~57~

~

Πλέον δεν άκουγα τίποτα, πέρα από την τσιρίδα μου απο την ώρα που η μηχανή σηκώθηκε στην πίσω ρόδα της φέρνοντας με αντιμέτωπη με το γκρι τσιμέντο. Ένιωθα κάθε κύτταρο του κορμιού μου να ξεκολλάει από το σώμα μου και να ξανά κολλάει ώσπου η μηχανή έπεσε και στης δύο ρόδες της.
Δεν ήμουν έτοιμη για κάτι τέτοιο, η ταχύτητα με την οποία πηγαίναμε ήταν γρηγορότερη απ ότι στο ποδήλατο μου, πράγμα που για μια στιγμή με έκανε να τρομάξω.
Έψαχνα από κάπου να πιαστώ και το μόνο που μπόρεσα να κάνω ήταν να σφίξω και τα δύο μου χέρια πάνω στο ύφασμα από το φουλάρι μου. Κρύος αέρας χτυπούσε τον σβέρκο μου ανεμίζοντας τα μαλλιά μου σε σημείο που ευχόμουν να τα είχα σηκώσει σε μια κοτσίδα.
Έκλεινα τα μάτια μου με δύναμη ενώ ευχόμουν να τελειώσει γρήγορα όλο αυτό, κι όταν τα άνοιγα αντίκριζα τον Jin ο οποίος βρισκόταν πίσω από εμάς. Δεν επιδίωξε να μας προσπεράσει κι ας είχε την δυνατότητα, οδηγούσε σε μικρή απόσταση από εμάς με τα μάτια του καρφωμένα επάνω μας.
Ένιωθα εκτεθειμένη σε όλα τα στοιχεία της φύσης, νιώθοντας κάθε απόχρωση του καιρού. Την θερμοκρασία, την υγρασία τα πάντα. Κινούμενοι ενδιάμεσα από έναν δεντρόφυτο δρόμο, οδηγώντας σε μια ευθεία  αλλάζοντας πορεία διαρκώς και απότομα. Έπιανα τον εαυτό μου να χαμογελάει στην αίσθηση της αδρεναλίνης που κυλούσε στο αίμα μου, κάτι πρωτόγνωρο και ταυτόχρονα ευχάριστο για εμένα.

Η διαδρομή έμοιαζε ατελείωτη παίρνοντας μέσα από ένα τούνελ όπου έκανε τον ήχο των μηχανών να ακούγονται σαν άγριο γρύλισμα ενός πληγωμένου ζώου.

Αυξήσαμε απότομα ταχύτητα κι νόμιζα ότι θα πέσω, όταν ένιωσα  το χέρι του να προσπαθεί να φτάσει την κοιλιά μου για να με κρατήσει κολλημένη επάνω του. Το άγγιγμα μεν ήταν κάπως έντονο, αλλά ταυτόχρονα ζεστό και υπερπροστατευτικό, κάτι που με έκανε να νιώσω πολύ περίεργα.

Εν τέλη βγήκαμε από το τούνελ και τότε κατάλαβα ότι περνούσαμε μια γέφυρα. Το ποτάμι απλωνόταν σκοτεινό και βαθύ καθώς το διασχίζαμε με μεγάλη ταχύτητα, φτάνοντας στην ίδια ευθεία με την μηχανή του Jimin. Γύρισα το πρόσωπο μου για να τον δω, όταν διέκρινα ότι κοιτούσε τον άγνωστο νεαρό για αρκετή ώρα, έχοντας την γνωστή εχθρική έκφραση του.  Για μερικά δευτερόλεπτα τους έβλεπα να προσπαθούν να προσπεράσουν ο ένας τον άλλον, κι υπήρχαν φορές που φοβόμουν πως θα χάσει τον έλεγχο και θα βρεθούμε πάνω σε καμία κολόνα.
Τα μάτια του έτρεξαν προς τα πίσω, πάνω μου παρατηρώντας με. Ξαφνικά καταλάβαινα ότι μείωνε ταχύτητα, ενώ μας άφηνε να τον περάσουμε. Τον έβλεπα να απομακρύνεται και διαπίστωνα ότι μάλλον ο μυστήριος άντρας είχε κερδίσει, όχι γιατί ήταν ικανός, αλλά γιατί δεν ήμουν τόσο χαζή ώστε να μην καταλάβω πως ο Jimin τον άφησε να κερδίσει.

Όμως γιατί;

Μείωσε ταχύτητα μέχρι που  σταμάτησε στην άκρη ενός δρόμου. Έλυσα το φουλάρι και κατέβηκα από την μηχανή νιώθοντας τα πόδια μου να τρέμουν. Όσο κι αν με τρόμαξε αυτή η εμπειρία, με έκανε να νιώσω τόσο τέλεια. Γύρισα προς το μέρος του και κοιταχτήκαμε.

«πως είσαι;» με ρώτησε παρατηρώντας το πρόσωπο μου που έλαμπε από χαρά «πρέπει να ήταν η πρώτη σου φορά.» διαπίστωσε σκεπτικός.

«ήταν τέλειο.» του είπα και άρχισα να γελάω διώχνοντας έτσι όλο το stress από πάνω μου.

«χαίρομαι που σου άρεσε.» μου απάντησε ενώ μπορούσα να ακούσω πως χαμογελούσε.

Και ενώ υπήρχε αυτός ο περίεργος ηλεκτρισμός ανάμεσα μας όση ώρα κοιτιόμασταν, την στιγμή είπε να την χαλάσει το στομάχι μου που θυμήθηκε ότι πεινούσε. Του ξέφυγε ένα αυθόρμητο γέλιο λίγο πριν με κοιτάξει.

«ανέβα.» μου είπε και ξανά έβαλε μπρος την μηχανή.

«τι εννοείς;» τον ρώτησα μπερδεμένη.

«δεν πείνας;» με ρώτησε εξεταστικά.

Δεν χρειάστηκε να μιλήσω, την απάντηση μου του την έδωσε το στομάχι μου. Ξανά γέλασε κοιτώντας τον δρόμο ενώ με περίμενε να ανέβω πάνω στην μηχανή. Βολεύτηκα πίσω του αποφεύγοντας την κοντινή επαφή με το σώμα του.
Έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και με κοίταξε με την άκρη του ματιού του όταν κατάλαβε πως ένιωθα κάπως άβολα.

«τι κάνεις;»

Με ρώτησε κοφτά πράγμα που με έκανε να τον κοιτάξω έκπληκτη «τι κάνω;»

«κρατήσου από εμένα.» μου πρόσταξε χαμηλόφωνα.

Άπλωσα διστακτικά τα χέρια μου και με της παλάμες μου άγγιξα την πλάτη του νιώθοντας την ζεστασιά του κάτω από το δέρμα μου.

Γύρισε και με ξανά κοίταξε «έτσι έχεις σκοπό να κρατηθείς;» με ρωτάει κάπως τσαντισμένος πράγμα που με κάνει να νιώσω άσχημα.

Ξεφύσησε αναστενάζοντας ενώ έφερε το χέρι του προς τα πίσω για να αρπάξει το δικό μου. Το τράβηξε απότομα φέρνοντας το στήθος μου πάνω στην πλάτη του. Τοποθέτησε το χέρι μου πάνω στο ύφασμα της μπλούζας του όταν διαπίστωσε πως δεν ένιωθα και πολύ άνετα να αγγίξω το σώμα ενός ξένου. Κρατήθηκα από την μπλούζα του και αυτήν την φορά ξεκίνησε πιο αργά την μηχανή.
...
Ευάλωτη, ναι! Για πρώτη φορά βίωνα τον εαυτό μου γυμνό στην θέα του κόσμου. Περιτριγυρισμένοι από οδηγούς σε αμάξια, σε μια πλεονεκτική θέση απ ότι είχα βρεθεί ποτέ μου. Μπορούσα να ακούσω τα ραδιόφωνα τους από τα κλειστά παράθυρα, να νιώσω την ακτινοβολούμενη θερμότητα από τους κινητήρες τους, να μυρίσω μέχρι και την οξεία εξάτμιση από τους σωλήνες εξαγωγής των αμαξιών τους. Ήταν μια αισθητηριακή υπερφόρτωση για εμένα, τόσο πρωτόγνωρη και ταυτόχρονα ενδιαφέρουσα εμπειρία.

Κατεβαίνοντας την λεωφόρο καθούμενη στην σέλα της μηχανής του, με έβρισκε ανοιχτή στον γυμνό αέρα, αντί στο κάθισμα ενός αμαξιού σε έναν αποστειρωμένο, ελεγχόμενο από το κλίμα "κουτί".

Μπορούσα να ακούσω την πόλη να σφύζει από ζωή. Πάνω στην μηχανή παρατηρούσα μυρωδιές σε σημείο που δεν θα μπορούσα ταξιδεύοντας με αμάξι. Εν μέρη γιατί οι αισθήσεις μου είχαν ήδη αυξηθεί λόγω της αδρεναλίνης, και εν μέρη γιατί ταξιδεύαμε με τέτοια ταχύτητα γρηγορότερη απ ότι ενός ποδηλάτου, με αποτέλεσμα οι μυρωδιές να άλλαζαν διαρκώς.

Μπορούσα να μυρίσω τα φαγητά που σέρβιραν τα εστιατόρια, ακόμα και της μυρωδιές του χορταριού, των δέντρων, του ωκεανού, των εξατμίσεων, της ρύπανση, τα πάντα!

Πολλές φορές φρέναρε κάπως απότομα κολλώντας με ολόκληρη πάνω του, πράγμα που με έκανε να πιστεύω πως το έκανε επίτηδες.

Ώσπου τελικά φτάσαμε στον προορισμό μας και σταματήσαμε. Κατέβηκα από την μηχανή κάπως άγαρμπα μιας και ήταν πιο ψηλή απ ότι έφτανα και κοίταξα το μέρος γύρω μου. Μπροστά μου έβλεπα μια λευκή καντίνα όπου σέρβιραν hotdog. Κόσμος είχε μαζευτεί και έτρωγε κάτω από την τέντα του οχήματος, με τα χρωματιστά λαμπάκια που υπήρχαν σαν ντεκόρ, να φωτίζουν τα χαρούμενα πρόσωπα τους.
Κατέβηκε από την μηχανή με άνεση κλειδώνοντας την και έφυγε αφήνοντας με για λίγο μόνη μου.

Γύρισε μετά από μερικά λεπτά  κρατώντας μια σακούλα με μπύρες και άλλη μια με hotdog.

Μείναμε για λίγο σιωπηλοί καθώς τον ακολουθούσα από πίσω. Άφησε της σακούλες στο παγκάκι και έβγαλε μια μπύρα για να την ανοίξει. Άπλωσε το χέρι του και μου την πρόσφερε χωρίς να με κοιτάει. Την πήρα στο χέρι μου νιώθοντας την χαμηλή θερμοκρασία του έναντι στο απαλό δέρμα μου. Ήπια μια γουλιά σιωπηλά πριν τον κοιτάξω.

«σε ευχαριστώ.» του είπα χαμογελώντας όταν διαπίστωσα ότι διψούσα σαν τρελή.

Μπορεί να ήταν ένας ξένος που δεν γνώριζα, όμως για έναν περίεργο λόγο με έκανε να νιώθω άνετα και όμορφα.
Έβγαλε το hotdog από την σακούλα, ξετύλιξε την άκρη και μου το έδωσε. Τον κοίταξα έκπληκτη, διότι μου φαινόταν ότι προσπαθούσε να φερθεί κάπως ρομαντικά.

«θα μπορούσα τουλάχιστον να ξέρω το όνομα του ατόμου που μου κερνάει φαγητό;» τον ρώτησα περίεργη.

Γύρισε και με αντίκρισε. Το γέλιο του έκανε το κορμί μου να ανατριχιάσει στο άκουσμα του. Έφερε το χέρι του στο πρόσωπο του και έβγαλε το καπέλο του.
Τότε μπόρεσα να δω καθαρά τα σκούρα μπλε μάτια του που γυάλιζαν υπό το φως των λαμπτήρων. "Αυτά τα μάτια" σκέφτηκα. Γέλασε όταν κατάλαβε πως μάλλον τον είχα αναγνωρίσει.

Τράβηξε την μάσκα προσώπου του χαμηλά αποκαλύπτοντας το λευκό λαμπερό του χαμόγελο.

«Μπεν;» μου φύγε ένας ανακουφισμένος λυγμός.

Σίγουρα ένιωθα πιο άνετα τώρα που γνώριζα πως δεν ήμουν τόσο τρελή να φύγω με έναν άγνωστο, όμως γιατί το έπαιξε τόσο μυστήριος;

«ξαφνιάστηκες;» με ρώτησε γελώντας.

«πολύ.» του ψέλλισα χαμηλόφωνα σκεπτόμενη πως σήμερα προσπάθησα να τον αποφύγω επίτηδες, ενώ αυτός μου φερόταν πάντοτε τόσο καλά.

«φάε.» πρόσταξε γελώντας στον ήχο του στομάχου μου διαλύοντας της σκέψεις μου «πριν κρυώσει.»

Καθίσαμε στο παγκάκι ο ένας δίπλα στον άλλον ενώ έτρωγα σιωπηλά. Ήταν ήδη πολύ αργά όμως το μέρος έσφυζε από ζευγαράκια και παρέες. Κι όσο πιο χαρούμενοι έδειχναν αυτοί, τόσο πιο μόνη ένιωθα μέσα μου.
Προσπάθησα να διώξω της περιττές σκέψεις από το μυαλό μου, γυρνώντας προς το μέρος του για να τον κοιτάξω.

«Μπεν;» τα μάτια του αντίκρισαν το αναψοκοκκινισμένο μου πρόσωπο «ήθελα να σου πω, πως σήμερα..»

Έβηξε επίτηδες και καλά ότι κάτι τον ενοχλούσε στον λαιμό, ώσπου φευγαλέα με κοίταξε με την άκρη του ματιού του και ύστερα την μπύρα του «καταλαβαίνω. Μην ανησυχείς.» μου απάντησε βιαστικά πριν προλάβω να πω κάτι.

Του ένευσα απλά χωρίς να μιλήσω και συνέχισα να τρώω νιώθοντας το στομάχι μου ήδη φουσκωμένο. "ήταν πολύ μεγάλο για εμένα" σκέφτηκα τυλίγοντας το υπόλοιπο μισό για να το ξανά βάλω μέσα στην σακούλα.

«Μπεν;» του ξανά μίλησα διστακτικά αυτήν την φορά «γιατί ήσουν τόσο μυστήριος απόψε; θέλω να πω πως με όλο αυτό το look, έδειχνες σαν να προσπαθούσες να κρύψεις την ταυτότητα σου.» τα τελευταία λόγια βγήκαν σαν ψίθυρος, φοβούμενη μην τον ενοχλήσουν.

Γέλασε κάπως κρύα ενώ χάζευε τον κόσμο «το ξέρεις ότι είσαι πολύ περίεργη για την προσωπική μου ζωή;» με ρώτησε γελώντας.

Έτσι έδειχνα; σαν μια περίεργη που τον έκανε ερωτήσεις που δεν έπρεπε;

«πριν μερικά χρόνια έτυχε να τρέξουμε όπου και έχασα. Γι’ αυτό τον προκάλεσα σήμερα.» μου απάντησε ανέκφραστος.

Του ένευσα με κατανόηση χωρίς να ρωτήσω κάτι παραπάνω. Πέρασε το χέρι του γύρω από την πλάτη μου κολλώντας με επάνω του. Μου χαμογελούσε με ένα στραβό χαμόγελο ενώ ένιωθα την καυτή του ανάσα να χτυπάει τα χείλη μου.
Η σιωπή μεταξύ μας με έκανε να νιώθω όλο και πιο αμήχανα, φοβούμενη πως θα κάνει πάλι καμία κίνηση. Όσο το σκεφτόμουν δεν ήξερα αν με ενοχλούσε η αν ήθελα να με ξανά φιλήσει.

«μην ανησυχείς.» μου είπε χαμογελώντας «δεν θα σε φιλήσω αν δεν μου το ζητήσεις.»

Γέλασε μαζί μου που απέφυγα το βλέμμα του ντροπιασμένη. Έφερα τα χέρια μου στο πρόσωπο μου και κράτησα τα ζεστά μου μάγουλα ανάμεσα στης παλάμες μου.

Μείναμε για λίγη ώρα ώσπου άρχισα να νιώθω πολύ κουρασμένη με αποτέλεσμα να με γυρίσει σπίτι μου. Περίμενα για λίγο την Βιολέτα μέχρι που μου έστειλε μήνυμα για να με ενημερώσει ότι θα αργήσει. Αποφάσισα να αφήσω στην άκρη την κουβέντα που ήθελα να της κάνω και απλά αποφάσισα επιτέλους να ξαπλώσω κάτω από το ζεστό μου πάπλωμα. Στριφογύριζα για αρκετή ώρα πάνω στο στρώμα χωρίς να μπορώ να κοιμηθώ. Ανακάθισα στο κρεβάτι και τράβηξα τα μαλλιά μου μακριά από το πρόσωπο μου. Γιατί με βασάνιζε τόσο πολύ η παρουσία του; το μυαλό μου δεν έλεγε να ηρεμίσει από της σκέψεις μου.

"υποθέτω το να μου λείπεις, είναι ένας τρόπος που η καρδιά μου προσπαθεί να μου υπενθυμίζει πόσο πολύ σε θέλω στην ζωή μου."

Ξάπλωσα πάλι πίσω χαζεύοντας το ταβάνι του δωματίου μου σκεπτική, ώσπου κατάφερα τελικά να κοιμηθώ μετά από αρκετή ώρα.

Το πρωί σηκώθηκα με βαριά βήματα από το κρεβάτι, νιώθοντας όλο μου το κορμί κομμάτια. Πρέπει να την άρπαξα εχθές, πράγμα που με ενοχλούσε και μόνο στην ιδέα.

Έπλυνα το πρόσωπο και τα δόντια μου και αφού ετοιμάστηκα για την δουλειά βγήκα από το δωμάτιο στο σαλόνι. Άκουγα ένα βαρύ ροχαλητό, πράγμα που δεν μου φάνηκε σαν αυτό της Βιολέτας. Κοίταξα την πόρτα της εισόδου και πρόσεξα ένα ζευγάρι αντρικά παπούτσια.

"καλά ήρθε με γκόμενο στο σπίτι;"

Για μια στιγμή φοβήθηκα να κοιτάξω προς την μεριά του καναπέ για το τι θα έβλεπαν τα ταλαιπωρημένα ματάκια μου. Πρόσεξα ένα πόδι να προεξέχει πάνω από το μπράτσο του καναπέ με μια λευκή κάλτσα. Αυτή η πατούσα σίγουρα δεν ήταν την Βιολέτας.

Ήχησε ένας βαρύς αναστεναγμός διακόπτοντας τα βήματα μου και τότε τον είδα να ανακάθεται στον καναπέ με κλειστά πρησμένα μάτια. Έτριψε την μύτη του ενοχλημένος ενώ έξυνε τα μαλλιά του και τον σβέρκο του.
Βλεφάρισε τα μάτια του "σαν πριγκηπέσσα" μέχρι που το νυσταγμένο βλέμμα του σταμάτησε πάνω μου.

Άρχισε να φωνάζει τρομαγμένος καθώς κάλυπτε το σώμα του, με την Βιολέτα να προσπαθεί από τον ύπνο να καταλάβει τι συνέβαινε.

«τι είναι αυτό;» ρώτησε μπερδεμένος ενώ κοιτούσε την Βιολέτα που ήταν ξαπλωμένη στα πόδια του  «γιατί είσαι ξαπλωμένη μαζί μου, τι μου έκανες;» την ρώτησε έντρομος.

Εγώ δεν άντεξα να μην γελάσω πράγμα που τον έκανε να με κοιτάξει ακόμα πιο μπερδεμένος.

«εε..» άκουσα και μια τρίτη φωνή ενώ προσπαθούσα να καταλάβω από που ερχόταν.

Στο πάτωμα υπήρχε ένα κουβάρι παπλώματα με ένα παπούτσι να προεξέχει. Σήκωσε το κεφάλι του από το πάτωμα και μας κοίταξε εκνευρισμένος «γιατί φωνάζετε;» του ρώτησε μισοκοιμισμένος.
...
Έφτιαξα καφέ για όλους ώστε να συνέλθουν από το χθεσινοβραδινό. Απ ότι κατάλαβα ο Jin βγήκε για ένα ποτό μαζί με την Βιολέτα και τον Μαξ, κι έτσι κατέληξαν στο σπίτι μας μεθυσμένοι. Καθόμουν δίπλα στον Jin απέναντι από την Βιολέτα και τον Μάξ ενώ τους παρατηρούσα. Έδειχναν και οι τρεις τους χάλια, με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια τους.

Κοίταξα τον Μάξ που είχε τα μάτια του κλειστά ενώ προσπαθούσε να πιει λίγο καφέ.

«πως θα έρθεις έτσι στην δουλειά, μου λες;» τον ρώτησα λίγο πριν στρέψω την προσοχή μου προς την Βιολέτα και τον Jin, χωρίς να πάρω κάποια απάντηση φυσικά.

Για ένα περίεργο λόγο τον κοιτούσε ασταμάτητα, πράγμα που δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Jin.

«ει.» την σκούντησε για να συνέλθει «σου έχω πει ποτέ πόσο όμορφη είσαι;» την ρώτησε χαμογελώντας ενώ της έκανε τα γλυκά μάτια.

Τον κοίταξα για λίγο μπερδεμένη, από πότε ήταν τόσο αποκαλυπτικός ο Seokjin;

«τι;» τον κοίταξε αναστατωμένη μήπως δεν άκουσε καλά λόγω του ότι ήταν από τον ύπνο, ώσπου τα μάτια της άστραψαν χαρούμενα «όχι.» του απάντησε ναζιάρικα.

Τι γινόταν ακριβώς; από ποτέ ήρθαν τόσο κοντά αυτοί οι δύο; Γνωρίζοντας τον Jin, στο ολίγον χρονικό διάστημα που τον γνώριζα δηλαδή, καταλάβαινα πως δεν το πήγαινε εκεί που ήθελε η Βιολέτα.

«Ε λοιπόν φυσικά και όχι.» της απάντησε ενώ χάζευε τα άτσαλα μαλλιά της και τα ξεραμένα σάλια δίπλα από τα χείλη της «αφού ποτέ μου δεν σκέφτηκα ότι είσαι όμορφη.»

Της είπε σαρκαστικά λίγο πριν αρχίσει να γελάει παρατηρώντας το απογοητευμένο μεν αλλά ενοχλημένο βλέμμα της.

Έδειχνε τόσο κεφάτος πράγμα που με χαροποιούσε ιδιαίτερα. Τον κοίταξα για λίγο με ένα ερωτηματικό στο πρόσωπο μου και απλά σκέφτηκα πως Seokjin ήταν αυτός.





Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top