Κεφάλαιο 1ο - Επιστροφή στην Κέρκυρα

"Τα μάθατε τα νέα; Η κυρ Αρετή πέθανε. Έμφραγμα λέει στον ύπνο της. Κανείς δεν το περίμενε!"

"Τι λες καλέ; Πότε πέθανε η καημένη;"

"Χθες το βράδυ. Σήμερα το απόγευμα είναι η κηδεία. Θα έρθει και η Αλίκη λένε. Μετά από 7 χρόνια θυμήθηκε τον τόπο της. Έπρεπε να πεθάνει η γιαγιά της για να επιστρέψει στον τόπο της; Την ξέχασε την οικογένειά της τόσα χρόνια."

"Σταμάτα μωρέ Μαίρη, ένα συγχωριανός μας πέθανε. Ακόμα και τώρα με αυτά ασχολείσαι; Το κορίτσι σπούδαζε τόσα χρόνια."

"Και δεν μπορούσε ούτε για διακοπές να έρθει Δανάη; Ή μήπως εξαφανίστηκε επειδή της πήρε τα μυαλά ο έρωτας; Κι άλλοι έφυγαν από το νησί αλλά δεν έριξαν μαύρη πέτρα πίσω τους. Για να δούμε όμως, θα μας το φέρει τελικά το κελεπούρι να το γνωρίσουμε ή θα τον κρατήσει κι άλλο κρυμμένο;"

"Αα εσύ δεν τρώγεσαι με τίποτα! Πάω να βάλω το φαγητό και να ετοιμαστώ για να πάω από το σπίτι της Παναγιώτας. Ποιος ξέρει πόσο θα έχει στεναχωρηθεί η καημένη."

"Και εγώ πάω. Πρέπει να ειδοποιήσω και τους υπόλοιπους στο χωριό."

•°~~~~~~~~~~~~~~~~~~°•

Είχα χαθεί στις σκέψεις μου καθ' όλη τη διάρκεια του σύντομου αυτού ταξιδιού. Σκεφτόμουνα τη γιαγιά μου, κι όλες τις στιγμές που έχουμε περάσει μαζί. Πως με μάλωνε κάθε φορά που βρισκόμασταν οι δυο μας επειδή ξέχασα τον τόπο μου, όμως κάθε φορά με υποστήριζε μπροστά στους γονείς μου.

"Αφήστε το κορίτσι να ζήσει τη ζωή της, μία ζωή από πίσω σας την θέλετε; Άμα δεν βγει τώρα που είναι νέα πότε θα βγει; Όταν φτάσει στην ηλικία μου; Καλά κάνει που πάει διακοπές με τους φίλους της, τι θα κάνει μία ζωή την γκαρσόνα στην ταβέρνα; Μην τους ακούς κοριτσάκι μου, κλείσε τα εισιτήρια τώρα που τα βρήκες σε προσφορά και άσε αυτούς να λένε! Τα ξεχάσανε τα νιάτα τους! Αν μπορούσα θα ερχόμουν κι εγώ μαζί σου αλλά έχει χάρη", πάντα με υποστήριζε, σε ό,τι κι αν ήθελα να κάνω, όπου κι αν ήθελα να πάω. Μου είχε τεράστια αδυναμία, κι εγώ όμως την αγαπούσα πάρα πολύ. Ήταν η μοναδική εν ζωή από τους παππούδες μου, μαζί της μεγάλωσα.

Το τελευταίο ταξίδι της ήταν αυτό στην Αθήνα. Ήθελε πολύ να έρθει να με δει κι έτσι αποφάσισαν να μου κάνουν έκπληξη με τον μπαμπά μου. Μου είπε ότι της είχα λείψει πολύ και πήραν το πρώτο αεροπλάνο για να έρθουν να με βρουν. Περάσαμε μια ολόκληρη εβδομάδα μαζί, μιλώντας κι αναπολώντας το παρελθόν και διάφορες ιστορίες που είχε να μου πει από όταν ήμουν μικρή κι έκανα σκανταλιές.

Την τελευταία μέρα πριν φύγει, της είχα υποσχεθεί πως αυτό το καλοκαίρι θα ερχόμουν στην Κέρκυρα για να περάσουμε μαζί το καλοκαίρι μας. Της υποσχέθηκα πως αυτό το καλοκαίρι θα είναι διαφορετικό, πως δε θα πάω σε κανένα νησί με την παρέα μου αλλά πως θα γυρίσουμε μαζί, εκείνη κι εγώ, όλη την Κέρκυρα. Της υποσχέθηκα πως θα αναπλήρωνα το χρόνο που χάσαμε για όλα αυτά τα χρόνια που δεν είχα έρθει στο νησί. Είχε χαρεί τόσο πολύ με αυτήν μου την απόφαση που δάκρυσε, θυμάμαι.

Και τελικά, παρόλο που εγώ την κράτησα την υπόσχεσή μου και ήρθα... Και μάλιστα ήρθα πιο νωρίς από ό,τι της είχα υποσχεθεί, αυτή τελικά δεν είναι εδώ για να με δει να κρατάω την υπόσχεση μου. Δεν είναι εδώ για να κάνουμε όλα όσα συμφωνήσαμε.

Γιατί βρε γιαγιά μου με αφήσεις τόσο νωρίς; Πριν προλάβουμε να ζήσουμε κι άλλες στιγμές μαζι; Νιώθω τόσο κενή μέσα μου, τόσο χαμένη, κι ένας κόμπος έχει σχηματιστεί στο λαιμό μου, νιώθω πως θα με πνίξει.

Η φωνή της αεροσυνοδού με επανέφερε ξανά στην πραγματικότητα. Βρισκόμασταν ακριβώς πάνω από την Κέρκυρα, και καθώς την κοιτούσα από απόσταση, συνειδητοποίησα πως το να λείψω για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα από το νησί που μεγάλωσα δεν ήταν και η καλύτερη απόφαση που είχα πάρει ποτέ μου. Δεν ξερω για ποιο λόγο δεν επέστρεψα ποτέ πίσω, ίσως όντως η Μεγαλούπολη όπως λένε στο χωριό μου να μου πήρε τα μυαλά. Πάντως έχω μετανιώσει οικτρά. Πραγματικά δεν ξέρω τι με κράτησε μακριά τόσα χρόνια.

Σέρνοντας το τρόλευ του αεροδρομίου με τις βαλίτσες μου πάνω, προχωρώ προς την έξοδο. Απρίλιο μήνα και δεν είχε και πολλούς επιβάτες η πτήση, και στην "Αίθουσα Αναχώρησης" ο μπαμπάς μου ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που περίμενε κάποιον.

Αμέσως μόλις με είδε έτρεξε κοντά μου και με αγκάλιασε. Αυτή η αγκαλιά δεν ήταν τόσο επειδή του έλειψα -διότι πριν μερικές εβδομάδες είχαν έρθει με τη γιαγιά να με επισκεφτούν στην Αθήνα- η αγκαλιά του ήταν σαν μία ασπίδα προστασίας που ήθελε να απλώσει πάνω μου για να με προστατεύσει. Πάντα ήταν υπερπροστατευτικός μαζί μου και ήταν αναμενόμενη αυτή η συμπεριφορά. Αυτό που δεν ήταν αναμενόμενο, ήτανε η δική μου. Ενώ μέσα μου είχα σπάσει σε χίλια κομμάτια για το χαμό της γιαγιάς μου, μέχρι στιγμής δεν είχα χύσει ούτε ένα δάκρυ για εκείνην. Ήταν λες και είχαν στερέψει τα δάκρυά μου κατά κάποιο τρόπο.

Στη διαδρομή για το σπίτι δεν μιλήσαμε καθόλου είναι η αλήθεια, όμως ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει γρήγορα και πως θα βγει έξω από το στήθος μου. Έπλεκα και ξέπλεκα τα δάχτυλά μου μεταξύ τους και οι παλάμες των χεριών μου είχαν αρχίσει να ιδρώνουν. Τύψεις άρχισαν να με πλημμυρίζουν. Λυπάμαι τόσο πολύ που άργησα τόσο να επιστρέψω εδώ... στο σπίτι μου.

Φτάνοντας στο Σιδάρι, όλα μου φαίνονται τόσο διαφορετικά. Ίσως πάλι όλα να είναι ίδια και εγώ να μην είμαι πια εκείνο το κορίτσι που ζούσε σε αυτό το χωριό. Έχει αρχίσει να ξημερώνει και τέτοια ώρα όλα έχουν τον ήχο της σιωπής. Είναι λες και ξαφνικά έγινε άχρωμος και άγευστος ο κόσμος. Νιώθω θλίψη αλλά πρέπει να είμαι δυνατή. Εκείνη με χρειάζεται. Η μαμά μου θα είναι ένας ράκος.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top