Κεφάλαιο 4ο - Ο γνώριμος ξένος

Είχα μπροστά μου το μανάρι από την κηδεία. Με κοιτούσε τόσο έντονα που πίστευα πως μπορούσε να δει μέσα μου και να τρυπώσει σε κάθε κρυφή μου σκέψη...να διαβάσει την ψυχή μου όλη. Αυθόρμητα έσκυψα το βλέμμα μου προς τα κάτω, και μόνο τότε θυμήθηκα πως ήμουν γυμνή. Τα μάγουλά μου σίγουρα κοκκίνησαν, όμως εκείνος δε μπορεί να το δει αυτό μες της νύχτας το σκοτάδι.

Ένιωσα ένα άγγιγμα μαλακό σα χάδι. Ήταν εκείνος. Έπιασε το πιγούνι μου απαλά με το χέρι του λες και φοβόταν μη το σπάσει, και σιγά σιγά σήκωσε το κεφάλι μου προς τα πάνω έως ότου τα μάτια μου αντικρύσουν τα δικά του...

Μα που τα ξέρω εγώ αυτά τα μάτια;

"Νόμιζα πως ονειρευόμουν, όμως είσαι αληθινή! Τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα;" με ρώτησε με τη βραχνή φωνή του και τότε ένιωσα να με χτυπάει κεραυνός.

Ο ξένος! Δηλαδή όχι και τόσο ξένος... Αυτή η φωνή! Κοίτα να δεις που μας βγήκε γνώριμος ο ξένος! Βρε τον Μιχαλάκη που μεγάλωσε κι έγινε μανάρι!

"Αλίκη με ακούς; Γιατί δεν απαντάς;" η φωνή του με έβγαλε από τις σκέψεις μου.

"Ναι Μιχάλη σε ακούω. Απλώς ήρθα να αερίσω τα δωμάτια του ξενοδοχείου σας και ένιωσα τη θάλασσα να με καλεί κοντά της...δεν μπόρεσα να αντισταθώ" απάντησα ντροπαλά κι εκείνος μου χάρισε ένα γλυκό χαμόγελο.

"Νόμιζα πως αφού με είδες χθες στην κηδεία, δε θα χρειαζόταν κάποιος να έρθει εδώ σήμερα. Συγγνώμη που σε έβαλα σε κόπο, κι εγώ όλη μέρα ήμουν στην πόλη για κάποιες δουλειές και το ξέχασα τελείως να ειδοποιήσω την μητέρα σου για να μην έρθει".

"Δεν πειράζει, κανένας κόπος, αληθεια!"

"Πάμε;" ρώτησε, μου γύρισε την πλάτη του κι άρχισε να κολυμπάει προς τη στεριά και το ίδιο έκανα κι εγώ. Εκείνος είχε ήδη βγει έξω, ήταν πιο έξυπνος από εμένα γιατί τουλάχιστον αυτός φορούσε το μποξεράκι του. Εγώ είχα κοκκαλώσει στη θέση μου. Δεν μπορούσα να βγω όσο ήταν αυτός εκεί, θα με έβλεπε γυμνή!

"Τι έγινε μικρή θα μείνεις εδώ όλο το βράδυ;" ακούστηκε λίγο πιο ειρωνικά αυτό απ' ότι έπρεπε. Λες να με είδε ότι ήμουν γυμνή; Θα πεθάνω!

"Αλίκη έλα, τι φοβάσαι;" με προκαλούσε, ήμουν σίγουρη!

"Ξέρεις, Μιχάλη, υπάρχει ένα πρόβλημα... Δεν περίμενα να γυρίσετε απόψε, και ξέρεις δεν το πολύ σκέφτηκα, απλώς βούτηξα μέσα στο νερό χωρίς...εμ...τα ρούχα μου" απάντησα διστακτικά ενώ δάγκωνα τα χείλη μου. Τι ντροπή Θεέ μου!

"Εντάξει, μη ντρέπεσαι. Θα γυρίσω την πλάτη μου ώστε να μη σε βλέπω. Μπορείς να βγεις και να ντυθείς" αποκρίθηκε κι έκανε αμέσως τα λόγια του πράξη.

Βγήκα γρήγορα από το νερό κι έτρεξα στα ρούχα μου. Προσπαθούσα να ντυθώ βιαστικά, αλλά περισσότερο αργούσα από το άγχος μου. Και το τζιν μου δεν έλεγε να μου μπει με τίποτα, αφού τα πόδια μου ήταν βρεγμένα. Άρχισα να ξεφυσάω και να προσπαθώ να τραβήξω με δύναμη το τζιν προς τα πάνω.

"Τι έγινε; Χρειάζεσαι βοήθεια μήπως;" ρώτησε ο Μιχάλης και φαινόταν στη φωνή του πως με το ζόρι κρατούσε τα γέλια του.

"Όχι καμία απολύτως!" είπα φανερά εκνευρισμένη με την τύχη μου και επιτέλους φόρεσα το αναθεματισμένο παντελόνι.

"Είμαι έτοιμη μπορείς να γυρίσεις" ξαναπήρα το λόγο κι εκείνος γύρισε προς τη μεριά μου. Μου έκανε νόημα να ανέβουμε προς το ξενοδοχείο, κι έτσι και κάναμε.

Στα μισά της ανηφόρας έσπασε εκείνος τη σιωπή πρώτος.

"Λυπάμαι πολύ για τη γιαγιά σου. Ξέρω πως δεν υπάρχει κάτι που μπορώ να πω και να σε κάνω να νιώσεις καλύτερα ή να σου πάρω τον πόνο που νιώθεις, όμως είμαι εδώ για 'σένα αν με χρειαστείς. Ήθελα να σε βρω και στην κηδεία να σου μιλήσω, αλλά μέσα σε όλον αυτόν τον κόσμο...προτίμησα την απόσταση" κόμπιασε, αλλά τον καταλάβαινα. Για μία στιγμή μου θύμισε τον Μηχαλάκη που γνώριζα από το Γυμνάσιο, εκείνο το αντικοινωνικό αγόρι που ντρεπόταν τους πάντες, όμως μπροστά μου είχα έναν τελείως διαφορετικό άντρα που εξωτερικά τουλάχιστον δε θύμιζε σε τίποτα το παιδί που ήξερα.

"Σε ευχαριστώ Μιχαλάκη" απάντησα αυθόρμητα κι εκείνος χαμογέλασε στο υποκοριστικό που χρησιμοποίησα.

"Τι μου θύμισες τώρα; Πάνε χρόνια που δεν με έχουν πει έτσι" γέλασε με την ψυχή του και με παρέσυρε κι εμένα.

"Ξέρω πως είναι αργά και ίσως να θες να επιστρέψεις σπίτι, όμως θα ήθελες να πάμε για κάνα ποτό και να θυμηθούμε τα παλιά; Αν όχι σήμερα, κάποια άλλη στιγμή. Πότε φεύγεις;" με ρώτησε καθώς είχαμε φτάσει στην εξώπορτα του ξενοδοχείου.

"Ξέρεις, αποφάσισα να επιστρέψω μόνιμα στο νησί, αν και ακόμη δεν το έχω ανακοινώσει ούτε στους δικούς μου. Μου έλειψε ο τόπος μου" απάντησα ειλικρινά. "Εάν θέλεις μπορούμε να πάμε και τώρα για ποτό, άσε με όμως πρώτα να ειδοποιήσω τους δικούς μου".

Λίγη ώρα αργότερα...

"Ακόμη δεν μπορώ να πιστέψω πως τσακώθηκες με όλους σου τους φίλους τότε για 'μένα. Πραγματικά δεν το περίμενα. Πότε δεν κάναμε κολλητή παρέα, αλλά το να με υπερασπιστείς, και μάλιστα στους ίδιους σου τους φίλους, ακόμη με ξεπερνάει!" λέει με δέος κι εγώ του χαμογελάω γλυκά. Πίνω μια γουλιά από την μπύρα και γλείφω τα χείλη μου πριν μιλήσω.

"Θα το έκανα για τον οποιοδήποτε. Μπορεί τότε να μην είχε ανακαλυφθεί ακόμη η λέξη μπούλινγκ, όμως αυτό ακριβώς σου κάνανε. Πότε δεν μετάνιωσα που σε υπερασπίστηκα. Μπορεί να έχασα μερικούς φίλους-πιθανότατα σκάρτους- όμως είχα καθαρή τη συνείδησή μου τα βράδια όταν έπεφτα για ύπνο. Ήξερα πως έκανα το σωστό. Δεν ήταν δίκαιο να σε πειράζουν επειδή φορούσες γυαλιά και είχες μερικά παραπανίσια κιλά"

"Μερικά; Ήμουν κοντός, χοντρός με γυαλιά, γεμάτος σπυράκια και ας μην ξεχνάμε τα σιδεράκια. Ακόμη κι εγώ θα με κορόιδευα!" απάντησε κι αρχίσαμε να γελάμε και οι δύο.

"Αλήθεια, πως γίνεται να άλλαξες τόσο; Στην κηδεία ούτε καν που σε αναγνώρισα!" ρώτησα πραγματικά περίεργη για την τόση μεγάλη αλλαγή του. Ήταν η πραγματική απόδειξη ότι το ασχημόπαπο γίνεται όντως κύκνος! Όχι ότι ήταν τόσο άσχημος τότε, απλά ας πούμε ότι δεν πέρασε και την πιο όμορφη εφηβεία.

"Νομίζω συνειδητοποίηση, και προφανώς η μεγάλη πόλη στην οποία πέρασα. Το Πανεπιστήμιο μου έκανε καλό, και οι παρέες εκεί το ίδιο. Γράφτηκα γυμναστήριο, άρχισα να προσέχω τη διατροφή μου, αντάλλαξα τα γυαλιά με τους φακούς επαφής και βουαλά!" έδειχνε τον νέο του εαυτό, προφανώς χαρούμενος για το αποτέλεσμα.

"Εσύ δεν μου είπες όμως, πως γίνεται το αγοροκόριτσο με το αγορέ μαλλί που αναμετρήθηκε με όλα τα αγόρια του σχολείου για χάρη μου, να εξελίχθηκε σε αυτήν τη γυναίκα που έχω μπροστά μου!" ρώτησε κι αυτός με τη σειρά του για τη δική μου αλλαγή.

"Ορμόνες Μιχαλάκη, ορμόνες!" είπα γελώντας και άρχισε κι αυτός να γελάει μαζί μου.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top