~64~
~
Κράτησα το ασημένιο κολιέ σφιχτά στα χέρια μου καθώς τους παρατηρούσα ανάμεσα στο πλήθος. Δεν ξέρω αν ήταν αυτός πίσω από το απειλητικό γράμμα, το οποίο έπαιξε σημαντικό ρόλο στις αποφάσεις μου και στα σχέδια μου. Φέρνοντας με αντιμέτωπο με την σκληρή αλήθεια της ζωής μου, πως θα έμενα για πάντα μόνος. Είχα καταφέρει να μπλέξω τόσο βαθιά στον σκοτεινό κόσμο της νύχτας, που οι εχθροί δεν μου έδιναν επιλογές να ζήσω μια ήρεμη και ευτυχισμένη ζωή. Η λέξη ευτυχία, δεν υπήρχε στο λεξιλόγιο μου, η ιστορία της ζωής μου ήταν ένας μονόδρομος χωρίς καλό τέλος. Το είχα ήδη καταλάβει πριν πολύ καιρό αυτό.
Κοίταξα τον Seokjin ο οποίος έδειχνε να ανησυχεί αρκετά για την φίλη του, αλλά ακόμα περισσότερο για εμένα. Άπλωσα το χέρι μου και τον άγγιξα στον ώμο για να καταλάβει πως ήμουν εντάξει. Μου ένευσε απλά και βγήκε σιωπηλά από το δωμάτιο για να ξανά ενταχθεί στην παρέα του. Είχα ανθρώπους που με στήριζαν και με αγαπούσαν, γιατί συνέχιζα να νιώθω μόνος; τόσο άδειος;
Κοίταξα το κολιέ στα χέρια μου και ύστερα την ίδια. "Ήσουν τόσο έξαλλη που σε φίλησα, που ούτε που κατάλαβες ότι έχασες το κολιέ που τόσο αγαπάς;"
Το έβαλα στην τσέπη μου και κατευθύνθηκα προς το γραφείο μου. Άνοιξα το συρτάρι και έβγαλα από μέσα τα παυσίπονα που μου είχε γράψει ο γιατρός για τους πονοκεφάλους. Όσο άσχημη ιδέα κι αν ήταν για εμένα να δουλεύω σε ένα τόσο θορυβώδες περιβάλλον, δεν είχα άλλη επιλογή από το να το ανεχτώ. Το χτύπημα στο κεφάλι μου είχε προκαλέσει πολλά προβλήματα μαζί και της ημικρανίες που με ταλαιπωρούσαν τα βράδια αυτούς τους τελευταίους τρεις μήνες.
Έβαλα το χαπάκι στο στόμα μου και το ήπια μαζί με το ποτό που είχε απομείνει στο ποτήρι μου λίγο πριν αποφασίσω τελικά να κατέβω κάτι μαζί με την συνοδεία του σωματοφύλακα μου. Από την ημέρα του ατυχήματος ο Μάρκους δεν με άφηνε ποτέ μου μόνο, όπου κι αν πήγαινα ερχόταν μαζί μου φοβούμενος μη μου συμβεί τίποτα. Ήμουν τόσο ευγνώμων που τον είχα κοντά μου νιώθοντας ασφάλεια δίπλα του.
Πλησίασα το μπαρ και έμεινα για λίγη ώρα εκεί πίνοντας ακόμα ένα ποτήρι ουίσκι για απόψε. Αυτοί καθόντουσαν στον καναπέ καθώς γελούσαν ο ένας στον άλλον πίνοντας τα ποτά τους. Έδειχνε ήδη ζαλισμένη αλλά καταλάβαινα πως δεν την ένοιαζε λόγω του ότι ήταν τα γενέθλια της. Εμένα όμως με τρόμαζε, διότι όταν έπινε έκανε διαφορά, αναλογιζόμενος την τελευταία φορά που ήταν εδώ. Ίσως άθελά της, αλλά και πάλι προκαλούσε τους άντρες δημιουργώντας φασαρία στο μαγαζί μου, κάτι που με ενοχλούσε αφάνταστα.
Ο Jin τους πλησίαζε κρατώντας μια τούρτα με αναμμένα κεριά στα χέρια του. Η φίλη της έκατσε δίπλα της και κράτησαν η μία το χέρι της άλλης καθώς χάζευαν τον Seokjin και τα παιδιά να τους τραγουδάνε, χτυπώντας τα χέρια του παλαμάκια.
Ήπια μονομιάς το ποτό μου και πήγα κοντά τους. Κρατούσε το χέρι της φίλης της σφιχτά με μάτια κλειστά και χείλη μισάνοιχτα καθώς ψιθύριζαν κάτι. Άνοιξε μετά από μερικά δεύτερα τα μάτια της τα οποία έλαμψαν στο φως των κεριών και μαζί με την Βιολέτα φύσηξαν ταυτόχρονα για να τα σβήσουν.
"έδειχνες τόσο χαρούμενη περιτριγυρισμένη από πρόσωπα που αγαπούσες. Ακόμα και τον Μπέντζαμιν κοιτούσες με αυτόν τον τρόπο. Τι σου ήταν και σε έκανε να νιώθεις έτσι γι αυτόν; τα μάτια σου κοίταξαν φευγαλέα τα παιδιά για να καταλήξουν επάνω μου ακολουθώντας τον καπνό των σβησμένων κεριών. Μου χαμογέλασες και ας με κοιτούσες με μίσος εχθές. Τελικά χάρηκες που με είδες κι ας πίστευα το αντίθετο μετά τα χθεσινά."
Ο Μπέντζαμιν άπλωσε το χέρι του μπροστά της αναγκάζοντας την να πάρει τα μάτια τις από πάνω μου για να τον κοιτάξει. Της πρότεινε να χορέψουν και αυτή δέχτηκε χαρούμενη την πρόταση του. Την πήρε μαζί του προσπερνώντας με και κατευθύνθηκαν ανάμεσα στο πλήθος.
Τα μάτια του ήταν καρφωμένα επάνω της, ενώ τα χέρια του αγκάλιαζαν σφιχτά την λεπτή μέση του κορμιού της. Βρισκόταν τόσο κοντά της που αν ήταν νηφάλια, το ξέρω πολύ καλά πως δεν θα το επέτρεπε. Αυτήν την στιγμή όμως χόρευε μαζί του κολλώντας το σώμα της επάνω του καθώς τον χάιδευε στο πίσω μέρος το κεφαλιού του. Γιατί τον κοιτούσε τόσο έντονα στα μάτια; γιατί του χαμογελούσε με αυτόν τον ερωτεύσιμο τρόπο της; καταλάβαινα πως ήταν μεθυσμένη, αλλά δεν έφταιγε μόνο αυτό.
Πήρα τα μάτια μου από πάνω τους νιώθοντας όλο μου το κορμί να καίει από θυμό. Την ζήλευα; μα γιατί; δικιά της ήταν η ζωή, μπορούσε να κάνει ότι θέλει.
"Δεν έχεις κανένα δικαίωμα." έλεγα στον εαυτό μου ξανά και ξανά για να τον ηρεμίσω, όμως όχι!
Γύρισα προς την μεριά τους αποφασισμένος, όταν διαπίστωσα πως κάτι είχε συμβεί. Ο Μπέντζαμιν μιλούσε έντονα με έναν νεαρό άντρα. Καταλάβαινα από τον τρόπο που μιλούσαν αλλά και από την ενοχλημένη έκφραση της Σαμάνθα πως κάτι της έκαναν.
Την άγγιξαν;
Γιατί ήμουν σίγουρος πως θα συνέβαινε κάτι τέτοιο απόψε; αυτή η γυναίκα ήταν μαγνήτης για του άντρες, και με το ντύσιμο της τους προκαλούσε ακόμα περισσότερο.
«αφεντικό;» με κοίταξε ο Μάρκους όταν κατάλαβε πως θα καυγάδιζαν.
Του ένευσα να μείνει εκεί που ήταν και προχώρησα βιαστικά προς το μέρος τους όταν πρόσεξα πως κάποιος από την παρέα του, πλησίαζε απειλητικά την Σαμάνθα η οποία έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω. Την άρπαξα από τον καρπό τραβώντας την μακριά του, φέρνοντας την πίσω μου λίγο πριν έρθεις αντιμέτωπος με εμένα. Τον χτύπησα με την γροθιά μου στο μάτι με αποτέλεσμα να πέσει προς τα πίσω. Ο Μπέν μάλωνε ήδη με δύο άτομα αλλά δεν είχα καμία διάθεση να τον βοηθήσω. Πήρα την Σαμάνθα από το χέρι για να φύγουμε.
«τι κάνεις;» παραπονέθηκε ενοχλημένη «ο Μπέν.» κοίταξε πίσω της για να δει εάν ήταν καλά ενώ την τραβούσα μακρυά του.
Κοίταξα τον Jin για να τον ενημερώσω πως έφευγα λίγο πριν φωνάξει τους σωματοφύλακες για να διαλύσουν τον καυγά. Μάζεψα τα πράγματα της αγνοώντας τα παράπονα και της ενοχλητικές προσφωνήσεις της σκεπτόμενος πως ήταν απλά μεθυσμένη. Κοίταξα την παρέα της για μια στιγμή και μετά κατευθύνθηκα προς την πίσω πόρτα του μαγαζιού με τον Μάρκους να μας ανοίγει τον δρόμο μπροστά.
Την έβγαλα έξω από το κτήριο όταν κατάφερε επιτέλους να ξεφύγει από το κράτημα μου. Πριν το καταλάβω το χέρι της προσγειώθηκε πάνω στο πρόσωπο μου για δεύτερη συνεχόμενη φορά μέσα σε δύο μέρες.
«αφεντικό.» άκουσα τον Μάρκους δίπλα μου ο οποίος ήταν έτοιμος να επέμβει.
Του κούνησα το χέρι μου για να καταλάβει πως δεν χρειαζόμουν βοήθεια λίγο πριν φύγει για να φέρει το αμάξι.
«τι νομίζεις ότι κάνεις;» με ρώτησε εκνευρισμένη.
Τα μάγουλα της ήταν κατακόκκινα από το αλκοόλ ενώ τα μάτια της γυάλιζαν θυμωμένα στο χαμηλό φωτισμό που υπήρχε στο στενό δρομάκι. Τα χείλη της ήταν ακόμα υγρά και μπορούσα να μυρίσω άνετα την μυρωδιά του ποτού στην ανάσα της.
Την άρπαξα από το μπράτσο και την έφερε μπροστά μου ενώ την κοιτούσα κατάματα, κάτι που την ξάφνιασε.
«εσύ τι νομίζεις ότι κάνεις; με χαστουκίζεις για δεύτερη φορά και βλέπεις ότι δεν λέω τίποτα. Μην το παρακάνεις.» την απείλησα ενοχλημένος ενώ μέσα μου διασκέδαζα με τον τρόπο που με κοιτούσε.
Την άφησα ελεύθερη και αυτή μουρμούρισε κάτι προσπαθώντας να το παίξει αδιάφορη, ακόμα κι αν γνώριζε πως η καρδιά της έτρεμε κάθε φορά που βρισκόταν κοντά μου.
«είπες κάτι;» την ρώτησα ενώ κοιτούσα προς την μεριά απ' όπου θα ερχόταν ο Μάρκους. Φυσικά και είχα ακούσει τι είπε, απλά ήθελα να την πειράξω.
«όχι.» μου πέταξε βιαστικά με μια αθώα φωνή.
Μου ξέφυγε αυθόρμητα ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη πράγμα που προσπάθησα να κρύψω στεκόμενος πλάτη προς το μέρος της. Κάποια στιγμή την άκουσα να μουρμουράει κάτι, κι όταν γύρισα να την κοιτάξω αυτή στεκόταν στον κρύο τοίχο με το πρόσωπο της να ακουμπάει επάνω του.
Μιλούσε μόνη της με μια λυπημένη έκφραση στο πρόσωπο της πράγμα που με έκανε να αναρωτηθώ τι σκεφτόταν το μεθυσμένο μυαλό της και την έκανε να στεναχωριέτε. Την πλησίασα λίγο παραπάνω ενώ έδειχνε να μην δίνει σημασία στην παρουσία μου.
«γιατί συνεχίζεις να μου το κάνεις αυτό;» ρωτούσε αόριστα ενώ κοιτούσε στο κενό.
«τι λέει;» αναρωτήθηκα ενώ έξυνα μπερδεμένος τον σβέρκο μου.
Τα μάτια της γύρισαν και με κοίταξαν δακρυσμένα εκπλήσσοντας με. Με πλησίασε παραπατώντας ώσπου έφτασε ακριβώς μπροστά μου. Τα χέρια της προσπάθησαν να γαντζωθούν πάνω στο ύφασμα του γιακά μου ενώ με κοιτούσε μουτρωμένη.
«γιατί μου το κάνεις αυτό;» με ταρακούνησε ελαφρά «γιατί δεν με αφήνεις ήσυχη;» έκλεισε τα μάτια της αφήνοντας μερικά δάκρυα να τρέξουν στο πρόσωπο της «γιατί δεν μπορώ να σε ξεπεράσω; Εκεί που λέω πως θα σε ξεχάσω εμφανίζεσαι μπροστά μου και μου φέρνεις πάλι τα πάνω κάτω.» έκλαιγε λυπημένη όση ώρα τα ζεστά χέρια της άγγιζαν το στήθος μου «γιατί ακόμα και τώρα που δεν με θυμάσαι επιμένεις να με βασανίζεις με την συμπεριφορά σου; γιατί..»
«Σαμάνθα.» την ταρακούνησαν ελαφρά για να την συνεφέρω από το παραμιλητό της.
«γιατί;»
Ρώτησε λίγο πριν ανοίξει τα μάτια της. Ήταν κόκκινα και υγρά από τα δάκρυα, η έκφραση στο βλέμμα της έκανε την καρδιά μου να πονάει καταλαβαίνοντας απόλυτα πως ένιωθε.
«Σαμάνθα εγώ..»
Προσπάθησα να της μιλήσω, όμως δεν υπήρχαν λόγια παρήγορα. Δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσα να της πω για να την κάνω να νιώσει καλά.
«δεν υπάρχει άνθρωπος που δεν θα χώριζα για να είμαι μαζί σου.» ψέλλισε κουρασμένη «εσύ γιατί;» ψιθύρισε λίγο πριν κλείσει τα μάτια της κουρασμένη και χάσει της αισθήσεις της πέφτοντας στην αγκαλιά μου.
Την σήκωσα και την πήρα στα χέρια μου όταν διαπίστωσα πως ο Μάρκους μας είχε πλησιάσει. Κατέβηκε από το αμάξι βιαστικά κοιτώντας με αναστατωμένος λίγο πριν ανοίξει την πίσω πόρτα για να με βοηθήσει να την βάλω μέσα.
«τι έπαθε;» με ρώτησε καθώς με παρατηρούσε να της φοράω την ζώνη.
Έκλεισα την πόρτα και τον ακολούθησα ως την άλλη πλευρά του αυτοκινήτου.
«μέθυσε, αυτό έπαθε.»
Του απάντησα εκνευρισμένος λίγο πριν μπω μέσα και καθίσω δίπλα της. Ο Μάρκους έβαλε μπρος το αμάξι και ξεκίνησε για το σπίτι της. Κάποια στιγμή καθώς χάζευα έξω από το παράθυρο σκεπτικός άκουσα κάτι περίεργους χτύπους. Κοίταξα τον Μάρκους για να καταλάβω τι συμβαίνει, λίγο πριν στραφώ προς το μέρος της. Είχε κοιμηθεί τόσο βαθιά που δεν κατάλαβε πως χτυπούσε το κεφάλι της στο τζάμι του παραθύρου. Έσκυψα δίπλα της και την τράβηξα απαλά από τον λαιμό προς το μέρος μου χωρίς να την ξυπνήσω. Το κεφάλι της άγγιξε τον ώμο μου και για μια στιγμή ήθελα να μείνω να την χαζέψω. Έδειχνε να κοιμάται τόσο ήσυχα, ενώ εγώ ένιωθα τους χτύπους μου να αυξάνουν ρυθμό στην ιδέα και μόνο πως βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπο μου.
Ακόμα και κοιμισμένη έδειχνε πανέμορφη. Με τα ήδη άτσαλα μαλλιά της και τα μισάνοιχτα χείλη της που έσταζαν σάλια πάνω στο ύφασμα της μπλούζα μου.
"Μα τι λέω;" βασικά δεν ήταν καθόλου ωραία η αίσθηση του σάλιου της επάνω μου. Κοίταξα τον Μάρκους μέσα από τον μπροστινό καθρέφτη όταν κατάλαβα πως γελούσε.
«τι βρίσκεις τόσο αστείο;» τον ρώτησα χαμηλόφωνα για να μην την ξυπνήσω.
«την ίδια. Έχει πλάκα.» με ενημέρωσε γελώντας αθόρυβα.
Γύρισα και την κοίταξα αφήνοντας ένα γελάκι να ξεφύγει από τα χείλη μου, είχε όντως πλάκα. Ο τρόπος που έκλαιγε προηγουμένως και τα μεθυσμένα παράπονα της την έκαναν να δείχνει τόσο χαριτωμένη.
...
Πάρκαρε το αμάξι έξω από το κτήριο και κατέβηκα για να πάω προς την μεριά της.
Έσκυψα μπροστά της για να της αφαιρέσω την ζώνη όταν διαπίστωσα πως ξανά έβρισκε της αισθήσεις της.
Κοίταξα τα χείλη της αμήχανα και ύστερα τραβήχτηκα προς τα πίσω λες και με χτύπησε ρεύμα όταν πρόσεξα πως με παρατηρούσε επίμονα και περίεργα. Ένιωθα ένοχος που μου πέρασε έστω και για μια στιγμή η ιδέα του να την φιλήσω.
«τι συνέβη;» με ρώτησε μπερδεμένη λίγο πριν αγγίξει το κεφάλι της «γιατί γυρίζουν όλα;» αναρωτήθηκε αναστατωμένη.
«μέθυσες» της απάντησα λίγο πριν περάσω το χέρι μου γύρω από την μέση της.
Την βοήθησα να κατέβει από το αμάξι μιας και ήταν τόσο μεθυσμένη που δεν μπορούσε να σταθεί όρθια. Ο Μάρκους προθυμοποιήθηκε να με βοηθήσει αλλά εγώ απλά του ζήτησα να μαζέψει τα πράγματα της. Έγειρε το κεφάλι της στον ώμο μου ήσυχη πως δεν θα την άφηνα από τα χέρια μου και την καθοδήγησα μέσα στο κτήριο.
Σταματήσαμε μπροστά στην πόρτα του διαμερίσματος της ενώ ο Μάρκους έψαξε διακριτικά την τσάντα της για να βγάλει τα κλειδιά του σπιτιού. Ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκαμε μέσα. Τα φώτα ήταν όλα κλειστά εκτός από ένα αναμμένο λαμπατέρ στο σαλόνι. Ήμουν έτοιμος να την πάω μέχρι τον καναπέ, όταν ακούσαμε περίεργους ήχους να έρχονται από το δωμάτιο της.
«κάποιος είναι στο σπίτι.» με ενημέρωσε ο Μάρκους λίγο πριν βγάλει το όπλο του σημαδεύοντας προς την πόρτα του δωματίου.
Το φως μέσα άναψε και ακούσαμε βήματα να μας πλησιάζουν. Τράβηξα την Σαμάνθα πίσω μου τοποθετώντας τα χέρια της στους ώμους μου για να στηριχθεί. Ήμουν έτοιμος να βγάλω το όπλο που είχα πίσω από την ζώνη του παντελονιού μου όταν ξεπρόβαλε μια ψηλή φιγούρα. Ήταν μια γυναίκα με μακριά ξανθά μαλλιά και για μια στιγμή μου φάνηκε πως έμοιαζε πολύ στην Σαμάνθα.
Μόλις πρόσεξε το όπλο στα χέρια του Μάρκους τσίριξε τρομοκρατημένη, λίγο πριν προσέξει την Σαμάνθα που κοιμόταν όρθια ακριβώς από πίσω μου. Με κοίταξε για λίγο έκπληκτη, ώσπου έτρεξε κοντά της για να την βοηθήσει.
«τι συνέβη;» με ρώτησε αναστατωμένη κοιτώντας την κόρη της.
«να υποθέσω πως είστε η μητέρα της;» την ρώτησα ευγενικά λίγο πριν με αντικρίσει «μέθυσε υπερβολικά, οπότε σκέφτηκα να την φέρω στο σπίτι.»
Την ενημέρωσα λίγο πριν την βοηθήσω να την πάμε στο δωμάτιο της. Βγήκα και πάλι έξω στο χολ περιμένοντας μαζί με τον Μάρκους. Βγήκε μετά από μερικά λεπτά και μας πλησίασε.
«θα πιείτε τίποτα;» μας ρώτησε χαμογελαστή.
Τώρα καταλάβαινα από που είχε πάρει αυτό το χαμόγελο η Σαμάνθα, ήταν όντως ίδια η μητέρα της.
«όχι ευχαριστούμε, είναι ήδη πολύ αργά. Καλύτερα να πηγαίνουμε, να σας αφήσουμε και να κοιμηθείτε.» της απάντησα ευγνώμων λίγο πριν στραφώ προς το μέρος του Μάρκους.
Βγήκε έξω από το σπίτι κι εγώ τον ακολούθησα από πίσω. Μας συνόδευσε ως την πόρτα, κι ενώ ήμουν έτοιμος να φύγω με σταμάτησε η φωνή της. Γύρισα προς το μέρος της και την κοίταξα.
«εσύ δεν είσαι ο Jimin;» με κοίταξε εξεταστικά «είσαι καλά;» με ρώτησε με ενδιαφέρον πράγμα που με έκανε να αναρωτηθώ πόσο καλά με γνώριζε.
Με κοιτούσε με ένα τρυφερό, μητρικό ενδιαφέρον κάτι που είχα χρόνια να δω. Με έκανε να νιώσω μια περίεργη ζεστασιά ανάμεσα στα στήθη μου, θυμούμενος αμυδρά την γλυκιά μορφή της μητέρας μου.
«έμαθα για το ατύχημα σου από την κόρη μου και δεν σου κρύβω πως στεναχωρήθηκα πολύ.» μου είπε κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος μου για να με αγγίξει στο μπράτσο «ελπίζω να είσαι καλύτερα τώρα.» με κοίταξε χαμογελώντας.
Της ένευσα άφωνος χωρίς να μπορώ να μιλήσω. Για μια στιγμή ένιωσα τόσο μικρός, τόσο παιδί μπροστά της, όπως ένιωθα με την μητέρα μου. Έφυγα σαν κυνηγημένος λέγοντας της απλά μια καληνύχτα.
Βγήκα έξω στον καθαρό αέρα και για μια στιγμή κοίταξα τον μαύρο ουρανό νιώθοντας το στήθος μου βαρύ και ασήκωτο.
"Άραγε που να ήσασταν τώρα; είναι όμορφα εκεί που πήγατε;" αναρωτήθηκα σκεπτόμενος τους γονείς μου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top