Κεφάλαιο 2ο - Η κηδεία
Όλη μέρα κόσμος μπαινοβγαίνει στο σπίτι. Η μητέρα μου είναι συντετριμμένη. Όλοι της δίνουν τα συλλυπητήρια τους και της σφίγγουν το χέρι, όμως εκείνη δείχνει χαμένη στις σκέψεις της. Απλώς γνέφει καταφατικά κάθε φορά και δεν λέει τίποτα. Ο χαμός της μητέρας της την επηρέασε περισσότερο από όλους μας.
Ήταν τόσο απρόσμενος. Ίσως επειδή ποτέ δεν είχε κάποιο πρόβλημα υγείας. Πέθανε στον ύπνο της, δίχως πόνο... απλά σταμάτησε η καρδιά της. Ακόμη δεν μπορώ να το πιστέψω πως δε θα την ξαναδώ, πως δε θα την ξανά αγκαλιάσω, δε θα μυρίσω ξανά το άρωμα της... Δε θα με ξαναπρήξει να παντρευτώ γρήγορα γιατί ο χρόνος κυλά, να μην κυνηγάω να κάνω καριέρα αλλά να κοιτάξω να κάνω πρώτα οικογένεια, και πως πρέπει ο Γιώργος να με αποκαταστήσει όσο το δυνατόν συντομότερο.
Αχ και να 'ξερες γιαγιάκα μου! σκέφτομαι χαμογελώντας και από τις σκέψεις μου με βγάζει η φωνή του Γιώργου. Αυτό κι αν ήταν σύμπτωση!
"Συλλυπητήρια κυρία Παναγιώτα. Λυπάμαι πολύ για το χαμό σας. Ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχή της" παρηγορεί την μάνα μου ενώ την έχει πάρει αγκαλιά.
Ο καλός μου, ήρθε αμέσως μόλις του είπα τα λυπηρά νέα, ακόμη κι αν δεν τα πήγαινε καλά με τη γιαγιά μου. Με το βλέμμα του σκανάρει το χώρο και με βλέπει στο βάθος να κάθομαι σε μία γωνιά μόνη μου. Έρχεται γρήγορα προς το μέρος μου και με αγκαλιάζει θερμά.
"Δεν ξέρεις πόσο λυπάμαι μικρή μου. Το ξέρεις πως είμαι δίπλα σου για όλα... Άμα θες να ξεσπάσεις, να μιλήσεις, οτιδήποτε... εγώ είμαι εδώ" τον κρατάω σφιχτά στην αγκαλιά μου και με παρηγορεί πολύ πως τον έχω δίπλα μου σε αυτήν τη δύσκολη στιγμή που περνάω.
"Σε ευχαριστώ τόσο πολύ..." είναι το μόνο που καταφέρνω να πω και παρατηρώ πως ένα πηγαδάκι με συγχωριανούς μου μας παρατηρεί και ψιθυρίζει διάφορα.
Καλά στην κηδεία της γιαγιάς μου βρήκαν να κουτσομπολεύσουν; Πόσο δε μου είχαν λείψει όλα αυτά. Στην Αθήνα ο καθένας κοιτούσε τη δουλειά του και μόνο, ενώ αυτοί εδώ, ένας άνθρωπος πέθανε και έχουν όρεξη για κουσκουδάκι. Αν είναι δυνατόν!
~~~~~~~~
Είναι το τελευταίο αντίο που μπορούμε να της πούμε, καθώς σε λίγο θα τη σκεπάσει το χώμα. Πότε με κατσάδιαζε πριν λίγες εβδομάδες που ακόμη δεν έχω επιστρέψει σπίτι μας, που δεν προσέχω τι τρώω και που δεν έχω δέσει ακόμη τον γάιδαρό μου, και πότε την έχασα για πάντα... Στο χέρι μου κρατάω ένα άσπρο τριαντάφυλλο. Ήταν το αγαπημένο της λουλούδι, πάντα φρόντιζε να γεμίζει τα βάζα στο σπίτι με φρέσκα τριαντάφυλλα. Το φέρνω κοντά στο προσωπό μου και το μυρίζω, αφήνω ένα φιλί στα πέταλά του και πλησιάζω προς το φέρετρο.
"Αντίο γιαγιάκα μου, σ' αγαπώ πολύ" ψιθυρίζω και γυρνάω πίσω στη θέση μου, δίπλα στον Γιώργο.
Νιώθω κάποιον να μου σφίγγει το χέρι και γυρνάω προς τον Γιώργο νομίζοντας πως είναι αυτός, όμως βλέπω ένα λεπτεπίλεπτο χέρι να κρατάει το δικό μου.
"Άννα;" ρωτάω δύσπιστα ενώ κοιτάζω την κοπέλα στο δεξί πλευρό μου.
"Λυπάμαι πολύ για το χαμό σου φιλενάδα. Ήρθα όσο πιο γρήγορα μπορούσα...το πρωί το έμαθα..." λέει η μόνη φίλη που έχω στο νησί και δεν το πιστεύω πως ήρθε από την Γερμανία για την κηδεία της γιαγιάς μου, και για να είναι δίπλα μου τώρα που την χρειάζομαι. Κάποιες φιλίες παραμένουν ανεξίτηλες στο χρόνο, και συνεχίζονται ανεξαρτήτως το πόσα χρόνια έχεις να δεις τον άλλον ή το πόσα χιλιόμετρα σας χωρίζουν.
Την αγκαλιάζω και της λέω ευχαριστώ. Πλέον ρίχνουν χώμα για να σκεπάσουν το φέρετρο. Ανοίγω το χέρι μου και πιάνω το χέρι της μαμάς μου που στέκεται ακριβώς μπροστά μου. Δεν έχω συνηθίσει να την βλέπω έτσι, αδύναμη.
"Θα ήθελε να είσαι δυνατή, όπως ήταν πάντα εκείνη" ψιθυρίζω από πίσω της και στρέφει λίγο το πρόσωπό της προς το μέρος μου.
Τα μάτια της είναι πρησμένα και έχει μαύρους κύκλους κάτω από αυτά. Δεν έχει σταματήσει να κλαίει λεπτό. Πρέπει εγώ να είμαι δυνατή και για τις δύο. Πρέπει τώρα εγώ να της σταθώ και να είμαι εδώ γι' αυτήν, όπως τόσα χρόνια ήταν αυτή εκεί για 'μένα.
"Θα γίνω" απαντάει άτονα και σκουπίζει τα δάκρυα της με το μανίκι της μαύρης μπλούζας της.
Αφού τελείωσε η τελετή, κατευθυνθήκαμε όλοι προς το καφενείο του κυρ Παντελή. Η Άννα και ο Γιώργος δεν με άφησαν στιγμή μόνη μου, αν κι εγώ προσπαθούσα να φτάσω την μητέρα μου γιατί ήξερα πόση ανάγκη με είχε. Καθίσαμε στο ίδιο τραπέζι με εκείνη και τον μπαμπά μου. Εγώ δίπλα της, να της έχω πιάσει το χέρι κάτω από το τραπέζι κι εκείνη να μου χαϊδεύει απαλά το δικό μου.
Όλο το χωριό έχει έρθει για τον θάνατο της γιαγιάς μου, και τώρα βλέπω πρόσωπα που είχα ξεχάσει εδώ και τόσα χρόνια. Πώς γίνεται να άργησα τόσο να επιστρέψω;
Νιώθω μια αγκωνιά στο δεξί μου πλευρό και βγάζω ένα μικρό επιφώνημα πόνου, που κανείς δεν προσέχει, αφού όλοι μιλάνε μεταξύ τους. Γυρνάω προς το μέρος της Άννας και την κοιτάω παραξενευμένη.
"Καλέ ποιο είναι αυτό το μανάρι; Δεν μου είχες πει ότι είχες τόσο όμορφο σόϊ" αποκρίνεται εκείνη και μου κάνει νόημα με τα μάτια της προς τα δεξιά μας.
"Ε τι να σου πω; Είσαι ανεκδιήγητη!" της απαντάω αλλά παρόλα αυτά γυρνάω να δω προς το μέρος που μου έχει υποδείξει.
Βλέπω έναν νέο με μαύρα κοντοκουρεμένα μαλλιά, μούσια λίγων ημερών και σαρκώδη χείλη να είναι καθισμένος σε ένα τραπέζι με κάποιους συγχωριανούς μας.
Το βλέμμα του πέφτει πάνω μου και βλέπει πως τον επεξεργάζομαι. Γαμώτο!
Εκείνος συνεχίζει να με κοιτάζει ενώ ανοίγει το στόμα του και βλέπω να σχηματίζει άηχα με τα χείλη του τη λέξη συλλυπητήρια.
Τι στο καλό? Ποιο είναι το μανάρι; Δηλαδή, ο ξένος ήθελα να πω!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top