~30~

                                    ~
                                Εχθές


Είχε πάει ήδη μεσημέρι και ακόμα κοιμόταν στην αγκαλιά μου. Με τα δάχτυλα μου χάιδεψα το μάγουλο της ενώ έμεινα για λίγο να την χαζέψω. Τότε άνοιξε τα μάτια της και με κοίταξε αγουροξυπνημένη.

«καλημέρα.»  μου ψιθύρισε γλυκά λίγο πριν κοιτάξει το φως που έμπαινε από το παράθυρο εκτυφλωτικά.

«πως κοιμήθηκες;»  την ρώτησα καθώς την έβλεπα πως ήταν έτοιμη να σηκωθεί.

«πολύ ωραία.»  μου απάντησε χαμογελώντας λίγο πριν ξεκινήσει να ψάχνει με το μάτι της για το εσώρουχο της που ήταν πεταμένο δίπλα στο κομοδίνο μου. Το σήκωσα στα χέρια μου και της το ανέμισα για να της δείξω πως είχα βρει αυτό που έψαχνε. Αυτή με κοίταξε χαμογελώντας καθώς έσκυψε πάνω στο κρεβάτι για να έρθει κοντά μου. με κοιτούσε στα μάτια ναζιάρικα ενώ πλησίαζε τα χείλη μου για να τα φιλήσει και να τα γλύψει αισθησιακά. Όταν συνειδητοποίησε πως η προσοχή μου είχε στραφεί στα απολαυστικά χείλη της μου άρπαξε το εσώρουχο από τα χέρια μου και σηκώθηκε όρθια βιαστικά για να το φορέσει.

«θα φύγεις κιόλας;»  την ρώτησα παραπονεμένη καθώς την παρατηρούσα να ντύνεται.

«πρέπει! Πήγε κιόλας απόγευμα ,σε λίγο δουλεύω στην καφετέρια .»  μου απάντησε κάπως αδιάφορα.

«θα έρθεις απόψε ξανά;»  την ρώτησα ενώ την πλησίαζα με την ελπίδα πως η απάντηση της θα ήταν θετική.

Γύρισε και με κοίταξε άτονα ,χωρίς κάποια έκφραση στο βλέμμα της.

«Άλι ,αυτό που κάναμε ήταν κάτι το οποίο το ήθελα πολύ.»  με κοίταξε με έναν μελαγχολικό τρόπο «αλλά όλη αυτή η κατάσταση με εσένα και τον Jimin απλά δεν μου ταιριάζει.»  ολοκλήρωσε αδιάφορα καθώς προσπαθούσε να φορέσει το μπουφάν της.

Άνοιξε την πόρτα και στάθηκε για λίγο ώστε να με κοιτάξει «όταν αποφασίσεις να ζήσεις όπως εσύ θέλεις ,τα λέμε.»  μου χαμογέλασε και έφυγε από μπροστά μου.

Έκλεισα την πόρτα και έμεινα για λίγο εκεί σκεπτόμενη. Υπήρχε μια περίοδος που με την Σαρίνα ήμασταν πολύ φίλες ,κάπου στην έκτη τάξη αν θυμάμαι καλά. Της έλεγα τα πάντα για την ζωή μου ,θέματα που δεν γνώριζε ούτε η ίδια μου μητέρα. Πάντα μου έλεγε να μην είμαι το κοριτσάκι του μπαμπά πειράζοντας με επειδή έκανα ότι ήθελε και προσπαθούσα σκληρά να είμαι η κόρη που ζητούσε. Πάντοτε ευσεβής και σωστή ,χωρίς να του φέρνω ποτέ μου αντίρρηση, όχι επειδή τον φοβόμουν ,αλλά γιατί με καθιστούσε τόσο αδύναμη μπροστά του που δεν ήθελα να τον πληγώνω. Με αποτέλεσμα να τον μισήσω με την πάροδο του χρόνου γι’ αυτόν τον λόγο, επειδή ποτέ μου δεν μπόρεσα να ζήσω όπως εγώ ήθελα ,αλλά όπως αυτός  πίστευε ότι έπρεπε να ζει η κόρη του. Ποτέ του δεν σκέφτηκε τι ήθελα πραγματικά εγώ και ποσό ευτυχισμένη ήμουν με της αποφάσεις που έπαιρνε για εμένα.

Έπρεπε κάποια στιγμή να αλλάξει αυτό ,έπρεπε να αλλάξει! Πήρα το κινητό μου στα χέρια και κάλεσα τον αριθμό του Jimin.

.....

Αφού συζητήσαμε τον αποχαιρέτησα προφασιζόμενη πως είχα μια σοβαρή δουλειά να κάνω ,όχι πως ήταν ψέματα. Έτρεξα κατευθείαν στο κοιτώνα της και ένιωθα την καρδιά μου να τρέμει από αδρεναλίνη. Χτύπησα την πόρτα της και για λίγη ώρα δεν μου απάντησε κάνεις. Ήμουν έτοιμη να φύγω όταν άκουσα την πόρτα πίσω μου να ανοίγει. Γύρισα και την κοίταξα ,πριν καταλάβει τι συμβαίνει την έσπρωξα μέσα και την φίλησα με το ίδιο πάθος που με φίλαγε και αυτή πριν λίγες ώρες.

«τι κάνεις εδώ;»  με ρώτησε ξέπνοη μόλις την άφησα ρίχνοντας ένα βλέμμα προς τα έξω για να βεβαιωθώ πως δεν ήταν κανείς στον διάδρομο. Έκλεισα την πόρτα και την κοίταξα.

«αυτήν την φορά θα κάνω αυτό που θέλω εγώ.»  της είπα αποφασισμένη νιώθοντας την χαρά μου να διαγράφεται έντονα στο πλατύ χαμόγελο μου.

«είσαι σίγουρη;»  με ρώτησε ενώ με πλησίαζε.

Την τράβηξα και την έφερα κοντά μου για να της δώσω ακόμα ένα φιλί ώστε να πειστεί για τα συναισθήματα μου.

Σήμερα

Σαμάνθα

«πως είσαι;» 

Κοίταξα τον Jin που καθόταν απέναντι μου ενώ έπινε από τον ζεστό του καφέ.

«δεν ξέρω.»  του απάντησα μπερδεμένη καθώς άφηνα το στυλό που κρατούσα στα χέρια μου στην άκρη «η αλήθεια είναι ότι μερικές φορές έρχονται εικόνες στο μυαλό μου από το βράδυ του Σαββάτου και νιώθω τρομαγμένη.»  του απάντησα ενώ συνεχίζαμε να κοιτιόμαστε κάπως άβολα «η Μια πως είναι; έχεις καμία ιδέα;» 

«Δυστυχώς όχι.»  απάντησε ξεφυσώντας « μόλις έφυγες πήρα τα κορίτσια και φύγαμε βιαστικά από το μαγαζί. Γύρισα την Μια στο σπίτι και από τότε δεν έχουμε ξανά μιλήσει.»

«δεν έχουμε κάποιο τηλέφωνο; δικό της η των γωνιών της.»

«Όχι τίποτα από τα δυο ,όμως έτσι κι αλλιώς οι δικοί της δεν ζουν εδώ, κι να τους βρίσκαμε δεν θα ήξεραν να μας πουν κάτι.»

Κοίταξα έξω από το τζάμι ,είχε αρχίσει ήδη να βραδιάζει ενώ ο ήλιος έδυε στο βάθος χαρίζοντας αποχρώσεις του ροζ και του μοβ στον ουρανό.

«είχε σκοπό να μου κάνει κακό ,έτσι;»  τον ρώτησα διαλύοντας της σκέψεις μου λίγο πριν τον κοιτάξω .

«δεν θα τον αφήναμε και να το επιδίωκε.»  μου απάντησε λίγο πριν απλώσει το χέρι του για να σφίξει το δικό μου στοργικά.

Έμεινα για λίγο να τον κοιτάω μπερδεμένη ,ώσπου τράβηξα το χέρι νιώθοντας κάπως άβολα. Μείναμε για λίγο σιωπηλοί ώσπου μίλησα πρώτη «αν κατάλαβα καλά αυτός ο Ντομινίκ είναι αδερφός της Άλισον;»

«Ναι ,ετεροθαλής βέβαια. Από τον προηγούμενο γάμο της μητέρας της.»

«και τι σχέσεις έχετε μαζί του;»  τον ρώτησα εκνευρισμένη μόλις τον έφερα και πάλι στο μυαλό μου.

«Διοικεί της επιχειρήσεις του πατερά του. Συνεργάζονται με τα παιδιά και κυρίως με τον Taehyung. Είναι μια περίπλοκη δουλειά που καλό είναι να μην γνωρίζεις.»  μου απάντησε σοβαρός «καλό θα ήταν να μην ξανά έρθεις στην δουλειά Σαμ ,δεν είναι μέρος για εσένα αυτό.»  με κοίταξε κάπως τρομαγμένος προσπαθώντας να με πείσει.

Jimin

Την είχα ψάξει στο δωμάτιο της για να της μιλήσω αλλά δεν ήταν εκεί ,όπως ούτε και στην βιβλιοθήκη που έκλεινε σε λίγα λεπτά. Άργησα λίγο αλλά την βρήκα. Στάθηκα σε απόσταση από την καφετέρια και τους κοίταξα. Σωστά. O Jin ήταν μαζί της, εξάλλου από την αρχή αυτός ήταν που της εξομολογήθηκε το ενδιαφέρον του πρώτος, όταν εγώ ακόμα προσπαθούσα να της κάνω την παραμονή της στην σχολή ανυπόφορη. Νομίζοντας πως απλώς με εκνεύριζε ενώ η αλήθεια ήταν πολύ διαφορετική από αυτήν. Της κρατούσε το χέρι και αυτή απλά του χαμογελούσε.

Ίσως τελικά και να είχα αργήσει να καταλάβω πως ένιωθα γι’ αυτήν.

Σαμάνθα

O Jin έφυγε νωρίς για το σπίτι του. Ήταν μόλις εννιά το βράδυ όταν έφυγα από την καφετέρια για να γυρίσω στο δωμάτιο μου. Ίσως είχα παρανοήσει ,όμως στον δρόμο του γυρισμού άκουγα συνεχώς βήματα πίσω μου και είχα την αίσθηση πως κάποιος με ακολουθούσε. Όσες φορές κι αν σταμάτησα για να κοιτάξω, δεν ήταν κανείς στο δρομάκι εκτός από μένα.

Πλησίασα το κτήριο όταν χτύπησε το κινητό μου. Διαγράφηκε το όνομα της Κλαίρης ,κι εγώ αμέσως το σήκωσα κοιτώντας προς το παράθυρο του δωματίου μας οπού πρόσεξα πως το φως ήταν αναμμένο.

«Κλαίρη;»

«Έλα συγκάτοικε ,που είσαι;»  με ρώτησε κάπως αναστατωμένη και μπορούσα να ακούσω πως δεν ήταν μόνη της στο δωμάτιο.

«τώρα έρχομαι στο δωμάτιο.»

«όχι!»  μου φώναξε δυνατά διακόπτοντας τα βήματα μου «θυμάσαι ότι μου χρωστάς μια χάρη;»

Για μια στιγμή μπερδεύτηκα αλλά αμέσως θυμήθηκα ότι η Βιολέτα δεν την είχε αφήσει να κοιμηθεί όλο το βραδύ, με αποτέλεσμα εγώ να της χρωστάω χάρη.

«ναι;»  της απάντησε ροτόντας για να καταλάβω που το πήγαινε.

«λοιπόν όπως θα κατάλαβες δεν είμαι μόνη στο δωμάτιο.»  μπορούσα να ακούσω την ανάσα της να βαραίνει ,εντάξει φυσικά και είχα καταλάβει τι ετοιμαζόταν να κάνει και τι ήθελε να μου ζητήσει.

«μπορείς να αργήσεις λίγες ώρες;»  με ρώτησε γελώντας, σαν να την γαργαλούσαν.

«καλή διασκέδαση.»  της απάντησα γελώντας λίγο πριν κλείσω το τηλέφωνο «και τώρα; τι κάνουμε;» 

Κοίταξα γύρω μου για να καταλάβω πως ήμουν μόνη, ενώ δεν είχα και που να πάω. Πλησίασα το παγκάκι κάτω από ένα δέντρο και έκατσα εκεί. Θα περίμενα για λίγες ώρες μέχρι να μπορούσα να γυρίσω στο δωμάτιο μου. Έβγαλα τα ακουστικά μου από την τσάντα και προσπαθούσα να τα ξεμπλέξω όταν το παγκάκι όπου καθόμουν το ένιωσα να τραντάζετε. Κάποιος είχε καθίσει δίπλα μου και ήμουν έτοιμη να τον σκοτώσω με το βλέμμα μου που έκατσε εδώ λες και δεν είχε άλλα παγκάκια. Σήκωσα τα μάτια μου και μόλις τον κοίταξα τα χαρακτηριστικά του προσώπου μου άλλαξαν απότομα. Δεν του μίλησα, δεν ήξερα τι να του πω απλά κοίταξα το κινητό μου νιώθοντας άβολα.

«γιατί είσαι έξω;»  με ρώτησε όλος περιέργεια «κάνει λίγο κρύο για να κάθεσαι εδώ.»  διαπίστωσε νιώθοντας τον κρύο αέρα να τρυπάει το τζάκετ του.

«η Κλαίρη ήθελε να μείνει μόνη της στο δωμάτιο.» 

Του ξέφυγε ένα μικρό γελάκι συνειδητοποιώντας τι εννοούσα «μάλιστα.»  ήταν το μόνο που είπε.

Πέρασε λίγη ώρα πριν τον ξανά κοιτάξω «δεν θα φύγεις;»  τον ρώτησα όταν κατάλαβα πως μάλλον είχε σκοπό να κάτσει εδώ.

«θες να φύγω;»  με ρώτησε με καθαρή φωνή προσπαθώντας να καταλάβει.

«ρωτάω απλά γιατί δεν υπάρχει κάποιος λόγος να κάθεσαι εδώ.»  του απάντησα νιώθοντας ακόμα πιο άβολα.

«δεν το ξέρεις αυτό.»  μου απάντησε ενώ έστρεψε το βλέμμα του για να με κοιτάξει.

Μείναμε για λίγο να κοιτάμε ο ένας τον άλλον. Τι εννοούσε με αυτό; στράφηκα και πάλι προς το κινητό μου νιώθοντας τα μάγουλα μου να ζεσταίνονται. Πέρασα το ένα ακουστικό από το αυτί μου και το άλλο το πρόσφερα σ αυτόν. Το κοίταξε κάπως έκπληκτος και μπερδεμένος. Έφερα το ακουστικό στο αυτί του και του τοποθέτησα. Δεν μίλησε ,έμεινε να προσπαθεί να καταλάβει τι άκουγα.

Μείναμε για λίγο σιωπηλοί, νιώθοντας την ζεστασιά του μπράτσου του δίπλα στο δικό μου. Ένιωθα το σώμα μου εξαντλημένο και πραγματικά είχα αρχίσει να νυστάζω.

«φοβήθηκα.»  του ψιθύρισα σπάζοντας την σιωπή μεταξύ μας. Καταλάβαινα πως με κοιτούσε «φοβήθηκα γιατί δεν ήθελα η πρώτη μου φορά να είναι έτσι.»  γύρισα και τον κοίταξα για να καταλάβω ότι έδειχνε έκπληκτος. Δεν υπήρχε λόγος να του εξηγήσω κάτι, αλλά είχα την ανάγκη να τα πω «όμως δεν ήταν αυτό που με τρόμαξε περισσότερο.»  συνέχισα και αυτός απλά με άκουγε σιωπηλός «ο τρόπος που σε κοιτούσε, με τόσο μίσος.»  προσπαθούσα να καταλάβω πως ένας άνθρωπος μπορούσε να κοιτάξει με τέτοιον τρόπο κάποιον. Έστρεψα το βλέμμα μου αλλού και πήρα μια βαθιά ανάσα «νόμιζα ότι θα σου κάνει κακό, έδειχνε έτοιμος βασικά να σε βλάψει.»  ξεφύσησα μπερδεμένη «παραλίγο να με βιάσουν και ίσως και να με σκότωναν.»  κοίταξα το σώμα μου συνειδητοποιώντας αυτό που του έλεγα «κι εγώ το μόνο που σκεφτόμουν εκείνη την στιγμή ήταν να μην σου κάνουν κακό.»  του απάντησα γελώντας.

Έκλεισα τα μάτια μου και εισέπνευσα τα καθαρό αέρα γύρω μου για να ηρεμήσω. Έγειρα το κεφάλι μου στο πλάι και το ακούμπησα στον ώμο του «έχω αρχίσει να τρελαίνομαι που σκέφτομαι έτσι.»  του ψέλλισα απολαμβάνοντας την μουσική που ηχούσε στο αυτί μου.

Jimin

Μήπως μου έλεγε με αυτόν τον τρόπο ότι νοιαζόταν για εμένα; την κοίταξα πάνω στον ώμο μου, έδειχνε και πάλι τόσο ήρεμη. Την κούνησα ελαφρά για να την κάνω να με κοιτάξει αλλά διαπίστωσα πως την είχε πάρει ο ύπνος. Γλίστρησε το κεφάλι της από πάνω μου και πριν πέσει την κράτησα στα χέρια μου. Πότε πρόλαβε να αποκοιμηθεί;
Κοίταξα το παράθυρο της , σίγουρα η Κλαίρη δεν είχε σκοπό να τελειώσει σύντομα να κάνει αυτό που έκανε και δεν είχα καμία όρεξη να τους διακόψω.
Έβαλα το χέρι μου στης τσέπες μου για να ψάξω τα κλειδιά του δωματίου μου όμως μάταιά, κάπου πρέπει να μου έπεσαν.

«τέλεια!»  ψέλλισα εκνευρισμένος καθώς την ένιωθα να τρέμει από το κρύο.

Την πήρα στα χέρια μου και πήγα μέχρι το αμάξι μου. Άνοιξα την πόρτα και την έβαλα να ξαπλώσει στο πίσω κάθισμα. Έβγαλα το τζάκετ που φορούσα και την σκέπασα λίγο πριν μπω μέσα στο αμάξι. Έβαλα μπρος και ξεκίνησα να οδηγώ. Εφόσον δεν μπορούσα να βρω τα κλειδιά του δωματίου μου και φυσικά δεν μπορούσα να την αφήσω μόνη της έξω στο κρύο την πήρα μαζί μου στο παλιό σπίτι μου. Το πατρικό μου ήταν μισή ώρα έξω από την πόλη. Ανέβαινα την ανήφορα και από μακριά μπορούσα να δω το γυάλινο σπίτι που ήταν χτισμένο στην άκρη ενός μικρού γκρεμού με την θάλασσα να απλώνεται από κάτω. Είχα να έρθω πάνω από μισό χρόνο κι αυτό γιατί όποτε  ερχόμουν εδώ μου θύμιζε κάθε τι κακό που μου είχε συμβεί. Η τελευταία φορά που είχα έρθει ήταν με την Αμέλια, λίγο πριν πεθάνει.

Πέρασα την πύλη και προχώρησα προς το σπίτι το οποίο όσο περισσότερο το πλησιάζαμε τόσο μεγαλύτερο μου φαινόταν. Πάρκαρα το αμάξι μπροστά στην είσοδο και κατέβηκα. Την πήρα στην αγκαλιά μου προσεχτικά για να μην την ξυπνήσω και πλησίασα την πόρτα του σπιτιού. Έβαλα τον κωδικό για να την ξεκλείδωσα και μπήκα μέσα. Κατευθύνθηκα προς το σαλόνι και την άφησα με αργές κινήσεις πάνω στον λευκό καναπέ. Ο χώρος μύριζε κλεισούρα αλλά ευτυχώς η οικιακή βοηθός των γωνιών μου συνέχιζε να έρχεται ακόμα και τώρα για να καθαρίζει το σπίτι ,με αποτέλεσμα αυτήν την στιγμή να ήταν καθαρό.

Της αφαίρεσα τα παπούτσια και με το μάτι μου έψαξα για μια κουβέρτα ώστε να την σκεπάσω. Αμέσως μαζεύτηκε τυλίγοντας την κουβέρτα γύρω από το σώμα της. Κοίταξα το τζάκι οπού υπήρχαν μερικά ξεχασμένα κούτσουρα πεταμένα μέσα, οπότε προσπάθησα να το ανάψω. Την κοίταξα για μια στιγμή και κατάλαβα ότι κοιμόταν τόσο ήρεμα και γαλήνια. Τα χείλη της χαμογέλασαν μόλις ένιωσε την ζεστασιά του τζακιού να χτυπάει το πρόσωπο της. Αφαίρεσα τα παπούτσια μου και έκατσα στην πολυθρόνα που βρισκόταν ακριβώς διπλά της. Τράβηξα την πλάτη λίγο πιο χαμηλά και την κοίταξα. Την χάζευα για αρκετή ώρα ώσπου ένιωσα τα μάτια μου να βαραίνουν και να κλείνουν για να με οδηγήσουν σε έναν ήρεμο ύπνο.

Σαμάνθα

Ένιωθα το κορμί μου περιορισμένο για να κάνει οποιαδήποτε κίνηση. Τράβηξα τα μαλλιά μου μακριά από το πρόσωπο μου και κοίταξα την οροφή του δωμάτιου, για κάποιον περίεργο λόγο φαινόταν να έχει ψηλώσει. Ανακάθισα στον καναπέ μόλις συνειδητοποίησα πως δεν ήμουν στο κρεβάτι μου αλλά ούτε και στον κοιτώνα μου. Μα που ήμουν;

Έτριψα τα μάτια μου για να καθαρίσω την όραση μου μόλις πρόσεξα τον άντρα που κοιμόταν βαθιά στην πολυθρόνα δίπλα μου.

«Jimin;» 

Τράβηξα την κουβέρτα από πάνω μου και σηκώθηκα για να τον πλησιάσω και να τον σκεπάσω. Το τζάκι έκαιγε αμυδρά χαρίζοντας μια γλυκιά ζεστή αίσθηση στον χώρο. Τότε πρόσεξα μερικές κορνίζες ακριβώς από πάνω του στο ράφι. Σηκώθηκα και πλησίασα για να δω καλυτέρα. Υπήρχαν φωτογραφίες του Jimin με την οικογένεια του και μερικές δικές του φωτογραφίες με αλλά παιδιά. Ο ένας μου φαινόταν πολύ γνωστός αλλά ήταν πολύ μικρός για να τον αναγνωρίσω. Στην ηλικία των έντεκα ίσως; μα ήταν τόσο όμορφος από μικρός;

Κοίταξα έξω από την γυάλινη τζαμαρία την μικρή αυλή με την πισίνα και ακριβώς από πίσω την θάλασσα που απλωνόταν βαθυγάλανη. Άνοιξα την μπαλκονόπορτα και βγήκα έξω νιώθοντας τα κρύα πλακάκια κάτω από της ξυπόλυτες πατούσες μου. Μόνο ένα μικρό τοιχάκι χώριζε εμένα από το να βρεθώ μέσα στην θάλασσα. Η θέα ήταν αποστομωτική από εδώ.

Μα γιατί βρισκόμουν στο σπίτι του; μπήκα ξανά μέσα και έκλεισα την μπαλκονόπορτα πίσω μου. Έψαξα για τα παπούτσια μου ώστε να τα φορέσω και να φύγω, δεν έπρεπε να είμαι εδώ. Τον άκουσα να ξυπνάει αλλά δεν έδωσα πολύ σημασία, άνοιξα την εξώπορτα και βγήκα έξω την ώρα που φώναζε το όνομα μου. Ήμουν στο πουθενά όμως μπορούσα να δω ξεκάθαρα μερικά σπίτια που υπήρχαν διάσπαρτα ψηλά στον λόφο. Μα πως θα έφευγα από εδώ, δεν είχα καν τα προσωπικά μου αντικείμενα;

Το χέρι του με άρπαξε και με γύρισε προς το μέρος του. Με κοίταξε αναστατωμένος.

«για που το έβαλες;»  με ρώτησε έκπληκτος.

Έσκυψα το πρόσωπο μου νιώθοντας άβολα και απλά δεν μίλησα.

«δεν είναι σωστό για την Άλισον να είμαι εδώ.»  του απάντησα χωρίς να τον κοιτάξω.

«δεν υπάρχει η Άλισον.»  μου ψέλλισε κάνοντας με να τον κοιτάξω αμέσως.

Ένα στραβό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του καθώς με χάζευε στα μάτια «Σαμάνθα μου αρέσεις.» δεν μίλησε για λίγο, προσπαθούσε να καταλάβει από το βλέμμα μου πως ένιωθα «μου αρέσεις πολύ!»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top