~29~
~
Η βαριά κουρτίνα έκρυβε το φως του ήλιου να μπει μέσα στο δωμάτιο μου. Ανακάθισα στο κρεβάτι και έτριψα το πρόσωπο μου. Κοίταξα το χέρι μου, ήταν γεμάτο πληγές κι ένιωθα τους τένοντες μου να πονάνε. Του άξιζε του κωλόπαιδου το ξύλο που του έδωσα.
Δεν είχα κοιμηθεί ούτε τρεις ώρες και ένιωθα το κεφάλι μου ασήκωτο. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και μπήκα στο μπάνιο. Άφησα το καυτό νερό να τρέξει πάνω μου καίγοντας της πληγές μου καθώς της καθάριζε από το ξεραμένο αίμα.
Το μυαλό μου έτρεξε σε αυτήν!
Ήλπιζα ότι ο Ντόμ δεν θα την ενοχλούσε μετά τα χθεσινά αλλά ο τρόπος που με κοίταξε πριν φύγω και αυτό που με είπε με έκανε να νιώθω αβέβαιος. Του είχα δείξει το ενδιαφέρον μου γι αυτήν κι αυτός θα το εκμεταλλευόταν με την πρώτη ευκαιρία. Και μόνο που τον σκεφτόμουν ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι μου.
Φόρεσα ένα καθαρό εσώρουχο και άνοιξα την ντουλάπα μου. Κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη, όσο περνούσε ο καιρός τόσο πιο πολλά σημάδια αποκτούσα πάνω μου. Έβγαλα κάποια ρούχα από μέσα και τα φόρεσα. Κοίταξα έξω από το παράθυρο για να σιγουρευτώ πως μάλλον θα βρέξει, άρπαξα την καμπαρντίνα μου και την φόρεσα όταν την είδα κάτω στον δρόμο. Ήταν πάνω στο ποδήλατο της και κάπου πήγαινε.
Άρπαξα βιαστικά τα κλειδιά από το αμάξι μου και έτρεξα έξω από το κτήριο. Είχε απομακρυνθεί αρκετά όμως ακόμα μπορούσα να την δω. Μπήκα στο αμάξι και την ακολούθησα. Κρατούσα μια μικρή απόσταση μακριά της καθώς οδηγούσα όσο πιο αργά μπορούσα πάνω στον δρόμο. Φυσικά πολλοί μου κόρναραν και με προσπερνούσαν βρίζοντας αλλά τους αγνοούσα.
Πάρκαρα το αμάξι μου στην άκρη του δρόμου και μπήκα στο πάρκο. Την παρακολουθούσα να περπατάει και ακολουθούσα σε απόσταση από τον απέναντι δρόμο τα βήματα της. Άφησε το ποδήλατο στην άκρη και πλησίασε τα κάγκελα. Στάθηκα κάτω από ένα δέντρο και την χάζεψα, όπως την πρώτη φορά. Η παλάμη της ακουμπούσε τρυφερά το μάγουλο της στηρίζοντας την πάνω στα κάγκελα. Είχε κλείσει τα μάτια της και απολάμβανε τον ήχο της θάλασσας καθώς και τον γλυκό φθινοπωρινό αέρα που άγγιζε το δέρμα της. Τα μάτια της έτρεξαν σε έναν άντρα πιο πέρα, αλλά τα ξανά πήρε για να χαζέψει τον ωκεανό. Αν και από μακριά μπορούσα να καταλάβω πως κάτι την απασχολούσε. Έδειχνε σκεπτική και κάπως μελαγχολική.
Έκανα λίγα βήματα μπροστά για να προχωρήσω προς το μέρος της όταν σταμάτησα απότομα. Είχε γυρίσει και με κοιτούσε με τα γλυκά μελί της μάτια. Μου χαμογέλασε και έδειχνε έκπληκτη, δεν περίμενε να με δει. Ήταν τόσο όμορφη όταν χαμογελούσε, ασυναίσθητα τα χείλη μου της χάρισαν ένα χαμόγελο. Τι μου έκανε και ένιωθα έτσι;
Με αργά αλλά σταθερά βήματα πέρασα τον δρόμο και σταμάτησα λίγα χιλιοστά μακριά της. Έδειχνε ήρεμη.
«είσαι καλά;» την ρώτησα χαζεύοντας αυτά τα μάτια που με κοιτούσαν χαρούμενα.
Χωρίς να το περιμένω με πλησίασε και τύλιξε τα χέρια της γύρω από την μέση μου δίνοντας μου μια αγκαλιά, αιφνιδιάζοντας με. Κοίταξα από ψηλά το πρόσωπο της που είχε χωθεί στο στήθος μου με μια αρμόνια στο βλέμμα της. Άπλωσα τα χέρια μου και την αγκάλιασα διστακτικά. Γιατί η καρδιά μου χτυπούσε τόσο έντονα ανάμεσα στο στήθος μου κάθε φορά που με άγγιζε; είχα ξεχάσει πως είναι να νιώθεις έτσι και αυτή η κοπέλα μου ξυπνούσα συναισθήματα που κάποτε αποφάσισα να καταπνίξω.
...
Πλησιάζαμε το μαγαζί, άφησα το ποδήλατο της στην άκρη και αυτή με κοίταξε. Είχα καιρό να έρθω σε αυτό το εστιατόριο, στο μοναδικό που ερχόμουν από μικρός με την οικογένεια μου. Της έκανα νόημα να μπούμε μέσα και αυτή με ακολούθησε σιωπηλά από πίσω.
«γειά σας.» χαιρέτησα την μεγάλη σε ηλικία γυναίκα, που στεκόταν πίσω από τον πάγκο.
Μου χαμογέλασε κι εγώ ανταπέδωσα. Με την άκρη του ματιού μου πρόσεξα την Σαμ να κάνει την ίδια υπόκλιση με εμένα χωρίς να καταλαβαίνει και πολύ τι σημαίνει. Έτσι δείχνανε σεβασμό σε κάποιον που συναντούσαμε στην χώρα μου. Πόσο μου έλειπε η πατρίδα, κυρίως γιατί όποτε πήγαινα εκεί ήμουν μαζί με τους γίνεις μου.
Είχαμε καθίσει κοντά στο παράθυρο και περιμέναμε να μας φέρουν το φαγητό. Μας πλησίασε η σερβιτόρα και άφησε τα μπολ με το ράμεν πάνω στον πάγκο μας. Μύριζε υπέροχα.
Για να καταλάβαινε κάποιος την γεύση του έπρεπε να φάει καθαρά το παραδοσιακό ράμεν που δεν έχει καμία σχέση με της στιγμιαίες σούπες που πουλάνε στα μαγαζιά και στα μεγάλα σούπερ μάρκετ. Κάτι τέτοιο σέρβιραν στο συγκεκριμένο κινέζικο.
Κράτησα τα chopsticks μου και τύλιξα μια μεγάλη ποσότητα ζυμαρικού γύρω από το ξυλάκι. Το έφερα στο στόμα μου και τότες κατάλαβα πως τόση ώρα η Σαμ απλά με κοιτούσε χωρίς να έχει αγγίξει το μπολ της. Ήμουν έτοιμος να πνίγω με γεμάτο στόμα από το γέλιο όταν παρατήρησα το βλέμμα της. Μόνο τα σάλια στα χείλη της να τρέχουν έλειπαν. Δεν είχε ιδέα πως να κρατήσει τα ξυλάκια. Της βοήθησα δείχνοντας της αλλά εφόσον δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τίποτα, την βοήθησα εγώ ο ίδιος να τοποθετήσει σωστά τα ξυλάκια στα δάχτυλα της. Αφού ξεκίνησε να τρώει κατάλαβα πως μάλλον της άρεσε, έτρωγε αρκετά γρήγορα από το συνηθισμένο με ένα παιδικό βλέμμα κι γεμάτο στόμα. Δεν μπορούσα να μην γελάσω μαζί της, πόσο γλυκιά έδειχνε θεέ μου. Και αυτό το χαμόγελο που μου έριχνε κάθε τόσο και το παραπονεμένο βλέμμα της έναντι στον τρόπο που την πείραζα συνεχώς, ήταν ότι πιο υπέροχο.
...
Στάθηκα κάτω από την τέντα και κοίταξα τον ουρανό ψηλά. Σίγουρα η βροχή θα συνέχιζε για αρκετή ώρα.
«τι θα κάνω τώρα; πως θα γυρίσω στην σχολή;» ρώτησε περισσότερο τον εαυτό της πάρα εμένα θλιμμένη.
Είχε δίκιο! Θα έβρεχε τα ρούχα της, τα πόδια της και αργότερα θα αρρώσταινε. Την είδα που έτρεμε ενώ κρατούσε σφιχτά τα μπράτσα της. Έβγαλα το παλτό μου και το πέρασα πάνω από τους ώμους της.
Με κοιτούσε με ορθάνοιχτα μάτια καθώς το βλέμμα της ακολουθούσε την μορφή μου. Έσκυψα μπροστά της και ακούμπησα το γόνατο μου στο δάπεδο για να στηριχθώ.
«ανέβα.» της είπα και για λίγο δεν μίλησε.
«τι εννοείς;» με ρώτησε έκπληκτη.
Γύρισα και την κοίταξα, ήθελα να γελάσω με το αστείο βλέμμα της «αυτό που κατάλαβες. Ανέβα λοιπόν.» της είπα και ξανά γύρισα ενώ την περίμενα. Έγειρε το κορμί της και το στήθος της άγγιξε την πλάτη μου. Την άρπαξα από τα πόδια και την σήκωσα στους ώμους μου. Τρόμαξε από τον απότομο τρόπο μου και τύλιξε σφιχτά τα χέρια της γύρω από τη στερνό μου. Μου ξέφυγε ένα μικρό γέλιο λίγο πριν ξεκινήσω να προχωράω.
Η σταγόνες της βροχής έπεφταν κρύες πάνω στο πρόσωπο μου ενώ τα νερά στο δρόμο έβρεχαν τα παπούτσια μου.
Κάποια στιγμή κουνήθηκε για να καλύψει τα κεφάλια μας με την καμπαρντίνα μου. Την κοίταξα με την άκρη του ματιού μου, το πρόσωπο της ήταν τόσο κοντά στο δικό μου και το δέρμα της άγγιζε τρυφερά το δικό μου. Το άρωμα της σου προκαλούσε ότι και αυτό του κρασιού. Μυρωδιά, συναίσθημα, απόλαυση, μπορούσες να το οσφρηστείς, να το γευτείς. Ένιωθα την γλώσσα μου να ξεραίνεται και απλά προσπάθησα να σκεφτώ κάτι άλλο.
Φτάσαμε στο αμάξι, ξεκλείδωσα και αυτή μπήκε μέσα. Παρά το πανωφόρι που είχε σκεπάσει πάνω της είχε βραχεί και έτρεμε από το κρύο. Έσκυψα βιαστικά για να της φορέσω την ζώνη, ώστε να μπορέσω να έρθω για λίγο ακόμα κοντά της. Τα μάτια της με κοιτούσαν προσεκτικά, ενώ τα χείλη της ήταν μισάνοιχτα πράγμα που με έκανε να θέλω να τα φιλήσω. Έτσι και έκανα, έσκυψα κοντά της και τα χείλη μου βρέθηκαν πάνω στα απαλά δικά της. Δεν περίμενα να με απωθήσει μακριά της πράγμα που με έκανε να νιώσω τελείως άβολα. Της ψέλλισα ένα συγνώμη και έκλεισα την πόρτα για να κάνω τον κύκλο και να μπω μέσα.
Σε όλη την διαδρομή δεν γύρισε ούτε για ένα λεπτό να με κοιτάξει, χάζευε έξω από το παράθυρο αποφεύγοντας το βλέμμα μου. Ήταν τόσο ήσυχη που νόμιζα ότι ήμουν μόνος μέσα στο αμάξι. Έκανα βλακεία; της προηγούμενες φορές έδειχνε να το θέλει, τώρα γιατί με απομάκρυνε; διάφορες ερωτήσεις τριβέλιζαν το μυαλό μου ώσπου κατάλαβα ότι είχαμε ήδη φτάσει έξω από την σχολή.
Έβγαλε βιαστικά της ζώνη της και με κοίταξε «σε ευχαριστώ για το φαγητό και για το ότι με γύρισες πίσω.»
Τα μάτια της και με κοιτούσαν και όχι, ένιωθε άβολα και προσπαθούσα να καταλάβω το γιατί. Επιδίωξα να της μιλήσω αλλά έτρεξε το γρήγορα έξω από το αμάξι που δεν μου έδωσε καμία ευκαιρία να αρθρώσω κάποια λέξη. Έβαλα μπρος νιώθοντας περίεργα μέσα μου, κι κατευθύνθηκα προς την καφετέρια της σχολής. Πάρκαρα το αυτοκίνητο και έτρεξα μέσα προτού γινόμουν πιο χάλια απ ότι ήδη ήμουν. Χρειαζόμουν έναν καυτό καφέ για να ζεσταθώ.
Τότε ένιωσα το κινητό μου να δονείτε στην τσέπη μου. Ήταν η Άλισον η οποία μου ζητούσε να βρεθούμε. Της είπα που ήμουν και με διαβεβαίωσε πως δεν θα αργούσε να έρθει. Παρήγγειλα έναν καφέ και έκατσα στον καναπέ δίπλα στο παράθυρο. Μπήκε μέσα και ήρθε προς το μέρος μου. Άφησε την τσάντα της στην άκρη και έκατσε δίπλα μου.
Με χαιρέτησε δίνοντας μου ένα φιλί στο μάγουλο παρά στο στόμα όπως συνήθιζε να κάνει. Έδειχνε πολύ περίεργη.
«όλα καλά;» την ρώτησα καθώς παρατηρούσα της κινήσεις της.
«ναι.» κοίταξε την κοπέλα πίσω από το ταμείο «έναν γαλλικό καφέ.» της είπε λίγο πριν στραφεί προς το μέρος μου. Έδειχνε κάπως νευρική ομολογώ.
«σίγουρα είσαι καλά;» την ξανά ρώτησα και αυτήν την φορά δεν βιάστηκε να μου απαντήσει.
Περίμενε να έρθει ο καφές της και να πιει λίγο για να ξυπνήσει.
«ήθελα να σου μιλήσω.»
«κάτι κατάλαβα.» της απάντησα ενώ έστρεφα όλο μου το κορμί προς το μέρος της «η αλήθεια είναι ότι κι εγώ θέλω να σου μιλήσω.» ίσως αυτή ήταν μια ευκαιρία για να ξεκαθαρίσουμε την σχέση μας. Ένιωθα σίγουρος πλέον πως δεν μπορούσα να είμαι μαζί της. Δεν το ήθελα.
«εγώ πρώτη.» μίλησε κάπως αναστατωμένα, δυσκολευόταν λίγο πράγμα που με παραξένευε «ξέρεις πόσο σε αγαπάω έτσι;» με ρώτησε ενώ της κούνησα το πρόσωπο μου καταφατικά, δεν ήμουν σίγουρος που το πήγαινε «και ξέρεις ότι θα είμαι πάντα δίπλα σου ότι κι αν γίνει μωρό μου.» με πλησίασε και μου χάιδεψε το μάγουλο «όμως αυτή η κατάσταση μεταξύ μας, δεν πρόκειται να καταλήξει πουθενά.» ολοκλήρωσε κάπως αβέβαιη αλλά ανακουφισμένη που το είπε, σαν να ήθελε από καιρό να το κάνει.
«αν κατάλαβα καλά θέλεις να το τελειώσουμε;» την ρώτησα μπερδεμένος μη περιμένοντας τέτοια εξέλιξη στην κουβέντα μας.
Με κοίταξε στα μάτια «Jimin γλυκέ μου.» μου άγγιξε το μάγουλο τρυφερά «δεν με θέλεις.»
Την κοίταξα έκπληκτος χωρίς να πω κάτι πάνω σε αυτό. Είχε δίκιο δεν την ήθελα όπως αυτή, κι ούτε θα μπορούσα να την αγαπήσω όπως αυτή θα ήθελε.
«είσαι αλλού και δεν με πειράζει, αλήθεια.» προσπάθησε να με διαβεβαιώσει αν και δεν την πίστευα απόλυτα «αλλά δεν μπορώ να είμαι μαζί σου εξαιτίας του μπαμπά μου ενώ εσύ.. Είσαι απλά αλλού.»
Ακούμπησα την πλάτη μου πίσω στο κάθισμα σκεπτικός.
«είναι το καλύτερο και για τους δύο μας.» μου ψιθύρισε λίγο πριν τοποθετήσει το κεφάλι της στον ώμο μου.
Δεν νομίζω να άρεζε καθόλου αυτό στον Φρέντερικ αλλά ήταν το τελευταίο που με ένοιαζε.
...
Στεκόμουν κάτω από το παράθυρο της. Ρουφούσα τον καρκίνο ώστε να κατέβει στα πνευμονία μου καθώς παρατηρούσα την σκιά στον τοίχο του δωματίου της να κινείτε. Ήξερα ότι ήταν μόνη της, αλλά δεν ήθελα να την ενοχλήσω. Όχι μετά από τον τρόπο που με έσπρωξε από πάνω της αποφεύγοντας το φιλί μου. Δεν θα την πίεζα ποτέ μου για κάτι που δεν ήθελε. Γιατί ένιωθα όμως έτσι; πως όλο αυτό δεν ήταν σωστό!
Σαμάνθα
Ετοίμασα την τσάντα μου για αύριο και την άφησα στην άκρη.
«Βιολέτα σε αφήνω για να κοιμηθώ.» της είπα κουρασμένη μετά από αρκετές ώρες συζητήσεις.
"κοιμήσου καλά, ναι;"
«εντάξει.» της απάντησα γελώντας καθώς πλησίαζα το παράθυρο του δωματίου μου.
Ήμουν έτοιμη να το κλείσω όταν πρόσεξα μια φιγούρα κάτω από ένα δέντρο, έμοιαζε τόσο πολύ με αυτόν. Έκλεισα το τηλέφωνο και ξανά κοίταξα για να σιγουρευτώ, όμως δεν ήταν κανείς.
Τώρα θα άρχιζα να βλέπω και την μορφή του εκεί που δεν υπήρχε; τι μου συνέβαινε επιτέλους; μήπως τρελαινόμουν; δεν θα μου φαινόταν περίεργο με όλα αυτά που συνέβησαν.
Χώθηκα κάτω από το πάπλωμα και έκλεισα το φως. Το ήθελα αυτό το φιλί, άσχετα από τον τρόπο που αντέδρασα.
Απλά έπρεπε να συνέλθω και να ασχοληθώ με την σχολή μου. Κάτι μέσα μου όμως με εμπόδιζε, δεν ήθελε να φύγει από το μυαλό μου. Προσπάθησα να κοιμηθώ όμως μάταια. Άλλη μια νύχτα πήγε χαμένη, έτσι απλά.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top