~47~

~

Την κοίταξα από την άκρη του καναπέ. Είχε αποκοιμηθεί εδώ και αρκετή ώρα. Τα χαρακτηριστικά του πρόσωπο της ήταν ήρεμα, τα χείλη της μισάνοιχτα σχεδόν δεν την άκουγα να αναπνέει, πράγμα που μερικές φορές με τρόμαζε.
"μακάρι να μπορούσα να σου δώσω τα μάτια μου για να δεις τι μορφή έχει ο έρωτας μου για εσένα."

Ένιωθα τόσο αδύναμος μπροστά στα δάκρυα της, ήθελα σαν τρελός να την βοηθήσω, να της πάρω τον πόνο που της είχαν προκαλέσει. Όμως μπροστά της ήμουν ένας αδύναμος άντρας.
Δεν μου φάνηκε περίεργη η πρόθεση της Κλαίρης, όμως ο Jimin; δεν έστεκαν αυτά που είχε πει, σαν παιδικός του φίλος γνώριζα πολύ καλά πως όσα της είπε ήταν λόγια που δεν εννοούσε. Δεν θα έπαιζε ποτέ έτσι με τα συναισθήματα της, από την πρώτη στιγμή είχα καταλάβει πως κοντά της ένιωθε άλλος άνθρωπος. Του έβγαλε κάτι που είχα καιρό να δω στα μάτια του. Την ανθρώπινη, ευαίσθητη πλευρά του. Δεν πρόλαβε να ζήσει, ήταν μόλις δεκατριών όταν έχασε τους γονείς του στο τροχαίο και από τότε αναγκάστηκε να μετατραπεί σε έναν ώριμο άντρα, ερχόμενος αντιμέτωπος με την σκληρή αλήθεια. Την ζωη! Δεν είχε κανέναν να τον προστατέψει από τον άθλιο κόσμο που ζούσαμε, είχε μείνει ολομόναχος.

Jimin

Ο ήλιος ήταν ήδη στα μισά της μέρας. Η Άλισον είχε αποκοιμηθεί νωρίς το πρωί πάνω στα πόδια μου περιμένοντας να ακούσει κάποιο νέο για τον πατέρα της, ενώ εγώ ξαγρύπνησα όλο το βράδυ μέχρι τώρα. Αργά το πρωί ένας γιατρός μας είχε ενημερώσει πως ο Φρέντερικ είχε ξεπεράσει τον κίνδυνο, όμως έδειχνε τόσο κουρασμένη που δεν ήθελα να την ξυπνήσω.
Εγώ και να ήθελα να κοιμηθώ η σκέψης της δεν με άφηναν ήσυχο. Τα μάτια της γεμάτη σπίθα στοίχειωναν το μυαλό μου όπως και τα πικραμένα λόγια της που ηχούσαν σαν κασέτα διαρκώς στα αυτιά μου.
Κοίταξα την ώρα στο κινητό μου και ήταν ήδη δύο το μεσημέρι. Ο Άντονι που είχε μείνει να μου κάνει παρέα όλο το βράδυ, μου πρόσφερε τον δεύτερο καφέ στα χέρια και κοίταξε την Άλισον σκεπτικός.
Ο Άντονι ήταν περίπου στην δική μας ηλικία, ήταν μόλις δέκα, όταν τον βρήκε ο Φρέντερικ σε ένα ταξίδι του στο Μέξικο. Είχε χάσει τους γονείς του και δεν είχε μείνει κανένας για να τον προσέξει. Ο Φρέντερικ τον είχε πάρει κοντά του και τον μεγάλωσε σαν δικό του παιδί, ενώ ταυτόχρονα εργαζόταν γι’ αυτόν. Ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που εμπιστευόταν γνωρίζοντας πως ο Άντον ένιωθε υπερχρέωση απέναντι του που τον είχε σώσει από τον δρόμο. Ήξερε πως δεν θα τον πρόδιδε ποτέ! Αυτοί οι δύο εδώ, ήταν οι μοναδικοί που τον νοιαζόντουσαν πραγματικά, ούτε καν τα αδέρφια της Άλισον που γνώριζαν τι συνέβη στον Φρέντ δεν ήρθαν να τον δουν!

Η Άλισον είχε αρχίσει να ξυπνάει και μόλις κατάλαβε ότι είχε αποκοιμηθεί πετάχτηκε όρθια και με κοίταξε.

«Ο πατέρας μου;» με ρώτησε τρομαγμένη.

«η κατάσταση του είναι σταθερή, μπορείς να τον δεις.»

Τα χείλη της σηκώθηκαν για να μου χαρίσουν ένα ανακουφισμένο χαμόγελο. Σηκώθηκε και μπήκε βιαστικά στο δωμάτιο για να τον δει, κι θα την ακολουθούσα κι εγώ αν δεν είχε χτυπήσει το κινητό μου εκείνη την στιγμή. Δεν περίμενα να με πάρει μετά απ ότι έγινε εχθές το βράδυ, που φάνηκε να τον ενόχλησε προσωπικά.

Το σήκωσα και του απάντησα «Jin! Τι συμβαίνει;»

"που είσαι;" η φωνή του ακουγόταν ανήσυχη από την άλλη γραμμή του ακουστικού.

«Στο νοσοκομείο, ο Φρέντερικ έπαθε έμφραγμα.»

Του ξέφυγε ένας έκπληκτος λυγμός και για μια στιγμή σώπασε. Καταλάβαινα πως κάτι σκεφτόταν.

«τι έγινε;» τον ρώτησα όταν διαπίστωσα πως κάτι ήθελε να μου πει.

"πολύ κακό timing αυτό." διαπίστωσε αναστατωμένος "πρέπει να έρθεις από το μαγαζί." με ενημέρωσε άκεφος.

«αν δεν είναι επείγον προτιμώ να μείνω εδώ.»

Με διέκοψε ξεφυσώντας εκνευρισμένος "πρέπει να έρθεις στο μαγαζί Jimin!" επέμενε κι εγώ κοίταξα τον Άντονι που με παρακολουθούσε.

«καλώς.» ξεφύσησα κουρασμένος «Jin.» του μίλησα λίγο πριν μου το κλείσει. Κατάλαβε τι θα τον ρωτούσα, δεν χρειάστηκε να πω κάτι παραπάνω.

"Έγιναν κι άλλα εχθές αφότου έφυγες. Αναγκάστηκε να μείνεις σε εμένα το βράδυ."

Κοίταξα το κινητό μου έκπληκτος, με μια περίεργη αίσθηση να κατακλύζει τα στήθη μου.

«γιατί;» σχεδόν φώναξα πράγμα που έκανε τον Άντονι να τρομάξει.

"ηρέμησε, έλα από το μαγαζί! Περιμένω." μου είπε και διέκοψε την κλήση.

Κοίταξα τον  Άντονι ο οποίος με παρατηρούσε από ώρα «Άντον πρέπει να φύγω, μπορείς να ενημερώσεις την Άλισον πως κάτι προέκυψε;»

Με κοίταξε και μου κούνησε το κεφάλι του καταφατικά με κατανόηση «θα της το μεταφέρω.» με διαβεβαίωσε κι εγώ άρπαξα τα πράγματα μου για να φύγω.
...
Πέρασα την είσοδο του μαγαζιού και μπήκα μέσα. Ο χώρος ήταν ακατάστατος από την χθεσινή Βραδιά, με όλων των ειδών τα σκουπίδια πεταμένα στο πάτωμα. Ο Seokjin καθόταν πλάτη προς το μέρος μου, στο μπαρ. Ήταν πολύ νωρίς, παρ ολ αυτά είχε ανοίξει ένα μπουκάλι μπύρας και έπινε αρκετά σκεπτικός, απορροφημένος στην σκέψεις του. Καθώς τον πλησίαζα παρατηρούσα το χώρο, τότε πρόσεξα σε έναν καναπέ του μαγαζιού πως κοιμόταν αυτός.  Μια ολόγυμνη κοπέλα ήταν ξαπλωμένη πάνω στο σώμα του ενώ οι άλλες δύο είχαν βολευτεί στης πολυθρόνες δίπλα του.

«τι θέλει αυτός εδώ;» τον ρώτησα στεκόμενος πίσω του ενώ κοιτούσα τον Taehyung που κοιμόταν βαθιά.

Έστρεψε το πρόσωπο του και με κοίταξε πάνω από τον ώμο του.

«πρέπει να ξενύχτησε εδώ. Κάτσε!» μου πρόσταξε σοβαρός και για μια στιγμή τον κοίταξα μπερδεμένος.

Έσπρωξα το σκαμπό δίπλα του και βολεύτηκα ακουμπώντας τους αγκώνες μου πάνω στον πάγκο για να στηριχτώ. Άρπαξε μια κλειστή μπύρα και την άνοιξε για να μου την προσφέρει. Την πήρα στα χέρια μου κι ενώ δεν ήμουν λάτρης της ξανθιάς μπύρας ήπια μια γουλιά σιωπηλός.

«τι συνέβη εχθές;» ρώτησε χωρίς να με κοιτάξει, περίεργος να μάθει τον λόγο που φέρθηκα έτσι.

«ξέχνα το Jin, κι απλά πες μου τον λόγο που με έφερες εδώ.» του απάντησα αδιάφορος και γύρισα για να τον κοιτάξω.

Το βλέμμα του συνάντησε το δικό μου «τόσο εύκολα νομίζεις θα ξεχάσει;» με ρώτησε αναφερόμενος στην Σαμάνθα «ξέρεις πως νιώθει;» το βλέμμα του ήταν σκληρό και καταλάβαινα ότι ήταν θυμωμένος μαζί μου «μου είναι πολύ δύσκολο να πιστέψω πως έπαιξες έτσι μαζί της.» τα μάτια του με κοίταξαν εξεταστικά, με παρατηρούσε για να κόψει αντίδραση ώστε να μπορέσει να καταλάβει. Το μόνο που έβλεπε ήταν το ανέκφραστο πρόσωπο μου. Όταν κατάλαβε πως δεν είχα σκοπό να πω κάτι πάνω σε αυτό άφησε την μπύρα στην άκρη και σηκώθηκε όρθιος για να ισιάξει το πουκάμισο του.

«έχουμε σοβαρό πρόβλημα.» με ενημέρωσε αλλάζοντας τόνο στην φωνή του.

«κάτι κατάλαβα, τι συνέβη;» τον ρώτησα καθώς τον παρακολουθούσα.

«Με πήρε τηλέφωνο ο Ντόμ.» μου απάντησε εκνευρισμένος πριν με κοιτάξει «θα μπλέξουμε πολύ άσχημα αν δεν του μιλήσεις και δεν του βάλεις λίγο μυαλό.» μου είπε κοιτώντας προς το μέρος του Taehyung.

Κάτι πέρασε από το μυαλό μου και ήλπιζα πως ήμουν λάθος. Σηκώθηκα όρθιος και τον κοίταξα με την ελπίδα ότι θα με διέψευδε «γιατί;»

Δεν μπορεί να ήταν τόσο χαζός για να έκανε το ίδιο λάθος για δεύτερη φορά. Τι νόμιζε πως θα έπαιρνα την ευθύνη και πάλι;

«ξέρω ότι δεν σου αρέσει να ασχολείσαι με αυτό το θέμα, σκεπτόμενος την τελευταία φορά, όμως ο Ντόμ παραπονέθηκε για τα έσοδα.» μου απάντησε προβληματισμένος.

Δεν τον άφησα να συνεχίσει, κατάλαβα αμέσως. Προχώρησα προς το μέρος του αγανακτισμένος. Προσπέρασα τα άδεια μπουκάλια στο πάτωμα και τότε πρόσεξα την λευκή σκόνη στο τραπεζάκι μπροστά στον καναπέ του.
Άρχισα να φωνάζω χτυπώντας τα χέρια μου για να ξυπνήσω τα κορίτσια. Με κοίταξαν τρομαγμένες και βιάστηκαν να μαζέψουν τα πράγματα τους για να φύγουν. Δεν πρόλαβαν καν να ντυθούν όταν εξαφανίστηκαν από μπροστά μου μόλις διέκριναν τρομαγμένες το βλέμμα μου. Ο Taehyung μόλις είχε αρχίσει να ξυπνάει μορφάζοντας στον τόνο της φωνής μου που τον ενοχλούσε. Μάζεψα την μπλούζα του από το πάτωμα και την πέταξα πάνω στα απόκρυφα σημεία του για να τα καλύψω «ντύσου.» του πρόσταξα ενώ προσπαθούσα να συγκρατηθώ για να μην τον χτυπήσω.

«τι σε έπιασε πρωί πρωί;» γκρίνιαξε κουρασμένος ενώ τεντώθηκε πάνω στον καναπέ.

Περίμενα να ντυθεί ενώ σιγά σιγά έχανα την υπομονή μου με την συμπεριφορά του.

«τι έπαθες;» με ρώτησε όταν πρόσεξε την έκφραση στο πρόσωπο μου.

Τον πλησίασα και τον άρπαξα από την μπλούζα, αυτός για μια στιγμή με κοίταξε θυμωμένος πριν στραφεί προς τον Jin που μας είχε πλησιάσει.

«γιατί κανείς μαλακίες;» με κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει.

Τράβηξε τα χέρια μου μακριά από πάνω του και με κοίταξε μπερδεμένος «τι εννοείς;»

«δεν θα μάθεις ποτέ σου; ποτέ θα ωριμάσεις; ποτέ θα καταλάβεις ότι τα λεφτά δεν είναι το παν.»

Γέλασε ανήξερος και με κοίταξε «δεν σε καταλαβαίνω Jimin, ποιο είναι το πρόβλημα σου ακριβώς;»

«εφόσον γνωρίζεις πως ο Ντομινίκ δεν είναι χαζός, γιατί συνεχίζεις να κλέβεις λεφτά απ αυτόν;» τα μάτια του με κοίταξαν αποσβολωμένα «παραπονέθηκε στον Seokjin, ξέρεις τι σημαίνει αυτό έτσι;» τον ρώτησα με ένα σαρκαστικό χαμόγελο να εμφανίζεται στα χείλη μου «θα έρθει για εσένα! Κι όταν το κάνει αυτό να είσαι σίγουρος πως δεν θα είμαι εδώ. Δεν πρόκειται να ξανά αναλάβω της ευθύνες σου.» τον ενημέρωσα αγανακτισμένος και γύρισα για να φύγω όταν η φωνή του με σταμάτησε.

«δεν σου ζήτησα ποτέ να το κάνεις!» μου απάντησε άτονα.

Γύρισα προς το μέρος του και τον πλησίασα «πιστεύεις πως θα ήσουν ακόμα ζωντανός αν είχε μάθει ότι εσύ ήσουν αυτός που πουλούσε κρυφά το εμπόρευμα του σε υψηλότερες τιμές κερδίζοντας περισσότερα λεφτά απ ότι ο ίδιος; τον κορόιδεψες και ξέρεις πολύ καλά πως αυτό είναι κάτι που δεν το σηκώνει.» του απάντησα ενώ τον κοιτούσα στα μάτια «ούτε ο πατέρας σου δεν θα ερχόταν να κλάψει πάνω από τον τάφο σου όταν θα σε σκότωνε ο Ντόμ.» του μίλησα σκληρά κι αυτό φάνηκε να τον πόνεσε. Δεν με κοιτούσε θυμωμένος, η έκφραση του ήταν πιο μαλακή, περισσότερο απογοητευμένη.

«ξέρω ότι φταίω.» παραδέχτηκε αναστατωμένος «και ξέρω πως ανέχτηκες την φυλακή εξαιτίας μου.»

Τον κοίταξα αποσβολωμένος, δεν είχα καταλάβει ότι μπορούσε σαν άνθρωπος ποτέ του να παραδεχτεί τα λάθη του. Σχεδόν με έκανε να νιώσω μια συμπάθεια για τον ίδιο. Δεν ήξερα τι να του πω, απλά δεν άντεχα να τον βλέπω. Περίμενα πως από την τελευταία φορά θα έβαζε μυαλό, αναλογιζόμενος όσα συνέβησαν. Εξαιτίας του, ο Ντομινίκ φύτεψε μια σφαίρα στο κεφάλι της Αμέλιας θάβοντας το άψυχο κορμί της μέτρα πιο κάτω από το έδαφος, στο υγρό και κρύο χώμα.

Ένιωσα κάτι βαρύ στο στήθος μου και τα μάτια μου σχεδόν έτσουζαν. Γύρισα από την άλλη ενώ προσπάθησα να καλμάρω τον εαυτό μου.

«με πήρε εκείνο το βράδυ μόλις ήρθε στο μαγαζί. Κατάλαβε πως ο Ντομινίκ είχε έρθει για να σε βλάψει... Μου είχε ζητήσει να έρθω να σε βοηθήσω.» με ενημέρωσε γνωρίζοντας πως η σκέψη της με πονούσε ακόμα.
Η θυμηση της με έκανε πάντοτε ευάλωτο μπροστά στα συναισθήματα μου για εκείνη.

Σκηνές από κείνη την βράδια διαδραματιζόντουσαν μπροστά μου. Εμένα πληγωμένο στο πάτωμα, να προσπαθώ να προετοιμάσω τον εαυτό μου για αυτό που επρόκειτο να συμβεί. Δεν ήμουν ποτέ μου σίγουρος πως ο Ντομινίκ θα με άφηνε να ζήσω, ρίσκαρα για να βοηθήσω τον Taehyung παρ ολ αυτά. Η Αμέλια είχε μπει μέσα στο μαγαζί χωρίς να το περιμένω. Έτρεξε προς το μέρος μου τρομαγμένη πως ήμουν ήδη νεκρός. Τα χέρια της είχαν τυλιχτεί γύρω από το πονεμένο κορμί μου και με κρατούσαν με προσοχή. Η φωνή της ήταν γλυκιά και ήρεμη, σχεδόν με έκανε να ξεχάσω όσα προηγήθηκαν. Τα μάτια της είχαν γεμίσει με δάκρυα ενώ μου χαμογελούσε φοβισμένη.

«συγνώμη που άργησα να έρθω.» ξέσπασε σε κλάματα φοβούμενη πως θα με έχανε.

Σε κάθε κίνηση που προσπαθούσα να κάνω το σώμα μου πονούσε αφόρητα. Ένιωθα λες και με μαχαίρωναν για ακόμη μια φορά στα ίδια σημεία, στης ίδιες ανοιχτές πληγές που μου είχε χαρίσει ο Ντομινίκ. Άπλωσα το χέρι μου και άγγιξα το μάγουλο της για να μαζέψω με τον αντίχειρα μου τα δάκρυα της. Έκλεισε τα μάτια της και απόλαυσε το άγγιγμα μου νοσταλγικά ενώ μου χάριζε ένα από τα πιο αγνά χαμόγελα της. Τράβηξα τα φλογέρα κόκκινα μαλλιά της μακριά από το πρόσωπο της κι αυτή με κοίταξε.

«σ αγαπάω.» μου ψιθύρισε κλαίγοντας, κάνοντας την καρδιά μου να χτυπήσει πιο δυνατά από κάθε άλλη φορά.

Ο Γουίλσον την άρπαξε από τα μπράτσα και την πέταξε πάνω σε ένα τραπεζάκι το οποίο έσπασε στην πτώση της. Η ματιά της τους αντίκρισε έντρομη, ενώ προσπαθούσε να ξεφύγει από τα χέρια τους. Το αίμα που είχα χάσει με καθιστούσε ανίκανο, κι όσο κι αν προσπάθησα δεν μπόρεσα να κουνηθώ. Η φωνή της ακουγόταν από μακρυά, τα παρακάλια της έφταναν σαν ψιθυριστές κραυγές στα αυτιά μου όσο ένιωθα το σώμα μου να με εγκαταλείπει.
Όλα συνέβησαν τόσο γρήγορα. Ο Γουίλσον που την είχε χτυπήσει μερικές φορές, τώρα την κρατούσε σχεδόν αναίσθητη, ακίνητη κάτω στο πάτωμα. Ο Ντομινίκ παρατηρούσε της μάταιες προσπάθειες μου για να συρθώ προς το μέρος της, ικανοποιημένος που με έβλεπε αβοήθητο μπροστά του. Σημάδεψε με το οπλισμένο όπλο του το πρόσωπο της και πριν το καταλάβω είχε τραβήξει την σκανδάλη.
Όταν συνήλθα οι σειρήνες του περιπολικού ακουγόντουσαν από μακρυά να πλησιάζουν και τότε την είδα, ξαπλωμένη δίπλα μου. Η παγωμένη έκφραση του προσώπου της ήταν αυτή λίγο πριν τον θάνατο της, ενώ τα μάτια της κοιτούσαν άψυχα τα δικά μου.

Ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει πιο γρήγορα από το κανονικό και νόμιζα που θα μου σκίσει τα στήθη.

«αν είχες έρθει θα μπορούσες να την βοηθήσεις.» ψέλλισα ενώ προσπάθησα να καθαρίσω την όραση μου αφήνοντας άθελά μου μερικά δάκρυα να τρέξουν βιαστικά στα μάγουλα μου.

«Σε μισούσα.»

Τα λόγια του με ανάγκασαν να τον κοιτάξω.

«ακόμη και αυτή διάλεξε εσένα όπως έκανε ο πατέρας μου όλα αυτά τα χρόνια.» γέλασε πικραμένος «"ντρέπομαι που είσαι γιος μου" έλεγε "γιατί δεν μπορείς να μοιάσεις στον Jimin λίγο; "αυτός έπρεπε να ήταν γιος μου όχι εσύ."» με κοίταξε ανέκφραστος «ακόμα και η Αμέλια με αρνήθηκε. "Δεν μπορώ να είμαι μαζί σου και να σε κοροϊδεύω" μου είχε πει εκείνο το βράδυ μετανιωμένη "τον Jimin έχω στην καρδιά μου". Τα λόγια της με σκότωναν ξανά και ξανά μεγαλώνοντας το μίσος μου για εσένα. Ενώ γνώριζα πως πήρες την ευθύνη για εμένα στον Ντόμ, σε μισούσα τόσο πολύ που ευχόμουν να σε σκοτώσει.» ψέλλισε μπουχτισμένος «εγώ.» χτύπησε με δύναμη το στήθος του ενώ προσπαθούσε να συγκρατηθεί σφίγγοντας τα δόντια του «εγώ φταίω για όλα. Αν δεν ήμουν τόσο εγωιστής θα είχα έρθει και...» διέκοψε τα λόγια του και έμεινε για λίγο να με κοιτάει
«είμαι τόσο θυμωμένος Jimin! Με τον πατέρα μου, με εσένα και κυρίως με εμένα. Που επέτρεψα στον εαυτό μου να σκεφτεί με τέτοιον τρόπο για εσένα! Για τον μοναδικό άνθρωπο που θα ρίσκαρε ακόμα και την ζωή του για να με σώσει.» μου είπε πληγωμένος καθιστώντας με ανίκανο να μιλήσω.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top