~26~

                                    ~

Είχε αποκοιμηθεί στην αγκαλιά μου. Την πήρα στα χέρια μου χωρίς να την ξυπνήσω και προχώρησα προς το δωμάτιο της. Ξεκλείδωσα την πόρτα της και μπήκα μέσα. Την άφησα με ήρεμες κίνησης πάνω στο κρεβάτι της ώστε να μην την ξυπνήσω. Της αφαίρεσα τα παπούτσια και τράβηξα το πάπλωμα για να την σκεπάσω. Κάθισα δίπλα της απομακρύνοντας τα μαλλιά από το πρόσωπο της, για να μπορέσω να την χαζέψω. Έδειχνε να κοιμάται τόσο γαλήνια πάρα τα όσα έγιναν. Το χέρι μου έτρεμε πάνω από το μαλλιά της και προσπαθούσα με δυσκολία να το καλμάρω. Αν αργούσα λίγο ακόμα θα της είχε κάνει μεγάλο κακό το οποίο θα την στιγμάτιζε.

«δεν έπρεπε ποτέ να μπλέξεις μαζί μας.»

Ο Ντομινίκ δεν θα την άφηνε ήσυχη έτσι απλά. Τόλμησε να του αντιμιλήσει και να προσβάλει τον αδερφό του. Μου ξέφυγε ένα μικρό γέλιο στην θύμηση του τρόπου που στάθηκε στο ύψος της μπροστά του. Έδειχνε για μια στιγμή να μην τον φοβάται, κι αυτό επειδή δεν τον γνώριζε όπως εγώ. Έσκυψα και την φίλησα στο κούτελο, το δέρμα της ήταν ζεστό κάτω από τα χείλη μου. Ένα αχνό χαμόγελο σχηματίστηκε στα δικά της χείλη πριν ανασάνει με ανακούφιση αθόρυβα.

Άκουσα την πόρτα πίσω μου να ανοίγει και σηκώθηκα απότομα για να κοιτάξω αυτόν που μόλις είχε μπει. Ήταν η φίλη της η Βιολέτα που προσπαθούσε μες στα σκοτάδια να δει ποιος ήμουν.

«οποίος κι αν είσαι φύγε πριν σε σκοτώσω.»  σήκωσε την τσάντα της στον αέρα και την πλησίασα για να της κλείσω το στόμα πριν την ξυπνήσει.

Κάτι μουρμούρισε κάτω από την παλάμη που κάλυπτε τα χείλη της και μόλις χτύπησε το φως στο πρόσωπο μου χαλάρωσε.
Πήρα το χέρι μου και την κοίταξα.

«τι κάνεις εδώ;»  με ρώτησε λίγο πριν στρέψει το βλέμμα της προς  την Σάμ που κοιμόταν ήρεμη στο κρεβάτι «είναι καλά;» ρώτησε αναστατωμένη.

«μείνε μαζί της!»  της είπα ρίχνοντας της ένα βλέμμα γεμάτο θυμό πριν φύγω από μπροστά της.

Βγήκα από το κτήριο και αμέσως ένιωσα της κρύες στάλες της βροχής να βρέχουν το πρόσωπο μου. Κοίταξα τον ουρανό ο οποίος έδειχνε σκοτεινός με πυκνά μαύρα σύννεφά να τον καλύπτουν. Μπήκα στο αμάξι αγνοώντας πως είχα βραχεί ολόκληρος και έβαλα μπρος το αμάξι. Έπρεπε να μιλήσω στον πατέρα της Άλισον και δεν είχα χρόνο για χάσιμο.
Η πύλη άνοιξε διάπλατα αφήνοντας με να μπω μέσα. Έφτασα και σταμάτησα στον χωματόδρομο μπροστά από την έπαυλη. Η βροχή δεν είχε σταματήσει, αντιθέτως είχε δυναμώσει με έναν βαρύ αέρα να παρασέρνει κάθε τι μαζί του. Πάτησα με το δάχτυλο μου το κουμπί και ακούστηκε η απαλή μελωδία του κουδουνιού. Ήξερα πως ήταν πολύ νωρίς για επισκέψεις όμως ο Φρέντερικ θα δεχόταν να με δει ότι ώρα και να ήταν. Άργησε μερικά λεπτά όμως την πόρτα την άνοιξε η οικιακή βοηθός του που έδειχνε να έχει ξυπνήσει μόλις τώρα.

«θα ήθελα να δω το αφεντικό σου.»  την παρακάλεσα θερμά πριν με βάλει μέσα και με καθοδηγήσει μέχρι το σαλόνι.

Στάθηκα όρθιος και πλησίασα το παράθυρο για να κοιτάξω προς τα έξω όση ώρα θα περίμενα. Ακούστηκαν βήματα πίσω μου και γύρισα να τον αντικρίσω. Μόλις είχε ξυπνήσει και τύλιγε την σατέν ρόμπα γύρω του. Δεν έδειχνε κακόκεφος που τον ξύπνησαν τόσο νωρίς, όμως φάνηκε αναστατωμένος με την απρόσμενη επίσκεψη μου.

«Jimin τι συμβαίνει;»  με κοίταξε τρομαγμένος.

Δεν είχα προλάβει ούτε τα αίματα να σκουπίσω από πάνω μου και λογικό να έδειχνε τρομαγμένος στην όψη μου.

«λυπάμαι πολύ για την ώρα δεν είχα σκοπό να αναστατώσω τον ύπνο σου.»  του είπα κοιτώντας το ρολόι πάνω από το τζάκι του.

«όλα καλά παιδί μου.»  μου απάντησε ζεστά και κοίταξε την γυναίκα δίπλα του
«φέρ’ του μια πετσέτα σε παρακαλώ και λίγο ζεστό τσάι.»  της ζήτησε ευγενικά πριν βγει από το σαλόνι. Μου έφερε μια πετσέτα και εγώ την τύλιξα γύρω μου.

Με το χέρι του με παρότρυνε να καθίσουμε στον καναπέ του σαλονιού του. Μείναμε για λίγο σιωπηλοί μέχρι να έρθει μέσα η γυναίκα που εργαζόταν για αυτόν. Άφησε δύο κούπες μπροστά μας και με την τσαγιέρα έριξε το καυτό τσάι μέσα στα ποτήρια. Το άφησε στην άκρη και έφυγε αφήνοντας μας μόνους.

«πιες λίγο τσάι θα σου κάνει καλό.»  μου πρότεινε λίγο πριν πιει από το ποτήρι του.

Το σώμα μου πάγωνε από την βροχή που με είχε λούσει και από τα συναισθήματα που ένιωθα μέσα μου.

«λοιπόν τι σε φέρνει εδώ τέτοια ώρα;»  με ρώτησε αφήνοντας την κούπα στο τραπέζι.

«ο Ντομινίκ.»  τα μάτια του άστραψαν και με κοίταξε αμέσως μόλις άκουσε το όνομα του.

«τι έγινε;»  με ρώτησε αλλάζοντας διάθεση απότομα.

«ο γιος σου ο Κέβιν προσπάθησε πάλι να μου βιάσει κάποια κορίτσια στο μαγαζί. Την μια την κατάφερε.»

Το χέρι του σφίχτηκε σε γροθιά και χτύπησε με δύναμη το τραπέζι όσο προσπαθούσε να επεξεργαστεί αυτό που μόλις του είχα πει.

«αυτό το παιδί δεν θα μάθει ποτέ του από τρόπους, όλο προβλήματα μου δημιουργεί.»  ψιθύρισε με βαριά φωνή αρκετά εκνευρισμένος. Σήκωσε τα μπλε μάτια του και με κοίταξε «ο Ντόμ που κολλάει;»  με ρώτησε μπερδεμένος.

«ήρθε στο μαγαζί και υποστήριξε τα λεγόμενα του γιου σου πως τα κορίτσια του ρίχτηκαν.»

«ω.»  είπε αμέσως «καταλαβαίνω.»  έμεινε για λίγο σκεπτικός χωρίς να πει κάτι παραπάνω.

«προσπάθησε να βλάψει την μια κοπέλα λέγοντας πως απλά ήταν ψέματα όλα όσα έλεγε για τον βιασμό. Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό; δεν μπορεί να έρχεται έτσι απλά στο μαγαζί και να απειλεί το προσωπικό μου για της ανοησίες του αδερφού του. Ξέρω πολύ καλά τι είδα Φρέντ και ο Κέβιν είχε ξεπεράσει τα όρια.»

«Μην ανησυχείς σε πιστεύω.»  σηκώθηκε όρθιος και προχώρησε προς την βιτρίνα με τα ποτά του.
Πήρε ένα ποτήρι και το γέμισε με καθαρό οινόπνευμα. Με κοίταξε «θέλεις;»  του κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά και αυτός το άφησε στην άκρη για να πάρει στα χέρια του το κουτί με τα πούρα. Πήρε ένα από μέσα, έκοψε την άκρη και το άναψε.

«θα με τρελάνουν αυτά τα παιδιά.»  είπε λίγο πριν πιει από το ποτό του.

Ξανά έκατσε μπροστά μου και με κοίταξε.

«ξέρεις πως πάντα σε υποστήριζα όμως τώρα δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς ζητάς από μένα.»  με κοίταξε σκεπτικός.

«να μιλήσεις στον Ντομινίκ να αφήσει ήσυχο το κορίτσι. Είμαι σίγουρος πως θα προσπαθήσει να την τιμωρήσει.»

«ξέρεις Jimin όλο αυτό μου θυμίζει την τελευταία φορά.»

Τον κοίταξα έκπληκτος. Είχε δίκιο, όντως έβλεπα όλα να ξανά ζωντανεύουν μπροστά μου.

«δεν θέλω να σε ξανά δω πίσω από τα κάγκελα της φυλακής.»

«ο γιος σου με έβαλε εκεί.»  του απάντησα την ώρα που σηκωνόμουν όρθιος.

«γι’ αυτό και σε βοήθησα να βγεις.»  είπε στοργικά καθώς σηκωνόταν «επειδή σε νοιάζομαι και σε σέβομαι σαν άνθρωπο. Γι’ αυτό εξάλλου σε διάλεξα για σύζυγο της κόρης μου.»  με πλησίασε και στάθηκε μπροστά μου κοιτώντας με στα μάτια «είσαι το είδος του ανθρώπου που αξίζει να μπει στην οικογένεια μου.»  άπλωσε τα χέρια του και κράτησε το πρόσωπο μου στης παλάμες του «μην δίνεις δικαιώματα στον Ντόμ, θα το εκμεταλλευτεί με την πρώτη ευκαιρία.» με συμβούλεψε στοργικά και μπορούσα να καταλάβω ότι φοβόταν τον θετό του γιο.

Το ήξερα πως ήταν αδίστακτος άνθρωπος γι' αυτό ανησυχούσα για την Σαμάνθα.

«ξέρεις τι μου αρέσει πάνω σου;»  τον κοίταξα μπερδεμένος θέλοντας να μάθω «πήρες πάνω σου όλο το φταίξιμο εξαιτίας του Taehyung.»  φάνηκε σκεπτικός για λίγο «είναι τόσο αδύναμος.»  απάντησε συμπερασματικά.

Ναι! Είχα πάρει όλο το φταίξιμο πάνω μου ώστε να μην πειράξει τον Taehyung, διότι θα τον σκότωνε. Δεν είχε σκοπό να τον αφήσει έτσι απλά να γλυτώσει. Εμένα δεν θα με πείραζε ποτέ, δεν θα του το επέτρεπε ο Φρέντερικ, όμως για τον Taehyung δεν ενδιαφερόταν. Θα το σκότωνε και θα τον πετούσε σε κανένα χαντάκι μέχρι να τον έβρισκαν.

«απλά κράτησε τον μακριά μας.»  ήταν το μόνο που είπα πριν ακούσω βήματα από τον διάδρομο. Έκανε να μπει στο σαλόνι όμως μόλις μας είδε εκεί έφυγε τρέχοντας για τον επάνω όροφο.

«κωλόπαιδο. Έλα εδώ!»  του φώναξε τσαντισμένος όμως δεν του απάντησε.

Τα βαριά βήματα του πλησίαζαν το σαλόνι και μπήκε μέσα. Όταν μας είδε του ξέφυγε ένα μικρό γέλιο πριν μας κοιτάξει.

«Ντόμ.»  του μίλησε αυστηρά ο Φρέντ αλλά αυτός δεν έπαυε να κοιτάει εμένα μες στα μάτια με μίσος.

«τι θες;»  στράφηκε προς το μέρος του με έναν επιθετικό τρόπο «ήρθε ο αγαπημένος γαμπρός σου να στα προλάβει;»

«άκου να σου πω.»  του σήκωσε το δάχτυλο ενώ τον πλησίαζε εκνευρισμένος.

Αυτός όμως τον διέκοψε απότομα πράγμα που δεν περίμενε ούτε ο Φρέντερικ.

«δεν είσαι πατέρας μου για να μου πεις τι θα κάνω!»  τα μάτια του είχαν σκοτεινιάσει και τον κοιτούσε με τρόπο που δεν θα κοιτούσε ποτέ ένας γιος τον πατέρα του. Έστω τον πατριό του.

«αυτό το σκουλήκι έδειρε στο ξύλο τον αδερφό μου.»  του είπε θυμωμένος δείχνοντας εμένα.

Ένιωθα τα νύχια μου να τρυπάνε το δέρμα μου μέσα από της σφιχτές γροθιές που είχα σχηματιστεί στα χέρια μου. Το στήθος μου ανεβοκατέβαινε από θυμό και ένιωθα την αδρεναλίνη μέσα μου να χτυπάει κόκκινο. Τον πλησίασα και σταμάτησα μπροστά του.

«ο αδερφός σου βίασε την εργαζόμενη μου! Το ίδιο θα έκανε και με την άλλη κοπέλα.»  διαμαρτυρήθηκα εκνευρισμένος.

Γιατί έπρεπε να είναι έτσι;

Με πλησίασε και μου χάρισε ένα σαρκαστικό χαμόγελο «ξέρεις.»  μου ψιθύρισε δίπλα από το αυτί μου «το ότι δείχνεις τόσο πολύ ενδιαφέρον για αυτήν την κοπέλα με κάνει να θέλω να ασχοληθώ περισσότερο μαζί της.»  είπε πριν με κοιτάξει απειλητικά.

Τον άρπαξα από την μπλούζα σφίγγοντας το ύφασμα γερά κάτω από τα δάχτυλα μου.

«φτάνει!»  σχεδόν φώναξε για να τον ακούσουμε «Jimin γύρνα στο σπίτι σου αγόρι μου.»  ένιωσα το άγγιγμα του στον ώμο μου και αυτόματα άφησα τον Ντόμ από τα χέρια μου.

Τον κοίταξα και του ένευσα ευγνώμων πριν αντικρίσω τον Ντόμ και τον προσπεράσω ακούγοντας το σαρδόνιο γέλιο του να βγαίνει ψιθυριστά ανάμεσα από τα μισάνοιχτα δόντια του.

Βγήκα έξω κλείνοντας την πόρτα πίσω μου. Η βροχή έπεφτε βαριά πάνω μου, ο κρύος αέρα γλιστρούσε πάνω στο δέρμα μου τεντώνοντας της τρίχες στο σωμα μου. Ένιωθα τόσο ζεστός μέσα μου, σχεδόν έβραζα από θυμό που αυτήν την στιγμή δεν ένιωθα το κρύο. Οι φλέβες μου στα χέρια είχαν πεταχτεί έντονες και μοβ. Κοίταξα το λευκό αμάξι του παρκαρισμένο ακριβώς μπροστά στην πόρτα του σπιτιού. Έψαξα γύρω μου για να βρω κάτι, το οτιδήποτε. Στα πλάγια της πόρτας υπήρχαν μικρά πέτρινα αγαλματίδια. Πήρα το ένα στο χέρι μου και πλησίασα το αμάξι του. Πήδησα επάνω στο καπό νιώθοντας την βροχή γύρω μου να δυναμώνει. Σήκωσα το άγαλμα και με μεγάλη δύναμη χτύπησα το τζάμι του παρμπρίζ με αποτέλεσμα να σπάσει.

Πήδηξα κάτω και κατευθύνθηκα προς το αμάξι μου. Στο αυτοκίνητο του ηχούσε δυνατά ο συναγερμός και τον είδα να βγαίνει και να στέκεται μπροστά στην πόρτα κοιτώντας το αμάξι του άναυδος. Έβαλα μπρος και έκανα μια αναστροφή για να φύγω. Πάτησα γκάζι και βγήκα με μεγάλη ταχύτητα από της πύλες.

Εννέα μήνες πριν.

Έκατσα στην καρέκλα μπροστά από το τζαμάκι. Ο αστυνομικός μου ξεκλείδωσε της χειροπέδες και εγώ πήρα το ακουστικό στο αυτί μου. Κοίταξα την Άλισον από την άλλη πλευρά που περίμενε πως και πως να μου μιλήσει.

«πως είσαι;»  άκουσα την φωνή της μέσα από το ακουστικό ανακουφισμένη που με έβλεπε.

Με κοίταξε ανήσυχη όταν πρόσεξε τους μώλωπες στο πρόσωπο μου.

«καλά είμαι.».

«λυπάμαι πολύ.» παραδέχτηκε σαν να είχε κάνει κάποιο λάθος.

Το κεφάλι μου ήταν έτοιμο να σπάσει και ούτε που άκουγα καθαρά τι μου έλεγε. Πρόσεξα την μορφή μου πάνω στο τζάμι θολή με μάτια κόκκινα από το κλάμα και πρόσωπο γρατζουνισμένο από τους καυγάδες.

«θα σε βγάλω.»  με διαβεβαίωσε τοποθετώντας το χέρι της πάνω στο γυαλί προσπαθώντας να έρθει κοντά μου «ο μπαμπάς κάνει τα πάντα για να πείσει τους αστυνομικούς ότι δεν είχες καμία σχέση με τον φόνο της Αμέλιας.» 

Κοίταξα τα περίεργα βλέμματα γύρω μου και τον τρόπο που την κοιτούσαν. Δεν ήθελα να καταντήσω σαν αυτούς. Αν εμένα λίγο ακόμα εδώ μέσα θα τρελαινόμουν.

«Σε πιστεύω Άλι.»  της χαμογέλασα προσπαθώντας να δείξω ότι ήμουν αισιόδοξος και ήρεμος παρά την αλήθεια.

Μου χαμογέλασε αφήνοντας μερικά δάκρυα να τρέξουν στα μάτια της.

Σήμερα

Φρέναρα απότομα το αμάξι και βγήκα από μέσα νιώθοντας τον αέρα γύρω μου να με πνίγει. Προσπάθησα να ανασάνω όταν άρχισα να κλοτσάω από θυμό το αμάξι μου νιώθοντας κάτι βαρύ να πλακώνει το στήθος μου. Έπεσα στα γόνατα μου και άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο. Τα δάκρυα μου γινόντουσαν ένα με την βροχή που δεν είχε σταματήσει να πέφτει. Μια δυνατή κραυγή βγήκε από μέσα μου και άρχισα να φωνάζω νιώθοντας το βάρος από μέσα μου να βγαίνει προς τα έξω και να ξεθωριάζει.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top