~50~
~
Έτρεχα δίπλα από το φορείο που τον μετέφεραν κρατώντας το χέρι του σφιχτά χωρίς να το αφήσω. Ήταν αναίσθητος ενώ το αίμα από το κεφάλι του λέρωνε το λευκό σεντόνι από κάτω του. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή όση ώρα προσπαθούσα να καλμάρω της ανάσες μου και της τρομαχτικές σκέψεις που περνούσαν από το μυαλό μου. Τον έσπρωξαν μέχρι μέσα στο δωμάτιο κι ενώ ήθελα να τον ακολουθήσω, μου απαγόρευσαν να εισέλθω στο δωμάτιο. Το χέρι του γλίστρησε από το δικό μου πριν κλείσει η πόρτα πίσω τους.
Τα χέρια μου έτρεμαν ενώ έκλαιγα προσπαθώντας να κοιτάξω προς τα μέσα.
"Εσύ δεν μου είπες πως δεν με ήθελες ποτέ σου; για ποιον λόγο το έκανες αυτό;"
Κοίταξα τα τρεμάμενα χέρια μου για να διαπιστώσω πως είχα ξεραμένα αίματα. Τότε πρόσεξα πως τα ρούχα μου ήταν το ίδιο λερωμένα με το αίμα του!
Στην σκέψη ότι υπήρχε περίπτωση να χάσω αυτόν που αγαπούσα, ένιωθα έναν αφόρητο πόνο στο στήθος, ήμουν τόσο μπερδεμένη, λυπημένη και άδεια! Η καρδιά μου αιμορραγούσε στην σκέψη του, ενώ το μυαλό μου αρνιόταν να σκεφτεί πως θα έφευγε τόσο εύκολα και ανούσια. Είχε ακόμα πολλά να δώσει σε αυτόν τον κόσμο, τόσα πολλά να μάθει και ο ίδιος.
Πως μπορούσε να με εγκαταλείψει έτσι απλά; χωρίς να μου ζητήσει ένα συγνώμη για τον τρόπο που μου φέρθηκε; δεν μπορούσε! Δεν του το επέτρεπα.
Ακούμπησα τον κρύο τοίχο και έσκυψα φέρνοντας τα χέρια μου μπροστά στο πρόσωπο μου για να το κρύψω. Δεν μπορούσα να ηρεμίσω, να σταματήσω τα δάκρυα μου από το να βρέχουν το εσωτερικό από της παλάμες μου. Είχε περάσει ήδη αρκετή ώρα που περίμενα μόνη μου όταν άκουσα βαριά βήματα να τρέχουν προς το μέρος μου. Ένιωσα το άγγιγμα του στον ώμο μου και σήκωσα τα κόκκινα μάτια μου για να τον κοιτάξω.
«Jin.» μου ξέφυγε ένας λυγμός κι αυτός έσκυψε για να με αγκαλιάσει.
«είσαι καλά;» με ρώτησε ανήσυχος λίγο πριν κοιτάξει τα ρούχα μου και με αντικρίσει «χτύπησες; αφού σου ζήτησα να μείνεις πίσω, γιατί πηγές εκεί;» με ρώτησε θυμωμένος όμως καταλάβαινα πως απλώς ανησυχούσε.
Τον διαβεβαίωσα πως δεν είχα χτυπήσει πουθενά. Σκούπισε τα δάκρυα από τα μάτια μου και με βοήθησε να σηκωθώ για να κάτσω κανονικά σε μια καρέκλα.
Στάθηκε όρθιος και τράβηξε τα μαλλιά του προς τα πίσω αναστατωμένος, σκεπτόμενος για το πως φτάσαμε ως εδώ.
«ο Jimin;»
Με ρώτησε λίγο πριν κοιτάξω προς την πόρτα από όπου τον είχαν πάρει μακριά μου «τον πήραν μαζί τους.»
Ξεφύσησε σκεπτικός «εντάξει.» είπε λίγο πριν με κοιτάξει «μείνε εδώ πέρα, επιστρέφω αμέσως καλά;»
Του κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά και αυτός έφυγε. Είχε περάσει τόση ώρα, γιατί δεν έβγαινε κάποιος να μας ενημερώσει; το κορμί μου δεν έλεγε να ηρεμήσει από την υπερβολική νευρικότητα που ένιωθα.
"το κορμί του ήταν ξαπλωμένος άψυχο πάνω στην αγκαλιά μου, ενώ το αίμα του έβρεχε τα χέρια μου που κρατούσαν με προσοχή το κεφάλι του.
Όσο κι αν προσπάθησα να τον συνεφέρω, έδειχνε να μην ανταποκρίνεται στα λόγια μου. Τον ένιωθα να αναπνέει αδύναμα κι σκεφτόμουν πως αυτήν την στιγμή θα τον αποχωριζόμουν. Δεν με ένοιαζε εάν δεν με ήθελε ποτέ του και απλά έπαιξε μαζί μου. Αυτήν την στιγμή όμως έπρεπε να κρατηθεί στην ζωή. Έπρεπε!"
Οι σκέψεις μου διαλύθηκαν μόλις άκουσα τον χαρακτηριστικό ήχος της πόρτα δίπλα μου να ανοίγει. Ένας γιατρός βγήκε προς τα έξω και αμέσως σηκώθηκα όρθια για να τον πλησιάσω.
«γιατρέ;» τον ρώτησα ενώ τον παρακολουθούσα να βγάζει τα γάντια του και να με κοιτάει σοβαρός.
Εκείνη την στιγμή μας είχε πλησιάσει και ο Seokjin.
«είστε συγγενείς του νεαρού που φέρανε προηγούμενος;» με ρώτησε σκεπτικός.
«κατά κάποιον τρόπο. Το αγόρι δίπλα μου είναι παιδικός του φίλος.» του απάντησα δείχνοντας τον Jin.
Μας κοίταξε για λίγο ώσπου μίλησε «ο ασθενής ξεπέρασε τον κίνδυνο, όμως θα αργήσει να ξυπνήσει.»
Ένιωθα ανακούφιση στην σκέψη ότι ήταν καλύτερα, όμως τι εννοούσε με αυτό «γιατί;» τον ρώτησα ανήσυχη πως κάτι δεν πήγαινε καλά.
«έχει υποστεί εγκεφαλικό οίδημα. Η ενδοκρανιακή πίεση του δεν μειώνεται γι’ αυτό και βρίσκεται σε κώμα. Του δώσαμε ένα φάρμακο για να χαμηλώσει την ενδοκρανιακή πίεση και προς το παρών το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να περιμένουμε.» μας απάντησε συμπονετικά σκεπτόμενος πως νιώθαμε.
«μπορούμε να τον δούμε;» τον ρώτησα με την ελπίδα ότι θα μας άφηνε.
«μόλις τον μεταφέρουν στο δωμάτιο του.» μας χαμογέλασε και μας προσπέρασε αφήνοντας μας μόνους.
...
Μπήκα στο δωμάτιο που του είχε κλείσει ο Jin ώστε να μην βρίσκεται στον ίδιο χώρο με άλλους ασθενείς, κι έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Πλησίασα διστακτικά το κρεβάτι του. Είχαν τυλίξει το κρανίο του με λευκό επίδεσμο όπως κι όλο το στήθος του. Πήρα ένα σκαμπό και το έφερα δίπλα του για να κάτσω κοντά του. Άπλωσα το χέρι μου και πήρα το ζεστό δικό του ανάμεσα στο δικό μου. Έδειχνε να κοιμάται τόσο ήρεμος πάρα τα όσα του έκαναν. Μου ξέφυγε ένας ανακουφισμένος λυγμός λίγο πριν αφήσω τα δάκρυα μου να τρέξουν για ακόμη μια φορά. Εφόσον ήταν ζωντανός γιατί έκλαιγα; ήξερα ότι ήταν ένας δυνατός άντρας που θα κατάφερνε να γίνει σύντομα καλά. Δεν είχα αμφιβολία, ακόμα κι αν με τρόμαξαν τα λόγια του γιατρού. Όμως γιατί δεν μπορούσα να καλμάρω την καρδιά μου; φοβήθηκα τόσο πολύ ότι θα τον χάσω χωρίς να του έχω πει για άλλη μια φορά πόσο πολύ τον αγαπούσα.
Έμεινα δίπλα του όλο το βράδυ ακόμα και αν μου έλεγαν οι νοσοκόμες που ερχόντουσαν για να τον τσεκάρουν πως δεν καταλάβαινε ότι ήμουν εκεί. Δεν με ένοιαζε, απλά ήθελα να μείνω μαζί του για να είμαι σίγουρη πως ήταν καλά.
Ο Jin έμεινε μαζί μου μέχρι το πρωί, αφήνοντας με μόνη μου μερικές φορές μόνο και μόνο για να απαντήσει σε μερικά τηλεφωνήματα. Όταν συνέβη αυτό με τον Jimin ήμουν τόσο χαμένη που δεν κατάλαβα τίποτα άλλο.
Ο Jin με ενημέρωσε πως ο Taehyung βρισκόταν στο τμήμα. Όταν ήρθε η αστυνομία ήταν ήδη πολύ αργά, ο Tae είχε πυροβολήσει πάνω στον πανικό του τον Ντομινίκ και μέχρι να φθάσει το ασθενοφόρο ο Ντόμ ήταν ήδη νεκρός.
Δεν ήξερε αν θα τον άφηναν ελεύθερο σύντομα, ίσως το γεγονός ότι βρισκόταν υπό την επήρεια των ναρκωτικών που είχε πάρει κι ότι ο Ντόμ προσπάθησε να τους κάνει κακό να ήταν υπέρ του. Όμως δολοφονία; ήταν πολύ δύσκολο να την βγάλει καθαρή. Νοσηλεύτηκε για το βράδυ και ύστερα τον πήραν κατευθείαν για κατάθεση.
Μου είπε πως ήθελαν από το τμήμα να πάμε κι εμείς για να καταθέσουμε, αλλά γνωρίζοντας πως δεν θα άφηνα μόνο του τον Jimin αυτήν την στιγμή, κανόνισε να πάμε μετά από δύο μέρες.
Ήταν γύρω στης οχτώ το πρωί, όταν άνοιξε η πόρτα του δωματίου, πιστεύοντας πως είχε έρθει ο γιατρός για να ελέγξει τον Jimin. Μπήκε μέσα στο δωμάτιο τρέχοντας, με τα τακούνια της να σπάνε την ησυχία που επικρατούσε στο δωμάτιο.
«Άλισον;» την κοίταξε μπερδεμένος ο Jin εφόσον δεν περίμενε να εμφανιστεί, αφού κάνεις μας δεν την είχε ενημερώσει.
«πως συνέβη αυτό;» ρώτησε ενώ κοίταξε τον Jimin έκπληκτη.
Σήκωσε τα μάτια της και με παρατήρησε που καθόμουν στην άλλη άκρη του κρεβατιού δίπλα του «εσύ φταις για όλα. Έμαθα πολύ καλά τι έγινε. Αν δεν ήσουν εσύ δεν θα είχε συμβεί τίποτα απ όλα αυτά.» με κοίταξε απειλητικά.
«Άλισον τι της λες;» την ρώτησε εκνευρισμένος ο Jin ενώ σηκώθηκε όρθιος για να με υπερασπιστεί «άμα δεν ήταν ο αδερφός σου δεν θα φτάναμε σε αυτό τι σημείο.» της απάντησε αγανακτισμένος.
Τα μάτια της σκλήρυναν κι ενώ ήθελε να του απαντήσει αποφάσισε να σωπάσει και απλά να κάτσει δίπλα στον Jimin για να τον χαϊδέψει στεναχωρημένη.
«είμαι εγώ εδώ, μπορείτε να φύγετε.» μας μίλησε κοφτά χωρίς να μας κοιτάξει.
Ο Jin δεν της απάντησε, γύρισε προς το μέρος μου και μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω. Σηκώθηκα όρθια ρίχνοντας ένα τελευταίο βλέμμα πάνω του, κι βγήκα μαζί του προς τα έξω.
«μην την παίρνεις στα σοβαρά, απλά ανησυχεί για τον Jimin.» με ενημέρωσε σεβόμενος τα χρόνια που είχαν ζήσει με την φίλη τους, γνωρίζοντας πόσο πολύ νοιαζόταν για τον Jimin.
«καταλαβαίνω.» του απάντησα με κατανόηση σκεπτόμενη πως δεν ένιωθε διαφορετικά απ ότι εγώ.
Είχε όμως δίκιο; έφταιγα όντως εγώ; εμένα προσπάθησε να προστατέψει και κατέληξε να χτυπηθεί στο κεφάλι. Αν δεν είχα πάει, αν είχα μείνει πίσω όπως μου είχε ζητήσει ο Jin τώρα πως θα ήταν τα πράγματα; θα ήταν καλύτερα; η θα είχαν καταλήξει και οι δύο τους νεκροί; κατάλαβε ότι τα λόγια της με πείραξαν και με έβαλαν σε σκέψεις.
«μην το κάνεις αυτό.» μου μίλησε στοργικά ενώ με χάιδεψε απαλά στο κεφάλι «δεν έφταιγες εσύ.» συμπλήρωσε χαμογελώντας στραβά.
Του κούνησα το πρόσωπο μου ευγνώμων που προσπαθούσε να με ηρεμήσει, όμως δεν ξέρω αν ήταν αλήθεια αυτό που έλεγε, ένιωθα ένοχη μέσα μου. Ακόμα και ο Ντόμ το είπε, ήθελε να τον ξεφορτωθεί για να με κάνει δική του. Εξαιτίας μου θα τον σκότωνε για να με έχει όλη δική του, το είπε λες και ήταν κάτι τόσο απλό.
Με πλησίασε και τύλιξε τα χέρια του γύρω από την πλάτη μου κρατώντας με σφιχτά μέσα στην ζέστη αγκαλιά του.
«Πέρασες ένα δύσκολο βράδυ, καλό θα ήταν να γυρίσεις στην σχολή και να ξεκουραστείς λίγο. Θα σε πάω εγώ.» μου πρότεινε με ενδιαφέρον.
«δεν μπορώ, θα μείνω εδώ.» του αρνήθηκα σκουπίζοντας τα μάτια μου που ήταν έτοιμα να δακρύσουν.
Δεν ήθελα να φύγω από κοντά του γνωρίζοντας πως είναι σε αυτήν την κατάσταση.
«αν και χρειάζομαι να αλλάξω ρούχα.» του απάντησα κοιτώντας τα ρούχα μου, που οι λεκέδες με αίμα μου θύμιζαν την χθεσινή βραδιά.
«καλώς, θα σου φέρω εγώ μερικά.» με διαβεβαίωσε χαμηλόφωνα.
«σε ευχαριστώ.» του απάντησα ευγνώμων.
Κάθισα έξω από την πόρτα, ενώ ο Jin έφυγε για την σχολή ώστε να μου φέρει μια αλλαξιά ρούχα. Η Άλισον έμεινε για αρκετή ώρα μέσα στο δωμάτιο κι εγώ αποφάσισα να την αφήσω μόνη μαζί του χωρίς να τους ενοχλήσω. Στο κάτω κάτω κάποτε ήταν το αγόρι της και ακόμα παρέμενε ο φίλος της. Για ένιωθα όμως έτσι; ένα περίεργο αίσθημα ζήλιας μέσα μου;
...
Η κατάθεση μου θα βοηθούσε αρκετά τον Taehyung. Ενώ ήθελα να τον επισκεφθώ δεν μου το επέτρεψαν, έτσι ξανά γύρισα στο νοσοκομείο αφού πρώτα περάσαμε με τον Jin από το σπίτι του Jimin. Μαζέψαμε μερικά ρούχα του και πήρα την κουβέρτα με το μαξιλάρι του ώστε να τα χρησιμοποιήσει με την σκέψη πως θα ένιωθε πιο άνετα, σαν στο σπίτι του.
....
Από την σχολή έλειπα ήδη τρεις μέρες τώρα, αλλά αυτό ήταν το τελευταίο που με ένοιαζε αυτήν την στιγμή.
Κάθε πρωί του άνοιγα το παράθυρο στο δωμάτιο για να φρεσκάρω τον χώρο, ενώ με ένα φρέσκο κουβά νερό και μια καθαρή πετσέτα προσπαθούσα να καθαρίσω τα γυμνά σημεία του σώματος τους.
Τα πρωινά ήμουν μόνη μου μέχρι το μεσημέρι που ερχόταν η Σαρίνα να μου κάνει παρέα, ενώ τα βράδια έμενα και κοιμόμουν μαζί του στο δωμάτιο, παρέα με τον Jin που ξαγρυπνούσε στον καναπέ. Όσο κουρασμένος κι αν ήταν δεν έφευγε λεπτό από το πλευρό του, κι ενώ πίστευα πως ήταν εδώ μόνο για τον φίλο του, η προστατευτική συμπεριφορά του και το ενδιαφέρον του απέναντι μου με έκαναν να καταλάβω πως απλά ήθελε να είναι σίγουρος πως είμαι εγώ καλά.
Πέρασαν αρκετά βράδια όμως δεν έλεγε να ξυπνήσει, σε αυτήν την περίοδο είχα και την Σίλια που με έπαιρνε διαρκώς χωρίς βέβαια να της απαντήσω. Ήξερα πως θα είχε ενημερωθεί από την σχολή πως έλειπα για αρκετές μέρες, για αυτόν τον λόγο δεν είχα καμία όρεξη να την ακούσω.
Ένα μεσημέρι άφησα τον Jin μαζί με τον Jimin όσο εγώ θα πήγαινα να φάω στην καφετέρια του νοσοκομείου. Στον γυρισμό μου πρόσεξα μια γνώριμη γυναικεία φιγούρα να κατευθύνετε με ένα μπουκέτο λουλούδια προς ένα δωμάτιο. Από μακριά θα αναγνώριζα τα κατάξανθα μακριά μαλλιά της.
"Σίλια;"
Προχώρησα προς το μέρος της σκεπτόμενη τον λόγο για τον οποίο θα μπορούσε να είναι εδώ. Όταν κοίταξα από το τζαμάκι της πόρτας μέσα στο δωμάτιο αναγνώρισα αμέσως τον άντρα που ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι διασωληνωμένος.
Ο πατέρας της Άλισον νοσηλευόταν κι αυτός εδώ; είχα μάθει από τον Jin πως είχε πάθει ένα καρδιακό επεισόδιο, όμως γιατί ήταν η μητέρα μου εδώ;
Γνώριζα πως ήταν φίλοι από τα παλιά, αλλά πως ήξερε ότι ήταν εδώ; χτύπησα ελαφρά την πόρτα και αυτή γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος μου. Μόλις με είδε τα μάτια της με κοίταξαν ορθάνοιχτα και σχεδόν είχε χλομιάσει.
Σηκώθηκε αμέσως και έσυρε την πόρτα για να βγει έξω.
«Σίλια;» την κοίταξα καχύποπτα «τι θέλεις εδώ;»
«εγώ τι θέλω;» μου ψιθύρισε φανερά εκνευρισμένη ενώ έκλεινε την πόρτα «γιατί δεν απαντάς στα τηλέφωνα μου; ποτέ θα μου έλεγες ότι έχεις μέρες να πατήσεις στην σχολή και στο δωμάτιο σου;» με ρώτησε θυμωμένη «τι σου συμβαίνει κοριτσάκι μου;» με κοίταξε απορημένη όταν πρόσεξε πως έδειχνα χάλια.
Ένιωσα το στήθος μου βαρύ και όλη η πίεση των προηγούμενων ημερών έκαναν ασυναίσθητα τα μάτια μου να θολώσουν, αφήνοντας μερικά δάκρυα να κυλήσουν κάθετα στα ζεστά μου μάγουλα.
Με κοίταξε άφωνη και χωρίς δεύτερη σκέψη με πήρε στην αγκαλιά της όπως έκανε κάθε φορά. Με χάιδεψε απαλά στην πλάτη όση ώρα άφηνα τον εαυτό μου ελεύθερο να ξεσπάσει ώστε να μπορέσω να ηρεμήσω.
«κοριτσάκι μου γλυκό τι έπαθες;» με ρώτησε ανήσυχη διότι ήταν η πρώτη της φορά που με έβλεπε σε αυτήν την κατάσταση.
...
Στάθηκα δίπλα στην πόρτα του δωμάτιου του και αυτή έριξε μια ματιά προς τα μέσα. Όταν κατάλαβε ποιος ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, έστρεψε το βλέμμα της προς το μέρος μου και με κοίταξε. Προσπαθούσα να σκουπίσω τα μάτια μου και την μύτη μου που είχαν γεμίσει με βλέννες. Για λίγο έμεινε σιωπηλή ενώ με επεξεργαζόταν.
«έχει μέρες να ξυπνήσει κι δεν ξέρουμε καν αν θα συνέλθει.» την ενημέρωσα χωρίς να την κοιτάξω «εξαιτίας μου είναι σε αυτήν την κατάσταση.» ψέλλισα έτοιμη να κλάψω «για να σώσει εμένα μαμά βρίσκεται τώρα ξαπλωμένος εκεί μέσα.» άγγιξα την καρδιά μου που δεν έλεγε να ησυχάσει «τι θα κάνω μαμά;» την ρώτησα φοβούμενη πως δεν θα ξανά έβλεπα ποτέ μου τα όμορφα γκρι του μάτια, το αγνό κι ερωτεύσιμο χαμόγελο του.
Η Σίλια δεν μπορούσε να μιλήσει, δάκρυα είχαν γεμίσει και τα δικά της μάτια όταν συνειδητοποίησα πως μετά από πολλά χρόνια την είχα αποκαλέσει "μαμά".
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top