Κεφάλαιο 6ο - Κουτσομπολιά

Όλοι είχαν αρχίσει να ασχολούνται με τις ιδιοκτησίες τους και ετοιμαζόντουσαν να υποδεχτούν τη νέα καλοκαιρινή σεζόν. Κάποιοι άλλοι βέβαια, που δεν είχαν τίποτα καλύτερο να κάνουν, κάπως έπρεπε να απασχοληθούν. Το κουτσομπολιό είναι μια ενασχόληση για κάποιον που δεν έχει ενδιαφέρον η ζωή του.

Βέβαια υπάρχουν κουτσομπολιά και κουτσομπολιά, όμως η ουσία είναι πάντα η ίδια. Μπορεί να ξεκινάει απλά σαν μία φήμη, όμως εν τέλει πάντα κάποιον θα πιάνεις στο στόμα σου, και πάντα αυτόν τον κάποιον θα τον "θάβεις" πίσω από την πλάτη του. Γιατί κάθε κουτσομπολιό μπορεί να ξεκινάει σαν μία αθώα συζήτηση γύρω από ένα άτομο, όμως σιγά σιγά μετατρέπεται σε ένα ψέμα που παίρνει τεράστιες έως εκρηκτικές διαστάσεις και γίνεται σκάνδαλο...ειδικά σε μέρη τόσο μικρά όσο οι Περουλάδες στο Σιδάρι της Κέρκυρας.

"Σου λέω Φρόσω μου χωρίσανε, γι'αυτό έφυγε αμέσως εκείνος μετά την κηδεία. Αν ήταν μαζί, δε θα έμενε κι άλλο να την παρηγορήσει, ή εκείνη, δε θα τον ακολουθούσε; Πότε ήρθε τελευταία φορά εκείνη στο νησί κι έμεινε τόσο, θυμάσαι; Πότε! Επτά χρόνια στην πρωτεύουσα, δεν πάτησε ούτε μία φορά το πόδι της εδώ. Που ξέρεις; Κάποιο κουσούρι θα έχει. Μπορεί να μην μπορεί να κάνει παιδιά και να την παράτησε ο άντρας της. Σίγουρα αυτό θα είναι!" λέει με στόμφο η κυρά Καίτη.

"Καλά ρε Καίτη, δεν ντρέπεσαι να κάθεσαι να κουτσομπολεύεις τον έναν και τον άλλον; Και στο κάτω κάτω ας κάνει ότι θέλει το κορίτσι, λογαριασμό θα μας δώσει; Δικαίωμα της να χωρίσει, δικαίωμα της να τα ξαναβρεί με τον άντρα της και να κάνει και παιδί άμα θέλει. Εσένα τι σε κόφτει;" απαντάει απηυδισμένη η κυρά Έλσα που μισεί τα κουτσομπολιά.

"Εγώ απλά λέω... " προσπαθεί να δικαιολογηθεί εκείνη, άσκοπα όμως.

"Εσύ πάντα απλά λες, όμως τα λες παντού και σε όλους" ανταπάντησε η γυναίκα μπροστά της ενοχλημένη και εκεί τελείωσε και η συζήτησή τους.

Η Φρόσω συνέχισε το δρόμο για το σπίτι της, και η κυρά Καίτη για τα σπίτια των υπολοίπων συγχωριανών της.

Μια εβδομάδα μετά:

Ο Ιούνιος είχε μπει για τα καλά και το νησί ήδη φιλοξενούσε τους πρώτους του τουρίστες. Το ξενοδοχείο τους ήταν σχεδόν γεμάτο, κι εκείνος εκτελούσε χρέη ρεσεψιονίστ όλη μέρα. Μόνο τα βράδια μπορούσε να χαλαρώσει και να βγει καμία βόλτα για ποτό, ή να κολυμπήσει στην ιδιωτική παραλία του ξενοδοχείου.

Είχε ήδη αρχίσει να βραδιάζει. Ο Μιχάλης είχε αρχίσει να ετοιμάζεται. Έκανε μπάνιο, είχε φτιάξει προσεκτικά το μαλλί του, φέρνοντας κάτι άστατα τσουλούφια προς τα πίσω, και είχε φορέσει ένα σκούρο μπλε πουκάμισο που τόνιζε τα μάτια του. Ήθελε να το συνδύασει με ένα άσπρο τζιν όμως από την άλλη σκεφτόταν μήπως έπρεπε να φορέσει ένα καλό παντελόνι και σακάκι. Ήθελε να της αρέσει, αλλά δεν ήξερε ποιο στυλ προτιμάει εκείνη. Θα έβγαιναν ξανά απόψε. Αυτήν τη φορά, τον είχε προσκαλέσει η Αλίκη για ποτό .

Ξεφύσηξε δυνατά. Διάλεξε να φορέσει το τζιν τελικά, και δίπλωσε τα μανίκια του πουκαμίσου του. Κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέπτη. Πολύ καλύτερα έτσι. Όσο πιο άνετος και χαλαρός ντυνόταν, ίσως έτσι να ένιωθε κιόλας. Αν και πάντα τα έχανε δίπλα της, από μικρό παιδί το πάθαινε αυτό.

Όσο οι μέρες περνούσαν και δεν την έβλεπε τόσο περισσότερο έμπαινε στον πειρασμό να ρισκάρει τη φιλία τους. Ίσως κάποια στιγμή να ξεπερνούσε το φόβο του και να έβρισκε επιτέλους το θάρρος να της μιλήσει για τα αισθήματά του για εκείνην.

Από τις σκέψεις του τον έβγαλε ένας κρότος που ακούστηκε στην πόρτα και η μητέρα του μπήκε στο δωμάτιο. Ήξερε πως δεν ήρθε για καλό, μπορούσε να το καταλάβει από το συνοφρύωμα του μετώπου της.

"Βρε αγόρι μου, είναι παντρεμένη, τι δουλειά έχεις εσύ να βγαίνεις με μία παντρεμένη; Τι θέλεις να μας κρεμάσουν κουδούνια; Να λες ευτυχώς που δε σας έχει δει ακόμη μαζί η Καίτη, αλλιώς ποιος ξέρει τι θα μας προσάψει πάλι η κουτσομπόλα!" η μητέρα του Μιχάλη εδώ και δέκα λεπτά προσπαθεί να τον πείσει να μη ξαναβγεί με την Αλίκη.

"Ρε μάνα, φίλοι είμαστε. Όσο για το αν είναι παντρεμένη, εγώ ούτε βέρα έχω δει να φοράει, ούτε μου έχει αναφέρει κάτι" της απαντάει χαλαρά εκείνος.

Βέβαια, η αλήθεια είναι πως δεν έχουν βγει μαζί πέρα από εκείνο το βράδυ, και σίγουρα του έχει περάσει πολλές φορές από το νου να κάνει κάποια κίνηση για να την πλησιάσει, όμως πάντα φοβάται. Φοβάται την απόρριψη γιατί εκείνη τον έχει στο μυαλό της σαν το χοντρό άσχημο αγόρι, που κάποτε υπερασπιζόταν επειδή εκείνος δεν μπορούσε να υπερασπιστεί τον ίδιο του τον εαυτό. Και με αυτές τις σκέψεις, οι ελπίδες του πέφτουν πάλι στο κενό, και μένει απλά στη ζώνη της φιλίας.

"Επειδή είναι στα χωρίσματα" συνεχίζει ακάθεκτη το λόγο της εκείνη. "Είναι στείρα αγόρι μου, γι'αυτό την παράτησε. Μου τα πρόλαβε εμένα όλα η κυρά Καίτη. Γι'αυτό ρε αγόρι μου ασ' την να πάει στο καλό και μην ασχολείσαι άλλο μαζί της. Τι θέλεις; Να σε πιάσουν κι εσένα στο στόμα τους, και να αρχίσουν να λένε ότι μπήκες κι ανάμεσά τους; Μπορεί να είναι καλό κορίτσι, όμως δεν φτάνει μόνο αυτό. Δεν κάνει αυτή για 'σένα. Τι θα πάρεις, και χωρισμένη και στείρα; Δεν τον έχω εγώ τον κανακάρη μου για τέτοια!"

"Μάνα σε παρακαλώ, ποια κάνει για εμένα και ποια όχι, άσε να το κρίνω εγώ. Στο κάτω κάτω φίλοι είμαστε, δεν κάναμε κάνα αμάρτημα. Και μην ακούς και πολύ τι λέει ο ένας και τι λέει ο άλλος. Η κυρά Καίτη μία ζωή κουτσομπόλα ήταν και μυθοπλάστης. Μπορεί και τώρα να τα βγάζει από το μυαλό της και να κάνει την τρίχα τριχιά" ανεβάζει τον τόνο της φωνής του εκείνος, φανερά θυμωμένος.

"Δεν πιστεύω εγώ σε φιλίες μεταξύ άντρα και γυναίκας! Επίσης, όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά. Γι' αυτό άσε την πολλή παρέα μαζί της, εντάξει αγόρι μου;" του λέει γλυκά εκείνη και του χαϊδεύει το μάγουλο.

"Καλά καλά" ήταν το μόνο που είπε και αφού άφησε ένα φιλί στο μάγουλο της μητέρας του, κατευθύνθηκε προς την έξοδο του ξενοδοχείου.

Μπορεί κι εκείνος να είχε αποφασίσει να γυρίσει μόνιμα πλέον στο νησί, όμως αυτές οι συμπεριφορές τον έκαναν να το ξανασκεφτεί αφού τον εξόργιζαν τόσο πολύ όλα αυτά τα κουτσομπολιά, που είχε ορκιστεί πως μόλις δει την κυρία Καίτη θα της τα ψάλει ένα χεράκι.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top