~28~

~

Ξύπνησα τσιρίζοντας ενώ ένιωθα το κορμί μου να έχει γίνει υγρό από τον ιδρώτα. Η Βιολέτα τραντάχτηκε και ξύπνησε απότομα κοιτώντας με τρομαγμένη. Την είχε πάρει ο ύπνος με τα χθεσινά ρούχα στο κάτω μέρος του κρεβατιού. Με πλησίασε και με αγκάλιασε.
Κι όμως δεν ήταν ένα απλό όνειρο αυτό που είδα. Ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή και την ανάσα μου να κόβεται. Έψαξα με το μάτι μου για το φάρμακο μου όταν το βρήκα πάνω στο κομοδίνο δίπλα από το κρεβάτι μου. Το πήρα στα τρεμάμενα χέρια μου και ρούφηξα μια γερή τζούρα. Αμέσως ένιωσα μια ανακούφιση στο στήθος μου και τα πνευμονία μου να ηρεμούν.

«είσαι καλά;»  με ρώτησε τρομαγμένη.

Είχα ακόμα την αίσθηση των χεριών του πάνω μου και σχεδόν αηδίαζα στην θύμηση της εικόνας του.

«ναι.»  της είπα καθώς σηκωνόμουν από το κρεβάτι μου.

Τρόμαξα όταν πρόσεξα μερικούς λεκέδες αίμα πάνω στα ρούχα μου. Προσπαθούσα να καταλάβω εάν είχα πληγωθεί κάπου αλλά δεν έβρισκα τίποτα.

«τι είναι αυτά;»  με ρώτησε έκπληκτη ενώ με κοιτούσε από το κρεβάτι αναστατωμένη.

Τότε θυμήθηκα πως εχθές το βράδυ με αγκάλιασε μέσα στο αμάξι του. Τα αίματα πάνω του πρέπει να με λέρωσαν. Έπρεπε να τον δω, να βεβαιωθώ πως ήταν καλά, όμως πως; δεν ήξερα που ήταν το δωμάτιο του πόσο μάλλον ποιο ήταν το τηλέφωνο του.

«πως βρέθηκα στο δωμάτιο;»  την ρώτησα μόλις συνειδητοποίησα πως το μόνο που θυμόμουν ήταν να με κρατάει στην αγκαλιά του σφιχτά αυτός.

«όταν γύρισα βρήκα τον Jimin στο δωμάτιο, υποθέτω πως αυτός σε έφερε.»  μου απάντησε ενώ σηκωνόταν για να με πλησιάσει «Σαμάνθα ανησυχώ, με τι κόσμο έχεις μπλέξει;»  με κοίταξε τρομαγμένη, τώρα μου θύμιζε την Σίλια.

«ηρέμισε.»  της απάντησα λίγο πριν την πάρω στην αγκαλιά μου.

Έκανα ένα ζεστό μπάνιο και άλλαξα ρούχα.
Με αποχαιρέτησε η Βιολέτα με βαριά καρδιά για να γυρίσει σπίτι της, δεν ήθελε να φύγει και να με αφήσει μόνη. Με διαβεβαίωσε πως δεν θα έλεγε κάτι στην Σίλια αρκεί να κρατούσα μια κάποια απόσταση από αυτούς. Τώρα; τώρα που είχα μπλέξει μαζί τους ήταν δύσκολο.

Κοίταξα στην καφετέρια αλλά δεν ήταν κανένα από τα παιδιά εκεί και σίγουρα δεν θα ήταν ούτε στην βιβλιοθήκη της σχολής. Απλά είχα την ανάγκη να βεβαιωθώ πως ήταν καλά, τίποτα παραπάνω. Ένιωθα μέσα μου ένα χάος και δεν ήξερα τι να κάνω γι' αυτό.

Πήρα το ποδήλατο μου και κατευθύνθηκα προς την πόλη. Ο καιρός σήμερα ήταν μουντός με μια γλυκιά μυρωδιά βρεγμένου χώματος. Όλος περίεργος δεν είχε κρύο. Κατέβηκα στην πόλη φτάνοντας σε ένα λιμανάκι. Μύριζε αλμύρα από την θάλασσα που απλωνόταν μπλε μπροστά μου. Άφησα το ποδήλατο σε ένα παγκάκι και πλησίασα τα σιδερένια κάγκελα. Ο ζεστός αέρας χτυπούσε ελαφρά το πρόσωπο μου καθώς είχα κλειστά τα μάτια μου απολαμβάνοντας την ησυχία. Κάποια στιγμή το μάτι μου έπεσε πάνω σε έναν ηλικιωμένο κύριο που καθόταν σε ένα σκαμπό πιο πέρα κοντά στο τέλος του τσιμεντένιου τοίχου. Είχε στήσει ένα καλάμι και ψάρευέ με υπομονή μέχρι που το αγκίστρι του άρχισε να κουνιέται.

Ξανά κοίταξα την θάλασσα μπροστά μου. Πως είχα μπλέξει έτσι; σίγουρα αυτός ο άντρας ήταν θεότρελος όπως και ο Κέβιν. Θα μου έκανε κακό για ποιον λόγο; όσο τα σκεφτόμουν τόσο πιο πολύ ένιωθα την πίεση μου να ανεβαίνει.

Που να ήταν τώρα; ήταν καλά; όσο κι αν προσπάθησα δεν μπόρεσα να τον βγάλω από το μυαλό μου. Έκανα να απασχολήσω με κάτι άλλο τον εαυτό μου όμως κάθε φορά η εικόνα του ερχόταν μπροστά μου και με αναστάτωνε. Το πρόσωπο του ήταν σκισμένο όπως και οι γροθιές του με ξεραμένα αίματα επάνω. Με κοιτούσε με το σκούρο βλέμμα του και ένιωθα τον χρόνο να έχει σταματήσει. Με έκανε για λίγο να ξεχάσω οτιδήποτε συνέβη εκείνο το βράδυ. Με χάιδευε στοργικά στα μαλλιά χωρίς να παύει να με κοιτάει.

Που ήταν τώρα;

Γύρισα για να φύγω όταν τα βήματα μου σταμάτησαν απότομα. Τότε τον είδα, στεκόταν στην άλλη άκρη του δρόμου απέναντι. Τα μαλλιά του έπεφταν στην μια πλευρά αποκαλύπτοντας ένα μικρό σκίσιμο στο φρύδι του κάτι που εχθές δεν είχα προσέξει. Φορούσε μια μαύρη καμπαρντίνα και ένα λευκό ψηλό ζιβάγκο από μέσα. Ήταν καθαρός σε σχέση με χθες αλλά τα χείλη και τα χέρια του είχαν ακόμα κόκκινα σημάδια. Έμεινα να τον χαζέψω το ίδιο και αυτός. Στεκόταν και απλά με κοιτούσε. Τα χείλη του κουνήθηκαν για να μου χαρίσουν ένα στραβό χαμόγελο. Χωρίς να κοιτάξει εάν ερχόταν κάποιο αμάξι πέρασε τον δρόμο και με πλησίασε. Τα βήματα του σταμάτησαν λίγα χιλιοστά μακριά μου. Είχε τα χέρια του στης τσέπες από το πανωφόρι του και με κοιτούσε χαμογελώντας.

«πως είσαι;»  με ρώτησε με έναν γλυκό τόνο στην φωνή του.

Δεν του απάντησα, τι να του έλεγα εφόσον ένιωθα την καρδιά μου να τρέμει από χαρά; είχα χαρεί τόσο πολύ που στεκόταν αυτήν την στιγμή μπροστά μου. Απλά τον πλησίασα και τον αγκάλιασα.
Για ένα λεπτό κοκάλωσε, άπλωσε διστακτικά τα χέρια του για να τα τυλίξει γύρω από την πλάτη μου. Το χέρι του χάιδευε απαλά το κεφάλι μου κι εγώ απλά προσπαθούσα να εισπνεύσω όσο περισσότερο άρωμα μπορούσα από την μπλούζα που φορούσε. Ένιωθα φόβο μέσα μου από τα χθεσινά γεγονότα μα και ντροπή που η αγκαλιά ενός αγοριού που ανήκε σε κάποια άλλη με έκανε να νιώθω ηρεμία και ανακούφιση.

Δεν μου άρεζε που η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή μόλις τον έβλεπε νιώθοντας μια ανείπωτη χαρά μέσα μου, αλλά δεν μπορούσα να το ελέγξω.
Με τράβηξε προς τα πίσω και με κοίταξε χαμογελώντας.

«σε ευχαριστώ!»  του είπα με χαμηλή φωνή «για ακόμη μια φορά.» 

Απλά χαμογέλασε κάπως άβολα χωρίς να παίρνει τα μάτια του από τα δικά μου. Χάιδεψε το κεφάλι μου με έναν αβέβαιο τρόπο, λες και δεν είχε ξανά τύχει να συμπεριφερθεί έτσι σε μια κοπέλα.

«έφαγες;»  του κούνησα το πρόσωπο μου αρνητικά «έλα!» 

Έπιασε το ποδήλατο μου από το τιμόνι και ξεκινήσαμε να περπατάμε καθώς το έσερνε μαζί του. Έδειχνε τόσο διαφορετικός από την πρώτη φορά που τον είχα γνωρίσει. Τόσο ήρεμος και χαμογελαστός, σχεδόν δεν πίστευα στα μάτια μου. Μου άρεζε αυτή η πλευρά του.

Φτάσαμε έξω από ένα μικρό κινέζικο εστιατόριο. Κλείδωσε το ποδήλατο μου και μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω.

«annyeonghaseyo.»  είπε μάλλον στην γλώσσα του στην γυναίκα που στεκόταν πίσω από το ταμείο καθώς έσκυψε ελάχιστα μπροστά με έναν τρόπο που έδειχνε σεβασμό.

Μιμήθηκα την κίνηση του και απλά την χαιρέτησα με το χέρι μου.

Κατευθύνθηκε προς το μέρος της και κάτι της παρήγγειλε. Μου ζήτησε να τον περιμένω και να βρω μια θέση να κάτσω. Πλησίασα τον πάγκο κοντά στην τζαμαρία που έβλεπε τον δρόμο και έκατσα στο ψηλό σκαμπό για να τον περιμένω να έρθει. Ήρθε μετά από μερικά δεύτερα και βολεύτηκε στην διπλανή θέση από μένα λίγο πριν μας πλησιάσει μια γυναίκα για να μας σερβίρει το φαγητό σε μεγάλα βαθιά μπολ. Άφησε από ένα ξυλάκι στον καθένα και μας είπε καλή όρεξη λίγο πριν φύγει.

«λέγονται ράμεν!»  μου είπε γελώντας όταν συνειδητοποίησε πως μάλλον τα έβλεπα για πρώτη μου φορά «είναι σούπα με νουντλς, βοδινό κρέας και αυγά.»  γέλασε λίγο πριν πάρει τα ξυλάκια στο χέρι του.

Τα κράτησε με έναν περίεργο τρόπο και μάζεψε τα μακαρόνια για να τα ρουφήξει με έναν απολαυστικό ήχο. Σχεδόν στραβοκατάπια, φαινόντουσαν όντως πολύ νόστιμα αλλά δεν ήξερα πως να τα φάω. Με κοίταξε με την άκρη του ματιού του και του ξέφυγε ένα πνιχτό γέλιο. Κατάλαβε μάλλον πως δεν είχα ιδέα πως να πιάσω τα chopsticks.
Κράτησε τα δικά του και προσπάθησε να μου δείξει ενώ γελούσε μαζί μου.

Σήκωσε το πρώτο ξυλάκι με το μεσαίο του δάχτυλο και τον αντίχειρα. Έσφιξε το χέρι του για να δημιουργήσει μία σταθερή λαβή. Έκανε την πλατιά άκρη του chopstick να ακουμπά στο σημείο που ενώνει τον αντίχειρα με το δείκτη του.
Την στενή πλευρά την άφησε να ακουμπά στην άκρη του παράμεσού του, στηρίζοντάς την με την άκρη του μεσαίου δακτύλου. Κατά μία έννοια, το κράτησε όπως κρατάμε ένα στυλό για να γράψουμε. Αφού έκανε όλα τα παραπάνω, ελευθέρωσε τον δείκτη του ώστε να πιάσει το δεύτερο ξυλάκι. Πέρασε τον αντίχειρά του πάνω του και το προσάρμοσε με έναν  άνετο τρόπο. Με κοίταξε και είπε «έτοιμο, τόσο απλό.»  απάντησε και πρόσεξε το μπερδεμένο βλέμμα μου.

Με βοήθησε να τα κρατήσω σωστά εφόσον είχα ξεχάσει αμέσως πως το έκανε και τελικά μπόρεσα να φάω. Μείναμε σιωπηλοί καθώς τρώγαμε με μερικές κλέφτες ματιές που ρίχναμε ο ένας στον άλλον χαμογελώντας.

Ήταν κάτι πρωτόγνωρο για τον ουρανίσκο μου και ομολογώ πως ήταν απολαυστικότατο. Τον έβλεπα που έπινε σταδιακά λίγο από τον ζωμό της σούπας κι έκανα κι εγώ το ίδιο. Με πείραζε συνεχώς και γελούσε μαζί μου που προσπαθούσα να τον μιμηθώ, όχι με ειρωνικό τρόπο, το αντίθετο.

Καθόμασταν μαζί και τρώγαμε ράμεν, γελούσαμε και με έκανε να νιώθω τόσο όμορφα. Ήταν τόσο όμορφος όταν γελούσε.

Έξω άρχισε να βρέχει και να φυσάει ένα έντονο αεράκι. Σταθήκαμε κάτω από την τέντα του μαγαζιού και κοιτάξαμε τον δρόμο μπροστά μας. Έβρεχε τόσο δυνατά που ήταν πολύ δύσκολο να φύγω με το ποδήλατο από εδώ. 

«τι θα κάνω τώρα; πως θα γυρίσω στην σχολή;»  τον ρώτησα στεναχωρημένη πριν με κοιτάξει.

Τύλιξα τα χέρια μου γύρω από τους ώμους μου εφόσον ένιωθα το σώμα μου να τρέμει σταδιακά όλο και περισσότερο από το κρύο. Προσπάθησα να σκεφτώ έναν τρόπο για να φύγω μιας και φαινόταν πως η βροχή δεν θα σταματούσε σύντομα. Έβγαλε το παλτό του και το πέρασε γύρω από τους ώμους μου. Τον κοίταξα έκπληκτη ενώ τον παρακολουθούσα να κινείται και να έρχεται μπροστά μου. Μου γύρισε την πλάτη του και έσκυψε ακουμπώντας το ένα γόνατο του στο τσιμέντο για να στηριχθεί.

«ανέβα.»  μου είπε ενώ χτύπησε το χέρι του στον ώμο του.

Τον κοίταξα με μάτια γουρλωμένα «τι εννοείς;» 

Γύρισε ελάχιστα το πρόσωπο του και με κοίταξε «αυτό που κατάλαβες. Λοιπόν ανέβα.»

Έσκυψα πάνω του διστακτικά και τα χέρια του αγκάλιασαν σφιχτά τα πόδια μου στα πλάγια του κορμιού του. Με σήκωσε στους ώμους του και εγώ κρατήθηκα με τα χέρια μου από το στερνό του. Ξεκίνησε να προχωράει προς τον δρόμο με την βροχή να το λούζει ολόκληρο. Με κρατούσε σφιχτά για να μην του γλιστρήσω και απλά κοιτούσε τα βήματα του σκεπτικός. Σήκωσα ελάχιστα το παλτό του για να καλύψουμε και των δύων τα κεφάλια. Το πιγούνι μου ακούμπησε τον ώμο του ενώ το πρόσωπο μου άγγιξε το ήδη βρεγμένο μάγουλο του. Τα μαλλιά του είχαν κολλήσει στο κούτελο του απ όπου και έσταζαν μερικές σταγόνες νερού. Το σώμα του ήταν ζεστό κάτω από το δικό μου, τα χέρια του δυνατά και σφιγμένα κρατώντας εμένα σταθερά επάνω του.

«σε ευχαριστώ.»  του ψιθύρισα και αυτός με κοίταξε με την άκρη του ματιού του πριν χαμογελάσει.

Συνέχισε να προχωράει με τον ίδιο τρόπο που είχαμε έρθει και τελικά αποδείχθηκε πως είχε έρθει με το αμάξι του. Έσκυψε και με άφησε κάτω λίγο πριν ξεκλειδώσει βιαστικά το αυτοκίνητο. Πήρε το βρεγμένο παλτό του στα χέρια και το πέταξε στο πίσω κάθισμα λίγο πριν μπω μέσα και καθίσω στην θέση του συνοδηγού. Έσκυψε μπροστά μου και ένιωθα πάνω στα μπούτια μου να στάζουν στάλες νερού από τα μαλλιά του.

Βρεχόταν και δεν έδειχνε να τον νοιάζει, απλά τράβηξε την ζώνη για να μου την περάσει, όπως είχε κάνει κι άλλες φορές. Το πρόσωπο του ήταν στο ίδιο ύψος με το δικό μου,  ενώ τα μάτια του αντίκρισαν τα δικά μου. Έσκυψε κοντά μου και τα χείλη του βρέθηκαν πάνω στα δικά μου. Όσο κι αν το ήθελε το σώμα μου, αυτήν την φορά δεν ανταπέδωσα. Τον έσπρωξα ελάχιστα και αυτό τον έφερε στην πραγματικότητα. Ζήτησε συγνώμη αναστατωμένος και έκλεισε την πόρτα. Έκατσε μέσα και πέρασε την ζώνη του αφού έβαλε μπρος για να φύγει.

Σε όλη την διαδρομή δεν γύρισα ούτε για ένα λεπτό να τον κοιτάξω. Ένιωθα τόσο ένοχη, δεν ήταν σωστό όλο αυτό. Σίγουρα δεν το άξιζε η Άλισον και αν ήμουν εγώ στην θέση της δεν θα ήθελα καμία άλλη κοπέλα να φιλάει το αγόρι μου. Το βλέμμα μου παρέμενε έξω από το παράθυρο να κοιτάει τον δρόμο και τους περαστικούς με της ομπρέλες.

Σταμάτησε με το αμάξι του μπροστά από το κτήριο και εγώ έβγαλα την ζώνη μου.

Γύρισα και τον κοίταξα «σε ευχαριστώ για το φαγητό και για το ότι με γύρισες πίσω.»

Κάτι προσπάθησε να πει αλλά βγήκα τόσο βιαστικά από το αμάξι και έτρεξα μέχρι μέσα στο κτήριο που δεν πρόλαβε να μιλήσει. Έκλεισα την κυρία πόρτα πίσω μου και ένιωθα το στήθος μου ότι θα σπάσει. Το άγγιξα με το χέρι μου για να σιγουρευτώ πως η καρδιά μου ήταν ακόμα στην θέση της.

Τι κορεατες είμαστε αν δεν φάμε ράμεν; χαχαχα🤣 ελπίζω να σας άρεσε 💕 σας φιλώωω, μέχρι το επόμενο 😘

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top