6. Ο αγώνας

Την υπόλοιπη μέρα την αφιέρωσα στην μικρή Έλλη, στο σπίτι μου… Όσο και να μην ήθελα να πάω και να τον συναντήσω, το έκανα. Είχα καιρό να τους δω και όσο και να το αρνιόμουν μου είχε λείψει η οικογένεια μου. Πήρα τηλέφωνο τον Ντάνιελ και τον ενημέρωσα ότι αργότερα, μετά την προπόνηση ποδοσφαίρου που είχα, θα περνούσα από το σπίτι.

Κατά τη διάρκεια της προπόνησης προσπάθησα να διώξω την εικόνα της από το μυαλό μου, αλλά εκείνη δεν κουνούσε ρούπι, καθόταν εκεί και με στοίχειωνε. Ο τρόπος που κρύφτηκε μέσα στην αγκαλιά μου και ο τρόπος που μου εξομολογήθηκε ότι φοβόταν. Φοβόταν μήπως με χάσει, όπως τότε… Μα εγώ δεν θα άφηνα κανέναν να μπει ανάμεσα μας και να μας χωρίσει. Δεν θα επέτρεπα στον εαυτό μου να κάνει το ίδιο λάθος ξανά. Δεν θα έπεφτα στην ίδια παγίδα. Όχι, όχι ξανά...!

Αφού η προπόνηση τελείωσε, επέστρεψα στις εστίες έκανα ένα δροσερό ντους και έφυγα για το πατρικό μου. Εκεί, όταν μπήκα μέσα, όλοι τους ξαφνιάστηκαν με πρώτη και καλύτερη την μικρή αδερφούλα μου.

«Κάρτερ!» Τσίριξε και έτρεξε στην αγκαλιά μου.

Άφησα τα κλειδιά και το κινητό μου στο πάτωμα και γονάτισα ανοίγοντας τα χέρια μου διάπλατα και περιμένοντας την μικρή να φτάσει και να με αγκαλιάσει μετά από πολύ καιρό.

Τα μικρά χεράκια της τυλίχθηκαν γύρω μου όσο καλύτερα μπορούσαν και την φίλησα απαλά στα μυρωδάτα μαλλάκια της. Ύστερα, σηκώθηκα όρθιος με την Έλλη στο ένα μου χέρι καθώς είδα την μητέρα μου να με πλησιάζει με τα μάτια της δακρυσμένα.

«Μαμά…» Την μάλωσα με το βλέμμα μου κι εκείνη γέλασε κι ένας λυγμός της ξέφυγε. Την αγκάλιασα με το ελεύθερο μου χέρι. Τώρα τελευταία είχε γίνει πολύ συναισθηματική, αλλά δεν ήξερα τον ακριβή λόγο. «Μαμά…» Την απομάκρυνα και την κοίταξα κατάματα. Την ταρακούνησα κι εκείνη γέλασε. Την φίλησα κι έπειτα την ελευθέρωσα, επικεντρώνοντας την προσοχή μου στην αδερφή μου που με σκουντούσε ανυπόμονα.

«Τι θες μικρό ζιζάνιο;» Την γαργάλησα κι εκείνη χαχάνισε.

«Άσε με!» Φώναξε και με έσπρωξε.

«Καλά.» Είπα απλά και την άφησα κάτω ελεύθερη.

Η μικρή με κοίταξε με έκπληξη σαν να μην περίμενε τέτοια κίνηση από μέρους μου. Προχώρησα προς το σαλόνι που ήταν και η υπόλοιπη οικογένεια κι εκείνη με πήρε από πίσω φωνάζοντας μου και λέγοντας μου να την σηκώσω ξανά στην αγκαλιά μου. Γέλασα και την σήκωσα ψηλά στερεώνοντας την στους ώμους μου. Τα χέρια της βρέθηκαν πάνω και γύρω από το σαγόνι μου. Πέρασα στο σαλόνι, όπου και συνάντησα την υπόλοιπη οικογένεια.  Ο μπαμπάς έλειπε όπως συνήθως. Ρώτησα τη μαμά και μου απάντησε ότι έλειπε σε ταξίδι κι ότι θα γυρνούσε αργά το βράδυ. Μετά τα μεσάνυχτα. Αυτή ήταν η δουλειά του και την αγαπούσε. Ήταν καπετάνιος κι έτσι, από μικρός θυμάμαι ότι έλειπε από το πρωί τα ξημερώματα και γυρνούσε αργά το βράδυ. Βέβαια υπήρχαν και νύχτες που δεν επέστρεφε σπίτι γιατί ώσπου να φτάσει εδώ, θα έπρεπε ήδη να ξεκινήσει και να ετοιμάσει το πλοίο για να φύγει. Έτσι κάναμε μέρες για να τον δούμε όπως κι εκείνος. Δεν ήταν και η καλύτερη του, μα τον ευχαριστούσε και αφού το αγαπούσε τόσο, κανένας δεν είχε τον λόγο να του πει τι να κάνει με την δουλειά του και τι να μην κάνει. Οι γονείς του, οι παππούδες μου, αγαπούσαν την θάλασσα, μα ο μπαμπάς μου την λάτρευε όπως την μαμά. Έτσι το μήλο κάτω από την μηλιά έπεσε…

Κάθισα μέχρι και το μεσημέρι και δειπνήσαμε μαζί όλη η οικογένεια. Όλα κυλούσαν ήρεμα μέχρι που η φωνούλα της μικρής μου αδερφής ακούστηκε. Και δεν ήταν τόσο χαρούμενη. Εδώ και ώρα την παρατηρούσα που πασπάτευε το φαγητό της και καθόταν αμίλητη.

«Κάρτερ, δεν θέλω να φύγεις…» Είπε δειλά με μια δόση απογοήτευσης.

«Μωρό μου, ξέρεις ότι ο Κάρτερ έχει μάθημα και δεν μπορεί να μείνει παραπάνω.» Επενέβη η μαμά μου κι εγώ της ένευσα για ευχαριστώ.

Ευτυχώς που επενέβη γιατί δεν ήξερα πως να της το φέρω της μικρής χωρίς να στεναχωρηθεί! Η Έλλη ήταν η αδυναμία μου! Δεν ήθελα να την βλέπω θλιμμένη. Σπάραζε  η καρδιά μου!

«Ναι, μα μου έχει λείψει, μαμά!» Η μικρή έτριψε τα ματάκια της και καθώς μιλούσε ένα δάκρυ κύλισε στα ροδαλά μαγουλάκια της.

Άφησα τα μαχαιροπίρουνα στο πιάτο μου και σηκώθηκα από το τραπέζι.

«Να είδες!; Φεύγει! Μας αφήνει ξανά!» Ξέσπασε σε κλάματα και ένας πόνος, αβάσταχτος, με ακινητοποίησε.  ‘Ποιος της έλεγε τέτοια πράγματα;!' «Δεν μας αγαπάει…!» Κι ένας λυγμός συντάραξε το μικροσκοπικό κορμάκι της.

Αμέσως βρέθηκα κοντά της. Την κράτησα στην αγκαλιά μου και κάθισα στην καρέκλα που καθόταν εκείνη προηγουμένως. Τέσσερα ζευγάρια μάτια καρφωθήκαν πάνω μας. Τους κοίταξα όλους έναν προς ένα ύποπτα. Την μαμά μου την απέκλεισα κατευθείαν, δεν μπορούσε να είναι εκείνη! Μας ήθελε αγαπημένους. Τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια μου ήταν οι επόμενοι στη λίστα. Κι έτσι τελευταίος έμεινε ο Λουκάς. Τον κοίταξα με ανασηκωμένο το φρύδι κι εκείνος μου επέστρεψε την ματιά. Έβαλε μια μπουκιά στο στόμα του και άφησε το πιρούνι του κάτω. Αμέσως ήξερα…!

«Αγάπη μου, γιατί το λες αυτό;» Είπε η μαμά.

Φίλησα το κεφαλάκι της κι εκείνη κρύφτηκε ακόμα περισσότερο μέσα στην αγκαλιά μου. Τα χεράκια της έσφιξαν την μπλούζα μου και σηκώθηκα από το τραπέζι. Τους ενημέρωσα ότι θα πήγαινα την Έλλη πάνω για να συζητήσουμε με περισσότερη ηρεμία.

Έτσι κι έγινε. Την κράτησα σφιχτά στην αγκαλιά μου θέλοντας να της δείξω ότι ανεξάρτητα από τις συνθήκες εγώ θα ήμουν πάντοτε δίπλα της να την προσέχω και να την προστατεύω. Έφτασα στο δωμάτιο της και την άφησα στο κρεβάτι της. Εκείνη χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα και αγκάλιασε το μαξιλάρι της γυρνώντας μου την πλάτη. Αναστέναξα.

Για ποιο λόγο της γέμιζε το παιδικό μυαλουδάκι της με τέτοιες σκέψεις και ανησυχίες;

«Έλλη μου…» Έκατσα στην άκρη του κρεβατιού κι εκείνη κουκουλώθηκε με το πάπλωμα. «Μωρό μου…» Τράβηξα τα σκεπάσματα μακριά για να μπορέσω επιτέλους να δω το προσωπάκι της κι εκείνη με άφησε. «Κοίτα με μικρή.» Δειλά – δειλά τα μάτια της συνάντησαν τα δικά μου και αμέσως δάκρυσε ξανά. «Έλα εδώ.» Έβγαλα τα παπούτσια μου και ξάπλωσα δίπλα της κάτω από τα σκεπάσματα. Την κράτησα στην αγκαλιά μου και μας σκέπασα. Και για πρώτη φορά μετά το προηγούμενο βράδυ η Βι δεν βρισκόταν στο μυαλό μου, δεν ήταν μια από τις σκέψεις μου…! «Τι έχεις μικρή μου; Γιατί λες ότι δεν σε αγαπάω αγάπη;» Την φίλησα απαλά στο μέτωπο, ενώ το χέρι μου βρέθηκε να χαϊδεύει τα μαλλιά της. «Σου το έχω υποσχεθεί ότι δεν θα φύγω ποτέ! Το θυμάσαι;» Τη ρώτησα κι ένευσε διστακτικά. «Τότε γιατί είπες όλα αυτά κάτω; Ε;» Συνέχισα στον ίδιο απαλό τόνο.

«Άτε, είχες πάρα πολύ καιρό να έρθεις και…» Έκανε μία παύση για να αναπνεύσει. «…μου έλειψες!» Με κοίταξε. «Πολύ!»

Την φίλησα γλυκά.

«Το ξέρω μικρή μου και συγγνώμη που δεν μπόρεσα να έρθω. Είχα διαβάσματα και πλέον δεν είμαι μικρός όπως κι εσύ!» Την γαργάλησα κι εκείνη χαχάνισε χαρούμενα. Ένα χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη μου. «Πρέπει να διαβάζω… Αυτή είναι η προτεραιότητα μου τώρα.»

«Τι είναι προτεραιότητα;» Ρώτησε μετά από λίγο.

«Μμμ, προτεραιότητα είναι όταν βάζεις κάτι πρώτο.» Εξήγησα.

«Α, δηλαδή εσύ βάζεις πρώτα τα μαθήματα και μετά εμένα;» ρώτησε πονηρά.

Η αδερφή μου ήταν μια παμπόνηρη αλεπού! Ήξερε να γυρίζει τις καταστάσεις έτσι όπως την βόλευε παρά την ηλικία της.

«Βρε παλιό μικρό παμπόνηρο ζιζάνιο! Ποιος σου είπε κάτι τέτοιο;» την γαργάλησα ξανά ξέροντας ότι η αδερφούλα μου θα έκαιγε καρδιές όταν θα μεγάλωνε! Το καλό που του ήθελα -εκείνου που θα την κατάφερνε- είναι μόνο να μην την πλήγωνε! Αλλιώς θα είχε να κάνει μαζί μου! «Ε;! Που τα σκέφτεσαι όλα αυτά μικρή πονηρή αλεπού; Ε;»

Γέλασε χαρούμενα και γέμισε το κενό που αισθανόμουν από τότε που αποχωρίστηκα την Βι. Μόνο η Έλλη μπορούσε…

Συνέχισα να την γαργαλώ.

«Στα…σταμάτα!» Είπε ανάμεσα στα γέλια και τις τσιρίδες της κι εγώ συνέχισα το μαρτύριο της γνωρίζοντας ότι το διασκέδαζε όσο κι εγώ!




Μετά από μία ώρα περίπου βγήκα από το δωμάτιο της μικρής κλείνοντας απαλά την πόρτα πίσω μου για να μην την ξυπνήσω. Είχε κοιμηθεί στην αγκαλιά μου. Δεν κατάφερα να την ρωτήσω ποιος τις είχε πει τέτοια πράγματα για μένα, έτσι ώστε να βρω τον ένοχο, αν και ήξερα ήδη!

Κατέβηκα κάτω, στην κουζίνα και πλέον το τραπέζι ήταν άδειο και στρωμένο στην εντέλεια! Η μαμά έπλενε τα πιάτα και τα αγόρια ήταν εξαφανισμένα.

«Μαμά φεύγω.» Ανακοίνωσα και πήρα τα πράγματα μου.

«Δεν θα τελειώσεις το φαγητό σου αγόρι μου;» Ρώτησε και σκούπισε τα χέρια της από τις σαπουνάδες.

«Όχι, δεν έχω όρεξη… Οι άλλοι τρεις που εξαφανίστηκαν;» Ρώτησα περίεργα.

«Ο Ντάνιελ στης Μαρίας, ο Έκτορας με τους φίλους του και ο Λουκάς, δεν ξέρω πριν λίγο έφυγε χωρίς να πει τίποτα. Αυτό το παιδί… Αχ, Θεέ μου βοήθησε τον!»

«Τέλος πάντων, δώσε τα χαιρετίσματα μου στον μπαμπά και στους άλλους τους… τα αδέρφια μου και πολλά φιλιά στην Έλλη.» Την φίλησα στο μάγουλο. «Τα λέμε.»

«Γειά σου, μωρό μου. Να προσέχεις, ε;»

«Αχ, μαμά, όχι πάλι τα ίδια!» Γκρίνιασα και γύρισα πάλι πίσω για να την αγκαλιάσω. «Κάθε φορά που θα φεύγω έτσι θα κάνεις;»

«Συγγνώμη, μα δεν μπορώ να το ελέγξω! Είναι που μεγαλώνετε και δεν πρόλαβα να σας χορτάσω καλά καλά.» Σκούπισε τα μάτια της. «Εντάξει, αρκετά με τα δράματα!» Με έσπρωξε μακριά. «Άντε, φύγε μη σε καθυστερώ. Πλέον έχεις και υποχρεώσεις…» Είπε να νόημα. «Πολλά φιλιά στον Μάνο.»

«Οκ, θα τα πούμε.» Άνοιξα την πόρτα και έφυγα. 

Στο τέλος της ημέρας, πήγα ξανά στο γήπεδο για να κάνω προπόνηση γιατί ο αγώνας της επομένης ήταν ο σημαντικότερος μέχρι στιγμής! Η αντίπαλη ομάδα ήταν μία από τις καλύτερες στον όμιλο και έπρεπε να την νικήσουμε αν θέλαμε να προκριθούμε.

Την Βι δεν την είδα ούτε την συνάντησα… Δεν ξέρω τι ένοιωσα γι' αυτό… Ίσως ένα κενό στο στήθος θα μπορούσε να το περιγράψει.

Κατά τις δώδεκα παρά, έπεσα στο κρεβάτι κουρασμένος ύστερα από μια εξαντλητική μέρα η οποία περιλάμβανε δύο δίωρες προπονήσεις και γαργαλητό μέχρι θανάτου με την μικρή, παρ' όλα αυτά, πανέξυπνη αδερφή μου. Ο ύπνος με παρέσυρε στα δικά του ουτοπικά μονοπάτια με την σκέψη μου σε εκείνη…



Την επόμενη μέρα ξύπνησα κατά τις δώδεκα το μεσημέρι. Δεν είχα το κουράγιο να σηκωθώ. Όταν όμως το έκανα, έκανα ένα δροσερό ντους για να ξυπνήσω. Ύστερα κατευθύνθηκα στην τραπεζαρία της Πανεπιστημιούπολης για το πρωινό μου. Βέβαια δεν ήταν σαν της μαμάς, αλλά δεν είχα όρεξη να πηγαινοέρχομαι στο εστιατόριο που βρισκόταν πέντε τετράγωνα μακριά από την Πανεπιστημιούπολη. Έτσι βολεύτηκα με ένα μήλο, χυμό και δημητριακά – τουλάχιστον έτσι τα ονόμαζαν…

Αφού τελείωσα το πρωινό κατευθύνθηκα προς το δωμάτιο μου. Εκεί με περίμενε ο Μάνος και ήμουν σίγουρος ότι θα ζητούσε εξηγήσεις για το τι συνέβη μετά την έξοδο της Παρασκευής. Η αλήθεια είναι ότι ήμουν λίγο ζαλισμένος από τα ποτά που τα κατέβαζα σαν να ήταν νερό. Κάθε αδιάκριτο ή πρόστυχο βλέμμα πάνω από ξένο με έκανε να τρελαίνομαι! Απορώ πως κρατήθηκα και δεν ξεκίνησα καβγά με όποιον την κοιτούσε! Ήθελα να τους πιάσω από τον λαιμό και να τους χτυπήσω κάτω με τόση δύναμη που να έμεναν λιπόθυμοι! Αλλά δεν το έκανα, γιατί ήξερα ότι εκείνη θα το θεωρούσε λάθος και ότι στο τέλος εγώ θα ήμουν ο χαμένος διότι θα κατέληγα μαλωμένος με εκείνη!

Καλωσόρισα τον φίλο μου και του έδωσα τα χαιρετίσματα από την μητέρα μου. Με λίγα λόγια του εξήγησα τα γεγονότα της προηγούμενης μέρας μιας και δεν είχαμε συναντηθεί μετά την Παρασκευή. Μου αποκάλυψε ότι κι εκείνος υποπτευόταν τον Λουκά όπως κι εγώ άλλωστε. Αλλά με συμβούλεψε να μην τον κατηγορήσω ευθύς εξαρχής γιατί μπορεί να ευθυνόταν κάποιος άλλος.

Θα ακολουθούσα την συμβουλή του, γιατί πρώτον, ο Μάνος μου είχε αποδείξει άπειρες φορές την πίστη του σαν φίλος προς το άτομο μου και δεύτερον, είχα την κρυφή ελπίδα ότι δεν το έκανε ο μικρότερος αδερφός μου -Λουκάς- αλλά κάποιος άλλος!

«Μακάρι να μην είναι εκείνος…» Ξεφύσησα και πέταξα την μπάλα στον Μάνο. Ήταν κάτι που κάναμε από μικροί. Μιλούσαμε και παίζαμε μπάλα. Είχαμε φύγει από το δωμάτιο μου και είχαμε πάει στο γήπεδο της μικρής μας φοιτητικής πόλης.

«Κι εγώ φίλε.» Και σούταρε την μπάλα. Την έπιασα και με τη σειρά μου του έδωσα πάσα. Συνεχίσαμε έτσι αμίλητοι για λίγο να κάνουμε σουτάκια ο ένας τον άλλον μέχρι τη στιγμή που διέκοψε την ησυχία μεταξύ μας. «Και δεν μου λες, τι έγινε χθες με την Βι;» Ρώτησε με ένα πονηρό χαμόγελο.

Για μια στιγμή νόμισα ότι ήξερε… Ήξερε τι είχε συμβεί ανάμεσα μας. Μα όταν τον παρατήρησα καλύτερα, κατάλαβα και απλά ήθελε να με κάνει να του αποκαλύψω τι είχε συμβεί. Του γύρισα την πλάτη, προσπαθώντας να καθυστερήσω το αναπόφευκτο. Κλώτσησα την μπάλα μ' όλη μου τη δύναμη, σε μια προσπάθεια να ξεσπάσω. Αλλά ήταν αδύνατο! Δεν μπορούσα να αποβάλλω όλο αυτό το χαμό από μέσα μου, όλο το μπέρδεμα και όλα όσα αισθανόμουν…

Τα πόδια μου λύγισαν και βρέθηκα στο πράσινο χορτάρι του γηπέδου.

«Θα σου πω, αλλά υποσχέσου μου ότι δεν θα το πεις πουθενά!» Είπα παίζοντας με το χορτάρι. Όσο σκεφτόμουν τα χέρια της πάνω μου και τα δικά μου πάνω της, αυτή η έξαψη, αυτή η πρωτόγνωρη αίσθηση που αισθάνθηκα όταν βρισκόμουν από πάνω της και την φιλούσα… Αυτή την αίσθηση! «Ούτε στην Γαβριέλα!»

Γύρισα για να βεβαιωθώ ότι δεν θα μιλούσε γι' αυτό σε κανέναν, και ιδιαίτερα στην Γαβριέλα! Γιατί αν το μάθαινε η εκείνη, τότε με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, η Βικτόρια θα το μάθαινε… Τον κοίταξα δύσπιστα κι εκείνος παραδόθηκε. 

«Εντάξει, εντάξει! Ούτε λέξη!» Με διαβεβαίωσε, αλλά ήμουν σίγουρος ότι κάποια στιγμή θα του ξέφευγε.

«Την…» Πήρα μια βαθιά ανάσα. «…Την φίλησα.» Είπα τελικά κι έμεινε να με κοιτάζει σα να είχε δει φάντασμα. Έτσι συνέχισα. «Δηλαδή, δεν την φίλησα ακριβώς στα χείλη, αλλά την φίλησα! Την φίλησα αρχικά σ' όλο το πρόσωπο, ύστερα δίπλα απ' τα χείλη…» Η σκηνή αμέσως σχηματίστηκε στο μυαλό μου και η χθεσινή έξαψη επέστρεψε στο λεπτό. «Η λίγη αυτή επαφή με έκανε να τρελαθώ! Κι έτσι συνέχισα. Τα χείλη μου βρέθηκα στον λαιμό της φιλώντας την όλο και πιο άγρια, όλο και πιο λαίμαργα, όλο και πιο πεινασμένα.» Έκανα μια παύση κι ο  Μάνος μου έκανε νόημα να συνεχίσω. «Οι αναστεναγμοί της με έκαναν να θέλω περισσότερο, με έκαναν να θέλω να της κάνω τόσα πράγματα… Δεν ήθελα να ξεκολλήσω από πάνω της, ήθελα να της κάνω… έρωτα, φίλε…»

«Ωχ, ωχ!» Με κοίταξε ανήσυχος. «Φίλε την έχεις πατήσει!»

«Αν την έχω πατήσει, λέει;! Χθες δεν πήδηξα καμία! Ούτε προχθές! Και την τελευταία φορά που το έκανα, σκεφτόμουν εκείνη στην θέση αυτής που πηδούσα!» Έκανε μία γκριμάτσα. «Δεν την έχω πατήσει απλά! Νομίζω πως μου αρέσει περισσότερο από το κανονικό. Και το χειρότερο είναι ότι δεν μπορώ να το ελέγξω! Στο μπαρ, είδες πόσοι μαζεύτηκαν γύρω της για να της πιάσουν κουβέντα. Ξέρεις πως έμειναν μακριά της;» Τον ρώτησα εμφατικά. «Ή έμπαινα ανάμεσά τους όταν την πλησίαζαν ή τους τραβούσα διακριτικά μακριά. Ένας τόλμησε να την αγγίξει και μόνο που δεν του επιτέθηκα!» Παραδέχτηκα φωνάζοντας ελάχιστα. «Αυτή η γυναίκα με έχει τρελάνει, Μάνο! Είναι η κολλητή μου και την γουστάρω! Πόσο ανώμαλος παίζει να 'μαι;!»

«Δεν είσαι ανώμαλος, Κάρτερ! Είσαι ερωτευμένος! Κι επίσης λίγο μαλάκας!» Τον στραβοκοίταξα. «Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας. Το θέμα είναι ότι αν το καλοσκεφτείς, θα καταλάβεις ότι τέτοια συμπεριφορά είχες πριν τα φτιάξεις με την Λούσι… Μπορεί να μην το είχες καταλάβει, αλλά φερόσουν υπερπροστατευτικά. Σκέψου το λίγο…»

***FLASHBACK***

Πριν τέσσερα χρόνια…



«Μου…μου αρέσει κάποιος…» Παραδέχτηκε μετά από πολλή πίεση.

«Αλήθεια;!» Τσίριξαν οι φιλενάδες της, ενώ ο εγώ  φώναξα  ξαφνιασμένος «ΤΙ;!»

Χαμογέλασε ντροπαλά και τα κορίτσια την αγκάλιασαν λέγοντας της πόσο χαρούμενες ήταν για εκείνη που επιτέλους της άρεσε κάποιος. Απογοήτευση και θυμός άρχισαν να μεγαλώνουν μέσα μου, τόσο πολύ που ξαφνικά ήθελα να χτυπήσω κάτι! Κάποιον!

Την αγκάλιασαν χαχανίζοντας σαν χαζά και κάνοντας τα νεύρα μου να τρελαίνονται! Έσφιξα το σαγόνι μου προσπαθώντας να αποφύγω για άλλη μια φορά το αναπόφευκτο.

Ο Μάνος με κοιτούσε καθ' όλη τη διάρκεια. Δεν του έδωσα σημασία. Αυτό που μόλις είχε βγει από τα γλυκά χειλάκια της με ταρακούνησε τόσο γαμημένα πολύ, που ήθελα να τα κάνω όλα λαμπόγυαλο μέσα στο κωλομάγαζο! Το βλέμμα του Μάνου με μάλωσε σαν να ήξερε τι θα έκανα στη συνέχεια, μα δεν έδινα δεκάρα! Ένοιωσα ότι θα την έχανα και θύμωσα που δεν θα ήμουν ικανός να την κρατήσω!

«Εγώ φεύγω!» Πήρα το μπουφάν μου και σηκώθηκα από την καρέκλα κάνοντας το τραπεζάκι να ταρακουνηθεί. Πέταξα τα λεφτά για τον καφέ μου και κατευθύνθηκα με νεύρο προς την γυάλινη πόρτα! Έξω είχε σκοτεινιάσει και ο ουρανός ήταν γεμάτος με σύννεφα έτοιμος να βρέξει και να διώξει την λύπη του. Έτσι ήμουν κι εγώ, συννεφιασμένος…

Η φωνή της με σταμάτησε. Δεν γύρισα, περίμενα να ακούσω τι είχε να πει…

«Κάρτερ;» Το χέρι της ακούμπησε τον ώμο μου και αμέσως τσιτώθηκα από την επαφή μας. «Τι έγινε;» Ρώτησε.

Η αλήθεια είναι ότι ούτε κι εγώ ήξερα τι είχε συμβεί με μένα… Το μόνο που ήξερα ήταν ότι ένοιωθα… πληγωμένος…

Δεν απάντησα.

«Κάρτερ, τι έχεις;» Προσπάθησε να με γυρίσει προς το μέρος της, αλλά από τον πληγωμένο μου εγωισμό αντιστάθηκα. «Αγάπη; Τι σου συμβαίνει;» Η καρδιά μου αύξησε τους παλμούς της στο άκουσμα της λέξης «αγάπη». «Ε…έκανα κάτι;» Τραύλισε και αμέσως γύρισα αντικρίζοντας τα βουρκωμένα και πανέμορφα ματάκια της.

«Όχι, ματάκια μου, όχι!» Κράτησα στα χέρια μου το πρόσωπο της.

«Τότε γιατί σηκώθηκες κι έφυγες;» Δάκρυα κύλισαν στο αψεγάδιαστο πρόσωπο της. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από την μέση μου.

«Απλά θυμήθηκα ότι πρέπει να πάω σπίτι γιατί όλοι θα φύγουν και θα πρέπει να προσέχω την Έλλη, Βι.» Είπα την πρώτη δικαιολογία που σκέφτηκα ελπίζοντας να την πιστέψει, που απ' ότι φάνηκε το έκανε.

«Και γιατί σηκώθηκες έτσι;»

«Έχεις δίκιο.» Φίλησα ροδοκόκκινα μάγουλα της στα οποία κυλούσαν καινούρια δάκρυα. «Δεν έπρεπε να σηκωθώ έτσι! Συγγνώμη, Βι μου.» Την φίλησα στο μέτωπο και ένοιωσα γεμάτος.

Ύστερα την αγκάλιασα σφιχτά κι εκείνη μου ανταπέδωσε. Δεν με ένοιαζε αν κάποιοι μας κοιτούσαν, με ένοιαζε να διορθώσω τη ζημιά που προκάλεσα.

«Μήπως έφταιξε αυτό που είπα; Ότι μου αρέσει κάποιος…;»

Με έπιασε!

«Όχι! Μα τι λες τώρα ρε Βι;» Έκανα και καλά τον θιγμένο και απομακρύνθηκα.

«Καλά, καλά!» Με τράβηξε πίσω στην αγκαλιά της. Τύλιξα τα χέρια μου γύρω της και μύρισα διακριτικά το άρωμα της. «Μπορώ τουλάχιστον να ‘ρθω μαζί σου;» Ρώτησε αφήνοντας με έκπληκτο!

«Βι, όσο και να το θέλω αυτό, δεν νομίζω ότι οι γονείς σου θα το πάρουν πολύ καλά αυτό…»

Έκανε λίγο πίσω κάνοντας με να δυσανασχετήσω από την έλλειψη επαφής.

«Κι από ποτέ εσύ σκέφτεσαι τι πιστεύουν οι γονείς μου;» Ανασήκωσε το φρύδι.

«Από τότε που μπήκες τιμωρία!»

«Καλά…» Έκανε απρόθυμα πίσω. Είδα στα μάτια της πόσο ήθελε να έρθει μαζί μου, πόσο ήθελε να μου ζητήσει να μείνω, να είμαι μαζί της, και κατάλαβα ότι η Βι θα ήταν για πάντα δίπλα μου! Τα μάτια της μου το υποσχέθηκαν. «Τα λέμε…» Ένα δάκρυ κύλισε στα κόκκινα πλέον μάγουλα της και μ' έκανε σχεδόν να αλλάξω γνώμη!

«Έλα 'δω!» Της είπα και την τράβηξα μέσα στην αγκαλιά μου. Την κράτησα μη θέλοντας να απομακρυνθεί. «Δεν θέλω να μου στεναχωριέσαι για κανέναν λόγο!» Την κοίταξα βαθιά μέσα στα μάτια. «Εντάξει;» Ένευσε. «Δεν μπορώ να σε βλέπω έτσι…» Τα χέρια μου κράτησαν το πρόσωπο της και τα χείλη μου φίλησαν απαλά τη μυτούλα της κάνοντας την να γελάσει. Της χαμογέλασα. Ήταν πολύ όμορφη όταν έκλαιγε…! Μα δεν ήθελα να την βλέπω να κλαίει! Μου ράγιζε την καρδιά… «Αν θέλεις μπορώ να πω στους γονείς μου ότι θα αργήσω λίγο…» 

«Όχι, όχι. Δεν πειράζει.» Με αγκάλιασε μια τελευταία φορά. «Πήγαινε στην μικρή σου.» Έκανε λίγα πίσω βήματα.

Την φίλησα στο μάγουλο και της είπα ότι θα τα πούμε την επομένη. Άρχισε να περπατά προς το τραπέζι με τους φίλους μας, όταν την σταμάτησα.

«Βι...» Ήθελα να της πω πόσο πολύ την αγαπούσα! Όμως, δείλιασα… Ήθελα να της πω ότι το μόνο που με νοιάζει είναι να την βλέπω χαρούμενη και να γελάει… Και ότι θα έκανα τα πάντα για να την δω ευτυχισμένη! Ακόμα κι αν αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να την αποχωριστώ!

Μου χαμογέλασε γλυκά και με ένα νεύμα της της, μου έδωσε να καταλάβω ότι ήξερε αυτό που ήθελα να της, αλλά που δεν μπορούσα να εκφράσω με τα λόγια.

***Τέλος flashback***

Ο Μάνος είχε δίκιο…! Ήμουν τσιμπημένος μαζί της, απλά δεν το είχα καταλάβει… Νόμιζα ότι απλά της είχα μεγάλη αδυναμία ή κάτι τέτοιο…, αλλά τελικά δεν ήταν απλή αδυναμία…



Οι επόμενες τρεις ώρες πέρασαν γρήγορα με εμένα και την υπόλοιπη ομάδα ποδοσφαίρου να κάνει προθέρμανση για τον πιο δύσκολο αγώνα μέχρι στιγμής. Ο Μάνος με είχε ενημερώσει ότι η Βι θα ερχόταν μαζί με τις φίλες της και από τη στιγμή που μου το είπε, δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ! Ανυπομονούσα για την στιγμή που θα την έβλεπα ξανά.

«Κάρτερ!» Άκουσα κάποιον να με φωνάζει.

Γύρισα ενοχλημένος που με διέκοψε από τις σκέψεις μου και αντίκρισα τον Μάνο να τρέχει προς το μέρος μου.

«Η Τόρι μετά τον αγώνα θέλει να σου μιλήσει.» Είπε αφού είχε πλησιάσει αρκετά κοντά.

«Για τι;» Ρώτησα με περιέργεια, αλλά ο φίλος μου ανασήκωσε τους ώμους του ανήξερος. «Οκ, ευχαριστώ.»

Ύστερα από λίγη ώρα, ο διαιτητής σφύριξε και το παιχνίδι είχε αρχίσει.

Είχαμε φτάσει στα μισά σχεδόν του πρώτου ημιχρόνου και εγώ είχα μείνει λίγο πιο πίσω, όταν ένοιωσα τη ματιά της πάνω μου. Γύρισα να προς το μέρος και όντως με κοίταζε. Της έκανα νόημα με το χέρι ότι ήθελε ξύλο που μίλησε στον Μάνο, ενώ δεν έπρεπε λόγω του στοιχήματος και δαγκώνοντας το δάχτυλό μου, της έδειξα ότι την είχε πολύ ''άσχημα''.

Δάγκωσε το κάτω χείλος της -ως απάντηση- κάτι που δεν είχα προλάβει να κάνω πάνω της δύο μέρες πριν!

Ο προπονητής θα έκραζε άσχημα γι' αυτό που έκανα, ωστόσο δεν με ενδιέφερε… Η Βι ήταν πιο σημαντική από οποιονδήποτε αγώνα!

Έτρεξα γρήγορα προς το αντίπαλο τέρμα για να βοηθήσω τους συμπαίκτες μου ακούγοντας ήδη τον προπονητή μου να μου φωνάζει να σταματήσω τις μαλακίες!

Κατάφερα να τους φτάσω. Ο Λούης έδωσε πάσα στον Γιώργο, έναν συμπαίκτη μας, και έπειτα έτρεξε δίπλα μου καθώς περιμέναμε να μας κάνει σέντρα. Ο Λούης έπιασε την κεφάλια αλλά η μπάλα χτύπησε στο οριζόντιο δοκάρι. Έτσι η μπάλα ήρθε με φόρα προς το μέρος μου. Την κοντρόλαρα κι έπειτα, αφού την κατέβασα, σούταρα. Η μπάλα ''έσκισε'' τα δίχτυα και όλοι οι οπαδοί μας ξεσηκωθήκαν!

Άρχισα να πανηγυρίζω και πολύ σύντομα ήρθαν σχεδόν όλοι οι συμπαίκτες μου κατά πάνω μου πανηγυρίζοντας μαζί μου. Απομακρύνθηκα και κοίταξα προς το μέρος της Βι. Της έστειλα ένα φιλί, αλλά για κάποιον λόγο εκείνη φαινόταν θυμωμένη… Ύστερα αφού κατάλαβε ότι το φιλί πήγαινε για εκείνη και όχι για την πουτάνα, χαμογέλασε μη περιμένοντας τέτοια κίνηση από μέρους μου. Συνέχισε να χειροκροτεί και 'γω συνέχισα να την κοιτώ σαν να ήταν η μόνη που υπήρχε στις εξέδρες για μένα…

Κάποιος με καβάλησε κάνοντας με να παραπατήσω, όμως δεν κατάφερε να με κάνει να κοιτάξω αλλού, εκτός από τα μάτια της Βι μου.  

Μέχρι το τέλος του αγώνα, είχαμε βάλει άλλο ένα γκολ, ενώ η αντίπαλη ομάδα κανένα. Όταν πήγαμε στα αποδυτήρια, ο προπονητής ήταν χαρούμενος με την νίκη μας αλλά τρομερά θυμωμένος μαζί μου. Με απείλησε ότι αν ξανακάνω κάτι τέτοιο, δεν θα είμαι στη βασική ενδεκάδα. Όμως δεν έδωσα σημασία, γιατί ήξερα ότι δεν θα το ‘κανε και δεύτερον, γιατί δεν ήθελα οι άλλοι να μου λένε τι να κάνω!

Αφού άλλαξα κι έκανα ένα γρήγορο ντους βγήκα από τα αποδυτήρια και περίμενα τη Βι στο κέντρο του γηπέδου.

Ήμουν περίεργος να μάθω τι στο καλό ήθελε να μου πει!

Δεν πέρασε πολλή ώρα όταν την είδα να πλησιάζει.

«Καλά πήγε ο αγώνας.» Είπε με αμηχανία, θέλοντας να αποφύγει τη συζήτηση, αλλά ήξερα ότι δεν ήταν αυτό που ήθελε να μου πει.

«Μπες στο θέμα, Βι.» Είπα καθώς έπαιζα με την αγαπημένη, αλλά παλιά μου μπάλα, με την οποία της μάθαινα ποδόσφαιρο.

Έμεινε σιωπηλή για λίγο, γεγονός που με έκανε να ανησυχήσω.

«Εντάξει.» Αναστέναξε δυνατά. «Άκου.» Οι ματιές μας συναντήθηκαν. «Πώς να το πω;» Μουρμούρισε.

«Απλά πες.» Είπα ανυπόμονα.

«Τα κορίτσια, η Γαβριέλα και η Νικόλ, είπαν ότι εμείς οι δυο έχουμε...έχουμε...» Κόμπιασε.

«Τι έχουμε Βι;»

Προσπαθούσα να δω που το πήγαινε, αλλά δεν μπορούσα. Δεν καταλάβαινα.

«...Έχουμε κάτι παραπάνω από...»

Οι συνεχείς παύσεις της άρχισαν να με ενοχλούν.

«Παραπάνω από τι; Πες μου Βι, μη μου σπας τα νεύρα.» Σχεδόν της φώναξα, μ' αποτέλεσμα να κερδίσω ένα ενοχλημένο βλέμμα.

«Ότι έχουμε κάτι παραπάνω από φιλιά.» Είπε με μια ανάσα και η μπάλα έφυγε από το πόδι μου.

Τι;!, ούρλιαξα δυνατά από μέσα μου. Πώς;

Σταμάτησε την μπάλα με το πόδι της με τον ακριβή τρόπο που της είχα μάθει  και με κοίταξε διστακτικά. Σαν να φοβόταν την αντίδρασή μου…

Ήθελα να εκτονώσω αυτό το περίεργο συναίσθημα που ένοιωθα, εκείνο που νοιώθει κάποιος όταν τον έχουν τσακώσει, όταν τον έχουν πιάσει στα πράσα!

«Κι εγώ ήθελα να βεβαιωθώ ότι έχουν άδικο.» Είπε, ενώ τα μάτια της φοβούνταν τα δικά μου.

Έμεινα σιωπηλός. Γιατί άραγε να με φοβάται; , αναρωτήθηκα. Όμως, δεν φοβόταν εμένα. Φοβόταν την απόρριψη μου…;

Τι διάολο; Φοβάται μήπως με χάσει;!

«Θα είμαστε φίλοι ότι κι αν γίνει, εντάξει;» Είπα τελικά, προσπαθώντας να αποφύγω να απαντήσω.

Ήλπιζα… Βαθιά μέσα μου το έκανα! Δεν ήθελα να την χάσω. Το έκανα μια φορά, γαμώτο, και ήταν αρκετή για να με κάνει ένα με το χώμα! Δεν θα την άφηνα να φύγει ξανά!

Κατένευσε κι ύστερα απ' αυτό, δεν μιλήσαμε για λίγη ώρα. Μείναμε και οι δυο σιωπηλοί και οι δυο χαμένοι στις σκέψεις μας.

Κάποια στιγμή, η Βι άρχισε να παίζει με την μπάλα κάνοντας προσπάθειες να σταθεί πάνω της. Την προειδοποίησα ότι αν ήμουν στη θέση της δεν θα έκανα τη συγκεκριμένη κίνηση, μα εκείνη μου απάντησε αλαζονικά ότι δεν πρόκειται να πέσει.

Την ίδια στιγμή που το ξεστόμισε,  ο αστράγαλός της  γύρισε κι εκείνη έχασε την ισορροπία της. Νόμιζα ότι κατάφερα να την κρατήσω όρθια, αλλά όταν τα χέρια μου δεν μπόρεσαν μα το κάνουν και βρέθηκα σχεδόν από πάνω της, ήξερα πως είχα αποτύχει…!

Η τρομάρα που πήραμε ήταν απερίγραπτη! Όταν είδα την έκφραση τρόμου στο όμορφο προσωπάκι της, διπλώθηκα στα γέλια. Εκείνη με αγριοκοίταξε και εγώ γέλασα ακόμα δυνατότερα! Κάπου στο ενδιάμεσο άρχισε να γελάει κι εκείνη.

«Στο 'πα, δεν στο 'πα... ότι θα ...πέσεις;» Κατάφερα να πω ανάμεσα στα γέλια, αλλά εκείνη με αγνόησε και συνέχισε να γελάει.
Δεν πέρασαν πέντε λεπτά γέλιου και η Βι αποφάσισε να σηκωθεί. Κι έτσι όπως σηκώθηκε, έτσι προσγειώθηκε στο έδαφος μορφάζοντας από τον πόνο.

«Άσε με να σε βοηθήσω.» Προσφέρθηκα νοιώθοντας τύψεις.

«Όχι, είμαι εντάξει.» Αρνήθηκε πεισματικά.

Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά έπεσε ξανά κάτω κλαψουρίζοντας αυτή τη φορά.

«Μην αρνείσαι Βι.» Την βοήθησα να σηκωθεί. Πέρασα το χέρι μου γύρω από την μέση της κι εκείνη γύρω από τους ώμους μου. Με την βοήθεια μου έκανε ένα βήμα κατά το οποίο το χτυπημένο της πόδι λύγισε προδίδοντας τον πόνο της περιμένοντας άλλο και μην έχοντας σκοπό να της επιτρέψω να προκαλεί πόνο στον εαυτό της, την σήκωσα στα χέρια μου.

«Ευχαριστώ.»  Είπε απαλά.

«Παρακαλώ.» Την κοίταξα βαθιά μέσα στα μάτια, μ' αποτέλεσμα εκείνη να κοκκινίσει και να στρέφει το βλέμμα της αλλού.

Τα χέρια της είχαν ήδη τυλιχτεί γύρω μου, όμως ήθελα κι άλλο! Ήθελα κι άλλη, περισσότερη επαφή!

«Πού είναι το αυτοκίνητο σου;» Την ρώτησα όταν βγήκαμε από το γήπεδο.

Την παρατήρησα καθώς έψαχνε το αυτοκίνητό της με τα μάτια της.
«Να το! Εκεί είναι!» Αναφώνησε και μου έδειξε ένα γκρι σκούρο Mini Cooper.

«Ποιο; Αυτό εκεί το σκουρόχρωμο στο βάθος;» Της έδειξα το αυτοκίνητο.

«Ναι.»

Χωρίς να καθυστερήσω ούτε δευτερόλεπτο, άρχισα να τρέχω όσο γρηγορότερα μπορούσα. Η Βι τρομαγμένη, τσίριξε και κόλλησε πάνω μου όσο ποτέ άλλοτε! Άρχισα να γελάω δυνατά και την έσφιξα πάνω μου.
Ο δρόμος μπροστά μας λιγόστευε και δεν ήθελα να τελειώσει. Διότι αν τέλειωνε, θα αναγκαζόμουν να την αφήσω να περπατήσει μόνη της…

Δεν άργησα να σταματήσω, αλλά δεν την άφησα να σταθεί στα ποδιά της. Ήθελα να την φροντίσω με τον οποιοδήποτε δυνατό τρόπο!

«Που είναι τα κλειδιά;» ρώτησα και προσπάθησα να βρω την ανάσα μου ξανά.

Την άφησα να σταθεί στα ποδιά της – υποβασταζόμενη όμως- αφού μου έδωσε τα κλειδιά.

«Θα οδηγήσω εγώ.» Είπα.

Με κοίταξε ειρωνικά.

«Αλήθεια;» Κινήθηκε προς την πόρτα του συνοδηγού.

«Ναι, αλήθεια. Τώρα δώσε μου τα κλειδιά!»

Κι εκείνη κούνησε το κεφάλι της αρνητικά με πείσμα.

«Όχι! Θα οδηγήσω εγώ! Έχω μπει ξανά σε αυτοκίνητο μαζί σου ενώ οδηγείς.» Γέλασε. «Δεν μπορώ να πω ότι είσαι και ο καλύτερος οδηγός.»

Την πλησίασα απειλητικά χωρίς να με νοιάζουν ιδιαίτερα οι προσβολές της, ενώ εκείνη άρχισε να πισωπατεί.

«Κατ' αρχήν, Βι, έχω βελτιωθεί από τότε.» Χαμογέλασα στραβά, καθώς την πλησίαζα.

Την είχα πλησιάσει τόσο, ώστε εκείνη να γέρνει πάνω στο Mini κι εγώ να σκύβω από πάνω της. Η ματιά μου στάθηκε στα χείλη της, ενόσω η βαριά της ανάσα χτυπούσε τα χείλη μου. Ήμασταν τόσο κοντά, όπως και πριν από δύο μέρες. Ένοιωσα τη γνώριμη έξαψη που μου προκαλούσε κάθε φορά που βρισκόμουν γύρω της.

Ένοιωθα την καρδιά της να χτυπά όλο και γρηγορότερα, σαν να προσπαθούσε να ακολουθήσει τον ρυθμό της δικής μου. Σαν να ήθελε να γίνει ένα με την δική μου, σαν να ήταν πλασμένη η μια για την άλλη…

«Και κατά δεύτερον, σε παρακαλώ Βι, δώσε μου τα κλειδιά. Δεν θα στο ζητήσω ξανά τόσο ευγενικά.» Την παρακάλεσα γιατί δεν ήξερα για πόσο ακόμα θα μπορούσα να της αντισταθώ! Τα μάτια της έψαξαν διερευνητικά τα δικά μου ψάχνοντας για μια απάντηση. «Την επόμενη φορά θα-» Αμέσως, μου έδωσε τα κλειδιά.

Χαμογέλασα. Έκανα λίγο πίσω και της άνοιξα την πόρτα του συνοδηγού.

«Παρακαλώ, κυρία μου, περάστε.» Της χαμογέλασα.

Για λίγο δίστασε, αλλά τελικά μπήκε μέσα. Έκλεισα την πόρτα και μην αντέχοντας άλλο την μεταξύ μας απόσταση, βρέθηκα στη θέση του οδηγού πολύ γρήγορα.

Έβαλα μπρος το αυτοκίνητο της κι έπειτα το περιεργάστηκα. Αν και μικρό ήταν χαριτωμένο και στιλάτο.

«Ωραίο αυτοκίνητο, Βι.» Είπα.

«Ευχαριστώ.» Σταμάτησε για λίγο κι έπειτα συνέχισε. «Δεν θα βαρεθείς ποτέ να με φωνάζεις Βι, έτσι δεν είναι;»

Πάτησα το γκάζι και το Mini ξεκίνησε.

«Ποτέ των ποτών.» Οδήγησα το αυτοκίνητο από το πάρκινγκ.

Εκείνο το βράδυ το περάσαμε σχεδόν όλο στο νοσοκομείο με το να ασχολούνται με το πόδι της. Ένοιωθα υπεύθυνος για ότι της συνέβη και ήθελα να βεβαιωθώ ότι τουλάχιστον δεν θα της έλειπε η φροντίδα!

Λίγο πριν φτάσουμε στην Πανεπιστημιούπολη, είπε:
«Πού πας; Μόλις πέρασες το στενό για το σχολείο!»

«Το ξέρω.» Έκανα 'αδιάφορα'.

«Πού πάμε;» Ρώτησε ενοχλημένη.

«Στο νοσοκομείο.»  Απάντησα απλά έχοντας τα μάτια μου καρφωμένα αποκλειστικά στον δρόμο.

«Γιατί;»

«Για το πόδι σου, χαζούλα!» Την κοίταξα.

Εκείνη γούρλωσε τα μάτια ξαφνιασμένη κοκκινίζοντας και σχεδόν αμέσως, απέστρεψε τη ματιά της.

Χαμογέλασα και έστρεψα την προσοχή μου στον δρόμο. Χαιρόμουν, χαιρόμουν που την έκανα να κοκκινίζει. Της πήγαινε τόσο πολύ! Ό,τι και να έκανε θα ήταν πάντα όμορφη για μένα!

Ο Μάνος είχε δίκιο. Ήμουν ερωτευμένος μαζί της… Σχεδόν από πάντα… Απλά δεν το είχα καταλάβει τότε. Γι' αυτό πάντα με ενοχλούσε όταν κάποιο άλλο αρσενικό την πλησίαζε. Γι' αυτό και στην καφετέρια, πριν από τέσσερα χρόνια, όταν έμαθα ότι της άρεσε άλλος αντέδρασα έτσι… Γιατί ήμουν ερωτευμένος μαζί της…!

Γύρισα να την κοιτάξω κι εκείνη το έκανε ήδη, με κοιτούσε… Της χαμογέλασα και τα μάγουλα της πήραν πάλι την χαρακτηριστική κόκκινη απόχρωση, καθώς μου χαμογέλασε γλυκά, όπως έκανε πάντα…



***Hello!!! Και καλό μήνα!

Τι μου κάνετε? Ελπίζω όλοι να είσαστε καλά! 😊😄 Λοιπόν, σχεδίαζα να ανεβάσω αυτό το κεφάλαιο χθες, αλλά μου βγήκε μεγαλύτερο απ' όσο νόμιζα κι έτσι δεν μπόρεσα να το ανεβάσω!

Το βίντεο πάνω είναι ένα βίντεο που έφτιαξα για τον Κάρτερ μας και την Βικτόρια και ελπίζω να σας αρέσει!

Λοιπόν, θέλω γνώμες! Ελπίζω να σας άρεσε το καινούριο κεφάλαιο! 😊 😊 😊 😊 😊

Αυτάααααα, καλό Σ/Κ!

Πολλά φιλιά💋💋💋,
Στέλλα 😘 ***


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top