~62~


~
Η μέρα στην δουλειά μου δεν ήταν τόσο ήρεμη όσο θα ήθελα. Από εχθές το βράδυ με έτρωγε να μάθω ποιος ήταν το αφεντικό μου και αν είχε κάποια σχέση με τον Ντομινίκ.

Είχε πάει ήδη πέντε το απόγευμα όταν είχαμε τελειώσει με την δουλειά. Ο ήλιος είχε δύσει από ώρα και έξω είχε αρκετή ψυχρά. Οι δρόμοι ήταν παγωμένοι και το μόνο που έβλεπες ήταν μερικούς περαστικούς η οδηγούς που επέστρεφαν από της δουλείες τους. Ο Μπέντζαμιν κλείδωνε το μαγαζί ενώ τον περίμενα για να φύγουμε μαζί. Προσφέρθηκε να με πάει σπίτι μου και μάλιστα επέμενε χωρίς να μου αφήσει κάποια επιλογή.

«όλα καλά;» με ρώτησε όταν πρόσεξε πως είχα βυθιστεί στης σκέψεις μου.

«μμ.» σήκωσα το βλέμμα μου και τον κοίταξα «βασικά  ήθελα να σου πω να φάμε μαζί.» του είπα βιαστικά λίγο πριν με κοιτάξει σκεπτικός.

«θες να βγούμε ραντεβού;» με ρώτησε έκπληκτος.

«όχι, θέλω να φάω.» του απάντησα ενώ γελούσα νευρικά «δεν καταλαβαίνεις την γλώσσα που ομιλώ;» τον ρώτησα σαρκαστικά αποφεύγοντας το βλέμμα του.

«καταλαβαίνω απόλυτα αυτό που μου λες.» μου είπε λίγο πριν με κοιτάξει «θες να βγούμε ραντεβού. Πότε; τώρα;» με ρώτησε κεφάτος και έδειχνε να διασκεδάζει με την όλη κατάσταση.

Έμεινα για λίγο να τον κοιτάω για να καταλάβω εάν σοβαρολογεί.

«αχ απλά πάμε να φάμε.» του είπα όταν κατάλαβα ότι απλά με πείραζε.

«ξέρω ένα πολύ καλό μαγαζί.» μου είπε ευδιάθετος λίγο πριν μπούμε στο αμάξι του.
...
Μετά από μερικά λεπτά οδηγούσε υπόγεια από το κτήριο για να βρει ελεύθερο πάρκινγκ να παρκάρει. Κατεβήκαμε από το αμάξι και προχωρήσαμε προς το ασανσέρ. Το κτήριο είχε 20 ορόφους, κι εμείς θέλαμε να πάμε στον τελευταίο όπου είχε ένα εστιατόριο.

Μπαίνοντας μέσα στον χώρο πρόσεξα πως η εμφάνιση του ήταν αρκετά μοντέρνα. Ήταν άνετα και ακριβώς αυτό που θα περίμενε κανείς από αυτό το εστιατόριο. Με θέα την θάλασσα στον ορίζοντα και ωραία χαλαρή μουσική. Το μέρος ήταν υπέροχο και το προσωπικό τόσο φιλικό και φιλόξενο. Ήταν λίγο δύσκολο να διαβάσεις το μενού στο χαμηλό φωτισμό που είχε, αλλά και επειδή σου τραβούσε την προσοχή τα άπειρα χρωματιστά φώτα της πόλης που από εδώ πάνω έδειχνε εκθαμβωτική. Σχεδόν ονειρική.

«πως σου φαίνεται;» με ρώτησε ενώ με παρατηρούσε που χάζευα έξω από το τζάμι άφωνη.

Τον κοίταξα χαμογελώντας «δεν περίμενα κάτι λιγότερο από σένα. Φαίνεται να έχεις γούστο.» του είπα τελικά πριν στραφώ προς την θέα έξω.

«λογικό, για να μου αρέσεις.»

Μου απάντησε καθώς διάβαζε το μενού του μαγαζιού. Τον κοίταξα κολακευμένη με αυτό που είπε χωρίς να του πω κάτι, όταν διαπίστωσα πως τόση ώρα ένας σερβιτόρος στεκόταν δίπλα μας ενώ μας περίμενε να παραγγείλουμε.

«θα σου πρότεινα να πάρεις ένα Steak Frites, το οποίο κρέας έχει υπέροχη γεύση με το λιωμένο βούτυρο βοτάνων από πάνω.» μου πρότεινε μιας και το είχε δοκιμάσει κι ο ίδιος.

«ναι, γιατί όχι; καλό μου ακούγεται.» συμφώνησα μαζί του λίγο πριν κοιτάξω τον νεαρό που μας έπαιρνε παραγγελία.

«θα πάρω κι εγώ το ίδιο.» του είπε λίγο πριν κλείσει την καρτέλα και του την δώσει στα χέρια «και δύο ποτήρια Chardonnay παρακαλώ.» του ζήτησε ευγενικά λίγο πριν φύγει και μας αφήσει μόνους.

Τον κοίταξα έκπληκτη που διάλεξε να πάρει το συγκεκριμένο κρασί κι όχι μπύρα που είχα καταλάβει ότι του αρέσει.

«θυμάμαι πως στην παμπ είχε διαλέξει να πιείς αυτό το κρασί, οπότε φαντάζομαι είναι το αγαπημένο σου αν σκεφτώ τον τρόπο με τον οποίο το έπινες.» μου απάντησε σκεπτικός.

Του ένευσα με κατανόηση και χάζεψα για ακόμη μια φορά τον χώρο μέχρι που μας έφεραν το κρασί μας. Πήρα το ποτήρι στο χέρι μου και γεύτηκα την υπέροχη γεύση του καθώς τον παρατηρούσα με την άκρη του ματιού μου. Έδειχνε κάπως σκεπτικός και μερικές φορές τον πετύχαινα να με κοιτάει πράγμα που με έκανε να νιώθω κάπως αμήχανα.

«Λοιπόν;» με ρώτησε λίγο πριν αφήσει το ποτήρι του στο τραπέζι «δείχνεις σαν να θες κάτι να μου πεις.» μου είπε με ένα αισθησιακό χαμόγελο ενώ με κοιτούσε «για να μου ζήτησες να βγούμε ραντεβού, σημαίνει πως έχω αρχίσει να σου αρέσω.» διαπίστωσε κεφάτος.

«όχι δεν είναι έτσι.» του απάντησα ντροπιασμένη ενώ γελούσα για να κρύψω την αμηχανία μου.

«δηλαδή δεν σου αρέσω;» με ρώτησε με ένα απογοητευμένο βλέμμα «έλα ηρέμησε, πλάκα σου κάνω.» μου είπε γελώντας «αλλά δείχνεις όντως σαν κάτι να σε απασχολεί.» διαπίστωσε ανήσυχος.

«Μπέν, η αλήθεια είναι ότι έχω κάτι να σε ρωτήσω.» του είπα ενώ έσκυβα λίγο παραπάνω πάνω στο τραπέζι για να τον πλησιάσω.

«πες μου.» μου απάντησε πρόθυμος.

«πόσο καλά ξέρεις το αφεντικό μας;» τον ρώτησα ψιθυριστά λίγο πριν τραβηχτεί προς τα πίσω και με κοιτάξει μπερδεμένος.

«γιατί ρωτάς;» με ρώτησε κάπως καχύποπτα θα έλεγα.

«απλά δεν ξέρω τίποτα γι αυτόν, κι ας δουλεύω στο μαγαζί του. Από περιέργεια ήθελα να μάθω τι τύπος είναι.» του απάντησα χαλαρά λίγο πριν ακουμπήσω την πλάτη μου στην καρέκλα μου.

«Αα.» ξεφύσησε με κατανόηση λίγο πριν χαλαρώσει στην θέση του «λοιπόν..» ήταν έτοιμος να μου απαντήσει όταν μια γυναικεία φωνή μας διέκοψε την κουβέντα.

«Σαμάνθα.» στράφηκα προς το μέρος της Άλισον όταν την είδα να μας πλησιάζει «πως είσαι;» με ρώτησε με ενδιαφέρον λίγο πριν με φιλήσει πράγμα που με ξάφνιασε σκεπτόμενη πως εχθές ήταν κάπως μαζεμένη απέναντι μου.

«μια χαρά.» της απάντησα χαμογελώντας.

«είσαι καλύτερα από εχθές; μας ανησύχησες όλους.» μου είπε στεναχωρημένη ενώ με κοιτούσε κατάματα.

«γιατί τι έπαθες εχθές;» με ρώτησε ο Μπέντζαμιν μπερδεμένος εφόσον δεν του είχα αναφέρει τίποτα.

Η Άλισον τόση ώρα κοιτούσε εμένα χωρίς να έχει προσέξει την παρουσία του Μπέν, πράγμα που την έκανε να νιώσει άβολα που τον αγνόησε.  Κοκάλωσε μόλις τον αντίκρισε με το χλωμό βλέμμα της. Τότε πρόσεξα την φιγούρα του Jimin που τόση ώρα στεκόταν σε απόσταση να μας πλησιάζει για να ελέγξει τι συμβαίνει, όταν πρόσεξε πως η Άλι δεν έδειχνε καλά. Δεν είχα καταλάβει ούτε εγώ τι γινόταν. Κοίταξα τον Μπέν ο οποίος έστρεψε το βλέμμα του έξω από το παράθυρο με δυσανασχέτηση. Έδειχνε ενοχλημένος για έναν περίεργο λόγο ώσπου γύρισε και κοίταξε τον νεαρό άντρα που στεκόταν δίπλα στην Άλισον.

«αδερφέ;» του μίλησε έκπληκτη.

Στα λόγια της τα μάτια μου πέσανε πάνω στον Μπέν ο οποίος με κοιτούσε ανέκφραστος.

Σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε τον Jimin λίγο πριν στραφεί προς την Άλισον «αδερφούλα.» της ψέλλισε ξαφνικά χαρούμενος πριν πέσει στην αγκαλιά του.

Πρόσεξα πως ο Jimin έδειχνε αναστατωμένος, ενώ ο Μπέντζαμιν χαμογελούσε πάνω από τον ώμο της αδερφής του.

«είστε αδέρφια;» τον ρώτησα μπερδεμένη.

Η Άλισον τραβήχτηκε προς τα πίσω και με κοίταξε «ναι.» έδειχνε  χαρούμενη λες και είχε καιρό να τον δει «αλήθεια εσείς πως γνωρίζεστε;» με ρώτησε μόλις συνειδητοποίησε ότι ήμουν μαζί με τον αδερφό της έξω για φαγητό.

«δουλεύουμε μαζί.»

Της απάντησα λίγο πριν μας πλησιάσει ο σερβιτόρος με τα φαγητά μας. Η Άλισον έκανε στην άκρη για να αφήσει ο νεαρός τα πιάτα στο τραπέζι λίγο πριν μας ευχηθεί καλή όρεξη και απομακρυνθεί.

Μας κοίταξαν και τους δύο με νόημα, πράγμα που με έκανε να σκεφτώ πως μάλλον πίστευαν ότι βγαίναμε. Πριν προλάβουν να φανταστούν τίποτα περίεργο τους πρότεινα να καθίσουν μαζί μας εάν ήθελαν.

Ο Μπέν και ο Jimin με κοίταξαν ταυτόχρονα και καταλάβαινα πως στον ένα από τους δύο δεν άρεσε ιδιαίτερα αυτή η πρόταση. Ο Jimin άρπαξε το χέρι της Άλισον τραβώντας την κοντά του.

«όχι.» απάντησε κοφτά «θα σας αφήσουμε μόνους.» είπε λίγο πριν πάρει την Άλι μαζί του για να κάτσουν στο τραπέζι ακριβώς πίσω από τον Μπέν, χωρίς να της δώσει την ευκαιρία να αποχαιρετήσει τον αδερφό της.

"Περίεργο, μα τι έπαθε ξαφνικά;" σκέφτηκα λίγο πριν συνειδητοποιήσω πως ο Μπέντζαμιν ήταν αδερφός της Αλισον.

«δεν ήξερα ότι έχεις αδερφή και μάλιστα την Άλισον.» του είπα μόλις έκατσε στην θέση του.

Μου είχε αναφέρει πως είχε τρία αδέρφια, αλλά δεν είχε μπει σε παραπάνω λεπτομέρειες.

«ναι.» απάντησε χωρίς να με κοιτάει νιώθοντας κάπως άβολα «δεν ήξερα ότι γνωρίζεστε.» διαπίστωσε λίγο πριν με κοιτάξει.

«ήταν συμμαθήτρια μου στην σχολή που πήγαινα.» του απάντησα βιαστικά πριν ξεκινήσω να τρώω.

Σε όλη την υπόλοιπη ώρα είχαμε μείνει σιωπηλοί, χωρίς να μπορώ να τον ρωτήσω κάτι παραπάνω στο θέμα που με έκαιγε πριν εμφανιστούν ο Jimin με την Άλισον. Καθόταν υπερβολικά κοντά μας, θα μπορούσε άνετα να ακούσει την συζήτηση μας κάτι που δεν ήθελα να γίνει. Προσπαθούσα να φάω και να χαλαρώσω μετά από αυτήν την απροσδόκητη συνάντηση, όμως ο Jimin με κοιτούσε διαρκώς πίσω από την Άλισον πράγμα που με έκανε να νιώθω μια περίεργη ενόχληση στο στομάχι μου χωρίς να μπορώ να κατεβάσω μπουκιά. Ο Μπέντζαμιν καταλάβαινε πως κάτι έτρεχε, αλλά συνέχισε να πίνει το κρασί του σιωπηλός, χωρίς να θέλει να με ενοχλήσει με ερωτήσεις που μπορεί να απασχολούσαν το μυαλό του.

Έδειχνε σκεπτικός και χαμένος στην σκέψεις του. Η διάθεση του είχε χαλάσει απότομα και ας προσπαθούσε να το κρύψει. Αναρωτιόμουν τι μεσολάβησε;

Δεν τελείωσα ούτε το φαγητό μου όταν σηκώθηκα για να κατευθύνω προς το μπάνιο. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και πλησίασα τον καθρέφτη. Άνοιξα την βρύση χωρίς να νιώθω και πολύ καλά για να  ξεπλύνω το πρόσωπο μου με κρύο παγωμένο νερό. Γιατί όλο αυτό μου φαινόταν ανησυχητικά περίεργο; Εκείνη την στιγμή ήμουν πολύ αναστατωμένη για να σκεφτώ λογικά.
Πέρασαν μερικά λεπτά ώσπου αποφάσισα να γυρίσω πίσω στην θέση μου. Άνοιξα την πόρτα και βγήκα έξω στον διάδρομο την ώρα που ερχόταν αυτός προς το μέρος μου για να κατευθυνθεί προς της αντρικές τουαλέτες. Πέρασα από δίπλα του χωρίς να τον κοιτάξω και τότε ένιωσα ένα χέρι να γαντζώνει τον καρπό μου γυρνώντας με προς το μέρος του.

Αντίκρισα τα θυμωμένα σκούρα μάτια του που με κοιτούσαν ενοχλημένα.

«τι;» τον ρώτησα χωρίς να καταλαβαίνω το νόημα της κίνησης αυτής.

«από ποτέ βγαίνεις με τόσο μεγαλύτερους άντρες;» με ρώτησε στο άσχετο πράγμα που με έκανε να τον κοιτάξω με γκριμάτσα.

«Ε;» τον ρώτησα μπερδεμένη «τρελός είσαι; άφησε μου το χέρι.» του είπα ενοχλημένη ενώ τραβούσα τον καρπό μου από το κράτημα του.

Άφησε το χέρι μου ελεύθερο και με κοίταξε με το γνωστό ειρωνικό του γελάκι «δεν ήξερα ότι γουστάρεις μεγαλύτερους.»

Μου είπε σαρκαστικά κάνοντας με να μην πιστεύω στα αυτιά μου, τι βλακείες ήταν αυτές που έλεγε;

«ποιο είναι το πρόβλημα σου;» τον ρώτησα καθώς τον πλησίασα απειλητικά «δεν σε αφορά το τι μου αρέσει και τι όχι.» του απάντησα νιώθοντας το αίμα  στης φλέβες μου να βράζει.

Άργησα να αντιληφθώ ότι βρισκόμουν πολύ κοντά στο πρόσωπο του, νιώθοντας την καυτή ανάσα του στο δέρμα μου. Τα μάτια του με κοιτούσαν σκοτεινά και απειλητικά με έναν τρόπο που σχεδόν με τρόμαζε.

«νομίζεις.»

Μου είπε λίγο πριν με τραβήξει απότομα από τον σβέρκο για να μηδενίσει την απόσταση μεταξύ μας. Τα χείλη του είχαν ενωθεί με τα δικά μου και μου χάριζαν ένα από τα πιο σεξουαλικά φιλιά που μου είχε δώσει ποτέ του. Αυτή η γεύση του που μου είχε λείψει σαν τρελή, αυτή η γλώσσα που ήξερε πως να με κάνει να αναστενάξω. Το φιλί του ήταν άγριο και επιθετικό, τελείως διαφορετικό από όλα όσα μου είχε δώσει, όμως το άγγιγμα του παρέμενε το ίδιο ζεστό και τρυφερό γύρω από τον σβέρκο μου. Με έσπρωξε και με κόλλησε πάνω στον τοίχο με το σώμα του να αγγίζει βίαια το δικό μου. Μου δάγκωσε ελάχιστα το κάτω χείλος κάνοντας με να αναστενάξω λίγο πριν το πιπιλίσει για να μου απαλύνει τον πόνο που μου είχε προσφέρει. Ένιωθα τόσο υγρή μόνο από το φιλί που μου έδινε, πράγμα που με έκανε να νιώσω τύψεις. Κατάφερα να συνεφέρω τον εαυτό μου στην πραγματικότητα, σκεπτόμενη πως ήταν πάλι με την Άλισον. Δεν θα επαναλάμβανα το ίδιο λάθος που είχαμε κάνει τότε ενώ ήταν ακόμα μαζί της. Τον έσπρωξα από πάνω μου και αυτόματα τον χαστούκισα. Έπιασε με το χέρι του το μάγουλο του που είχε κοκκινίσει και με κοίταξε άναυδος.

«μην τολμήσεις να το ξανά κάνεις αυτό.»

Τον απείλησα νιώθοντας τα μάτια μου να τσούζουν. Έφυγα βιαστικά από μπροστά του και πήγα προς το τραπέζι μου αγνοώντας τα βλέμματα όλων που με κοιτούσαν σαν να ήμουν καμία τρελή. Άρπαξα το παλτό και την τσάντα μου για να βγάλω το πορτοφόλι μου.

«Σαμάνθα;» με κοίταξε όταν πρόσεξε ότι έτρεμα «τι έπαθες;» με ρώτησε λίγο πριν σηκωθεί για να με πλησιάσει.

«θέλω να φύγω.» του απάντησα με τρεμάμενη φωνή καθώς προσπαθούσα να ανοίξω το αναθεματισμένο πορτοφόλι για να βγάλω τα λεφτά από μέσα.

«τι κάνεις;» με ρώτησε τοποθετώντας το χέρι του πάνω στα χέρια μου για να διαπιστώσει άφωνος ότι έτρεμα υπερβολικά πολύ «το γεύμα είναι σε εμένα.» ξερόβηξε και μου απάντησε βγάζοντας την πιστωτική του κάρτα για να πληρώσει.

Μάζεψα τα πράγματα μου και κατευθύνθηκα προς το διάδρομο έξω από το μαγαζί. Ένιωσα το κορμί του δίπλα μου και το ζεστό χέρι του στην μέση μου, ενώ με καθοδηγούσε μέσα στο ασανσέρ. Λίγο πριν κλείσουν οι πόρτες αντίκρισα τον Jimin που κοιτούσε προς το μέρος μου με μια περίεργη έκφραση στο πρόσωπο του, ώσπου τον έχασα από το οπτικό μου πεδίο.

Καθώς κατεβαίναμε προς το κάτω ο Μπέντζαμιν δεν με ρώτησε ούτε μια φορά τι συνέβη, καθώς έδειχνε να έχει καταλάβει. Πήρε το παλτό από τα χέρια μου και μου το φόρεσε λίγο πριν βγούμε στον κρύο χώρο του πάρκινγκ. Προχωρούσαμε προς το αμάξι του όταν ένιωσα το χέρι του να με στρέφει προς το μέρος του για να με αγκαλιάσει. Βρέθηκα χωμένη στην ζέστη του αγκαλιά σκεπτόμενη πως ήταν τόσο καλός μαζί μου. Μου φερόταν πάντοτε με τόση κατανόηση πράγμα που αυτήν την περίοδο ένιωθα πως κάνεις δεν μπορούσε να το κάνει, ούτε καν η Βιολέτα που επέμενε σε κάποια θέματα ενώ γνώριζε ότι με πίεζε.

Με τράβηξε από πάνω του για να με κοιτάξει, ώσπου μου σκούπισε τα δάκρυα από το πρόσωπο που τόση ώρα δεν είχα καταλάβει ότι είχα αφήσει να τρέξουν.

«δεν αξίζει.» μου ψιθύρισε ανέκφραστος ενώ σκούπισε το πρόσωπο μου με την άκρη της μπλούζα του.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top