~48~
~
Αυτές της μέρες το μυαλό μου ήταν αφηρημένο και ήμουν αρκετά σημαζεμένη απέναντι στους γύρω μου. Έτρεχα από το ένα μάθημα στο άλλο χωρίς να ξεκινάω κουβέντες με κανέναν και μετά τα μαθήματα την έβγαζα στην βιβλιοθήκη μέχρι αργά το βράδυ. Με μόνη παρέα τα βιβλία και μερικές φορές τον Jin που με ακολουθούσε διαρκώς για να βεβαιωθεί πως δεν χρειαζόμουν κάτι. Γνώριζε πως δεν είχα όρεξη για κουβέντα παρ ολ αυτά έμενε σιωπηλός δίπλα μου να ασχολείται με διαφορά, ρίχνοντας μου που και που ένα βλέμμα.
Στα κοινά μας μαθήματα έφτανα σχεδόν τελευταία και διάλεγα πάντοτε να κάτσω σε απόσταση από την θέση που βρισκόταν αυτός, αγνοώντας επίτηδες την παρουσία του. Ένιωθα διαλυμένη από τον τρόπο που μου φέρθηκε κι ήμουν τόσο θυμωμένη που δεν άντεχα να τον βλέπω. Απέφευγα το βλέμμα του, φοβούμενη μην αντικρίσω τα σαγηνεύτηκα του μάτια και παρασυρθώ για ακόμη μια φορά.
Με την Κλαίρη δεν μιλήσαμε, με απέφευγε ενώ καταλάβαινα πως ένιωθε άβολα δίπλα μου, όχι ότι εγώ είχα όρεξη να της μιλήσω. Όταν γυρνούσα στο δωμάτιο έλειπε και τα πρωινά σηκωνόμουν πριν ξυπνήσει και έφευγα νωρίς για την σχολή, περιμένοντος έξω από το κτήριο μισή ώρα για να ξεκινήσει το μάθημα.
Ήταν Πέμπτη απόγευμα, γύρω στης οχτώ. Είχε νυχτώσει πριν καν το καταλάβω και ο καιρός είχε ψυχραθεί απότομα, κάνοντας το κορμί μου να ανατριχιάζει στο τσουχτερό αεράκι που φυσούσε. Είχα αρχίσει να νιώθω πως πνιγόμουν ανάμεσα στους κίτρινους τοίχους της βιβλιοθήκης, έτσι αποφάσισα να βγω έξω στην αυλή για να με χτυπήσει λίγο φρέσκος αέρας.
Απολάμβανα το φθινοπωρινό αεράκι, όταν άρχισε να χτυπάει το κινητό μου διαλύοντας της σκέψεις μου. Όταν πρόσεξα το άτομο που με καλούσε, διέκοψα βιαστικά την κλήση αναστατωμένη, αρνούμενη να της μιλήσω προς το παρών. Με ξανά πήρε και τότε διάλεξα να χαμηλώσω την φωνή στο κινητό για να μην με ενοχλεί η ιδέα ότι επέμενε να με καλεί. Έπαιρνε ασταμάτητα, αγνοώντας πως εγώ απέρριπτα την κλήση της. Ώσπου το σήκωσα αγανακτισμένη και μου ξέφυγε ένα κοφτό "ναι!" με μάτια που κοιτούσαν απειλητικά γύρω μου.
"Σαμάνθα." η φωνή ήχησε σαν τρεμάμενος ψίθυρος στο αυτί μου.
«ναι;» ξανά ρώτησα για να καταλάβω ποιος είναι.
"Σαμάνθα πρέπει να έρθεις στο μαγαζί." μου ψιθύρισε σχεδόν κλαίγοντας.
Από την άλλη γραμμή άκουγα φασαρία και δυνατές φωνές, κι τότε ήταν που άκουσα την δική του φωνή καθώς μούγκριζε σαν πληγωμένο ζώο. Ένα ρεύμα διαπέρασε την ραχοκοκαλιά μου κάνοντας το σώμα μου να ανατριχιάσει από φόβο.
«Κλαίρη τι συμβαίνει;» η φωνή μου μόλις που ακούστηκε ενώ προσπαθούσα να ακούσω κάτι παραπάνω από την άλλη γραμμή.
"Σαμ είμαι στο μαγαζί και τα αγόρια κινδυνεύουν πρέπει να έρθεις.." η κλήση διακόπηκε και ενώ επιδίωξα να πάρω πίσω, το τηλέφωνο ήταν ήδη κλειστό.
Ο Seokjin με πλησίαζε για ακόμη μια φορά και μόλις πρόσεξε το πρόσωπο μου που είχε γίνει χλωμό από τρόμο, με κοίταξε αναστατωμένος. Ήμουν σίγουρη πως είχα ακούσει την φωνή του Ντομινίκ, υπήρχε περίπτωση να συνέβαινε αυτό για το οποίο φοβόμουν;
«τι έπαθες;» με κοίταξε εξεταστικά ενώ το χέρι του με κούνησε ελαφρώς από το μπράτσο για να με συνεφέρει από της σκέψεις μου.
«κάτι κακό συμβαίνει στο μαγαζί.» του απάντησα λίγο πριν τον κοιτάξω.
Τα σκεπτικά μάτια του μου έλεγαν πως γνώριζε για τι πράγμα μιλούσα.
«πρέπει να πάμε στο μαγαζί.»
Τα μάτια του άστραψαν στα λόγια μου «δεν υπάρχει περίπτωση. Μόνος μου θα πάω κι εσύ θα μείνεις εδώ.» μου απάντησε αποφασισμένος ενώ έβγαζε τα κλειδιά του αμαξιού του από την τσέπη του.
«τι εννοείς θα μείνω εδώ;» τον ρώτησα θυμωμένη «αν κινδυνεύει ο Jimin η ο Tae; θα έρθω κι εγώ.» του απάντησα κατηγορηματικά και ήμουν έτοιμη να φύγω όταν με άρπαξε από το μπράτσο και με ανάγκασε να τον κοιτάξω.
«εάν κινδυνεύει θα θέλει να είσαι ο τελευταίος άνθρωπος που θα βρίσκεται κοντά του.» μου απάντησε κοφτά «μείνε εδώ σε παρακαλώ.» αυτήν την φορά μου μίλησε πιο ήρεμος «δεν θέλω να πάθεις κάτι.»
Μου έδωσε ένα φιλί στο κούτελο κι έφυγε βιαστικά πριν προλάβω να αντιδράσω.
"Συγνώμη Jin αλλά δεν μπορώ να το κάνω αυτό."
Έβγαλα το κινητό μου μόλις βεβαιώθηκα ότι είχε φύγει και κάλεσα ένα ταξί.
Καθώς πλησιάζαμε πρόσεξα μερικά μαύρα τζιπ να βρίσκονται παρκαρισμένα έξω κοντά στην είσοδο του κτηρίου κι λίγο πιο πέρα το αμάξι του. Ηταν όντως εδώ;
Για μια στιγμή κοίταξα τον μαύρο σκοτεινό ουρανό πάνω από την οροφή του αμαξιού λίγο πριν κατέβω και προχωρήσω προς το μαγαζί ευχόμενη πως δεν ήταν κανένας έξω. Τότε για κακή μου τύχη εμφανίστηκε ένας ψηλός γεροδεμένος νεαρός με μαύρο σοβαρό κοστούμι. Από τους αναμμένους προβολείς των τζιπ, μπόρεσα να δω το όπλο που βρισκόταν περασμένο πάνω στην ζώνη του. Μόλις με είδε κοκάλωσα και τον κοίταξα με κορμί που έτρεμε από φόβο καθώς άκουγα καθαρά της φωνές από μέσα. Έβγαλε το όπλο του και με σημάδεψε.
«ποια είσαι; τι θέλεις εδώ;» με ρώτησε με βαριά καθαρή φωνή.
«τι συμβαίνει; σε ποιον μιλάς;» τον ρώτησε λίγο πριν εμφανιστεί μπροστά μου.
Έβγαλε με την ίδια ταχύτητα με αυτόν το όπλο του και με σημάδεψε μόλις πρόσεξε την φιγούρα μου.
Για μια στιγμή έμεινε σιωπηλός λίγο πριν μιλήσει «Σαμ;» αυτή η φωνή αν και είχα καιρό να την ακούσω έδειχνε τόσο γνώριμη.
«Taeyang την γνωρίζεις;» τον ρώτησε έτοιμος να χαμηλώσει το όπλο του πιστεύοντας πως ήμουν απλά μια φίλη του.
Τον κοίταξε για μια στιγμή αβέβαιος και κάπως σκεπτικός. Αυτός ο άντρας έστρεψε το βλέμμα του προς το μέρος μου και προσπάθησε να με κοιτάξει καλύτερα στο χαμηλό φως της νύχτας «αυτή δεν είναι η..;» κάτι πήγε να πει όταν κάποιος τον διέκοψε.
Άκουσα ένα κρύο γάργαρο γέλιο να βρίσκεται αρκετά κοντά μου και να με πλησιάζει. Ένας άνδρας εμφανίστηκε δίπλα μου και με άρπαξε από το μπράτσο.
Αυτό το γέλιο, αυτή η ίδια αποκρουστική μυρωδιά του και το σκληρό του άγγιγμα «Γουίλσον!» τον κοίταξα με μάτια που έβγαζαν φλόγες από θυμό, προσπαθώντας να κρύψουν τον φόβο μου, που βρισκόμουν για ακόμη μια φορά αντιμέτωπη με αυτόν τον αηδιαστικό άνθρωπο.
«μου έλειψες.» απάντησε γελώντας σατανικά λίγο πριν με τραβήξει μαζί του.
Λίγες ώρες νωρίτερα.
Καθόμουν στο γραφείο μου και έπινα ένα ποτήρι ουίσκι, το τρίτο για εκείνο το απόγευμα. Αναρωτιόμουν πως έμαθε ο Ντομινίκ για της κρυφές συναλλαγές; ήμουν αρκετά προσεκτικός ακόμα και με την χαρτούρα για το τι του έδινα. Πως μπόρεσε να μάθει ότι πουλούσα κρυφά τα φορτία του στην δυτική πλευρά της πόλης, σε μεγαλύτερες τιμές απ ότι του έλεγα; μόνο αυτοί που δούλευαν ως ντίλερ για εμένα γνώριζαν, κι δεν ήταν άλλοι από τον Κάι, τον Jungkook και τον Taeyang. Ποιος από αυτούς τους τρεις υπήρχε περίπτωση να με κάρφωσε στον Ντόμ;
Το μυαλό μου ήταν έτοιμο να σπάσει από της πολλές σκέψεις και το ποτό μόνο του δεν με βοηθούσε.
Το καινούργιο εμπόρευμα είχε φτάσει αυτό το πρωί και ήταν ακόμα ανέγγιχτο . Πήρα το μικρό κουτί στα χέρια μου και το έσκισα με ένα κοπίδι για να το ανοίξω. Άρπαξα ένα από τα χρωματιστά σακουλάκια και το κοίταξα ευχαριστημένος. Το άνοιξα κι για λίγο προσπάθησα να επεξεργαστώ το περιεχόμενο με το μάτι μου. Κοίταξα το όνομα που ήταν γραμμένο με μαύρο μαρκαδόρο πάνω στο κουτί "Bath Salts". Τώρα κατάλαβα τον λόγο της ονομασίας του, η λευκοί κρυστάλλινη κόκκοι έμοιαζαν όντως με άλατα Epsom.
Έφερα το σακουλάκι στα χείλη μου και άφησα μια μεγάλη ποσότητα να γλιστρήσει στο στόμα μου για να δω τι γεύση είχε. Φευγαλέα κοίταξα προς την οθόνη του υπολογιστή μου όταν πρόσεξα μια λεπτή σιλουέτα να προχωράει προς την είσοδο του μαγαζιού. Η προσπάθεια μου να χαλαρώσω ήταν μάταιη, αφού γνώριζα που η εμφάνιση της θα μου ανέβαζε την πίεση. Περίμενα πως θα ερχόταν προς το γραφείο, όταν άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα.
«Κλαίρη τι θέλεις πάλι εδώ;» την ρώτησα ενώ έκλεισα το κουτί για να το αφήσω στην άκρη αρκετά κουρασμένος και ενοχλημένος με την επίσκεψη της.
Για μια στιγμή κοιταχτήκαμε σιωπηλοί. Έδειχνε κουρασμένη, με ένα αθώο στεναχωρημένο βλέμμα. Προχώρησε προς τον καναπέ και έκατσε αμίλητη «μίλησες μαζί του;» με ρώτησε ανήσυχη.
«όχι.» της απάντησα κοφτά χωρίς να την κοιτάω «δεν θέλει να έχει καμία σχέση μαζί μου.» παραδέχτηκα σκεπτόμενος τον φίλο μου.
Το βλέμμα μου έτρεξε πάνω της, κι ενώ έδειχνε λυπημένη το ντύσιμο της και η στάση του κορμιού της μου έλεγαν πως είχε έρθει για άλλον λόγο. Φορούσε ένα μίνι φουστάνι με τα μακριά ολόλευκα πόδια της να μου χαρίζουν σκιρτήματα σε όλο μου το κορμί. Τα σπαστά μαλλιά της τα είχε δέσει σε έναν απλό κότσο, αποκαλύπτοντας το λείο και ευαίσθητο δέρμα του λαιμού της. Όσο την κοιτούσα άλλο τόσο το μυαλό μου έκανε περίεργες, χυδαίες σκέψεις. Ένιωθα την φούντωση μέσα μου να αυξάνεται.
«έλα εδώ.» της πρόσταξα και αυτή για μια στιγμή με κοίταξε χαμένη.
Μου χάρισε ένα αχνό χαμόγελο και σηκώθηκε για να έρθει προς το μέρος μου. Με πλησίασε και έκατσε πάνω στα πόδια μου, ένα τα μάτια της είχαν προσέξει την απότομη αλλαγή στην συμπεριφορά μου. Άπλωσα το χέρι μου και την χάιδεψα στοργικά στον σβέρκο. Ένιωθα το κορμί της να ανατριχιάζει κάτω από τα δάχτυλα μου, ενώ τα ερμητικά κλειστά της μάτια απολάμβαναν τα χάδια μου.
Ξαφνικά έδειχνε τόσο όμορφη. Έκατσα πιο άνετα στην θέση μου, περνώντας το χέρι μου γύρω από την λεπτή μέση της. Την έφερα κοντά μου απότομα, ενώ τα χείλη μου πλησίασαν τον λαιμό της. Έδειχνε μπερδεμένη, δεν καταλάβαινε γιατί φερόμουν έτσι, όπως κι εγώ, τι με είχε πιάσει;
«Tae.» αναστέναξε το όνομα μου μόλις η γλώσσα μου ακούμπησε το ζεστό της δέρμα.
Το φούσκωμα στο παντελόνι μου είχε γίνει έντονο, κι άγγιζε τους γλουτούς της κάνοντας την να χαμογελάσει φανερά ευδιάθετη. Τα χέρια της έτρεξαν πάνω μου για να αγγίξουν το καβάλο μου. Δεν άντεξα να μην βογκήξω από τον τρόπο που με χούφτωνε. Ενώ ήμουν ζαλισμένος από τα αγγίγματα της, μπόρεσα να προσέξω την οθόνη του υπολογιστή μου. Οι κάμερες γύρω και μπροστά από το μαγαζί που ήταν ανοιχτές μου έδειχναν τρία τζιπ να πλησιάζουν προς το κτήριο. Έσπρωξα την Κλαίρη από πάνω μου και αυτή με κοίταξε μπερδεμένη χωρίς να έχει καταλάβει. Γνώριζα πως το ένα από αυτά τα αμάξια ανήκε στον Ντομινίκ, υπήρχε περίπτωση να είχε φτάσει η ώρα για την οποία με είχε προειδοποιήσει ο Jimin;
«τι έγινε;» με ρώτησε ενοχλημένη.
Άνοιξα το συρτάρι του γραφείου μου και έβγαλα το όπλο από μέσα. Για μια στιγμή με κοίταξε φοβισμένη πως είχα τρελαθεί και είχα σκοπό να την βλάψω, δεν είδε πως ο Ντομινίκ ερχόταν στο μαγαζί.
Έσκυψα και έφερα το όπλο χαμηλά στο δεξί μου πόδι για να το κρύψω μέσα στην κάλτσα μου.
«μείνε εδώ μέσα και κλείδωσε την πόρτα μόλις βγω έξω.» της πρόσταξα αναστατωμένος ενώ σηκώθηκα όρθιος για να προχωρήσω προς την πόρτα.
«τι συμβαίνει;» με ρώτησε αναστατωμένη.
«ο Ντόμ ήρθε για εμένα.» της είπα ενώ γύρισα προς το μέρος της «ότι και να ακούσεις μην βγεις από εδώ μέσα. Κατάλαβες;» την ρώτησα καθώς την κοιτούσα στα μάτια.
Μου κούνησε το κεφάλι της τρομαγμένη λίγο πριν βγω και κλείσω την πόρτα πίσω μου. Βεβαιώθηκα πως κλείδωσε και κατευθύνθηκα προς το μπαρ για να μου βάλω κάτι να πιώ. Άκουσα τα βήματα τους πίσω μου ενώ συνέχισα να πίνω δήθεν πως δεν τους είχα αντιληφθεί. Ήπια μέχρι και την τελευταία γουλιά για να πάρω δύναμη και στράφηκα προς το μέρος τους χαμογελώντας.
«Ντομινίκ! Χαίρομαι που σε βλέπω, πως κι από εδώ;» τον ρώτησε κεφάτος.
Το βλέμμα του ήταν σαρκαστικό με ένα διαβολικό χαμόγελο στα χείλη «δεν θα διαρκέσει για πολύ η χαρά σου.»
Το χαμόγελο μου κόπηκε αμέσως, τελικά όντως είχε έρθει για τον συγκεκριμένο λόγο. Κοίταξα τους δύο άντρες που στεκόντουσαν πίσω του να τραβάνε στην άκρη το ύφασμα από το σακάκι τους, φανερώνοντας τα glock 45 που είχαν περασμένα στην ζώνη τους.
«δεν θα μου βάλεις να πιώ;» με ρώτησε χαμογελώντας.
Προχώρησα προς την άλλη μεριά του πάγκου, ενώ αυτός έκατσε πάνω στο σκαμπό.
"Προηγουμένως είδα τρία αμάξια, αυτοί οι δύο βλάκες συνήθως ήταν στο ίδιο αμάξι με αυτόν, οπότε υπήρχαν σίγουρα άλλοι δύο αν όχι παραπάνω. Πως θα μπορούσα να γλυτώσω από εδώ και να πάρω και την Κλαίρη μαζί μου πριν την έβρισκαν; ήμουν ολομόναχος όμως δεν μπορούσα να καλέσω κανέναν. Αυτήν την φορά δεν θα έμπλεκα κανέναν άλλον." σκέφτηκα καθώς πλησίαζα την κάβα.
«ξέρεις φίλε μου Tae δεν είμαι καθόλου καλά.» μου μίλησε πίσω από την πλάτη μου την ώρα που έψαχνα το αγαπημένο του ουίσκι.
Γύρισα το πρόσωπο μου προς το μέρος του και τον ρώτησα διστακτικά τον λόγο.
«γιατί;»
«με πληροφόρησαν κάποιοι συνεργάτες μου, πως ένας άντρας πουλάει το εμπόρευμα μου σε εξωφρενικές τιμές. Και ενώ κοιτούσα τους προϋπολογισμούς μου, δεν είδα πουθενά να καταγράφονται αυτά τα υπέρογκα πόσα.» παραδέχτηκε έξαλλος ενώ με κάρφωνε με το σκληρό παγωμένο βλέμμα του.
Μου έκοψε την ανάσα ο τρόπος που με κοιτούσε καθώς παρατήρησα πως οι δύο άντρες να κυκλοφορούσαν απειλητικά μέσα στο χώρο.
Σήκωσε το χέρι του και με ένα νεύμα του, ξεκίνησαν να σπάνε τα πράγματα και να διαλύουν το μαγαζί που με τόσο κόπο προσπαθούσα από μικρός να το κρατήσω. Άφησα το ποτήρι με το ουίσκι μπροστά του και τον κοίταξα εκνευρισμένος
«πες τους να σταματήσουν να μου καταστρέφουν το μαγαζί.» του πρόσταξα εξαγριωμένος κι αυτός μου σήκωσε το φρύδι του έκπληκτος στον τόνο της φωνής μου.
Κούνησε το χέρι του και αυτοί προχώρησαν προς την έξοδο.
Το πρόσωπο του έδειχνε ήρεμο καθώς έπινε το ποτό του σιωπηλός.
«ξέρεις ότι αυτό που με εκνευρίζει περισσότερο είναι να με δουλεύουν.» μου είπε λίγο πριν σηκώσει το βλέμμα του στο δικό μου «δεν μπορώ να καταλάβω με ποιο σκεπτικό υπεξαίρεσες λεφτά από εμένα.» με κοίταξε σκεπτικός.
«δεν.. Δεν έχω ιδέα για τι πράγμα μιλάς.» τον ενημέρωσα ενώ έβγαινα από το μπαρ.
«αλήθεια;» με ρώτησε γελώντας.
Μπήκε από την είσοδο και μας πλησίασε χαμογελώντας ευδιάθετα με τον αέρα ενός νικητή. Πρόσεξα πως στο ένα χέρι του κρατούσε την χειροποίητη δερμάτινη θήκη μαχαιριών από την συλλογή του Ντομινίκ, ενώ στο άλλο το αγαπημένο του σιδερένιο ρόπαλο με την λεπτή λαβή, κι της μεγάλες με μικρές αιχμές στο τελείωμα του, περασμένο πάνω στον ώμο του.
Συνεχίζεται!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top