8β. Έφυγες κι όλα χάλασαν...
[...] «Γεια.» Είπε κι έκλεισα το κινητό, το άφησα πάνω στο γραφείο που βρήκα μπροστά μου και προτού με καταλάβει κάνεις, είχα εξαφανιστεί από το δωμάτιο.
Θα έκανα υπομονή... Έπρεπε να κάνω υπομονή! Άλλωστε, δεν θα καθόταν στο πατρικό της για πάντα, σωστά;
Όταν έφτασα στο δωμάτιο μου, κλείστηκα μέσα και δεν άφησα κανέναν να μπει στο δωμάτιό μου που πολύ σύντομα, σύμφωνα με τον Πρύτανη θα το μοιραζόμουν με κάποιον Αχιλλέα! Έβγαλα γρήγορα τα παπούτσια μου και έπεσα ανάσκελα στο κρεβάτι εξουθενωμένος. Έκλεισα τα μάτια μου προσπαθώντας να σκεφτώ τη θετική πλευρά της «φυγής» της Βικτώριας. Δυστυχώς, όμως, δεν υπήρχε! Προσπάθησα περισσότερο να βρω κάτι που θα έκανε την απουσία της πιο υποφερτή, αλλά όταν δεν βρήκα αυτό το κάτι που θα με έκανε να αντέξω έστω και λίγο μακριά της, άρχισα να φωνάζω βρισιές και να πηγαινοέρχομαι πάνω κάτω, δεξιά αριστερά σ' όλο το δωμάτιο κι έπειτα, ό,τι βρέθηκε μπροστά μου το πέταγα με όλη μου τη δύναμη στον τοίχο απέναντι μου. Τα νεύρα μου είχαν φτάσει στο απόγειο!
Λίγη ώρα μετά το ξέσπασμά μου, η πόρτα χτύπησε, το χερούλι της γύρισε κι όποιος προσπάθησε να εισέλθει μέσα στο αχούρι μου απέτυχε! Ήταν ο Μάνος... Μόνο εκείνος με καταλάβαινε... και ήξερε για ποιον λόγο φερόμουν έτσι...
Φώναξε το όνομά μου χωρίς να πάρει απάντηση. Δεν είχα όρεξη να μιλήσω σε κανέναν. Ένοιωθα πιο μόνος από ποτέ!
«Ρε μαλάκα! Άνοιξε την κωλόπορτα!» Χτύπησε το χέρι του στο ξύλο φωνάζοντας πιο δυνατά απ' την προηγούμενη φορά.
Αλλά για ακόμη μια φορά απάντηση δεν έλαβε...
Κάθισα στο κρεβάτι μου με την σκέψη εκείνης και της όμορφης σιλουέτας της να στοιχειώνει τα στενά του μυαλού μου κάνοντας με να θέλω να πάω και να την φέρω πίσω σηκωτή!
Δεν είχε περάσει ούτε μια ώρα, γαμώτο, και μου έλειπε! Αυτή η γυναίκα μου είχε κάνει μάγια και είτε το είχε καταλάβει είτε όχι, είχε το ίδιο αποτέλεσμα! Εμένα να φέρομαι σαν υστερικός μαλάκας γκόμενος!
«Ρε μαλάκα Κάρτερ, έλα να το συζητήσουμε λίγο!» Είπε πιο απαλά ο Μάνος προσπαθώντας να με προσεγγίσει.
Άργησα να του απαντήσω, αλλά το έκανα.
«Παράτα με....» Η φωνή μου βγήκε βραχνή κι έτσι χρειάστηκε να βήξω για να την επαναφέρω. «Θέλω να μείνω μόνος μου...»
«Γαμώτο! Γιατί πρέπει να είσαι τόσο ξεροκέφαλος; Μου λες;!»
«Παράτα με στην ησυχία μου, όπως έκανε κι εκείνη...» Ψιθύρισα το τελευταίο σκέλος της πρότασης... Δεν ήθελα να με λυπούνται!
«Το κέρατό μου μέσα! Άνοιξε την γαμώ-πόρτα γιατί θα την σπάσω!» Συνέχισε νευριασμένος. Έκλεισα τα μάτια και απλά τον αγνόησα. Ήξερα ότι δεν θα έσπαγε την πόρτα, θα υποχωρούσε, ήταν πολύ λογικός για να φερθεί, όπως κι εγώ, με επιπολαιότητα.
...
Ξύπνησα σε μια παραλία... Φορούσα ένα μαγιό που δεν μου ανήκε, καθόμουν πάνω σε μια πετσέτα που κι αυτή δεν μου ανήκε και αγνάντευα το πέλαγος. Η αμμουδιά ήταν απαλή και έκαιγε, όπως και ο καυτός ήλιος. Η θάλασσα με τα υπέροχα γαλάζια νερά της ήταν ήρεμη και με καλούσε να την πλησιάσω και να της κρατήσω παρέα. Μα δεν κουνήθηκα, ένοιωθα την παρουσία της κοντά... Η παραλία ήταν ερημική, εκτός από εμένα και έναν γλάρο που έκανε βόλτες πάνω από κεφάλι μου με τα ολόλευκα φτερά του ανοιχτά διάπλατα.
Τον παρακολούθησα καθώς έκανε στροφές, παίζοντας με τα ρεύματα του αέρα, μέχρι που μία γυναικεία σιλουέτα εμφανίστηκε μπροστά μου. Ο ήλιος έπεφτε μέσα στα μάτια μου κι έτσι δεν μπόρεσα να διακρίνω τα χαρακτηριστικά της. Σηκώθηκα όρθιος και την πλησίασα κρατώντας σταθερό ρυθμό.
Η καρδιά μου αύξανε τον παλμό της και ξαφνικά, ένοιωσα ανυπομονησία να ανακαλύψω ποια κρυβόταν πίσω από τις σκιές.
Όταν είχα πλησιάσει αρκετά, εκείνη άρχισε να γελάει με τον τρόπο που γελούσε η Βι μου και η καρδιά μου στο πανέμορφο άκουσμα αυτό, φτερούγισε! Ύστερα, η μορφή της κοπέλας άρχισε να τρέχει αυξάνοντας την απόσταση που τόση ώρα προσπαθούσα να καλύψω!
Χωρίς να δώσω καν εντολή, τα πόδια μου άρχισαν να τρέχουν σαν τρελά για να την προφτάσω και το κατάφερα σχεδόν την ίδια στιγμή. Εκείνη γελούσε ακόμα με εκείνον τον ξεχωριστό, γάργαρο τρόπο που έκανε την καρδιά μου να αναπηδά από ευτυχία! Την κράτησα τα μπράτσα της σφιχτά για να μην μου φύγει ξανά και στάθηκα μπροστά της. Το πρόσωπο της επιτέλους εμφανίστηκε και ήταν το ακριβώς αντίθετο απ' αυτό που φανταζόμουν! Η Λούσι!
Απομακρύνθηκα, αλλά εκείνη σαν είχε χέρια φτιαγμένα από τανάλιες με άρπαξε και με κράτησε κοντά της δείχνοντας μου με τη ματιά της ένα ζευγάρι. Το αγόρι κρατούσε το χέρι του κοριτσιού με αγάπη, με προσοχή, λες και ήταν ό,τι πιο εύθραυστο είχε κρατήσει ποτέ του στα τραχιά του χέρια! Την έκανε μια στροφή και όταν κατάλαβα ότι εκείνη η κοπέλα ήταν η Βι μου, προσπάθησα να ξεφύγω από την λαβή της. Αλλά δυστυχώς, ήταν ανέφικτο!
Όταν επιτέλους το αγόρι σταμάτησε να την στριφογυρίζει, εμφανίστηκε ως δια μαγείας και το δικό του πρόσωπο. Και δεν ήταν το δικό μου...! Συνέχισα να αντιστέκομαι, αλλά όταν τα χέρια του βρέθηκαν στην μέση του κι όταν τα στόματα τους ενώθηκαν κάτι έσπασε μέσα μου...
Αμέσως, σαν τα χέρια της να είχαν γίνει σκόνη, ελευθερώθηκα και έτρεξα να απομακρύνω αυτόν τον λεχρίτη που άπλωνε τα χέρια του άπληστα στο αθώο ακόμα σώμα της Βι μου. Μα όταν τους είχα πλησιάσει αρκετά για να τους χωρίσω, η Λούσι μπήκε στην μέση μου φώναξε κι εγώ παραπάτησα τρομαγμένος από την ξαφνική της εμφάνιση. Έπεσα κάτω και η Βι μετατράπηκε σε καπνό και εξαφανίστηκε, όπως η Λούσι και ο μαλάκας που την χούφτωνε σαν παιδαρέλι!
...
Πετάχτηκα από το κρεβάτι μου ιδρωμένος φωνάζοντας της να σταματήσει. Δεν ήξερα σε ποιον απ' όλους το έλεγα, στην Βι, στην μαλάκα, στην Λούσι... ένα όμως ήταν σίγουρο, αυτό το όνειρο ήταν εφιάλτης. Ένας από τους χειροτέρους που είχα δει μέχρι στιγμής και που δεν είχα σκοπό να ξαναδώ!
Κάθισα καλύτερα στο κρεβάτι, πέρασα τα χέρια μου μέσα από τα μαλλιά μου και προσπάθησα να ηρεμήσω. Αδύνατον!
Πήρα τον σάκο μου κι έφυγα για το γυμναστήριο. Είχα πολλά νεύρα και ο θυμός μου είχε φτάσει στο κόκκινο! Έπρεπε να ξεσπάσω κάπου! Αυτό το κάπου ήταν ο σάκος και πολλοί άλλοι "συμμαθητές μου". Λίγες δεν ήταν οι φορές που ο δάσκαλος μου έκανε παρατήρηση, αλλά απλά δεν μπορούσα να το συγκρατήσω...!
Αφού τελείωσα γύρισα στις εστίες με ένα μπουκάλι βότκα στο χέρι. Κλείστηκα για άλλη μια φορά στο δωμάτιο μου πίνοντας σαν αλκοολικός την βότκα. Μέχρι τις δύο μετά τα μεσάνυχτα είχε αδειάσει το ποτό κι εγώ ήμουν σε άσχημη κατάσταση...
Γιατί έπρεπε να φύγεις Βι; Δεν μπορούσες να λύσεις το θέμα από 'δω; Τόσο δύσκολο ήταν που έπρεπε να φύγεις και να με αφήσεις μόνο μου; Δεν έπρεπε να φύγεις! Κι εγώ τι θα κάνω μόνος μου; Κανένας δεν με καταλαβαίνει όπως εσύ, ματάκια μου! Γιατί έφυγες; Δεν μπορώ μακριά σου...
Άλλοτε αναρωτιόμουν ήρεμα με μάτια βουρκωμένα.
Επίτηδες το έκανες; Σ' αρέσει να με βλέπεις στα πατώματα; Σ' αρέσει να με βλέπεις να αργοπεθαίνω μακριά σου; Γιατί έφυγες γαμώτο;! Γιατί με αφήνεις μόνο μου; Δεν βλέπεις ότι αυτοκαταστρέφομαι; Δεν βλέπεις τι κακό προκαλώ ο ίδιος στον εαυτό μου;
Κι άλλοτε αναρωτιόμουν με θυμό, επηρεασμένος από το ποτό.
Δεν βλέπεις πως μόνο μαζί περνάμε τέλεια, και πως χώρια είμαστε και οι δύο ερείπια; Δεν βλέπεις ότι είμαι τρελός για σένα γαμώτο;!
***FLASHBACK***
Βρισκόμασταν λίγο πιο έξω από την Αθήνα, σε μια ερημική παραλία, απομονωμένη από τον κόσμο και την βαβούρα της πόλης, μία παραλία που είχα ανακαλύψει με τον Ντάνιελ ένα χρόνο πριν...
Είχαμε κανονίσει με την Βι, τις φιλενάδες της, τον Λούη και τον Μάνο να βγούμε έξω για τελευταία φορά πριν ξεκινήσουν τα σχολεία μετά τις διακοπές του Πάσχα.
Καθόμασταν κυκλικά γύρω από την φωτιά που είχαμε ανάψει ο Λούης, εγώ και ο Μάνος, μιας και ήταν ακόμα Απρίλιος κι έκανε κρύο. Από την μία μεριά μου είχα την Βι, την οποία είχα και στην αγκαλιά μου αφού κρύωνε, στην άλλη πλευρά τον Μάνο, δίπλα του η Γαβριέλα και απέναντι μας ή Νικόλ και ο Λούης κρατώντας μια ασφαλή απόσταση ο ένας από τον άλλον.
Το ποτό έρρεε άφθονο κι εμείς μιλούσαμε, γελούσαμε, πειράζαμε ο ένας τον άλλον και γενικότερα, περνούσαμε όμορφα. Απολαμβάναμε ο ένας την παρέα του άλλου, αφού ήμασταν οι εαυτοί μας και δεν χρησιμοποιούσαμε μάσκες.
Ο Μάνος, ο Λούης κι εγώ είχαμε μείνει Αθήνα, η Βι είχε επισκεφτεί το χωριό της στη Σύρο, ενώ τα κορίτσια είχαν πάει κι εκείνα στα χωριά τους.
«Κάνατε κανένα μπάνιο;» Ρώτησα με περιέργεια, καθώς έπινα λίγη από την μπύρα μου.
«Δεν ξέρω για σας, αλλά εγώ έκανα!» Πετάχτηκε πρώτη η Γαβριέλα.
«Κι εγώ έκανα!» Πετάχτηκε και η Νικόλ. «Στην μπανιέρα!» Γελάσαμε όλοι μας και η Βι την κοίταξε περίεργα. «Πού ήθελες να κάνω μπάνιο σ' ένα χωριό που είναι στα κατσάβραχα και γεμάτο με ζωντανά;!» Γελάσαμε πάλι όλοι μας.
Ίσως να έφταιγε το ποτό, γιατί ήδη στα πόδια μου βρίσκονταν τέσσερα μπουκάλια μπύρας, το μεγαλύτερο μέρος του περιεχομένου των οποίων είχε καταναλώσει μόνη της η Βι. Ήταν η πρώτη φορά που έπινε και φρόντισε να της μείνει αξέχαστη!
Δεν έπρεπε να την αφήσω να πιει τόσο πολύ!, είχα σκεφτεί. Αλλά δεν μπόρεσα να κάνω και κάτι... αφού η Βι είχε έρθει στην παραλία έτοιμη να μεθύσει!
Συνεχίσαμε να συζητάμε για το πώς τα περάσαμε, όταν η Βι με σκούντησε κάνοντας μου νόημα προς το μπουκάλι της μπύρας και φορώντας ένα από τα πονηρά της χαμόγελα. Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά και συνέχισα να παρακολουθώ την συζήτηση.
«Έλα ρε Κάρτεεεεερρρ!» Είπε ναζιάρικα και με αγκάλιασε σφιχτά. «Δώσε μου λίγοοοοο!»
«Βι, δεν βλέπεις πως είσαι μεθυσμένη; Όχι, δεν θα σου δώσω και σταμάτα να κάνεις σαν μωρό.» Της απάντησα επικεντρώνοντας την προσοχή μου σ' εκείνη.
«Έλα! Σε παρακαλώωωωω μόνο λίγο! Σου το υπόσχομαι!» Την έπιασε λόξιγκας.
«Βρε ματάκια μου, είσαι μεθυσμένη, αύριο θα σε πονάει το κεφάλι σου μέχρι θανάτου και δεν θα μπορείς να σηκωθείς για το σχολείο!»
«Κι εσύ που ξέρεις ότι θα έχω τρομερόοοοοοοοοοο πονοκέφαλο κι ότι...» Έκανε μια διακοπή λόγω του λόξιγκα κι έπειτα συνέχισε. «...Δεν θα μπορώ να σηκωθώ για το σχολείοοο; Εεε;» Τέντωσε το δάχτυλο της, το έτεινε χτύπησε επανειλημμένως στο στήθος μου.
Της το έπιασα και το ακινητοποίησα.
'Το ξέρω γιατί το έχω κάνει πάρα πολλές φορές!', ήθελα να της φωνάξω αλλά συγκρατήθηκα.
«Το ξέρω.» Είπα απλά και την κοίταξα βαθιά μέσα στα μάτια της, τα οποία δεν εστίαζαν.
«Έλα ρε μωρό μουυυυυ! Δώσε μου το μπουκάλι!» Είπε πιο δυνατά κι έτσι, όλοι οι φίλοι μας την άκουσαν, με αποτέλεσμα τέσσερα ζευγάρια μάτια να στραφούν προς τη μεριά μας.
«Εμείς...» Έσπευσα να τα μπαλώσω, σηκώθηκα όρθιος και τράβηξα και την Βι μαζί μου. Ήταν η πρώτη φορά που με καλούσε έτσι... πιθανότατα γιατί ήταν μεθυσμένη. «...θα κάνουμε μια βόλτα.»
Αυτό που εισέπραξα ήταν δύο πονηρά βλέμματα από την Νικόλ και τον Λούη, ένα μισοχαρούμενο-μισοσοβαρό από την Γαβριέλα κο ένα προειδοποιητικό από τον Μάνο. Ένευσα κι έγινα καπνός με την Βι στο πλάι μου.
Πέρασα γύρω από τους ώμους της και την απομάκρυνα από τους φίλους μας. Ήπια λίγο από την μπύρα μου κι ύστερα, αφιερώθηκα στο άγνωστο μονοπάτι που διανύαμε. Περπατούσαμε σιωπηλοί, μέχρι που η Βι διέκοψε την σιωπή μας.
«Κάρτερ,» είπε απαλά όπως συνήθιζε πάντοτε, ίσως αυτό ήταν που με τραβούσε πάνω της, η ηρεμία της, η γαλήνη της, οι λεπτοί της τρόποι..., κάτι που εγώ δεν είχα ως προσωπικότητα..., «δεν μπορώ να περπατήσω άλλο... Με πονάνε τα πόδια μου.» Συνέχισε στον ίδιο τόνο.
Σταμάτησα και την ελευθέρωσα από τη "λαβή" μου.
«Ανέβα στην πλάτη μου.» Ήταν το μόνο που είπα.
«Ω, όχι, όχι! Είμαι βαριά δεν θα μπορέσεις να με σηκώσεις.» Γύρισα να την κοιτάξω τη στιγμή που εκείνη κοίταξε κάτω τα πόδια της στενοχωρημένος. Είχε ακόμα εκείνα τα παραπανήσια κιλάκια της, αλλά δεν ήταν βαριά και σε καμία περίπτωση χοντρή. Ήταν η κολλητή μου και την αγαπούσα έτσι ακριβώς όπως ήταν! «Είμαι χο-»
«Μην τολμήσεις και το πεις σ' έχω πάρει και σε σ' έχω πετάξει στην θάλασσα!» Την απείλησα προσπαθώντας να την κάνω να γελάσει, μα απέτυχα. Τοποθέτησα τον δείκτη μου κάτω από το σαγόνι της και οι ματιές μας κλειδωθήκαν. «Ανέβα μόνη σου με το καλό, αλλιώς θα σε πάρω σηκωτή με το ζόρι!»
Γύρισα περιμένοντας αυτή τη φορά να υπακούσει. Κι αυτό έκανε. Πήδηξε πάνω στην πλάτη μου, παραπάτησα, αλλά κατάφερα να σταθεροποιηθώ! Κράτησε τα χέρια της ενωμένα γύρω από τον λαιμό μου, τεντώθηκε μπροστά κι άφησε ένα φιλί στον λαιμό μου κάνοντας την καρδιά μου να χτυπήσει πιο δυνατά.
«Ευχαριστώ.» Ψιθύρισε και στερέωσε το κεφάλι της στην πλάτη μου.
Κράτησα τους μηρούς της σφιχτά στα πλευρά μου και συνέχισα να περπατώ.
Μετά από περίπου πέντε λεπτά, σταμάτησα αφού είχαμε απομακρυνθεί πολύ από τους φίλους μας. Έτσι έκρινα σωστό ότι, τουλάχιστον, δεν θα έπρεπε να χάσουμε οπτική επαφή. Βρισκόμασταν στο τέλος της παραλίας εκεί που τα κύματα έσκαγαν στη στεριά κι ύστερα, μάζευαν και έπεφταν ξανά με φόρα!
Την άφησα απαλά στην όμορφη αμμουδιά και κάθισα δίπλα της.
«Κάρτερ,» είπε επιφυλακτικά, «κρυώνω.»
Της έδωσα το μπουκάλι με την μπύρα νομίζοντας ότι το αλκοόλ θα την ζεστάνει.
Το μετάνιωσα την ίδια τη στιγμή που της το 'δωσα! Ήπιε όσο περιεχόμενο του μπουκαλιού είχε απομείνει σαν να ήταν νεράκι! Κι όταν προσπάθησα να της το πάρω, εκείνη κατάφερε να το κρατήσει και να πιει όλη την μπύρα.
Όταν τελείωσε, μου έδωσε το γυάλινο μπουκάλι κι εγώ την κοίταξα άγρια. Ήμουν νευριασμένος μαζί της! Γιατί εγώ ήμουν υπεύθυνος για την κατάστασή της! Εγώ έπρεπε να της πω να σταματήσει, αφού και οι φιλενάδες της βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση και δεν μπορούσαν να της το πουν εκείνες! Ήμουν θυμωμένος με τον εαυτό μου!
«Συγγνώμη», είπε και με κοίταξε απολογητικά.
Νευριασμένος, την κοίταξα ακόμη πιο άγρια, φώναξα και πέταξα το μπουκάλι στα βράχια δίπλα μας κι εκείνο έγινε θρύψαλα. Η Βι αναπήδησε τρομαγμένη κι εγώ πήγαινα πάνω κάτω σαν μαινόμενος ταύρος! Δεν μπορούσε να καταλάβει ότι έκανε κακό στον εαυτό της;! Τι θα έλεγαν οι γονείς της αν την έβλεπαν σ' αυτό το χάλι;!
Αυτή η κοπέλα με τρέλαινε! Γαμώτο!
Αφού συνέχισα να πηγαινοέρχομαι πάνω κάτω για λίγο ακόμα, παρατήρησα ότι η Βι ακόμα τουρτούριζε! Αναστέναξα και κάθισα δίπλα της, αφαίρεσα το πουκάμισο μου και το πέρασα γύρω από τους ώμους της.
Παρ' όλα τα νεύρα μου και τις απερισκεψίες της, δεν ήθελα να κρυώσει! Το μάζεψε γρήγορα και το φόρεσε. Ξεφύσησα και ξάπλωσα, πέρασα τα χέρια κάτω από το κεφάλι μου και αγνάντεψα τον ουρανό και την κατάμαυρη θάλασσα.
Η Βι πλησίασε λίγο κι ύστερα, ξάπλωσε δίπλα μου, κουλουριάστηκε δίπλα μου και καθώς με σκούντησε για να την αγκαλιάσω, γκρίνιαξε σαν μικρό μωρό. Θέλησα να γελάσω μα κρατήθηκα, πέρασα το χέρι μου γύρω της κι εκείνη το χέρι της γύρω από την μέση μου και το ένα της πόδι ανάμεσα στα πόδια μου.
«Συγγνώμη!» Είπε και με κοίταξε.
Αναστέναξα βαριά. Δεν μπορούσα μα της κρατήσω κακία για βλακείες! Και πόσο μάλλον για βλακείες που είχα κάνει κι εγώ άπειρες φορές κι εκείνη με είχε συγχωρέσει!
Δεν μπορούσα να είμαι για πάντα θυμωμένος μαζί της! Εκείνη ήταν καλή, ευγενική, είχε τρόπους, ήταν ανεχτική μαζί μου και με τις βλακείες μου, μα πάνω απ' όλα, ήταν φίλη μου και την αγαπούσα πολύ!
«Σταμάτα να ζητάς συγγνώμη, Βι. Ξέρεις ότι σε έχω ήδη συγχωρέσει, ματάκια μου...»
Εκείνη δεν είπε τίποτα, έσκυψε από πάνω μου και η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει πιο δυνατά από το κανονικό! Τα χείλη της ακούμπησαν την άκρη των δικών μου και ήδη ένοιωθα τον ανδρισμό μου να υψώνεται. Στην συνέχεια, τεντώθηκε και φίλησε και την άλλη και πλέον ήμουν σίγουρος για το τι ήθελε να κάνει! Την απομάκρυνα γρήγορα, την γύρισα πλευρό πριν τα γεγονότα παρεκτραπούν και έφερα την πλάτη της στο στέρνο μου, ελπίζοντας να μην της γίνει αντιληπτή η στύση μου. Προσπάθησα να σκεφτώ κάτι αηδιαστικό ή ακόμα και τρομακτικό για να σώσω την κατάσταση, ενώ εκείνη μόλις ένοιωσε τα χέρια μου γύρω της σταμάτησε να αντιστέκεται.
Πραγματικά, αν δεν ήταν μεθυσμένη ίσως να... ίσως...να σκεφτόμουν να προχωρούσα...
'Μα τι κάθομαι και σκέπτομαι;! Η Βι είναι η κολλητή μου και δεν είναι σαν καμιά άλλη γκόμενα!'
«Λυπάμαι πολύ, Κάρτερ...» Μουρμούρισε και δεν ήξερα αν το έλεγε στον ύπνο της ή στον ξύπνιο της.
«Δεν ξέρω τι θα κάνω μαζί σου, Βι! Με τρελαίνεις!» Την φίλησα στο λαιμό κι εκείνη αναστέναξε βαριά.
Αυτή η γυναίκα Θεέ μου!
***End of flashback***
Θυμάμαι ήμασταν ακόμα Τρίτη γυμνασίου... Λίγο αργότερα, την παράτησε ο Μήτσος γιατί ήταν μαλάκας και έλεγε ότι χαλούσα την "σχέση τους"! Όχι πως την κατέστρεψε όταν την απάτησε με την πουτάνα του σχολείου, αλλά τέλος πάντων! Ακόμα θυμάμαι ότι είχα τσακωθεί μαζί του για χάρη της και θα το ξαναέκανα προκειμένου να την κρατήσω μακριά και ασφαλή από τέτοιου είδους σκουπίδια που κυκλοφορούν στην κοινωνία μας, σαν και τον Μήτσο!
Η Βι με το που μπήκε στην ζωή μου, ήξερα ότι δεν θα ήταν απλά ξεχωριστή για μένα, αλλά η σημαντικότερος σταθμός της ζωής μου!
Το μπουκάλι με την βότκα έπεσε από το χέρι μου, αλλά ευτυχώς δεν έσπασε. Τα μάτια μου έκλεισαν βαριά σε μια προσπάθεια να κρατήσω την μορφή της ζωντανή μέσα στο μυαλό μου για όσο περισσότερο μπορούσα!
Δεν άργησα να αποκοιμηθώ... Το επόμενο πρωί ξύπνησα με το ηθικό κάπως αναπτερωμένο, αφού όλο το προηγούμενο βράδυ η Βι και η μορφή της κυριαρχούσαν για άλλη μια φορά στα όνειρα μου.
***Γειά σας! Χριστός ανέστη!
Τι μου κάνετε; Ελπίζω καλά!
Το μόνο που έχω να πω είναι ότι είμαι πάρα πολύ νευριασμένη, γιατί καθώς έγραφα στο word αυτό το κεφάλαιο, σβήστηκε! Δεν ξέρω τι συμβαίνει μπορεί να φταίω κι εγώ! Αλλά αυτή η κατάσταση δεν γίνεται να συνεχιστεί! Μου τη δίνει!
Ελπίζω τουλάχιστον το κεφάλαιο να σας άρεσε γιατί δεν βγήκε έτσι όπως το περίμενα!
Καλή συνέχεια διακοπών! Τα λέμε (ελπίζω σύντομα!)!!!
Στέλλα 😘💗💋❤😘💋❤💗💜💛💚💙💞***
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top