~43~

~

Όταν μπήκα στην γραμματεία για να ζητήσω να αλλάξω το μάθημα του Γουίλσον, ενημερώθηκα πως ο καθηγητής είχε παραιτηθεί και μια άλλη θα έπαιρνε την θέση του. Μαθεύτηκε ότι κάποιες κοπέλες ανέφεραν πως αρκετές φορές πετύχαιναν τον καθηγητή να της κοιτάει και πολλές φορές επιδίωξε να φλερτάρει μερικές. Σίγουρα δεν ήμουν η μοναδική που άσκησε βία επάνω της, κι όσο σκεφτόμουν πως θα ένιωθαν τόσο καιρό αυτές οι κοπέλες, μόνες και αβοήθητες να τους βαραίνει αυτή η αίσθηση και η ανάμνηση. Ακόμα κι αν στεναχωριόμουν για αυτές, ανακουφίστηκα όταν κατάλαβα πως δεν θα χρειαζόταν να τον δω ούτε τυχαία στους διαδρόμους της σχολής.

Είχαν τελειώσει τα μαθήματα κι έβγαινα από το κτήριο. Ο ήλιος έλαμπε κάθε τόσο πίσω από τα σκούρα μαύρα σύννεφα. Το κινητό μου που κρατούσα στα χέρια μου άρχισε να χτυπάει και τότε πρόσεξα πως ήταν η Σίλια. Είχαμε να μιλήσουμε από την προηγούμενη βδομάδα κι η αλήθεια ήταν πως δεν ήθελα να της μιλήσω ακόμα. Διέκοψε την κλήση μετά από μερικά δεύτερα και τότε την άκουσα να με φωνάζει. Όταν σήκωσα το βλέμμα μου την είδα να με περιμένει στο αμάξι της δίπλα στον δρόμο κι να με χαιρετάει από μακριά για να την προσέξω. Προχώρησα προς το μέρος της και αυτή ήρθε και με αγκάλιασε.

«τι κάνει το ζουζούνι μου;» με ρώτησε περίεργη ενώ μου χαμογελούσε κεφάτη.

«καλά είμαι, πως κι από εδώ;» δεν μου είχε πει ότι θα ερχόταν κι σίγουρα ήθελε να με τσεκάρει αν θα ήμουν μαζί του.

Ίσως γι’ αυτό έδειχνε τόσο χαρούμενη, εφόσον με είδε μόνη μου. Σε όλη την διαδρομή για να πάμε στην πόλη, δεν σταμάτησε να μιλάει ούτε για ένα λεπτό. Απ ότι μου είπε η Βιολέτα είχε βρει μια δουλειά εδώ κοντά και ταυτόχρονα θα έκανε και πρακτική σε αυτό που της άρεζε να κάνει ως επάγγελμα.

«υπάρχει μια σχολή εδώ κοντά που δίνει μαθήματα στο σχέδιο μόδας, οπότε σκέφτεται τον επόμενο μήνα να μετακομίσει εδώ. Βρήκαμε ήδη μια αρκετά μεγάλη γκαρσονιέρα, κι άμα θέλεις μπορείτε να μείνετε μαζί. Η Βιολέτα το πρότεινε.» με ενημέρωσε χαμογελώντας.

«ναι φυσικά.» την κοίταξα καχύποπτα.

Καταλάβαινα πως αυτή το είχε κανονίσει, πίστευε πως έτσι θα κρατιόμουν περισσότερο μακριά του εφόσον γνώριζε ότι έμενε κι αυτός στο ίδιο κτήριο με εμένα. Αυτός ήταν ο σκοπός της! Προτίμησα να μην της πω τίποτα, δεν ήθελα να μαλώσουμε ξανά. Φτάσαμε έξω από μια διώροφη καφετέρια και πάρκαρε. Μπήκαμε μέσα και πιάσαμε ένα τραπέζι κοντά στην τζαμαρία που κοιτούσε τον δρόμο έξω. Η Σίλια πήγε για λίγο στο μπάνιο ενώ εγώ κατευθύνθηκα προς το ταμείο για να μας παραγγείλω να πιούμε.
Κοίταξα την κοπέλα και της ζήτησα δύο γαλλικούς καφέδες. Αφού την πλήρωσα κι  γύρισα για να φύγω, σταμάτησα απότομα μόλις άκουσα την φωνή του, καθαρή και βαριά που ζητούσε ευγενικά από την ταμεία να της φτιάξει ένα καπουτσίνο κι έναν σκέτο μαύρο καφέ. Τι περίπτωση υπήρχε να ήταν αυτός; να είχε έρθει σε ένα από τα πολλά καφέ της πόλης, που έτυχε να έρθω εγώ με την μητέρα μου; Γύρισα προς το μέρος του για να βεβαιωθώ πως ήταν όντως ο πατέρας της Άλισον.
Την ώρα που έβαζε το πορτοφόλι στην τσέπη του, πρόσεξε την φιγούρα μου, που στεκόταν σε μικρή απόσταση από αυτόν και τον κοιτούσε. Σήκωσε το βλέμμα του φέρνοντας το πάνω στο δικό μου  κι μου χάρισε ένα έκπληκτο χαμόγελο.

«δεσποινίς Μπράουν.»

Ότι κι αν ήταν, μπροστά μου ήταν ένας μεγάλος σε ηλικία άντρας, οπότε δεν μπορούσα πάρα να τον χαιρετήσω ευγενικά όπως θα έκανα με οποιονδήποτε άλλον. Κατάλαβα ότι δεν είχε έρθει μόνος του όταν παρήγγειλε δύο καφέδες, κι σιγουρεύτηκα όταν μπήκε από την είσοδο ή Άλισον.

«Σαμάνθα.» μου χαμογέλασε θερμά «τι σύμπτωση που είσαι κι εσύ εδώ.» μου είπε λίγο πριν κοιτάξει τον πατέρα της άβολα.

«όντως!» συμφώνησε ο πατέρας της «είστε μόνη;» με ρώτησε ευγενικά ενώ έψαχνε διακριτικά γύρω μου για να δει αν ήταν αυτός εδώ.

«βασικά έχω έρθει με την μητέρα μου.»

«ω αλήθεια;» με κοίταξε χαρούμενη πριν χαμηλώσει το βλέμμα της αλλάζοντας διάθεση.

Η μητέρα μου μόλις είχε βγει από το μπάνιο και δεν μας είχε προσέξει που στεκόμασταν και οι τρεις μπροστά στο ταμείο. Προσπαθούσε να καθαρίσει με μια χαρτοπετσέτα τα βρεγμένα χέρια της. Σχεδόν έπεσε πάνω στον πατέρα της Άλις και του πάτησε το πόδι. Αυτός έβγαλε ένα μικρό επιφώνημα πόνου, ενώ αυτή συνειδητοποίησε πως κάποιον είχε χτυπήσει. Αυτός έτοιμος να την βρίσει, κι αυτή έτοιμη να ζητήσει ταπεινά συγνώμη σήκωσαν τα βλέμματα τους και κοιτάχτηκαν.
Έπεσε απόλυτη σιγή μεταξύ τους χωρίς να πάψουν να κοιτιούνται έκπληκτοι με μάτια γουρλωμένα. Εγώ με την Άλισον σταθήκαμε η μία δίπλα στην άλλη και τους χαζεύαμε για αρκετά λεπτά περίεργες χωρίς να καταλάβουμε τι είχε συμβεί. Μας έδειχναν την εντύπωση ότι γνωριζόντουσαν καλά.

«Σεσίλια;» ψέλλισε χαμογελώντας χωρίς να πιστεύει στα μάτια.

«Φρεντ;» πρώτη φορά έβλεπα την μητέρα μου να κοιτάει έναν άντρα με τέτοιο τρόπο.

Τόσα χρόνια δεν μου είχε μιλήσει ποτέ της για τον πατέρα μου, όπως κι για κανέναν άλλον άντρα. Δεν ήξερα τίποτα για την υπάρξει του Φρέντερικ Κούπερ στην ζωή της.

«γνωρίζεστε;» τον ρώτησε η Άλισον αρκετά μπερδεμένη με την αναπάντεχη συμπεριφορά του πατέρα της.

Χαμογέλασαν νευρικά και γύρισαν προς το μέρος μας «βασικά ήμασταν συμμαθητές στην σχολή σας. Εγώ σπούδαζα οικονομικά τότε, ενώ η Σεσίλια Νομική.» της απάντησε λίγο πριν ξανά κοιτάξει την μητέρα μου.

Δεν περίμενα ποτέ να γνωρίζονται η Σίλια με τον μοναδικό άνθρωπο που δεν συμπαθούσα, λόγω του ότι προσπαθούσε να παντρέψει την κόρη του με το μοναδικό αγόρι που είχα αρχίσει να ερωτεύομαι. Κι όμως τελικά ο κόσμος ήταν πολύ μικρός.

Πήρα τους καφέδες μας στο χέρι, το ίδιο και ο πατέρας της Άλις και καταλήξαμε να καθίσουμε και οι τέσσερις στο ίδιο τραπέζι.
Υπήρχε μια άβολη νευρικότητα στον αέρα και με το ζόρι μιλούσαν και οι δύο. Πρώτη φορά έβλεπα τον Φρέντερικ να φέρεται με τέτοια αθώα παιδικότητα. Ξαφνικά δεν έδειχνε αυτός ο αυταρχικός, αρχοντικός άντρας που είχα προσέξει πάνω του.
Κι ο τρόπος της Σίλιας με έκανε ακόμα πιο καχύποπτη σε σημείο που αναρωτήθηκα πόσο καλά γνωριζόντουσαν.

«έχω να σε δω τόσα χρόνια.» επιτέλους, αποφάσισε να μιλήσει πρώτος «χάθηκες.» διαπίστωσε με μια μελαγχολία στο βλέμμα του.

«ναι συνέβησαν πολλά.» του απάντησε αποφεύγοντας το μάτια του.

«τι έγινε, που πήγες;» μιλούσε αρκετά ήρεμος ενώ την κοιτούσε αναζητώντας το δικό της βλέμμα που ήταν πάνω μου.

«ξέρεις τώρα. Μόλις τελείωσα την σχολή άρχισα να ασκώ το επάγγελμα μου, έμεινα έγκυος.» αγνόησε την έκπληκτη έκφραση του και κοίταξε εμένα χαμογελώντας «έζησα όμορφα όλα αυτά τα χρόνια.» διαπίστωσε ενώ με κοιτούσε ευγνώμων «και δεν ήμουν μόνη φυσικά.»

«αν κατάλαβα καλά η δεσποινίς Σαμάνθα είναι η κόρη σου;» την ρώτησε περίεργος να μάθει πριν με κοιτάξει κι ο ίδιος , με διαφορετικό τρόπο από την μητέρα μου.

«ναι!» του απάντησα αντί για την ίδια, διότι έδειχνε ανίκανη να μιλήσει. Μα τι της συνέβαινε;

«κι έχετε την ίδια ηλικία με την μοναχοκόρη μου;» με ρώτησε με ενδιαφέρον.

Η Σίλια τον κοίταξε το ίδιο κι εγώ «μάλιστα.» του απάντησα χαμογελώντας.

«τι σύμπτωση ε;» γέλασε κάπως άβολα κοιτώντας το μέρος γύρω του.

Προσπάθησε να ξεσφίξει την γραβάτα γύρω από τον λαιμό του, ενώ η έκφραση του είχε αλλάξει και έδειχνε σαν κάτι να τον ενοχλεί.

«είστε καλά;» τον ρώτησα όταν διαπίστωσα πως στο κούτελο του έσταζε κρύος ιδρώτας.

«μπαμπά;» η Άλισον σηκώθηκε βιαστικά και τον πλησίασε τρομαγμένη.

«λίγο νερό.» μου ζήτησε αναστατωμένη η μητέρα μου κι εγώ έτρεξα να φέρω ένα ποτήρι νερό.

Του είχε άνοιξε την γραβάτα ενώ φυσούσε στο πρόσωπο του. Ξεκούμπωσε μερικά κουμπιά του πουκάμισου του φοβούμενη για εγκεφαλικό η τίποτα παρόμοιο. Πήρε την καρτέλα του μενού στα χέρια της και προσπάθησε να του κάνει αέρα.

«Φρεντ είσαι καλά;» τον ρώτησε με μάτια που έτρεμαν από ανησυχία.

«λίγο νερό.» προσπάθησε να μιλήσει με δυσκολία, κι εγώ του πρόσφερα το νερό στα χέρια.
Ήπιε μια γουλιά και ανάσανε κάπως πιο ανακουφισμένος «καλά είμαι.» επιδίωξε να μας καθησυχάσει αν και δεν έδειχνε πολύ καλά.

«η καρδιά σου; έχεις τα χάπια σου μαζί;» τον ρώτησε ενώ τον κοιτούσε περιμένοντας την απάντηση του.
«η καρδιά του;» ρώτησε η Άλισον μπερδεμένη «από ποτέ έχεις πρόβλημα με την καρδιά;» ρώτησε τον πατέρα της, αλλά εφόσον δεν έπαιρνε απάντηση κοίταξε την μητέρα μου η οποία είχε μείνει άφωνη.

«ίσως πρέπει να τον πας στο γιατρό.» της πρότεινε χωρίς να σκεφτεί να απαντήσει στην ερώτηση της.

«όχι, όχι καλά είμαι.» την διέκοψε και κοίταξε την Άλισον «απλά ίσως καλύτερο θα ήταν να γυρίσω σπίτι.»

«ναι φυσικά. Θα σε πάω.» πήρε το χέρι του γύρω από τους ώμους της και τον βοήθησε να σηκωθεί.

Η μητέρα μου σηκώθηκε και καταλάβαινα πως ήθελε να βοηθήσει όμως το μόνο που έκανε ήταν να μείνει ακίνητη και να τους κοιτάξει.

«χάρηκα που σε είδα Σεσίλια» την κοίταξε με ένα αμυδρό χαμόγελο κι ακολούθησε την φανερά εκνευρισμένη κόρη του έξω από το μαγαζί.

«Σίλια.» την σκούντησα ελαφρά για να την συνεφέρω. Είχε μείνει να κοιτάει έξω από την τζαμαρία το αμάξι του να φεύγει μαζί με αυτόν μέσα «Σίλια;»

Γύρισε προς το μέρος μου και χαμογέλασε «ναι κόρη μου.»

«είσαι καλά;» την ρώτησα ανήσυχη διότι δεν την είχα ξανά δει έτσι.

Μου κούνησε το κεφάλι της θετικά και έκατσε πίσω στην θέση της για να πιει τον καφέ της. Έκανα κι εγώ το ίδιο.

«γνωρίζεστε πολύ καλά με τον πατέρα της Άλις, ε;» την ρώτησα με ενδιαφέρον και τότε πρόσεξα το χαμόγελο της.

Το ίδιο νοσταλγικό χαμόγελο που είχε στα χείλη της κάθε φορά που έφερνε κάποια ανάμνηση στο μυαλό της.
...
Δεν έκατσε για πολύ, με άφησε στην σχολή και αφού μου χάρισε ένα γρήγορο φιλί, έφυγε βιαστικά για το σπίτι της! Πήγα στο δωμάτιο μου κι ξάπλωσα στο κρεβάτι. Άνοιξα το κινητό μου και κάλεσα τον Jimin. Από εχθές το βράδυ δεν μιλήσαμε, κι σήμερα το πρωί έλειπε από την σχολή. Ένιωθα ότι γινόμουν καταπιεστική, το έπαιρνα τηλέφωνο, κι τον έψαχνα χωρίς να σκεφτώ πως ίσως να ήθελε κάποιες στιγμές να μένει μόνος του. Ήθελα απλά να βεβαιωθώ ότι ήταν καλά, τίποτα παραπάνω. Έκλεισα το κινητό και το άφησα στην άκρη σκεπτόμενη πως ίσως γινόμουν ενοχλητική.
Έφερα στο μυαλό μου το σημερινό συμβάν. Υπήρχε περίπτωση αυτός ο άνθρωπος να ήταν το αγόρι της στο παρελθόν; η συμπεριφορά τους μου έδειχνε κάτι τέτοιο.

Άνοιξε την πόρτα η Κλαίρη και μπήκε μέσα κεφάτη όπως πάντα, διαλύοντας της σκέψεις μου.

«γύρισες;» με ρώτησε χαρούμενη εφόσον δεν είχαμε συναντηθεί από προχθές το βράδυ «πως πέρασες;» με ρώτησε με ένα πονηρό χαμόγελο στα χείλη της λίγο πριν ξαπλώσει στο κρεβάτι της.

Μου ξέφυγε αυθόρμητα ένα μικρό γέλιο λόγω της έκφρασης που είχε πάρει, σκεπτόμενη πως είχε καταλάβει τι μπορεί να κάναμε με τον Jimin.

«Άσε μην μου πεις, γιατί θα αρχίσω να ζηλεύω. Έχω τέσσερις μέρες να δω τον Kookie μου και να κάνουμε σεξ.» με ενημέρωσε μουτρωμένη λίγο πριν αρπάξει το κινητό της για να του στείλει άλλο ένα μήνυμα χωρίς να πάρει κάποια απάντηση φυσικά.

Δεν είπα τίποτα, δεν είναι ότι με ενδιέφερε να μάθω και κάθε πότε το κάνανε. Ήταν κάπως άβολο να ξέρω.

«αα.» φώναξε δυνατά και σχεδόν τρόμαξα από την ένταση που μπορούσε να βγάλει αυτή η φωνή «τώρα που το θυμήθηκα, αύριο έχει γενέθλια η Άλισον και μου ζήτησε να καλέσω κι εσένα.» με κοίταξε από την άκρη του κρεβατιού χαμογελαστή «βλέπεις τα γενέθλια μας πέφτουν πολύ κοντά. Του χρόνου πρέπει να τα κάνουμε μαζί.» διαπίστωσε μιλώντας περισσότερο στον εαυτό της πάρα σε μένα.

Η Κλαίρη είχε ξεραθεί με το κινητό της αγκαλιά, ενώ περίμενε τον Jungkook να απαντήσει σε ένα από τα άπειρα μηνύματα που το έστειλε. Προσπάθησα για μια τελευταία φορά να πάρω τον Jimin όμως το κινητό του ήταν ακόμα κλειστό. Που μπορεί να ήταν όλη μέρα; θα μπορούσε ο αναίσθητος να στείλει έστω ένα μήνυμα ότι ήταν καλά. Έκλεισα το κινητό και το πέταξα πάνω στο κρεβάτι εκνευρισμένη. Κοίταξα για ακόμη μια φορά έξω από το παράθυρο. Είχε ήδη νυχτώσει και οι δρόμοι ήταν άδειοι. Παρασκευή σήμερα, λογικά οι περισσότεροι θα είχαν βγει έξω να διασκεδάσουν. Άκουσα έναν ελαφρύ χτύπο στην πόρτα μου και κοίταξα προς το μέρος της. Έτρεξα για να την ανοίξω βιαστικά χαρούμενη πως είχε έρθει επιτέλους να με δει. Απογοητεύτηκα μόλις είδα ποιος στεκόταν στην πόρτα, κι ο Taehyung με κοίταξε κάπως άβολα όταν κατάλαβε πως περίμενα κάποιον άλλον.

«λυπάμαι που δεν είμαι αυτός που περίμενες να δεις.» μίλησε απογοητευμένος.

«συγνώμη Tae, φυσικά κι χαίρομαι που σε βλέπω.» του απάντησα χαμογελώντας όταν κατάλαβα πως τον έκανα να νιώσει άσχημα με την απογοητευμένη έκφραση μου «πως κι από εδώ;»

Κοίταξε μέσα στο δωμάτιο και πρόσεξε την Κλαίρη που κοιμόταν ήσυχα στο κρεβάτι της.

«δεν είσαι μόνη.» διαπίστωσε απογοητευμένος πριν μου χαρίσει ένα πλάτη χαμόγελο «θα μου κάνεις παρέα;» με ρώτησε δείχνοντας μου το στριμμένο τσιγάρο στο χέρι του.

Του κούνησα το κεφάλι μου θετικά «επί την ευκαιρία, να σου επιστρέψω την ζακέτα σου.» μάλλον το είχε ξεχάσει κι ο ίδιος, διότι με κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει τι εννοώ.
Πήρα την ζακέτα του στα χέρι μου και του την έδωσα.

«α ναι, σωστά.» την κράτησε στα χέρια του και έκλεισα την πόρτα για να βγούμε έξω.

Καθίσαμε στην άκρη των σκαλιών σχεδόν ο ένας δίπλα στον άλλον. Ακούμπησε το τσιγάρο στα χείλη του, κράτησε στο ένα χέρι τον αναπτήρα ενώ με το άλλο προσπαθούσε να εμποδίσει τον αέρα που φυσούσε να σβήσει την φλόγα. Άναψε το τσιγάρο και τράβηξε μια γερή τζούρα κοιτώντας προς τον ουρανό ανακουφισμένος.

Τελικά ίσως έπρεπε να φορέσω κάτι πάνω μου, διότι ο βραδινός αέρας είχε γίνει τσουχτερός. Όταν κατάλαβε πως κρύωνα πέρασε την ζακέτα του γύρω μου και την άφησε πάνω στους ώμους μου.

«κράτα την.» μου πρόσταξε σοβαρός «γι’ αυτό στην έδωσα εξάλλου.» ψέλλισε ανάμεσα στα δόντια και πήρε άλλη μια τζούρα μέσα του «είναι όμορφα απόψε, ε;» χάζεψε το μισοφέγγαρο με ένα αγνό, ήρεμο βλέμμα.

Τα γκρι μαλλί του έπεφταν πυκνά και σπαστά γύρω στο πρόσωπο του, τα μάτια του έλαμπαν στο χαμηλό φως του φεγγαριού όπως και το λευκό δέρμα του. Τα κρύα ασημένια σκουλαρίκια άγγιζαν το δέρμα στον σβέρκο του, σηκώνοντας της ελάχιστες διάφανες τριχούλες σε εκείνο το σημείο. Άπλωσα το χέρι μου και του άρπαξα το τσιγάρο για να πάρω κι εγώ μια τζούρα.

Με κοίταξε έκπληκτος «ούτε να το σκέφτεσαι!» μου μίλησε εκνευρισμένος ενώ προσπάθησε να μου το πάρει.

«μόνο μια.» δήλωσα γελώντας ενώ έπαιρνα μια τζούρα.

«είπα φέρ’ το, δεν θα κάνεις.» σχεδόν με έριξε προς τα πίσω στην προσπάθεια του να πάρει το τσιγάρο από τα χέρια μου. Με κοίταξε αναψοκοκκινισμένος μόλις διαπίστωσε ότι το σώμα του ήταν πάνω μου ενώ το πρόσωπο του αρκετά κοντά στο δικό μου.
Τραβήχτηκε και έκατσε κανονικά στην θέση του νιώθοντας τελείως άβολα, αφού πρώτα πήρε το τσιγάρο στα χέρια του.

«είπα δεν θα κάνεις.» απέφυγε να με κοιτάξει και συνέχισε να καπνίζει.

«έτσι κι αλλιώς δεν μ άρεσε, δεν είναι το ίδιο με του Κάι.»

Αναγκάστηκε να με κοιτάξει μόλις κατάλαβε πως είχα καπνίσει μαζί με τον Κάι ένα από τα τσιγάρα του.

«είναι απίστευτος.» δήλωσε γελώντας εκνευρισμένος «σου έδωσε να καπνίσεις ναρκωτικό; ελαφρύ μεν αλλά δεν διαφέρει.» μου είπε χωρίς να μπορεί να το πιστέψει «που είχες το μυαλό σου;» με κοίταξε με μάτια θολά.

«χαλάρωσε μπαμπά, μια φορά έκανα.» του απάντησα ειρωνικά πράγμα που τον έκανε να γελάσει αυθόρμητα
«πουλάς και ειρωνεία; δεν σε αναγνωρίζω.» συνειδητοποίησε γελώντας. Σοβάρεψε και συνέχισε να με επιπλήττει «μια φορά είναι αρκεί για να το ξανά ζητήσεις!» είπε με σοβαρό υφάκι.

«υπερβάλεις.»

Με κοίταξε άφωνος που επέμενα σε αυτό, απλά σώπασε και συνέχισε να καπνίζει ενώ γελούσε σιωπηλά μαζί μου.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top