Κεφάλαιο 3ο - Βραδινό μπάνιο

Ο ξένος δε μάθαμε τελικά ποιος ήταν. Δεν είναι πως μπορούσαμε να ρωτήσουμε κιόλας κάποιον: "Συγγνώμη, ποιο είναι το μανάρι από εδώ;" οπότε τον ξεχάσαμε αυτόν!

Η Άννα έφυγε την επόμενη ημέρα για Γερμανία, δεν μπορούσε να λείψει άλλο από την πρακτική της, κάποια στιγμή πρέπει να τελειώσει και το μάστερ της. Το ίδιο κι ο Γιώργος, έπρεπε να γυρίσει πίσω στη δουλειά το συντομότερο δυνατόν, όμως και οι δύο μου υποσχέθηκαν πως θα επιστρέψουν το καλοκαίρι για τις διακοπές τους εδώ.

Η μητέρα μου ήταν καλύτερα υποθέτω...αφού σταμάτησε να κλαίει. Είχε αρχίσει να ανησυχεί για εμένα όμως. Αυτό το έμαθα ακούγοντας καταλάθος μία συζήτηση που είχε με τον πατέρα μου.

"Σου λέω δεν είναι φυσιολογικό όλο αυτό. Κάτι πρέπει να κάνουμε" άκουσα τη φωνή της μητέρας μου ενώ κατέβαινα τις σκάλες για να φτάσω στο καθιστικό. Έμοιαζε να καυγαδίζει με κάποιον, και μη θέλοντας να ενοχλήσω σταμάτησα στα μισά της σκάλας.

"Δεν ξέρω ρε αγάπη μου, τι να σου πω. Μπορεί να μην την επηρέασε τόσο, όσο νομίζαμε εμείς πως θα την επηρεάσει" απάντησε ο μπαμπάς μου, αλλά η φωνή του ακουγόταν δύσπιστη, σα να μην πίστευε ούτε ο ίδιος αυτό που έλεγε.

"Με δουλεύεις; Ακόμη κι εσύ έκλαψες ενώ ήταν η πεθερά σου. Ήταν η γιαγιά της και δεν έχυσε ούτε ένα δάκρυ για εκείνη. Σου φαίνεται φυσιολογικό όλο αυτό;" απάντησε νευριασμένη κι εκείνος έξυσε το κεφάλι του σκεπτόμενος.

"Ποιος ξέρει πόσο πόνο έχει μέσα του το κοριτσάκι μας συσσωρευμένο; Γιατί δεν ξεσπάει; Μήπως πρέπει να την πάμε να δει κάποιον ψυχολόγο;" συνεχίζει η μητέρα μου και κατεβαίνω τα σκαλιά κάνοντας θόρυβο επίτηδες για να καταλάβουν πως πλησιάζω.

Τους βλέπω να με κοιτάνε με ενοχές. Και τώρα κοιτάζονται μεταξύ τους. Πόσο πιο προφανές ότι κάτι κρύβουν;

"Καλημέρα αγάπη μου! Πως και ξύπνησες τόσο νωρίς; Να σου ετοιμάσω πρωινό;" μου απευθύνει το λόγο η μητέρα μου, ενώ προσπαθεί πολύ να μου χαμογελάσει.

"Καλημέρα και σε 'σας! Όχι δεν χρειάζεται! Θα πάρω έναν καφέ στο χέρι και θα πάω εγώ στης κυρά Λένας σήμερα. Εσύ κάτσε να ξεκουραστείς!" της απαντάω γλυκά και της αφήνω ένα φιλί στο μάγουλο. Ξέρω πως ανησυχεί πολύ για 'μένα.

"Αλίκη" από τη φωνή της καταλάβω πως την τρώει από μέσα της όλο αυτό όμως πραγματικά δε θέλω να το συζητήσω αυτό τώρα.

"Είμαι καλά, μην ανησυχείτε. Είμαι μια χαρά!" ήταν το μόνο που τους είπα πριν κλείσω την πόρτα πίσω μου.

Στο δρόμο για το ξενοδοχείο της κυρά Λένας, σκέφτομαι πόσο καιρό έχω να πάω σε αυτό το μέρος. Πάνε χρόνια από τότε. Η τελευταία φορά που βρέθηκα εκεί πρέπει να είναι μετά τις Πανελλαδικές, το τελευταίο καλοκαίρι που πέρασα στο χωριό. Περνούσα σχεδόν κάθε μέρα εκεί, μαζί με τον Μιχάλη, τον γιο της κυρίας Λένας και του κυρίου Πέτρου.

Το χειμώνα τον περνούσαν στη Θεσσαλονίκη, στον Μιχάλη. Ενώ το καλοκαίρι επέστρεφαν εδώ για να δουλέψουν κανονικά το ξενοδοχείο τους, όπως κάνουν όλα αυτά τα χρόνια. Κάθε φορά όμως πριν φύγουν, ζητούν από τη μητέρα μου να πηγαίνει κάθε πρωί και να αερίζει τα δωμάτια του ξενοδοχείου. Για να μη μείνω στο σπίτι όμως και με πείσουν οι γονείς μου να πάω σε ψυχολόγο, αποφάσισα να την κάνω εγώ αυτήν την αγγαρεία σήμερα.

Φτάνοντας στο ξενοδοχείο αναμνήσεις ξεπηδάνε στο μυαλό μου, και γυρίζω χρόνια πίσω. Πόσο αθώα κι ανέμελα ήταν όλα τότε; Τρέχαμε, παίζαμε, γελούσαμε...ζούσαμε! Και ξαφνικά σκέφτομαι την γιαγιά μου. Πάντα ερχόταν και με μάζευε, γιατί ξεχνιόμουν με τις ώρες σε αυτό το μέρος.

"Γιαγιάκα" ψιθυρίζω κι αυτόματα πιάνω το κολιέ που έχω στο λαιμό μου. Ήταν δώρο εκείνης. Ένα ασημένιο κόσμημα, κομψό, με μια καρδιά από μαύρη πέτρα να το στολίζει.

Η μαύρη πέτρα, κρατάει το κακό μακριά μου είχες πει, όμως να που αυτό το κακό δεν το κράτησε, και πήρε αυτό εσένα μακριά μου... σκέφτομαι με παράπονο.

"Γιατί έφυγες γιαγιάκα μου;" ρωτώ τον αέρα αλλά δεν πρόκειται να μου δώσει κανείς την απάντηση που ψάχνω...και τότε ξεσπάω σε κλάματα.

Δεν ξέρω πόσες ώρες πέρασα να κλαίω εδώ μέσα και να ανακαλώ κάθε μνήμη που είχα από εκείνην. Έκλαψα με λυγμούς, φώναξα, έβρισα, ξέσπασα τελικά... Έβγαλα από μέσα μου όλα τα συναισθήματα που είχαν συσσωρευτεί και ζητούσαν να βγουν στην επιφάνεια. Κάποια στιγμή θα συνέβαινε κι αυτό, δεν μπορούσα να σταθώ δυνατή παραπάνω. Τουλάχιστον δεν ξέσπασα μπροστά στη μαμά μου...άμα με έβλεπε θα γυρνούσε κι εκείνη στην προηγούμενη της κατάσταση- να κλαίει όλη μέρα και να κοιτάει το κενό.

Αφού έκλεισα όλα τα παραθυρόφυλλα και τις μπαλκονόπορτες του ξενοδοχείου, κατευθύνθηκα προς την εξωτερική πόρτα. Την κλείδωσα κι αυτήν, μα πριν φύγω κοίταξα το φεγγάρι που έφεγγε στον σκοτεινό ουρανό. Κοίταξα το δρομάκι που σχημάτιζε το φως του πάνω στη θάλασσα κι ένιωσα πως ο βυθός με καλούσε. Κοίταξα γύρω μου, δεν υπήρχε ψυχή.

Θα μπορούσα να κάνω μια βουτιά σκέφτηκα και κατηφόρισα το δρόμο για την ιδιωτική παραλία του ξενοδοχείου. Έβγαλα το κινητό μου από την τσέπη του τζιν μου και έστειλα μήνυμα στην μαμά μου πως θα αργήσω.

Έφτασα στην παραλία και η μυρωδιά της θάλασσας με κατέκλυσε. Πόσο μου είχε λείψει να μυρίζω τόση αλμυρά; Έβγαλα τα παπούτσια μου και πλησίασα προς την ακτή. Το νερό δεν ήταν και τόσο κρύο για Μάϊο μήνα. Έβγαλα και τα ρούχα μου βιαστικά, δεν είχα ξανακάνει γυμνή μπάνιο στη θάλασσα, όμως για όλα υπάρχει μια πρώτη φορά.

Όσο έμπαινα στο νερό τόσο πιο πολύ μετάνιωνα για την απόφαση μου. Ίσως τελικά ο βυθός να είναι λίγο τρομακτικός τέτοια ώρα...ειδικά αν κολυμπάς μόνη σου. Είχα απομακρυνθεί από τη στεριά και προσπαθούσα να ηρεμήσω. Άφησα το σώμα μου χαλαρό, πήρα μία βαθιά ανάσα, κι άφησα το νερό να με κρατήσει στην επιφάνεια του ξαπλωμένη ανάσκελα. Δεν ήταν και τόσο άσχημα τελικά.

Είχα χαλαρώσει πλήρως και σκεφτόμουν πως θα μπορούσα να συνηθίσω και πάλι τη ζωή στο νησί-άλλωστε ήρθα για να μείνω-όταν ένιωσα κάτι να κολυμπάει δίπλα μου. Μες τον πανικό μου προσπάθησα να κρατήσω την ανάσα μου και να κολυμπήσω γρήγορα προς τη στεριά όμως ξαφνικά κάτι αναδύθηκε μπροστά μου.

Δύο μάτια κατάμαυρα ήταν μπροστά μου και με κοιτούσαν έντονα. Δύο μάτια κατάμαυρα που άστραφταν και παίρνω όρκο πως κάτι μου θύμιζαν.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top