στα δαχτυλα...
Στο πρόσωπο...
Στα πόδια ...
Το μένος έγινε σθένος και ο φόβος , ενοχή και ελευθερία. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος.
Ή εγώ, ή εκείνος... Το μαζί για εμάς, ήταν ακατόρθωτο.
Κανένας δε ξεφεύγει όμως τόσο εύκολα χωρίς να δώσει μάχη...
Κι εγώ έδωσα τη δική μου. Σκότωσα και εκείνον και εμένα μαζί...
Νεκρός βρέθηκε ύστερα από ανταλλαγή πυροβολισμών σε γνωστό μπαράκι του κέντρου της πόλης , ένα από τα μεγαλύτερα στελέχη της ενεργής ελληνικής μαφίας στην Ελλάδα. Οι αρχές έκλεισαν τις έρευνες αμέσως καθώς εικάζεται πως επρόκειτο για ξεκαθάρισμα λογαριασμών.
Το πτώμα του Γιώργου Κομνηνού, εντοπίστηκε στο υπόγειο γραφείο που διατηρούσε. Η πυροσβεστική έκανε υπεράνθρωπες προσπάθειες να σβήσει τη πυρκαγιά που ξέσπασε στον επάνω όροφο. Πολλά από τα πτώματα δεν έχουν ακόμα αναγνωριστεί εκτός από το δικό του που βρισκόταν στον κάτω όροφο...
Ένα εισιτήριο , μια ελπίδα, 700 ευρώ και ένα σάκο. Τόσα έχω. Αυτή είμαι.
Και ανάθεμα αν θα σταθώ ποτέ στα πόδια μου..
Θεσσαλονίκη, Ηράκλειο λοιπόν...
Από το βορρά, έως το νότο...
Σαν εκείνο το τραγούδι που έβαζε καμιά φορά και οδηγούσε σιωπηλός...
Μα πλέον δεν υπάρχει φωνή.
Δεν υπάρχει εκείνος.
Όπως με πέταξε περιμένοντας να πνιγώ, έτσι τον πέταξα και εγώ...
Έτσι πέταξα κι εγώ δεκατέσσερα χρόνια. Τόσα όσα ήταν η ηλικία μου από τη μέρα που με γνώρισε.
Πέντε χιλιάδες εκατόν δέκα ημέρες γεμάτες εφιάλτες...
Ίσως έτσι έπρεπε να γίνει...
Ίσως αυτή να ήταν η λύτρωση...
Αν θα μου λείψει; Πολύ... Άρρωστο; Ίσως...
Έτσι είναι όμως αυτές οι σχέσεις.
Δεν καταλαβαίνεις τι ακριβώς σημαίνει τοξικότητα αν δε το ζήσεις. Αν δεν το αφήσεις να σε κάψει. Τι ζήτησα; μια καλύτερη ζωή ζήτησα...
Μια στάλα ελεύθεριας ζήτησα.
Αγάπη ζήτησα...
Τι πήρα; Ένα αστείο...
Και τι έδωσα; Θάνατο.
Θεσσαλονίκη, δεκατέσσερα χρόνια πριν...
Ο Οκτώβρης ήταν από τις χειρότερες εποχές για εκείνη. Από παιδάκι ήταν εκείνη η προσμονή για να βρει οικογένεια μα πλέον είχε αρκετά χρόνια στη πλάτη της για να το πραγματοποιήσει. Κάθε χρόνο άνοιγαν οι πόρτες τέτοια εποχή, τα κοριτσάκια φορούσαν τα καλά τους και σαν να ήταν σε τσίρκο, έκαναν παρέλαση μπροστά από τα μάτια ανθρώπων που υποτίθεται έψαχναν για να δώσουν στέγη σε ένα παιδί. Κανένας δεν επέλεγε όμως παιδιά άνω των δέκα ετών και κανένας δεν την επέλεξε όταν εκείνη ήταν πιο μικρή.
"Ευδοκία! Τσακίσου και ετοίμασε το τσάι! Καταραμένο πλάσμα! Έρχονται σε λίγο!" Η Γιώτα ήταν έξαλλη μαζί της. Πάντα ήταν. Η Ευδοκία ήταν από τις αγαπημένες της. Αυτό σήμαινε πως πάντα είχε τα πρωτεία στις φωνές, το ξύλο και τις υστερίες της.
"Μάλιστα κυρία. Με συγχωρείτε αλλά σήμερα... Κάτι έγινε. Και..."
"Τι μπορεί να άλλαξε και αποκλίνεις από το πρόγραμμα! Αναθεματισμενα παιδιά!"
Η Ευδοκία χαμήλωσε το κεφάλι. Τα δάχτυλα της βρέθηκαν να αγκαλιάζουν σφιχτά τη ποδιά της παραδουλεύτρας που φορούσε , η Γιώτα πλησίασε κι εκείνη τρόμαξε.
"Από το πρωί παίζεις με την υπομονή μου! Κανόνισε να έρθει ο κόσμος και να είσαι σε αυτά τα χάλια!"
"Συγγνώμη. Δεν αισθάνομαι καλά σήμερα" προσπάθησε να δικαιολογηθεί "Κάτι κόκκινο βγήκε από τα πόδια μου. Πονάει η κοιλιά μου..."
Η Γιώτα τη κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω.
"Σου ήρθε περίοδος μωρη; Αυτό μας έλειπε!"
"Περίοδος;" ρώτησε μα απάντηση δε πήρε αμέσως.
"Τράβα βάλε λίγα πανιά στο βρακί σου και κάνε τις δουλειές σου! Θα μάθεις να ζεις με αυτό! Είναι η ευλογία της γυναίκας! Αν δεν έρθει, σημαίνει πως κουβαλάει κάποιο μουλικο σαν εσένα! Και ύστερα αυτό καταλήγει εδώ να μου φέρνει πονοκέφαλο! Και τώρα τσακίσου!"
Η Γιώτα τσιριξε τις λέξεις και η Ευδοκία έφυγε τρέχοντας από το φοβο της.
Ήταν το μεγαλύτερο κορίτσι στο ορφανοτροφείο. Κάθε ένα της γενιάς της έφυγε από μικρό μα η Γιώτα πάντα έκρυβε την Ευδοκία όταν πήγαινε κόσμος. Με λίγο ξύλο γινόταν αρνάκι. Η τέλεια βοηθός. Ποιος θα ήθελε να χάσει ένα τέτοιο πλάσμα από τη δούλεψή του;
Πάντως σίγουρα όχι εκείνη. Φρόντιζε να την έχει απλυτη, βρώμικη και να τη παρουσιάζει σαν ταραχοποιό στοιχείο. Γεμάτη μελανιές από πάνω ως κάτω.
Η Ευδοκία στα μάτια των επερχόμενων γονέων παρουσιάζονταν σαν το κορίτσι που δημιουργούσε προβλήματα. Που μάλωνε με τα υπόλοιπα και που ήταν ανεπίδεκτο μαθήσεως.
Η κουζίνα ήταν σχετικά μεγάλη.
"Τι χάλια είναι αυτά;"
"Τίποτα κυρία Μαρία. Ήρθα να φτιάξω το τσάι"
"Εσύ είσαι άσπρη!"
"Δεν είναι τίποτα. Ειλικρινά θα..." Η Ευδοκία πιάστηκε από το πάγκο πριν σωριαστεί κάτω. Η μαγείρισσα έτρεξε και κρατώντας τη από τα μπράτσα τη συγκράτησε.
"Καλέ εσύ τρέμεις! Κι αυτά..." Χαμήλωσε το βλέμμα βλέποντας τα ρυακια που πλέον είχαν κατρακυλήσει στα πόδια "Αμάν! Έγινες γυναίκα!" αναφώνησε μα η Ευδοκία με το ζόρι στεκόταν "Έλα, πρέπει να σε πάω επάνω . Η Γιώτα τίποτα δεν έκανε; Αναθεμα την για γυναίκα!"
Έβαλε το χέρι της Ευδοκίας στον λαιμό της και σιγά σιγά την πήγε μέχρι τις κλίνες. Την έβαλε να ξαπλώσει και ύστερα έφυγε.
Όταν επέστρεψε κρατούσε κάτι περίεργο στα χέρια της.
"Έλα να αλλάξεις. Θα βάλουμε αυτό στο εσώρουχο σου, για να μη λερωθεις. Θα σου εξηγήσω τι είναι. Μη φοβάσαι. Λογικό να πονάς.."
Η Μαρία πάντοτε ήταν πιο κοντά της. Μεγάλη σε ηλικία γύρω στα εξήντα αλλά ήταν βαρβατη γυναίκα. Νταρντανα από τις λίγες. Τη βοήθησε να καθαριστεί , της εξήγησε τι ακριβώς άλλαζε στο σώμα της και ύστερα πως ακριβώς να χρησιμοποιεί εκείνες τις τεράστιες σερβιετες.
"Ξάπλωσε. Θα ενημερώσω τη Γιώτα"
"Όχι! Πρέπει να ετοιμάσω το τσάι. Είμαι εντάξει!" Η Ευδοκία τη κοίταξε λυπημένη "Αλήθεια είμαι. Σας παρακαλώ. Εκτιμώ τη βοήθεια αλλά .."
"Παιδί μου είσαι άσπρο! Δε σηκώνω κουβέντα! Θα ξαπλώσεις και δε θα σηκωθείς από αυτό το κρεβάτι αν δε περάσει ο πόνος! Τελεία και παύλα!"
Που να ξερε η Μαρία πως μόλις η βάρδια της τελειώνει σε εκείνο το κολαστήριο , συμβαίνουν τα ανείπωτα...
Τη σκέπασε, της άφησε ένα πακέτο σερβιετες στο κομοδίνο και βγήκε.
Η Ευδοκία άκουσε φωνές στο διάδρομο. Αναγνώρισε της Γιώτας αλλά πονούσε πολύ για να σηκωθεί. Πίστευε πως εκείνη η πόρτα θα ανοίξει και πως θα μπει μέσα με τη βίτσα να τη σαπίσει στο ξύλο. Η πόρτα όμως δεν άνοιξε.
Εκείνος ο καταραμένος μεντεσές δεν ετριξε. Οι φωνές χαμήλωσαν κι εκείνη χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα και παραδόθηκε στο πόνο της.
**
Ούρλιαξε μέσα στον ύπνο της.
Έβαλε τα χέρια στο κρεβάτι για να σηκωθεί μα το επόμενο χτύπημα ήρθε ξανά στο πρόσωπο. Δύο κόκκινες γραμμές έβαψαν τα μάγουλα της και το δέρμα σκίστηκε στο σημείο και μάτωσε.
"Καταραμένο πλάσμα!" τσιριξε η Γιώτα σηκώνοντας τη βίτσα και κατεβάζοντας τη με μανία για τρίτη φορά στο πρόσωπο. "Όλα πήγαν λάθος! Εξαιτίας σου!"
Τα πόδια και τα χέρια της Ευδοκίας άρχισαν να χορεύουν τρομαγμένα πάνω σε εκείνο το σάπιο κρεβάτι ενώ η Γιώτα σήκωνε και κατέβαζε το αγαπημένο της εργαλείο ανεξέλεγκτα. Κανέναν δεν συγκίνησαν ποτέ τα βραδινά ουρλιαχτά της Ευδοκίας αλλά ούτε και οι κραυγές της.
"Φτάνει! Μη!" τσιριξε
"Πώς τόλμησες να παρακούσεις τις εντολές μου! Καταραμένα παιδιά! Όλα σας!"
Τα αίματα γέμισαν τα σεντόνια κι αυτή τη φορά δεν ήταν από τα μπούτια της μα από το πρόσωπο της.
"Φτάνει είπα!!!" Η Ευδοκία βγήκε εκτός εαυτού. Προσπάθησε να πιάσει τη βίτσα και σαν σηκώθηκε έδωσε μια σπρωξια της Γιώτας κι εκείνη έπεσε. Στην αντίληψη της πράξης της , τρόμαξε.
"Θα σε σκοτώσω αναθεματισμενο!!" Η γριά προσπάθησε να σηκωθεί μα η Ευδοκία δεν έμεινε δευτερόλεπτο να περιμένει. Δίχως να σκεφτεί τίποτα, έτρεξε με όλη της τη δύναμη στο διάδρομο. Κατέβηκε τη τεράστια γυριστή σκάλα και άνοιξε την εξώπορτα.
"Η τώρα η ποτέ!" μονολογησε και άρχισε να τρέχει ξυπόλυτη μέσα στο κρύο χωρίς να κοιτάζει πίσω.
Δίχως ρούχα, παρά μόνο με εκείνο το πάνινο κομπινεζον που της φόρεσε η Μαρία νωρίτερα. Ένιωθε τα ζεστά ρυάκια αίματος να κατρακυλανε τόσο από το πρόσωπο όσο και από τα πόδια της μα δε σταμάτησε.
Το ορφανοτροφείο ήταν ελαφρώς έξω από το κέντρο της Θεσσαλονίκης. Χτισμένο σε τέτοιο σημείο έτσι ώστε να έχει θέα τη θάλασσα. Ένα χιλιόμετρο μακριά από το άλλοτε παλατάκι του βασιλιά στη Καλαμαριά.
Ήταν τεράστιο κτήριο. Στέγαζε πάνω από εκατόν είκοσι κλίνες. Η τοποθεσία επιλέχθηκε έτσι ώστε να μη βρίσκεται χωμένο στο κέντρο και ο κόσμος που το επισκέπτεται να δίνει θετικες γνώμες.
Πρώτη φορά η καημένη η Ευδοκία έβγαινε στον έξω κόσμο και έβλεπε μόνο βλάστηση τριγύρω, γκρεμνια που οδηγούσαν στη θάλασσα και δρόμο. Μα έτρεχε. Πίστευε πως η Γιώτα είχε ήδη σηκωθεί και τη κυνηγάει να τη σκοτώσει. Γιατί σίγουρα θα τη σκότωνε αυτή τη φορά.
Ούτε αμάξια δε περνούσαν από το δρόμο για να σταματήσει κάποιο. Ο καιρός ήταν άγριος και δεν είχε ιδέα τι ώρα ήταν. Σίγουρα ήταν ξημερώματα.
Σκαρφάλωσε ένα λοφάκι και σχεδόν κατρακυλοντας το μετέπειτα βρέθηκε πιο κοντά στο πολιτισμό. Ώσπου την είδε...
Ηταν από τις πιο παλιές εκκλησίες. Η Μαρία πάντοτε της έλεγε ότι καμία εκκλησία δε κλείνει τις πόρτες στους ανθρώπους. Πώς ήταν ο οίκος του Θεού και πάντοτε θα έβρισκες γαλήνη και προστασία.
Η Ευδοκία όμως όσο κι αν χτυπουσε κανένας δεν άνοιγε.
Οι πόρτες παρέμεναν κλειδωμένες για εκείνη. Χτυπούσε τις γροθιές της ώσπου δεν είχε άλλη δύναμη πια.
Το κρύο τρυπούσε τα κόκαλα και έτσι όπως ήταν γεμάτη πληγές, έσυρε το κορμί της μέχρι ένα παγκάκι που βρισκόταν παραπέρα. Εκείνες οι εκκλησίες δεν είχαν αυλή. Δεν είχαν σκέπαστρα. Ήταν σχεδόν χωμένες μέσα στη γη. Με την ελπίδα πως ίσως βγάλει τη νύχτα , ξάπλωσε στο παγκάκι και διπλωθηκε. Ανέβασε το ύφασμα για να καλύπτει το κεφάλι και σαν τα σκυλιά , προσπάθησε να ζεσταθεί από την ίδια την ανάσα της. Τόσα δάκρυα κατέληγαν να βρέχουν το ύφασμα. Πότιζαν τη ψυχή με δεκάδες γιατί και εκείνη έλιωνε.
Γιατί την άφησε η μάνα της;
Γιατί κατέληξε σε εκείνη τη κόλαση;
Τόσο κακό έκανε πια σαν παιδάκι;
Ούτε που ήξερε...
Από τότε που θυμόταν τον εαυτό της, μεγάλωνε μέσα σε εκείνο το κολαστήριο.
Δεν ήξερε καν τη σημαίνει πραγματικά η λέξη μάνα. Τι σημαίνει χάδι. Αγκαλιά. Αγάπη...
Ένιωσε ένα άγγιγμα στον ώμο μα το κορμί της ήταν τόσο παγωμένο που μετά βίας κουνήθηκε.
"Ει, εσυ..." άκουσε μια αντρική φωνή μα ήταν εξουθενωμένη
"Είναι νεκρή;" άκουσε μια άλλη μα δεν κατάφερνε να μιλήσει. Το κορμί της ήταν τόσο παγωμένο που λαλιά δεν έβγαζε
"Δεν ξέρω Γρηγόρη. Πήγαινε στο αμάξι. Έχει αίματα. Ίσως είναι καμιά πουτάνα που ξέμεινε. Θα ελέγξω. Πήγαινε το πράμα σπίτι και έρχομαι"
"Έγινε. Κανόνισε μη μπλέξεις πουθενά! Φτάνει που ο Σάββας είναι εξοργισμένος. Δε θέλω κι άλλα στο κεφάλι μου!"
"Δε μπλεκω. Τράβα σπίτι και έρχομαι"
Η Ευδοκία άκουγε ομιλίες. Βήματα. Και ύστερα ένιωσε το ύφασμα που κάλυπτε το πρόσωπο της να αποχωρεί και τη παγωνιά να οργιάζει γύρω της. Ένιωθε μάτια καρφωμένα πάνω της. Ίσως ήταν κάτι που με τα χρόνια έμαθε να καταλαβαίνει. Κεφάλι κάτω και το βλέμμα της Γιώτας πάνω της. Ήξερε ακριβώς πότε κάποιος τη κοιτάζει.
"Μικρή..." άκουσε κάτι που έμοιαζε με ψιθυρο. Μια πίεση μετέπειτα στο λαιμό της για λίγα δευτερόλεπτα και η αίσθηση από τις χιλιάδες φορές που η Γιώτα προσπάθησε να τη πνίξει ώθησαν το ένστικτο της επιβίωσης της και άνοιξε τα μάτια "Πως κατέληξες σε αυτά τα χάλια άραγε..."
"Κρυ-κρυώνω" ψέλλισε αδυναμα
"Το εσκασες από κάπου; Χτυπημένη είσαι. Τι σκατα έκανες και σε έδειραν έτσι"
"Η κοιλιά μου.."
"Είσαι όμορφη παρά τα αίματα ...και τόσο μικρή. Μοιάζεις με κούκλα..Πόσο να είσαι άραγε;"
"Πο-ποναω"
Δεν είχε ιδέα ποιος ήταν. Τι ήταν. Ούτε αν ίσως ήταν κάποιος επικίνδυνος άνθρωπος. Τόσα ακουγοντουσαν εκείνη την εποχή . Πόρνες νεκρές. Εγκληματίες. Βιαστές. Δολοφόνοι. Ίσως ήταν η σκληρότερη εποχή από όλες.
"Δεν έχεις σπίτι;" ρώτησε κι εκείνη κούνησε μόνο το κεφάλι
"Το εσκασες από κάπου έτσι; Κι αν κρίνω από αυτό το πανί που φοράς , τη περιοχή και τη κατάσταση σου , δύο είναι τα τινά. Ορφανοτροφείο ή οικοτροφείο. Φτώχια ή πλούτος"
Ήταν σύνηθες εκείνη την εποχή οι πλούσιες οικογένειες να στέλνουν τα κορίτσια τους στα οικοτροφεία θηλέων. Ήταν εξάλλου τα αγαπημένα στέκια του. Τόσες αβγαλτες μικρές πιτσιρίκες.
Πρόθυμες παρθένες ή και μη που αναζητούσαν τη περιπέτεια κι εκείνος ένα εύκολο γαμήσι. Ήταν καλές και οι πουτανες αλλά σαν το καθαρό δεν είχε.
Η Ευδοκία ένιωσε τα χέρια του στο κορμί της.
"Ας μη πεθάνεις σήμερα ..." τον άκουσε να λέει και ύστερα αιωρηθηκε. Ένιωσε μια θερμότητα να αγκαλιάζει το κορμί και ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο του. "Αύριο όμως, εξαφανίστηκες. Στο λέω για να ξηγιομαστε! Μπάτσους και παπαριές δε γουστάρω στο διάβα μου!"
Εκείνος μιλούσε μα η Ευδοκία ένιωθε μονάχα τη ζεστασιά του κορμιού του..
Αν και ήταν ψηλό κορίτσι για την ηλικία της, λυγερό και ζουμερο συνάμα , δεν τον ένιωθε να ζοριζεται στο κουβαλημα της. Ούτε πίεση ούτε τίποτα. Αφέθηκε στα χέρια ενός ανθρώπου που ούτε το πρόσωπο του είχε δει καλά καλά.
Μα είτε αυτός, είτε ο θάνατος από το κρύο ήταν οι επιλογές.
Που να 'ξερε η καημένη η Ευδοκία πως ο θάνατος θα ήταν προτιμότερος...
💋💋💋💋
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top