3ε.Καλός

Θεε μου! Γιατί δεν μπορώ να κάνω τίποτα σωστά όταν αφορά εκείνη;!

Τα χέρια μου έσφιξαν το τιμόνι, καθώς καινούριες σκέψεις πλημμύριζαν το μυαλό μου. Πως ήταν δυνατόν να φερθώ έτσι μπροστά της; Και το κυριότερο, γιατί φέρθηκα έτσι; Εννοώ, γιατί ένιωσα το ίδιο συναίσθημα όταν ο Μήτσος -το πρώην αγόρι της- την πλήγωσε η' όταν αυτοί οι τρεις ανώμαλοι προσπάθησαν να... να... να κάνουν βρώμικα πράγματα στο αθώο ακόμα κορμί της. Κούνησα το κεφάλι μου απομακρύνοντας αυτή την απαίσια σκέψη από το μυαλό μου. Οσο σκέφτομαι τι θα μπορούσαν να της είχαν κάνει, τρελαίνομαι!

Της έριξα μια κλεφτη ματιά κι εκείνη σαν να το κατέλαβε κουλουριαστηκε και στήριξε το κεφάλι της στο παράθυρο της πόρτας, μακριά μου...

Γαμώτο! Οσο σκέφτομαι το πως με κοίταξε όταν παράτησα αυτόν τον φλώρο κάτω... Διάολε! Ήταν τόσο τρομαγμενη! Και όταν μου ζήτησε να την γυρίσω σπίτι της...

"Πήγαινε με σπίτι" , είπε τόσο αδύναμα που η καρδιά μου πήγε να σπάσει...

"Βιι..." προσπάθησα να την πλησιασω, να την αγγίξω, κάτι! Να την κάνω να νιώσει ασφάλεια! Αλλά εκείνη δεν με άφησε, με έδιωξε επανηλημενως έχοντας στο πλευρό της την Νατάσα.

"Κάρτερ", την άκουσα να με φωνάζει αδύναμα και αμέσως έστρεψα τη ματιά μου πάνω της.

"Βι;" έκανα έκπληκτος, αφού από τη στιγμή που φύγαμε από το γαμημενο το μπαρ δεν είχε βγάλει λαλιά!

Ένιωσα ένα κύμα ανακούφισης να με κατακλύζει που επιτέλους μου μιλούσε.

Κούνησε το κεφάλι της και αμέσως κατάλαβα ότι δεν ήθελε να τη γυρίσω σπίτι της. Της ενευσα καθώς οι ματιές μας κλείδωσαν και μετά από πέντε λεπτά αναζήτησης θέσης, σταθμευσαμε κάπου κόντα στο σχολείο μας-πρώην σχολείο μας.

Γύρισα και την αντίκρισα. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα πάνω μου και... κόκκινα. Γαμώτο! Ένιωσα τους μυς μου να σκληραίνουν, άθελα μου, κι εκείνη το παρατήρησε αμέσως.

"Εγώ θα έπρεπε να ήμουν θυμωμενη", παρατήρησε σταυρωνοντας τα χέρια στο στήθος της.

"Γαμώτο, το ξέρω!" Είπα δυνατότερα από ότι ήθελα. "Βι, πραγματικά, τώρα συγνώμη! Δεν ξέρω τι μ' έπιασε! Απλά σε είδα μ' αυτόν τον μπασταρδο θόλωσα! Απλά πίστεψα ότι..." θα έκανες κάτι με αυτόν τον παπαρα και ζήλεψα! Και πέρα απ' αυτό, ήταν ένας από εκείνους τους... τους... που θα σου έκαναν κακό, και δεν ήθελα να σε αγγίξουν... Ελα πες το αν έχεις τα κότσια! Πες το!, μου φώναξε ειρωνικά για άλλη μία φορά η ενοχλητική φωνή μέσα στο μυαλό μου.

"Πίστεψες τι;" Με παρότρυνε. "Ότι θα..." άφησε την πρόταση να αιωρείται στην ατμόσφαιρα κι εγώ ενευσα ένοχα.

"Ε, δεν σε πιστεύω!" Είπε και βγήκε από το αυτοκίνητο.

Βλέποντας την απρόβλεπτη κίνηση της φοβήθηκα τόσο πολύ που η αδρεναλίνη έφτασε στα ύψη! Δεν ήμασταν σε κεντρικό δρόμο, οπότε δεν ήταν και η καταλληλότερη ώρα να κυκλοφορεί μια κοπέλα σαν γυμν Τόρι μόνη της. Τράβηξα τα κλειδιά από τη μιζα και ορμηξα έξω από το αυτοκίνητο. Έκλεισα την πόρτα με έναν δυνατό κρότο και βρέθηκα δίπλα της να την αρπαζω από τον καρπό.

"Μη φεύγεις γαμώτο!" Της φώναξα απελπισμένα. "Άκουσε με πρώτα!"

"Τι ν' ακουσω πάλι Κάρτερ; Τις δικαιολογίες σου για να σε συγχωρήσω και μετά να κάνεις κι άλλες βλακείες και να έρθεις πάλι πίσω και να πεις κι άλλες βλακείες;" τα μάτια της πετούσαν σαγηνευτικες φωτιές. "Αυτό είναι; Η ίδια δικαιολογία ξανα και ξανα;"

Πως στο διάολο γίνεται να είναι τόσο όμορφη; , συλλογιστηκα.

"Διάολε, όχι! Αυτή δεν είναι δικαιολογία και το ξέρω! Αν με άκουγες για μια γαμημ-"

"Μην βρίζεις! Σταμάτα αυτή την κακιά συνήθεια! Αμαν πια!" Τράβηξε το χέρι της από το κρατημα μου. "Με εκνευρίζει να σε ακούω να βρίζεις!" Πλησίασε σε απόσταση πολύ κοντινή.

"Κι εμένα με εκνευρίζει όταν δεν μ' ακούς!" Έκανα ένα βήμα μπροστά μειώνοντας σημαντικα την όποια μεταξύ μας απόσταση.

"Κι εμένα με εκνευρίζει όταν κάνεις μαλακίες!" Φώναξε κατακόκκινη με τα δάκρυα να απειλούν να κάνουν την εμφάνιση τους στα πράσινα μάτια της.

Ένιωσα κάτι βαθιά μέσα μου να ραγίζει, αλλά το έκρυψα ακόμα βαθύτερα. Δεν ήθελα να το δει. Εξάλλου είχαμε άλλα θέματα να λύσουμε που προηγούνταν! Έκανα στην άκρη τον συναισθηματικό Κάρτερ και το πάνω χέρι πήρε ο θυμωμένος και επιπόλαιος Κάρτερ που δεν νοιαζόταν για τις συνέπειες των πράξεών του.

"Α, δηλαδή κατσε να καταλάβω! Σε εσένα επιτρέπεται να βρίζεις και σε μενα όχι!"

Αυτή η γυναίκα με τρελαίνει!

Μα και βέβαια σε τρελαίνει για κοίτα προς τα κάτω μεγαλε τον μικρό μας φίλο, μου απάντησε ξανα η φωνή χωρίς καν να της απευθύνω τον λόγο.

Σκάσε μαλάκα!, του αντιγύρισα κι εκείνη έβγαλε τον σκασμό. Μην κάνεις τα πράγματα χειρότερα απ' ότι είναι!

Πάντοτε με έκανε να- "νιώθω ωραία" όταν ήταν θυμωμένη. Δεν ξέρω πως ακριβώς το κατάφερνε, ωστόσο το έκανε χωρίς να το αντιλαμβάνεται αφού κάθε φορά που ένιωθα ωραία μπροστά της φρόντιζα να μην το μάθει για να μην νιώσει άβολα. Με μόνη εξαίρεση εκείνη την ημέρα που αποκάλυψε ότι κάπνιζα.

"Δεν θα μείνω άλλο να μιλήσω μαζί σου!" Είπε φτιάχνοντας νοητα εισαγωγικά στη λέξη "μιλήσω".

"Ούτε κι εγώ! Γι' αυτό μπες στο γαμημενο το αυτοκίνητο να τελειώνουμε!" Της φώναξα και ήμουν σίγουρος ότι το πρόσωπο μου είχε γίνει κατακόκκινο!

"Καλά!" Φώναξε και ακούστηκε ένας λυγμός.

"Ωραία!" Γαμώτο μου! Όλα είναι χειρότερα κι από απόσκατα!

Της άνοιξα την πόρτα του συνοδηγού, εκείνη μπήκε μέσα και με κοίταξε με τα θλιμμένα αλλά ταυτόχρονα θυμωμενα μάτια της.

Την έκλεισα με δύναμη, με αποτέλεσμα εκείνη να αναπηδησει. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου βρέθηκα δίπλα της. Οσο και να είχε εκνευρίσει δεν ήθελα να βρίσκομαι λεπτό μακριά της!

Καθόλη τη διάρκεια της διαδρομής η Τόρι χτυπούσε νευρικα τα νύχια της στο παράθυρο κάνοντας τα νεύρα μου να γίνουν περισσότερα. Κάποια στιγμή -οσο κι αν καταλάβαινα πως ένιωθε- δεν άντεξα και της είπα ότι με ενοχλεί οσο πιο ευγενικά μπορούσα.

"Μπορείς να το σταματήσεις;"

"Ποιο;" ένιωσα τη ματιά της πάνω μου, αλλά συνέχισα να οδηγώ. "Αυτό;" επανέλαβε το ηλίθιο ήχο.

"Ναι, αυτό! Μπορείς να το σταματήσεις;"

"Μμμ, όχι!" Και συνέχισε να τα χτυπάει στο τζάμι.

Έσφιξα πάλι το τιμόνι του σαραβάλου κατανοώντας ότι ήταν ακόμα θυμωμενη μαζί μου, όπως κι εγώ το ίδιο. Μην της απαντήσεις, έλεγα και ξαναέλεγα στον εαυτό μου. Και τα κατάφερα, φτάσαμε στο σπίτι της χωρίς να τσακωθούμε ξανα, αλλά ούτε να μιλήσουμε.

Βγήκε έξω από το αμάξι χωρίς να χαιρετίσει, χωρίς να πει ούτε ένα ευχαριστώ, χωρίς τίποτα! Χτύπησα το χέρι μου στο τιμόνι, καθώς καταριομουν την ώρα και την στιγμή που αποφάσισα να χτυπήσω τόσο άσχημα εκείνον τον άχρηστο. Αναστεναξα βαριά, έβαλα μπρος το παλιό αυτοκίνητο και έφυγα για το σπίτι μου.

Ευτυχώς, στο σπίτι δεν με περίμενε κανείς. Έτσι, ανέβηκα στον δεύτερο όροφο και μπήκα στο μπάνιο για ένα γρήγορο ντους που ήλπιζα ότι θα με χαλάρωνε. Αλλά αντιθέτως με τσίτωσε ακόμα περισσότερο! Οο σκέψεις μου έκαναν επαναλαμβανόμενους κύκλους γύρω από τα γεγονότα εκείνης της άθλιας ημέρας.

Μου ήταν αδιανόητο το γεγονός ότι μετά από τόσο κόπο και προσπάθεια που έκανα, τα έκανα πάλι όλα χάλια. Αυτή η κοπέλα με έκανε να νιώθω τόσα συναισθήματα καινούρια και πρωτόγνωρα, που δεν είχα ξανανιωσει ποτέ! Θυμό, εκνευρισμό και από την άλλη ήταν τόσο υπέροχη που πραγματικά δεν μπορούσα να της κρατήσω κακία. Ήταν κάτι σαν αδυναμία...

Βγήκα από το μπάνιο με μια πετσέτα τυλιγμένη γύρω από την μέση μου και κατευθύνθηκα προς το δωμάτιο της μικρής Έλλης. Η ώρα ήταν δώδεκα παρα, οπότε η μικρή ήταν αδύνατο να ήταν ξύπνια. Αλλά έκανα λάθος...

Μόλις άνοιξα την πόρτα, η μικρή κουκουλωθηκε με τα σκεπάσματα. Χαμογέλασα μ' αυτή την εικόνα της μικρής σκανταλιαρας αδελφούλας μου και εισήλθα στο πολύχρωμο δωμάτιο. Κάθισα στην άκρη του κρεβατιού και της χάιδεψα τα μαλλακια.

"Γιατί είσαι ξύπνια μικρή μου;" την ρώτησα απαλά περιμένοντας υπομονετικά να μου απαντήσει.

Εκείνη ξεφυσηξε και ανακαθισε στο κρεβάτι της, απομακρύνοντας τα σκεπάσματα από τον μικροσκοπικό κορμό της. Γέλασα.

"Δεν μπορώ να κοιμηθώ, Κάρτερ" παραπονέθηκε. "Είδα ένα κακό όνειρο... ήταν πολύ τρομακτικό."

"Και γιατί δεν πήγες στη μαμά και στον μπαμπά; Η' στον Ντάνιελ, τον Εκτορα η' τον Λουκά;"

"Γιατί δεν ήθελα να τους ξυπνήσω. Η Μαρία είναι εδώ και ο Εκτορας και ο Λουκάς δεν είναι εδώ." Αυτό δεν το είχα σκεφτεί... "Κάρτερ;"

"Μμμ; Τι είναι Ελ;"

"Φοβάμαι..." παραδέχτηκε η μικρή.

Ήμουν περίεργος να μάθω τι ακριβώς φοβόταν, τι απασχολούσε το αθώο μυαλουδακι της. Ήθελα να το βρω και να το διώξω μακριά για να μην την ενοχλήσει ξανα. Θα έκανα τα πάντα για την οικογένεια μου και ιδιαίτερα για την Έλλη.

"Δεν χρειάζεται να φοβάσαι, Ελ, είμαι εδώ τώρα." Της χαμογέλασα καθησυχαστικα. "Ελα 'δω" , της είπα κι εκείνη χώθηκε μέσα στην αγκαλιά μου. "Οσο είμαι κοντά σου δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα, ναι;" την έσφιξα λίγο παραπάνω από το κανονικό, αλλά εκείνη δεν παραπονέθηκε.

"Κάρτερ;" βγήκε από την αγκαλιά μου. "Μπορώ να κοιμηθώ μαζί σου;"

Χαμογέλασα, μου θύμιζε τόσο πολύ την... Εσύ δεν υποτίθεται ότι είσαι θυμωμένος μαζί της;" έκανε το υποσυνείδητο μου.

"Και το ρωτάς; Παρε τα μαξιλάρια σου κι ελα!" Της έδωσα ένα φιλί στον κρόταφο.

"Σ' ευχαριστώ!" Τσιριξε χαρούμενα κι εγώ της έκανα νόημα να κάνει ησυχία.

Εκείνη γέλασε ένοχα κι ενευσε.

Με το που μπήκα μέσα στο δωμάτιο μου άκουσα το κινητό μου να δονείται. Έτρεξα να το πιάσω αλλά δεν το πρόλαβα.

Έχετε δυο αναπάντητες κλίσεις, έγραφε πάνω στην οθόνη του κινητού, ύστερα το όνομα της, Βι.

Χαμογέλασα και την κάλεσα πίσω. Δυστυχώς, όμως δεν μου απάντησε. Επίτηδες το κάνει;, αναρωτήθηκα.

"Ήρθα!" Φώναξε ψιθυριστά η Έλλη κάνοντας με να στρεψω το βλέμμα μου πάνω της.

"Ξάπλωσε κι έρχομαι μικρή" , της χαμογέλασα γλυκά κι εκείνη πήδηξε πάνω στο κρεβάτι. "Δεν θ' αργήσω!"

Βγήκα από το δωμάτιο και την ξανακαλεσα.

Ο αριθμός που καλείται δεν είναι διαθέσιμος. Η κλήση σας προωθ-, το έκλεισα.

Αφού δεν το σηκώνει, θα της στείλω μήνυμα και δεν με νοιάζει είτε το δει είτε όχι!

*Το ξέρω ότι είσαι θυμωμενη αλλά είδα την κλήση σου και δεν θέλω να είμαστε τσακωμενοι. Συγνώμη θα με συγχωρήσεις?* Της έγραψα και το έστειλα.

Η απάντηση δεν άργησε να έρθει και ανακουφίστηκα χωρίς δεύτερη σκέψη!

*Δεν ξέρω Κάρτερ κάνουμε και οι δυο βλακείες* έλεγε το ένα μήνυμα.

*Φταίμε και οι δυο, δεν θέλω να τσακωνόμαστε...*

*Τo ξέρω συγγνώμη* έστειλα.

Αλλά απάντηση δεν ήρθε ποτέ... Απογοητευμένος που δεν πήρα απάντηση μετά από πέντε ολόκληρα λεπτά, πήγα στο δωμάτιο μου όπου η Έλλη με περίμενε ξύπνια.

"Γιατί άργησες;" ρώτησε και μ' έπιασε απροετοίμαστο.

Τι να της έλεγα;

"Ε, ξυριζομουν." Απάντησα.

"Ξυριζονται και τ' αγόρια;"

"Ναι... Τώρα κανε πιο κει μικρή έχεις πιάσει ολο το κρεβάτι!" Είπα κι εκείνη γέλασε.

"Μ' αρέσει να πιάνω ολο το κρεβάτι!"

"Λοιπόν, κρίμα γιατί δεν είσαι μόνη σ' αυτό το κρεβάτι!" Μας σκέπασα με το σεντόνι. "Τώρα ελα εδώ!" Της είπα κι εκείνη χώθηκε για άλλη μια φορά μέσα στα χέρια μου. Ο ύπνος δεν άργησε να μας πάρει... αλλά λίγο πριν με πάρει... χτύπησε το κινητό μου.

*Καληνύχτα*, ήταν η Τόρι.

Χαμογελώντας σαν χαζός της έγραψα: *Καληνύχτα, Βι*

Μετά από αυτό το συμβάν η Τόρι ήταν κάπως, θα την χαρακτήριζα, επιφυλακτική... Γι' αυτό, μου ήταν πιο δύσκολο να την πλησιασω, αφού εκείνη απομακρυνόταν κατά κάποιον τρόπο!

Δεν είχε και άδικο! Στην προσπάθεια μου να την προστατεύσω την έκανα να τρομάξει τόσο πολύ που κάθε φορά που προσπάθησα να την πλησιασω εκείνη την νύχτα εκείνη απομακρυνόταν. Γι' αυτόν τον λόγο, έπρεπε να την κάνω να με εμπιστευτεί ξανα. Ομολογώ ότι ήταν πολύ πιο δύσκολο από την προηγούμενη φορά, αφού έπρεπε συνεχώς να της δείχνω ότι δεν είμαι ο απρόσεκτος, οξύθυμος και επιπόλαιος Κάρτερ που είχε συνηθίσει τον τελευταίο καιρό. Ήμουν ο Κάρτερ της πρώτης λυκείου, ο Κάρτερ που έκανε παρέα, ο Κάρτερ ο χαρούμενος, ο Κάρτερ που γελούσε με τις χαζομαρες που κάναμε μαζί όταν ήμασταν πιο μικροί, ο Κάρτερ ο οποίος ήθελε μόνο να την προστατεύει για να νιώθει καλά κι εκείνος, ο Κάρτερ που την έκανε να γελά. Αυτός ο Κάρτερ!

Την επόμενη μέρα ξύπνησα από φωνές. Η Έλλη κρυβόταν στην αγκαλιά μου, καθώς δάκρυα είχαν πλημμυρίσει τα όμορφα καστανά ματάκια της. Την κοίταξα καλύτερα και είδα ότι όντως έκλαιγε.

"Έλλη;" είπα μπερδεμένος με τη φωνή μου βραχνή. Καθάρισα τον λαιμό μου βηχοντας. "Τι έγινε, Ελ; Γιατί κλαις;" ανακαθισα στο κρεβάτι παροτρύνοντας την να μου πει τον λόγο που έκλαιγε.

"Ο Ντάνιελ φωνάζει!" Είπε αδύναμα και ένας λυγμός ξέφυγε από το στοματακι της.

"Ελα δω" την αγκάλιασα κι εκείνη τύλιξε τα μικροσκοπικα χεράκια της γύρω μου. "Σε ποιον φωνάζει;"

"Στην Μα-" έκανε μια παύση καθώς ένας λυγμός συνταραξε ολο το κορμί της.

"Σσσσς!" Την έσφιξα περισσότερο. "Αν δεν μπορείς να μου πεις δεν πειράζει. Θέλω απλά να ηρεμήσεις και εγώ θα παω να δω τι γίνεται. Εντάξει;" την κοίταξα κι εκείνη έγνεψε ρουφώντας τη μύτη της. "Ωραία." Την φίλησα στο κεφαλάκι της και σηκώθηκα από το κρεβάτι μου. "Προσπάθησε να κοιμηθείς." Κι εκείνη κουκουλωθηκε με τα σκεπάσματα.

Λίγο πριν βγω από το δωμάτιο την άκουσα να με φωνάζει.

"Κάρτερ;"

"Ναι;" γύρισα.

"Σ' αγαπώ πολύ!"

Της χαμογέλασα. Πόσο καιρό είχα να τ' ακούσω από τα χειλακια της!

"Κι εγώ, αδελφούλα μου! Κι εγώ!"

Βγήκα από το δωμάτιο και ακολούθησα τις αγριεμενες φωνές του Ντάνιελ. Τον βρήκα στο σαλόνι να πηγαίνει πάνω κάτω, με τη χαρακτηριστική φλέβα στον λαιμό να φωνάζει στην Μαρία.

"Αν ήξερα ότι σε πείραζε δεν θα σε ρωτούσα καν!" Της φώναξε.

"Αυτό είναι το θέμα μας! Δεν με ρώτησες καν!" Του γύρισε εκείνη θυμωμένη με τα χέρια της τυλιγμένα σε μπουνιές, καθώς έκλεισε την μεταξύ τους απόσταση με ένα βήμα.

"Δεν σε ρώτησα ούτε μία γαμημενη φορά, γιατί όταν αναφερόμουν σ' αυτό, εσύ άλλαζες το γαμημενο θέμα!"

Οκ, αυτή είναι η πρώτη φορά που ακούω τον Ντάνιελ να βρίζει τόσο βαριά! Πρέπει να είναι πολύ σοβαρό το θέμα!

"Ε, παιδιά-" είπα, αλλά εκείνοι συνέχισαν να φωνάζουν ο ένας στον άλλον αγνοώντας με.

"Και ποιος σου είπε ότι άλλαζα θέμα;!"

"Δεν ήταν και δα δύσκολο να το καταλάβω!" Φώναξε ο αδερφός μου υιοθετώντας ειρωνική στάση απέναντι στην κοπέλα του. "Έτσι όπως φεροσουν!"

"Έτσι όπως φερομουν;! Πως ήθελες να φερθώ όταν μου πετάς κάτι τόσο σημαντικό και μακρινό τόσο απλά. Πως ήθελες δηλαδή να αντιδράσω;!" Του φώναξε πίσω η Μαρία δίνοντας του μια σπρωξια.

"Παιδιά..." επενέβησα, αλλά εκείνοι συνέχισαν σαν να μην τους μιλούσα.

"Δεν ξέρω! Ίσως να μην το έλεγες έτσι! Σαν να μη με σιχαινοσουν;!"

Μου τη δίνει όταν μ' αγνοούν!

"Παιδιά!" Φώναξα και τους απέσπασα την προσοχή για λίγο, ένα δευτερόλεπτο!

"Όχι τώρα!" Φώναξαν και οι δυο με μια φωνή γεγονός που με νευριασε ακόμα περισσότερο. Η Έλλη ήταν πάνω μόνη της -πιθανότατα, κλαίγοντας κι εκείνοι εκεί να συνεχίζουν να φωνάζουν ο ένας στον άλλον!

Δεν θα κατσω να σας περιμένω να τα βρείτε!

"Έξω τώρα και οι δυο! Η Έλλη κοιμάται και εσείς την τρομαξατε!" Τους έδωσα τα κλειδιά για να μπορέσουν να μπουν μετά. "Έξω!" Κι έπειτα τους έβγαλα από το σπίτι. Έκλεισα την πόρτα και ανέβηκα γρήγορα στον πρώτο όροφο. Η Έλλη με περίμενε στο κρεβάτι κρυμμένη κάτω από τα σκεπάσματα. Μπήκα αθόρυβα μέσα στο δωμάτιο και ξάπλωσα στο κρεβάτι δίπλα της. Η πλάτη της ήταν γυρισμένη σε μένα και όταν την τράβηξα στην αγκαλιά μου εκείνη γύρισε, έτσι ώστε να είμαστε αντικριστά.

"Σ' ευχαριστώ, Άτε" είπα απαλά η Ελ κι εγώ την φίλησα στα κυμματιστά μαλλάκια της, ενώ την ίδια στιγμή τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το μικρό σωματάκι της -τόσο μικρό που αν ανέβαινα πανω της θα την έλιωνα!

"Παρακαλώ, Άτε"

Άτε... ήταν μία λέξη- για την ακρίβεια ήταν η πρώτη λέξη που είπε ποτέ η Έλλη. Υποθέτω ότι μάλλον προσπαθούσε να πει το όνομα μου. Κάρτερ... Η μικρή δεν μπορούσε να προφέρει το "ρ" μέχρι πριν από έναν περίπου χρόνο, νομίζω, γι' ατό και χρειάστηκε να κένουμε συχνές επισκέψεις στον γιατρό ώστε η Έλλη να μην έχει θέμα αργότερα... Υποθέτω-υποθέτουμε ότι προσπαθούσε να πει το όνομά μου. Την θυμάμαι εκείνη την μέρα σαν εχθές...

*Flashback*

Ήμουν τόσο γαμημένα πολύ ενθουσιασμένος! Και το γεγονός ότι δεν ήξερα τον ακριβή λόγο μου έδινε στα νεύρα! Είχαμε κανονίσει με την Τόρι να την βγάλω έξω για να δούμε μία ταινία -που μεταξύ μας δεν θυμάμαι καν ποια είναι!- που είχε μόλις κυκλοφορήσει. Δεν θυμάμαι ποια ταινία ήταν γιατί απλούστατα δεν με ένοιαζε η χαζή ταινία, αλλά εκείνη θα ήταν η πρώτη φορά που θα βγαίναμε μαζί χωρίς να μας περιτριγυρίζουν άλλοι. Μου δημιουργούσε μια έξαψη... , ένα συναίσθημα ανυπομονησίας -όπως σαν ένα μικρό παιδί που ανυπομονεί να παρει το δώρο των Χριστουγέννων στα χέρια του! Έτσι κι εγώ!

Ήμουν κάτω από το σπίτι της και την περίμενα σκεπτόμενος ότι θα περνούσαμε τέλεια! Αλλά η ώρα περνούσε κι εκείνη δεν είχε εμφανιστεί ακόμα... Έβγαλα το κινητό μουκαι τη στιγμή πουπήγα να της κάνω κλήση το όνομά της εμφανίστηκε στην οθόνη του.

"Ναι;" απάντησα χωρίς να χάσω περεταίρω χρόνο.

Σήκωσα ασυναίσθητα το κεφάλι μου προς τα πάνω και την αντίκρισα να με κοιτάζει, θλιμμένη. Έπειτα κούνησε το κεφάλι της σε ένδειξη ότι δεν της επέτρεπαν να βγει μαζί μου.

Ανάθεμα! , φώναζα και ξαναφώναζα από μέσα μου.

"Δεν μ' αφήμουν", ακούστηκε η φωνή της επιβεβαιώνοντάς με. Την ατυχία μου μέσα γαμώ! "Γιατί θα είσαι κι εσύ εκεί..." συμπλήρωσε.

Δεν καταλαβαίνω πού είναι το πρόβλημα; , απόρησα. "Ε, και;" Δεν μπόρεσα να κρατηθώ από το να ρωτήσω. Δεν θα είναι μόνη της για να φοβούνται, ποιος ο λόγος να μην την αφήσουν;

"Εσύ είσαι το πρόβλημα, Κάρτερ..." Αναστέναξε σαν να είχαμε επαναλάβει την ίδια συζήτησ και παλιότερα. Αλλά και πάλι δεν έβγαζε νόημα... Νόμιζαν ότι, δηλαδή, τι; Ότι δεν θα μπορούσα να την προστέψω; "Αν ήμουν μόνο με τα κορίτσια, τότε θα μ' άφηναν" Συνεχίζω να μην καταλαβαίνω γιατί στον πούτσο όχι;!

"Ωραία, πες τους τότε ότι θα πας με τα κορίτσια."

"Μου είπαν ότι εάν πάω με τα κορίτσια θα με πάνε εκείνοι."

"Πες τους ότι θα σε πάνε οι γονείς της Γαβριέλας ή της Νικόλ."

"Θα θελήσουν να τους μιλήσουν."

Ήταν σαν να είχε σε κάθε μου ερώτηση κι από μία απάντηση και αυτό μου την έδινε στα νεύρα!

"Τόσο πιεστικοί είναι;"

"Δεν έχεις ιδέα! Βασικά, ο μπαμπάς μου..."

Η ματιά μου απομεκρύνθηκε από την δική της, καθώς συνέχισα να περπατάω προβληματισμένος πάνω κάτω στον όχι και τόσο γνωστό δρόμο της γειτονιάς. "Μάλιστα..." Το δεξί μου χέρι μπλέχτηκε μέσα στα μαλλιά μου τραβώντας τα ελαφρά. Τέλεια! Τόση προετοιμασία για το τίποτα! "Πες τα κορίτσια να σε καλύψουν" , είπα και σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά για να την δω να παρακολουθεί την κάθε μου κίνηση με προσοχή και προσήλωση.

"Θα τις μπλέξω κι εκείνες και δεν θέλω!" Παραπονέθηκε σαν μικρό κοριτσάκι κι έκρυψε το όμορφο και αψεγάδιαστο πρόσωπό της μέσα στο χεράκι της.

"Πες μου άλλη μία φορά γιατί δεν σε αφήνουν να έρθεις μαζί μου;" είπα και ένοιωθα κάτι μέσα μου να σκληραίνει και να σκληραίνει όλο και πιο πολύ! Θυμός... θυμός ήταν...

"Γιατί είσαι αγόρι κι εγώ κορίτσι-" ξεκίνησε να εξηγεί όταν την διέκοψα.

"Κι ο Κολοκοτρώνης είχε μουστάκι!"

"Κάρτερ!" Μούγκρισε τσιρίζοντας. Κράτησα τα μάτια μου καρφωμένα πάνω στα μαγευτικά δικά της. Ορκίζομαι πως ήθελα να την τσιγκλίσω, αλλά δεν ήταν της παρούσας στιγμής... "Προσπαθώ να σου εξηγήσω κάτι που δεν καταλαβαίνεις και που μου είναι δύσκολο να σου εξηγήσω κι εσύ κάνεις μαλακίες!" Τσίριξε την τελευταία λέξη.

Δάγκωσα τα χείλη μου για να μην γελάσω. Με άναβε τόσο πολύ..., αλλά δεν το έιχα παρατηρήσει. Ήταν απλά η Βι κι εγώ ο Κάρτερ. Ήταν η κολλήτή μου κι εγώ ο δικός της κολλητός. Αυτό ήταν όλο. Κάναμε πολλά πράγματα μαζί, είχαμε πολλά κοινά κι αυτό με έκανε να κολλάω όλο και περισσότερο μαζί της. Ήταν το ίδιο όμορφη, και εξωτερικά και εσωτερικά. Τότε άρχισα να ανακαλύπτω ότι ήταν τα πάντα... "Εντάξει, συγνώμη. Συνέχισε..." μουρμούρισα νοιώθωντας άσχημα που την είχα εκνευρίσει. Η Βι έπαιζε άδικα. Ήξερε τα "κουμπιά" μου και δεν δίσταζε να τα πατήσει προκειμένου να με συμμορφώσει!

Ήταν άδικο γαμώτο! Κι εγώ την ήξερα το ίδιο καλά αλλά δεν χρησιμοποιούσα ούτε τις αδυναμίες μου, ούτε τις δικές της εναντίον της.

"Με εκνευρίζεις!"

"Το ξέρω, Βι, όμως σου ζήτησα ήδη συγνώμη..."

Αγνόησε τα λόγια μου σαν να μην είχα μιλήσει καθόλου. Από την μία την ευγνωμονούσα γιατί δεν έδινε συνέχεια, αλλά από την άλλη... όχι και τόσο. "Επειδή... ε, να. Εσύ είσαι αγόρι κι εγώ κορίτσι, κι επειδή κάνουμε συνέχεια παρέα, νομίζουν ότι... ξέρεις!"

"Όχι, δεν ξέρω..." την κοίταξα διερευνητικά.

"Ω, έλα τώρα Κάρτερ! Και βέβαια ξέρεις! Μη με κάνεις να το πω!" Απηύδισε.

Και τότε μου έγινε κατανοητό το τι προσπαθούσε να μου πει. "...Ότι τι; Θα τα φτιάξουμε και..." συλλογίστηκα δυνατά.

"Και τα λοιπά και τα λοιπά!" Έσπευσε αμέσως να ολοκληρώσει την πρόταση που δεν είχα καταφέρει να ολκληρώσω.

"Όχι!" Βιάστηκα να συμφωνήσω με την κολλητή και μόνο κολλητή μου -τουλάχιστον έτσι νόμιζα τότε... "Σε καμία περίπτωση. Όχι! Σε βλέπω μόνο φιλικά... Το ξέρεις, έτσι δεν είναι;"

"Φυσικά και το ξέρω. Σε βλέπω σαν τον μεγαλύτερο δίδυμο αδερφό μου." Αδερφός... Σωστά... Μα καλά τι περίμενες να ακούσεις.

Μόλις απογοητεύτηκα;

"Ωραία, αφού είμαστε σαν αδέρφια, δεν θα 'πρεπε να είναι τόσο υπερβολικοί..."

"Δεν είναι υπερβολικοί", αναστέναξε. "Είναι υπερπροστατευτικοί. Θέλουν να με προστέψουν," φαντάζομαι ότι έκανε πίσω βήματα αφού χάθηκε από το οπτικό μου πεδίο, "αλλά με τον λάθος τρόπο. Αλλά εφόσον είμαστε φίλοι και μόνο φίλοι, δεν θα 'πρεπε ν' ανησυχούν τόσο πολύ!" Την φαντάστηκα να περπατάει πάνω κάτω στην βεράντα με το ένα της χέρι στο κινητό και το άλλο στον αέρα να κουνιέται και να εμπλουτίζει τον λόγο της με εκφραστικές κινήσεις. Ήμουν χαμένος...

"Δηλαδή λες;" έκανα μπερδεμένα περιμένοντας ανυπόμονα για την απάντησή της.

Και σαν να άκουσε την επιθυμία μου να την δω, εκείνη εμφανίστηκε μπροστά στα κάγκελα της βεράντας της.

"Θα το κάνω!" Η φωνή της αποφασιστική όπως ποτέ άλλοτε! "Περίμενε με στην στάση του λεωφορείου. Σε δέκα λεπτά θα 'χω ξεμπερδέψει και θα είμα εκεί."

"Ωραία, Βι-" δεν πρόλαβα να ολκληρώσω την φράση μου όταν...

"Μη με λες έτσι!" Αυτή τη φορά η φωνή της είχε αποκτήσει θυμωμένη χροιά κάνοντάς με να γελάσω.

"Καλά, καλά. Τα λέμε σε δέκα στην στάση." Ω, πόσο μου αρέσει να την τσιγκλάω!

"Φιλάκια!" έιπε χαρούμενη.

Γαμώτο είμαι τόσο ενθουσιασμένος!

Έφυγα τρέχοντας για την στάση του λεωφορείου. Λίγα λεπτά αργότερα η Βι με συνάντησε και ξεκινήσαμε για τον προορισμό μας.

...

Το βραδάκι - κατά τις 8:30-9:00- βρισκόμουν σπίτι. Με το που μπήκα μέσα όλοι έπεσαν πάνω μου και άρχισαν να με φιλούν. Η μαμά, ο μπαμπάς και τα αδέρφια μου με κάτι ηλίθια χαμόγελα ως τα αυτιά. Με κάποιον τρόπο βρέθηκα να κρατώ την μικρή Έλλη στα χέρια, όταν όλοι απομακρύνθηκαν.

"Τι στο;" αναφώνησα νευριασμένος αφού δεν μπορούσα να βγάλω άκρη...

"Πες το Έλλη", είπε απαλά η μαμά μου στην μικρούλα της οικογένειάς μας. "Πες το μωρό μου!"

"Τι να πει;" απόρησα.

Η μικρή γύρισε τα καστανά μάτια της πάνω μου και άνοιξε το στόμα της σιγά-σιγά.

"Ά-ατε." Είπε και γούρλωσα τα μάτια.

"Έλλη;" έκανα δύσπιστα.

"Άτε!" φώναξε χαρούμενα η μικρή μου και γέλασε όπως όλα τα μωράκια γεμάτη χαρά! "Άτε!"

Προσπαθούσε να πει το ονομά μου! "Μωρό μου! Μωρό μου!" Την έσφιξα στην αγκαλία μου. "Δεν το πιστεύω!" Κοίταξα τα μέλη της μεγάλης μου οικογένειας -τον Ντάνιελ, τον Έκτορα, τον Λουκά, την μαμά, τον μπαμπά κι έπειτα ξανά Έλλη. "Πες το ξανά, αγάπη, πες το!"

"Άτε..."

Την φίλησα ξανά και ξανά, επηνλημένως! Ήμουν τόσο χαρούμενος! Έπρεπε να της το πω!

Δύο ώρες παιχνιδιού και χαράς αργότερα...

"Έπρεπε να την έβλεπες, Βι!" έπεσα ανάσκελα στο κρεβάτι μου. Ήμουν εξουθενωμένος. Η μικρή με είχε πεθάνει κι ας μην της φαινόταν! Θεέ μου είναι ένα μικρό διαβολάκι! "Το πως πρόφερε το όνομά μου! Ήθελα- Ήθελα-" αναστέναξα καθώςδεν μπορούσα να βρω τις κατάλληλες λέξεις.

"Μμμ, μου φαίνεται πως κάποιος θα γίνει χαζομπαμπάς όταν μεγαλώσει!" γέλασε η Τόρι.

"Και μετά έτρεχε πάνω κάτω φωνάζοντας το υποτιθέμενο όνομά μου! Διάολε! Ήταν τόσο όμορφο!"

"Δεν την γλιτώνουμε!" γέλασε μόνη της.

"Μήπως να σου θυμίσω πως έκανες εσύ για τον Γιάννη;"

"Δεν έκανα έτσι εγώ για τον Γιάννη, εντάξει;"

"Α, ναι συγγνώμη!" Έκανα μία παύση. "Ο Γιάννης αυτό, ο Γιάννης εκείνο!" γέλασα με τη σειρά μου.

"Ει! Δεν έκανα έτσι!" παραπονέθηκε σαν μικρό κοριτσάκι.

"Ω, ναι! Κι όμως έκανες! Ο δικός μου αδερφός είναι καλύτερος από τους δικούς σας! Με υπακούει, κάνει ό,τι του λέω και δεν με ενοχλεί!" Μιμήθηκα τη φωνή της.

"Δεν μιλάω έτσι!"

"Κι όμως έτσι μιλάς!"

"Σκάσε!" έκανε την θυμωμένη.

"Είμαι τέλεια και κανένας δεν με ξεπερνάει", συνέχισα να την κοροϊδεύω.

"Σταμάτα..."

"Γιάννη κάνε αυτό!"

"Κάρτερ!"

"Γιάννη κάνε εκείνο!"

"Κάρτερ!"

"Τι;" της απάντησα γελώντας.

"Είσαι μαλάκας!" Είπε και μου το έκλεισε στα μούτρα!

Ωστόσο δεν είχα σκοπό να τα παρατήσω τόσο εύκολα! Την κάλεσα πίσω κι εκείνη απάντησε σχεδόν αμέσως.

"Τι;!" Μούγκρισε βαριεστημένα.

"Ξέρεις πόσο με ανάβεις όταν βρίζεις;" τη ρώτησα κι εκείνη άρχισε να τσιρίζει! Γέλασα. Είναι τόσο γλυκιά και αθώα!

"Έτσι και το ξαναπείς θα φας ανάποδη, ανώμαλε!" Τρανταχτά συντάραξαν το κορμί μου. "Θα στο κλείσω!" Απείλησε.

"Όχι! Όχι! Εντάξει, το σταματάω!" Βιάστηκα να την πείσω να μην το κλείσει.

"Ωραία!"

"Ωραία..."

"Σταμάτα να λες ό,τι λέω..."

"Σταμάτα να λες ό,τι λέω..." συνέχισα να την αντιγράφω.

"Καλάαα..."

"Καλάαα..."

"Καληνύχτα!" Γέλασε.

"Καληνύχτα", είπα γρήγορα χωρίς να το πολυσκεφτώ, με αποτέλεσμα να μου κλείσει το τηλέφωνο-πάλι! "Να πάρει Βι!" αναφώνησα μόλις συνειδητοποίησα ότι με είχε παγιδεύσει. "Θα μου το πληρώσεις!"

*End of flaskback*

Με την επιστροφή των φιλενάδων της, έξοδοι μας περιορίστηκαν σημαντικά κι από εκεί που βγαίναμε σχεδόν καθημερινά, οι έξοδοί μας περιορίστηκαν σε μία φορά -το πολύ- την εβδομάδα... και ήταν περίεργο... Κάθε μέρα που περνούσε και δεν την έβλεπα είχε δημιουργηθεί ένα ανεξήγητο κενό το οποίο άδειαζε απειλητικά...

Παρ' όλα αυτά, δεν της ανέφερα τίποτα. Κλείστηκα στον εαυτό μου γεγονός που δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Ντάνιελ, αλλά εγώ όπως συνήθως έπαιζα τον Κινέζο. Έλεγα ότι απλά δεν είχα τίποτα κι ότι του φαινόταν. Αλλά η ζημιά είχε ήδη γίνει...! Το μόνο που έκανα ήταν να γυρίζω από την προπόνηση, να τρώω μεσημεριανό και να κλείνομαι στον εαυτό μου... Ναι μεν, η Τόρι με είχε συγχωρέσει για την μαλκία που της έκανα, αλλά, πιστεύω πως κρατούσε μια πισινή για πανενδεχόμενο...

Γαμώτο, όσο περνούν τα χρόνια νομίζω ότι είναι πιο εύκολο να την απογοητεύω από το να την κάνω να γελάει... , ήταν μία από τις σκέψεις που δεν αποχωρίζονταν το μυαλό μου.

Ο Αύγουστος ήρθε και πέρασε το ίδιο γρήγορα. Δεν πρόλαβα καν να ευχαριστηθώ εκείνη-εννοώ τις διακοπές μου...

Αυτό το καλοκαίρι ήταν ιδιαίτερο... είχε και τις παραξενιές του... Η μιση οικογένεια -συμπεριλαμβανομένων του Ντάνιελ, της Έλλης, του Λουκά και της μαμάς έφυγαν για Σύρο. Οι υπόλοιποι -ο μπαμπάς, ο Εκτορας και εγώ- μείναμε στην Αθήνα. Δεν ήθελα να ξαναπάω εκειπέρα... Μου τους θύμιζε τόσο πολύ! Δεν το άντεχα! Έτσι, αφού θα έμενε και η Βι Αθήνα, αποφάσισα να μείνω κι εγώ. Εξάλλου δεν θα έχανα και τίποτα το τρομερό. Ο μπαμπάς δούλευε τα περισσότερα βράδια -ως καπετάνιος- σε πλοίο που είχε δρομολόγια από Πειραιά-Σύρο-Τήνο-Μύκονο και το αντίστροφο. Οπότε εγώ και ο Εκτορας μέναμε πολλές φορές μόνοι μας, έχοντας όλο το σπίτι δικό μας. Με αποτέλεσμα, αφού είχα κλείσει τα δεκαοκτώ τον Ιανουάριο, μπορούσα να κάνω ό,τι ήθελα και ό,τι μου κατέβαινε στο κεφάλι, όπως για παράδειγμα να βγαίνω με την Τόρι.

Ωστόσο, ο Σεπτέμβρης δεν μπήκε με το δεξί. Η φιλενάδες της γύρισαν από τις διακοπές τους κι έτσι οι έξοδοι μας μειώθηκαν, σημαντικα.

Τα καλά νέα, βέβαια ήταν το γεγονός ότι περάσαμε στην ίδια σχολή και ότι ίσως να είχαμε κοινα μαθήματα. Ακόμα και να μην περνούσαμε στην ίδια σχολή, δεν θα την άφηνα στην ησυχία της! Είχε τον τρόπο της να με κοντρολαρει και αυτό μου δημιουργούσε μία περίεργη αίσθηση... Εδώ εγώ ο ίδιος δεν μπορούσα να με ελεγξω...! Ήταν σαν ένα μυστήριο, ένα μυστήριο που ήθελα απεγνωσμένα να το λύσω!

Χαιρόμουν που δεν την έχανα από κοντά μου... έστω κι αν δεν θα βλεπόμασταν πολύ...

Παρ' όλα αυτα, στις εστίες δεν μοιραζομουν το δωμάτιο μου με κανέναν-προς το παρόν, έτσι μου είχαν πει δηλαδή. Στην Πανεπιστημιούπολη μας πέρασαν και αρκετοί συμμαθητές μας από το λύκειο, όπως ο Μανος, ο Λούης-με τους οποίους ήμουν μαζί στην σχολική ομάδα ποδοσφαίρου- καθώς και πολλοί άλλοι μαλάκες, όπως και η Λούσι.

Όταν έφτασε η στιγμή της αναχώρησης έγινε της που...ας σπίτι! Η μαμά έκλαιγε, όπως και η Έλλη. Ήταν υπερβολικές, δεν θα πρεπε να είχαν αντιδράσει έτσι... Την Έλλη την δικαιολογώ, ήταν μικρή και θα νόμιζε ότι θα έφευγα και δεν θα ξαναγυρνούσα... αλλά τη μαμά όχι, δεν μπορούσα να τη δικαιολογήσω... Ήξερε καλύτερα απ' όλους στο ηλίθιο σπίτι ότι το ήθελα πολύ!

Προσπάθησα όμως να το αγνοησω... δεν ήθελα να έχουμε δράματα...! Το Πανεπιστήμιο ήταν κάτι καινούριο! Μια δεύτερη ευκαιρία για να επανορθώσω τις μαλακίες που έκανα σ' εκείνη... κι έπειτα σε... όλους...

Η Πανεπιστημιούπολη ήταν τεράστια! Πρέπει να το παραδεχτώ. Είχε ένα μεγάλο αμφιθέατρο και μια ακόμα μεγαλύτερη βιβλιοθήκη. Το ιδανικό μέρος για εκείνη... Τρελαινόταν να διαβάζει λογοτεχνικα βιβλία, απορώ πως το έκανε, αλλά εφόσον το έκανε δεν μπορούσα να της πω να το σταματήσει. Έτσι όπως κι εκείνη δεν θα απαιτούσε να σταματήσω το ποδόσφαιρο γιατί ήξερε ότι ήταν το πάθος μου.

Στο δυτικό τμήμα της Πανεπιστημιούπολης βρίσκονταν οι εστίες, ενώ στο ανατολικό το εστιατόριο του οποίου το φαγητό ήταν ΑΠΑΊΣΙΟ! Γύρω από τα κύρια κτίσματα της, την περικύκλωνε ένα σχετικά μικρό αλλά πυκνό δάσος που ίσα-ίσα μας κρατούσε αποκομμένους από τον έξω κόσμο.

Δεν άργησα να προσαρμοστώ στην φοιτητική ζωή. Κάθε βράδυ και με διαφορετική παρέα έξω, δεν ήταν καθόλου δύσκολο. Ποιος θα δυσκολευόταν να ζήσει μια τέτοια ζωή;! Η πρώτη εβδομάδα ήταν υπερβολικά χαλαρή! Και αυτό με ευχαριστούσε. Είχα περισσότερο χρόνο να ικανοποιήσω τις "ανάγκες" μου.
Με την Τορι είχαμε δυο-τρια κοινα μαθήματα. Βλέπετε εκείνη προοριζόταν για καθηγήτρια δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ εγώ πρωτοβάθμιας. Ώρες-ώρες απορώ με τον εαυτό μου! Γιατί στον πουτσο να θέλω να διδαξω σε δημοτικό;, συχνά έκανα τη συγκεκριμένη ερώτηση στον εαυτό μου, αλλά ποτέ δεν έπαιρνα απάντηση...

Το γαμημενο το μυαλό μου τα 'χε χάσει! Δεν την έβλεπα συχνά και αυτό με ενοχλούσε... Δεν ήξερα τον ακριβή λόγο.

Εκείνο το πρωί είχα την ανάγκη να βγω, να παρω λίγο αέρα... Έτσι με την πρώτη κοπέλα που βρήκα μπροστά μου έφυγα από το μάθημα. Βρισκόμασταν στο δωμάτιο μου. Φόρεσα το προφυλακτικό... (και νομίζω ξέρετε τι ακολουθεί). Δεν ένιωσα τίποτα... όμως συνέχισα. Δεν μου είχε ξανασυμβεί αυτό ποτέ ξανα! Δεν είναι ότι η ξανθιά εικοσαρα δεν ήταν καυλωτικη, απλά -δεν ξέρω, όταν την είδα σκέφτηκα ότι θα περνούσαμε καλά. Ψηλή, με μακριά πόδια, ξανθιά με γαλαζοπρασινα μάτια, ένας όμορφος σχετικά συνδιασμός αλλά όχι τόσο όμορφος όσο ο δικός της!

Μ' αυτήν την σκέψη προσπάθησα πιο πολύ. Έμπαινα και έβγαινα μέσα της με ορμή. Δεν με ένοιαζε αν την πονούσα, ας μη μου άνοιγε τα πόδια της! Αλλά απ' ό,τι φαίνεται το απολάμβανε και με το παραπάνω! Έτσι, συνέχισα βίαια με τον ίδιο ρυθμό να μπαινοβγαινω μέσα της. Τα ουρλιαχτά της εκκωφαντικα. Σκάσε βρωμιαρα!, ήθελα να της φωνάξω, αλλά προτίμησα να κάνω τον ρυθμό μου πιο γρήγορο. Εκείνη τελείωσε, αλλά εγώ είχα μόλις αρχίσει! Δεν με άφησε καθόλου ικανοποιημένο. Τώρα τελευταία, καμία δεν το έκανε... λες να έχω πρόβλημα; Όχι, δεν παίζει!

Σηκώθηκα γρήγορα από πάνω της, δεν ήθελα να τη βλέπω μπροστά μου! Με είχε αφήσει κι εκείνη ανικανοποίητο και παντελώς αδιάφορο! Πέταξα στα σκουπίδια το προφυλακτικό και ντύθηκα αμέσως.

"Τι έγινε;" ρώτησε η ξανθιά αφού συνήλθε από τον πολλαπλό οργασμό που μόλις της είχα χαρίσει, αλλά εκείνη όχι... Προσπάθησε να κρύψει το γυμνό κορμί της με το σεντόνι μου.

Να θυμηθώ να αλλάξω σεντόνια... αηδιασα.

Πέρασα το φακελάκι μου πάνω από το κεφάλι μου και φόρεσα την μπλούζα μου.

"Παω να κάνω ένα μπάνιο." Είπα απλά κι εκείνη με διέκοψε.
"Θα 'ρθω να σου κάνω παρέα." Είπε με αυτοπεποίθηση και σηκώθηκε να ετοιμαστεί.

"Όχι." Απάντησα κοφτά. "Ντύσου. Όταν γυρίσω θέλω να 'χεις εξαφανιστεί." Δήλωσα και παίρνοντας τα κλειδιά του δωματίου μου, την άφησα μόνη της στο δωμάτιο πιθανώς ντροπιασμενη και... κλαμμένη. Όμως δεν με ένοιαζε, ας με είχε ικανοποιήσει και ίσως να της φερομουν διαφορετικά.

Ήμουν νευριασμενος. Πρώτα-πρώτα με εμένα, έπειτα με την ξανθιά και γενικότερα με όλον τον γυναικείο πληθυσμό! Μου είχε συμβεί αρκετές φορές. Και όταν λεω αρκετές εννοώ πέντε συνεχόμενες! Από τη στιγμή που είχαμε φτάσει στο πανεπιστήμιο δεν μπορούσα να βρω ικανοποίηση! Ήταν σαν να είχα τον μαγνήτη γυναικών, αλλά ούτε μια δεν ήταν αρκετά καλή...

Βρέθηκα για άλλη μια φορά στο μπαρ που δούλευε η Νατάσα και ο Νίκος χωρίς καν να το καταλάβω. Πάντα εκεί κατέληγα και πάντα εκείνοι με βοηθούσαν... χωρίς να τους ζητήσω κάποια εξήγηση...

Έπρεπε να με βοηθήσουν και αυτή τη φορά. Φυσικά δεν ήθελα να τους πω τι γινόταν κάθε φορά που ήθελα να πηδηξω δεν...μπορούσα.

Για κακή μου τύχη εκείνοι δεν ήταν εκεί. Και όταν ρώτησα μου είπαν ότι δεν είχαν βάρδια, είχαν πάρει άδεια, μαζί...

Έτσι αναγκάστηκα να φύγω. Βρέθηκα σε ένα σουπερμάρκετ της περιοχής και αγόρασα ένα μπουκάλι βότκα. Έπειτα επέστρεψα στην Πανεπιστημιούπολη με το ένα τέταρτο της βότκας να έχει αδειάσει. Ήδη το κεφάλι μου γύριζε, όπως και ο υπόλοιπος κόσμος γύρω μου. Ένα ήταν σίγουρο. Δεν μπορούσα να παρακολουθήσω κανένα μάθημα. Έτσι λοιπόν, πήγα στο αμφιθέατρο έκρυψα το μπουκάλι της βότκας στην τσάντα μου και την άφησα κάτω. Δεν ήθελα να με δει με το μπουκάλι στο χέρι, δεν είχα όρεξη να ακούσω το κήρυγμα της γιατί ήξερα ότι θα είχε δίκιο. Στήριξα την πλάτη μου στον τοίχο δίπλα από την πόρτα και κάθισα να την περιμένω.

Λίγο αργότερα οι πρώτοι φοιτητές έκαναν την εμφάνιση τους στους διαδρόμους, ένας από τους οποίους ήταν κι εκείνη μαζί με μια σγουρομαλλα λίγο πιο ψηλή από την Τορι, αλλά γαμώτο όσο πιο ψηλή και ξανθιά κι αν ήταν, δεν έφτανε την Βι σε ομορφιά. Έτσι, αποφάσισα ότι έπρεπε να κάνω κάτι γι' αυτό... να αλλάξω γνώμη με κάποιον άγνωστο τρόπο. Έπρεπε να κάνω κάτι, έτσι ώστε να μου φύγει αυτή η... περίεργη ιδέα...

Έτσι της την έπεσα, στεγνα.

"Γεια σου, Βι" την χαιρέτησα φλερτάροντας την ξανθιά με τη ματιά κι εκείνη αμέσως κοκκίνισε ανταποδίδοντας τη ματιά.

Μμμ, θα έχει πλάκα...

Η Τόρι αναστέναξε σαν να είχε βαρεθεί κιόλας τις μαλακίες μου και στριφογύρισε τα μάτια της. Κι όντως. Είχε βαρεθεί. Το έβλεπα στα πράσινα πανέμορφα μάτια της. Γαμώτο σου! Σκάσε!, μάλωσα τον εαυτό μου.

"Πες το..." είπε κουρασμένη και για μια στιγμή το βλέμμα μου έπεσε πάνω της και άργησε να ξεκολλήσει. Κρατούσε τα βιβλία της σφιχτά στο στήθος σαν να αποτελούσαν ένα είδος ασπίδας... που στο τέλος, βέβαια, δεν θα την προστάτευε καθόλου! Τα χαρακτηριστικά της σφιγμένα όπως και τα μέλη του σώματος της. Είχε μια ομορφιά της οποίας η πηγή μου ήταν άγνωστη, αλλά πάντα ήθελα να την ανακαλύψω...

"Δεν θα μπω μέσα" , της έδειξα με νόημα το αμφιθέατρο και στράφηκα στην ξανθούλα της οποίας τον όνομα αν δεν κάνω λάθος είναι Άννα. "Φρόντισε να κρατήσεις σημειώσεις και για μενα..."

Μπορεί να κοιτούσα την ξανθιά, αλλά ακόμα μιλούσα στην Βι. Δεν ήθελα να έχω καμία σχέση μ' αυτες που έκανα σεξ. Αυτοί ήταν οι όροι μου και σε όποιες δεν τους άρεσαν απλά τους ζητούσα να φύγουν. Τόσο απλά...

Της έκλεισα το μάτι -της Άννας;- πήρα το σακίδιο μου και ξεκίνησα να προχωρώ. Χωρίς όμως να έχω απομακρυνθεί πολύ, γύρισα πίσω και την πλησίασα ξανα. Την φίλησα στα γρήγορα στο μάγουλο και ψιθύρισα ένα ευχαριστώ. Εκείνη πέρασε το ελεύθερο της χέρι γύρω από την μέση μου και με αγκάλιασε. Την έκρυψα αιφνιδιασμενος από την απρόσμενη αντίδραση της ατην αγκαλιά μου και την φίλησα απαλά στα μαλλιά. Σ' αγαπάω πολύ Βι, ήθελα να της πω, αλλά που να βρω το θάρρος; Με έκανε να φέρομαι τόσο περίεργα, ακόμα κι αν δεν το καταλάβαινε. Έκανα πράξεις που δεν θα έκανα ποτέ με άλλα κορίτσια... , ούτε καν με την Λούσι... Αλλά τι δουλειά έχει η πουτάνα με την Τόρι μου; Εκείνη ήταν απλά μία σκύλα που με ήθελε μόνο για το σεξ... για την ικανοποίησή της και τίποτα άλλο, ενώ η Βι, προσπάθησε να με προστέψει... πάντα αυτό έκανε! Αλλάπάντα εγώ κατάερνα να κάνω μαλακίες, μαλακίες που ούτε τα πεντάχρονα δεν θα έκαναν! Όπως το να πληγώσουν τους αγαπημένους τους, σε αντίθεση με μένα που συνέχιζα επηλημένως να κάνω τα ίδια λάθη ξανά και ξανά...

Έφυγα. Δεν άντεχα να την έχω δίπλα μου και να σκέφτομαι όλα όσα της είχα κάνει και είχα κάνει σε άλλους αγαπημένους, ενώ εκείνη με είχε προειδοποιήσει...

Κλείστηκα στο δωμάτιο μου και καθώς κάθισα στο πάτωμα, έβγαλα τη βότκα από το σακίδιο. Έπειτα, το πέταξα μακριά νιώθοντας τον θυμό μέσα μου να οργιάζει. Ήμουν ένας άχρηστος... Το μόνο που έκανα καλά ήταν να πηδάω όποια έβρισκα μπροστά μου! Ήμουν ελεϊνός και δεν άξιζα δεκάρα για δεκάρα. Ήμουν ένας κομπλεξικός που τον ένοιαζε μόνο η ευχαρίστηση και η απόλαυση που του πρόσφεραν οι πουτάνες. Δεν ήμουν ικανός για τίποτα χωρίς την βοήθειά της! Οι βαθμοί μου χειρότεροι κι από απόσκατα και οι γονείς μου δεν ήταν ποτέ ευχαριστημένοι με την προσπάθεια μου στο σχολείο... Τι προσπάθεια; Εδώ δεν ήξερα πώς κλεινόταν το "ειμί" στον Αόριστο, θα προσπαθούσα να διαβάσω και να περάσω; Μπορεί να μην μου το έλεγαν ή να μην μου το έδειχναν -ότι, δηλαδή, δεν ήταν ικανοποιημένοι με τους βαθμούς μου- αλλά δυστυχώς μπορούσα να καταλάβω την δυσαρέσκειά τους. Δεν είμαι χαζός.

Το ποτό είχε φτάσει σχεδόν στη μέση και αισθανόμουν το κεφάλι μου να γυρίζει. Ωστόσο, αυτό δεν με σταμάτησε από το να πίνω...

Πραγματικά, όταν έγιναν γνωστά τα αποτελέσματα και έμαθα ότι θα φοιτούσα στην Αθήνα, έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου... Δεν ήταν δυνατόν, απλά όχι... Εντάξει, δεν λέω, είχα ξεσκιστεί στο διάβασμα μαζί της, αλλά δεν περίμενα τέτοιο αποτέλεσμα... Με βοήθησε όσο δεν πάει παραμελώντας τα διαβάσματά της και χάρη στη βοήθεια που μου πρόσφερε η Τόρι κατάφερα να περάσω Αθήνα χωρίς ιδιαίτερη κούραση. Θυμάμαι τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της όταν δίναμε το τελευταίο κοινό μας μάθημα. Είμασταν μαζεμένοι στο σπίτι της Νικόλ (της κολλητής της) μιας που όλα τα μέλη της οικογένειάς την έλειπαν. Καθόταν και μας εξηγούσε με την κάθε λεπτομέρεια πώς θα έρπεπε να αναπτύξουμε ένα σχετικά δύσκολο θέμα. Θυμάμαι που παρ' όλη την κούρασή της, όχι μόνο μας τα εξήγησε αλλά μας ανάγκασε κιόλας να της τα πούμε, έτσι ώστε να τα θυμόμαστε, έτσι τουλάχιστον είχε πει. Εκείνο το βράδυ, τελείωσαμε το διάβασμα, αφού την είχε πάρει ο ύπνος... Νύσταζε, κι όμως δεν πήγαινε να κοιμηθεί για να με βοηθήσει! Για να σας βοηθήσει... Με διόρθωσε η ενοχλητική φωνή, ξανά!

Εσένα ποιος σου μίλησε πάλι; , της φώναξα.

Εσένα ποιος σου μίλησε;! , μου αντιγύρισε.

Παλιό...! Ηρέμησε Κάρτερ. Είναι απλά της φαντασίας σου. Αν την αγνοήσεις, θα βαρεθεί και θα σταματήσει.

Ναι, Κάρτερ, θα βαρεθώ και θα σταματήσω να είσαι σίγουρος! , έκραξε στην κυριολεξία. Και δε μου λες; Γιατί κάθεσαι και πίνεις; Πάλι για τον ίδιο λόγο; Για το γεγονός ότι είσαι άχρηστος και ανίκανος για το οτιδήποτε; Συνέχισε η φωνή σχεδός υπόκοφη αυτή τη φορά. Τα χέρια μου βρέθηκαν αυτομάτως στα μαλλιά μου τραβώντας τα δυνατά. Είχε τόσο δίκιο, ήμουν ένα τίποτα. Ή για το ότι είσαι άχρηστος και δεν σου αξίζει τίποτα; Έκανε μία παύση, αλλά ήξερα ότι η επίθεση θα συνεχιζόταν. Έτσι, τράβηξα τα μαλλιά μου δυνατότερα και έσφιξα τα δόντια μου. Ιδιαίτερα εκείνη... Ε; Γιατί δεν μιλάς; Τι έγινε; Αυτό είναι έτσι; Πέτυχα διάνα! Έχει κάνει τόσα πολλά για σένα κι εσύ ακόμα τίποτα! Σου 'χει προσφέρει τόσα μα τόσα πολλά κι εσύ τι κάνεις κάθεσαι και πίνεις.

"Σκάσε" μορμούρισα ανίκανος να απομακρύνω το μπουκάλι από το στόμα μου.

Τι κάνεις, ε; Μόνο μπελάδες της προκαλείς!

"Σταμάτα." Είπα πιο δυνατά αυτή τη φορά.

Δεν αξίζεις δεκάρα! Μ' ακούς; Δεκάρα! Να 'σαι χαρούμενος που κάθεται και ασχολείται μαζί σου!

"Είπα σταμάτα!" Αλλά η μαλακισμένη φωνή συνέχιζε το βιολί της.

Είσαι ένα τιποτένιο ανθρωπάκι, ένα ανθρωπάκι που έχει τα πάντα και είναι αχάριστο γιατί πολύ απλά θέλει ακόμα περισσότερα! Θέλεις την προσοχή στραμμένη πάνω σου γι' αυτό κάνεις ό,τι κάνεις. Αλλά δεν θέλεις την προσοχή του οποιουδήποτε! Όχι! Θέλεις την δικιά της! Όχι, διόρθωση. Θέλεις να την έχεις δική σου, αλλά όταν συνειδητοποιήσεις ότι την θες θα είναι πολύ αργά! Γιατί εκείνη ήταν δίπλα σου τόσα χρόνια, ενώ εσύ όχι! Της φερόσουν όπως οι άλλοι μαλάκες! Αλλά εκείνη έμενε, περίμενε υπομονετικά μέχρι να ωριμάσεις. Και 'συ ακόμη ο ίδιος μαλάκας παραμένεις. Όταν, όμως, εκείνη φύγει, να δω τι θα κάνεις μόνος σου. Γιατί κανένας δεν σε θέλει...

"Σκάσε!" Ούρλιαξα σαν τρελός και από τα νεύρα μου πέταξα το μπουκάλι με τη βότκα στον απέναντι τοίχο, με αποτέλεσμα το μπουκάλι να γίνει θρύψαλα και το ποτό να απλωθεί σ' ολόκληρο τον τοίχο. Είχα θολώσει. Και σίγουρα το ποτό έκανε την κατάσταση χειρότερη. "Είπα σκάσε! Δεν την ξέρεις και ούτε πρόκειται να την μάθεις!" Φώναζα τρελαμένος από αυτά που μου έλεγε. "Η Βι δεν θα μου το έκανε αυτό ποτέ!"

Έτσι όπως έκανες κι εσύ;! Μάλλον, έτσι όπως την άφησες κι εσύ;

"Δεν..." Ξεκίνησα δυναμικά, αλλά στο τέλος έχασα την μαχητικότητα μου. Είχε δίκιο, τέλος. Αλλά πάντα η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, σωστά; Δεν είναι σαν εμένα... Είναι διαφορετική, ευγενική και μπορεί να κάνει τα πάντα... Είναι κάλη σε ό,τι κάνει χωρίς την βοήθεια κανενός... Αξίζει τα πάντα! Σε αντίθεση με μένα... Είμαι λίγος, για τον οποιοδήποτε... Συλλογίστηκα σιωπηλά.

Άρα έρχεσαι στα λόγια μου. Σηκώθηκα όρθιος και προσπάθησα να φτάσω την τσάντα μου. Έπρεπε να πιω καφέ ή οτιδήποτε προκειμένου να ξυπνήσω... Είσαι λίγος για εκείνη... Την αγνόησα και παραπατώντας έφτασα τον σάκο μου. Είχε ήδη πετύχει τον στόχο της η κωλοφωνή. Με έκανε να αισθανθώ σαν απόβρασμα της κοινωνίας και όχι σαν έναν απλό νέο που απλά έκανε μαλακίες όπως όλοι τα αγόρια στην ηλικία του... Έβγαλα το κινητό μου και κάλεσα τον Μάνο, ήταν ο μόνος που θα με βοηθούσε χωρίς να ρωτήσει τι μου συνέβη. Δεν μπορείς να την έχεις...!

Το τηλέφωνο άρχισε να καλεί... Ντουτ... Ντουτ...Ντουτ... Και στην τέταρτη φορά ο Μάνος το σήκωσε.

"Τι θες ρε μαλάκα; Σας είπα να μην με ενοχλήσετε!" Έκανε νευριασμένα, αλλά εγώ δύστασα να απαντήσω. Κι αν ήμουν στα μάτια κι εκείνου ένα τίποτα; "Κάρτερ;" Μέχρι και τον Μάνο ενοχλούσα... Είμαι όντως ανάξιος...σκέφτηκα θλιμμένα και του το 'κλεισα. Άφησα το κινητό να πέσει κάτω, απογοητεύμενος γι' αυτό που είχα εξελιχθεί.

Προχώρησα μακριά από την πόρτα και έπεσα σαν σάκος πάνω στο κρεβάτι μου. Δεν είχα να κάνω κάτι άλλο. Ήμουν κι επισήμως ένας αποτυχημένος, ανάξιος γιος και φίλος που νοιαζόταν μόνο για την δική του καλοπέραση.

Έκλεισα τα μάτια μου και με πήρε αμέσως ο ύπνος για άλλη μία φορά με την εικόνα της στο μυαλό μου. Συγγνώμη, Βι, συγγνώμη...

Την επόμενη στίγμη, ξύπνησα από ένα δυνατό τράνταγμα. Κάθισα στο κρεβάτι και κοίταξα γύρω αγχωμένος και λίγο τρομεγμένος.

"Τι στο;" Ξεκίνησα να λέω όταν στο οπτικό μου πεδίο εμφανίστηκε ο Μάνος.

Ένα κύμα ανακούφισης με συνεπήρε, αλλά ταυτόχρονα η απογοήτευση έκανε την εμφάνισή της.

"Τι έγινε ρε μαλάκα;" Έκανε ο φίλος μου. "Μπήκα στο δωμάτιο και όλα ήταν κώλος! Τι στο διάολο έκανες;!"

"Έπινα", είπα ξερά. Δεν είχα κάτι να κρύψω, ο Μάνος ήταν από εκείνους που μου στάθηκαν όταν η ζωή μου είχε πάρει την κάτω βόλτα. Με συμβούλευε να μην κάνω μαλακίες παρά μόνο υπομονή. Αποδείχτηκε καλός φίλος και με αρχές. Ένα άλλο μειωνέκτημά μου..., συλλογίστηκα.

"Για ποιον λόγο αυτή τη φορά;" Στάθηκε δίπλα στο γραφείο και σταύρωσε τα χέρια στο στήθος, ενώ εγώ σηκώθηκα με δυσκολία καθώς το κεφάλι μου γύριζε και με πονούσε αφάνταστα πολύ.

Δεν ξέρω πριν πόση ώρα αποκοιμήθηκα, ούτε πόσο πολύ ήπια, αλλά ένα είναι σίγουρο. Θυμάμαι ξεκάθαρα όλες τις κινήσεις μου την καθεμιά καθαρά και με σειρά!

"Κανέναν..." Έτρυψα το πονεμένο κεφάλι μου.

Αναστέναξε. "Ξέρεις δεν θα έβλαπτε να έλεγες σε κάποιον γι' αυτά που νοιώθεις για-"

"Μην! Απλά μην το πεις..." Τον κοίταξα παρακλητικά. Δεν ήθελα να ακούσω κι από εκείνον το ίδιο βαρετό κύρηγμα που άκουγα απ' όλους μέσα στο γαμημένο μου σπίτι, απλά δεν ήθελα!

"Κάποια στιγμή όμως θα πρέπει να το παραδεχτείς." Είπε αυστηρά.

"Αυτή η στιγμή δεν είναι τώρα οπότε παράταμε!"

"Αν θυμάμαι καλά, εσύ ήσουν αυτός που με ενόχλησε, ενώ σου είχα πει να μην το κάνεις!" Στριφογύρισα ενοχλημένος τα μάτια μου, μία κίνηση που την έκανε η Βι και εγώ με κάποιον τρόπο την υιοθέτησα.

"Σαν γκόμενα κάνεις!" Απέφυγα την ματιά του.

"Ναι! Κάνω σαν γκόμενα γιατί με διέκοψες! Και αντί να μου ζητήσεις συγγνώμη που έτρεξα ως εδώ για την μαλακισμένη πάρτη σου, εσύ μου τη λες κι από πάνω! Ωραίος φίλος είσαι ρε! Ωραίος φίλος!" Οκ. Αυτό ήταν χτύπημα κάτω από τη μέση. Παρ' όλα αυτά καθόμουν εκεί απαθής κοιτάζοντάς τον με μειώνει, χωρίς να με νοιάζει ιδιαίτερα. "Σκοτώνομαι με την Γκαμπ, στην κυριολεξία! Φεύγω από κοντά της μετά από όλα όσα έχουμε πει, και έρχομαι εδώ για να σε βρω λυπόθυμο από το ποτό να κλαις τη μοίρα σου, για να με βρίσεις μετά και να γίνεις αχάριστος και μπάσταρδος!" Ανάσαινε βαριά. Κακό σημάδι. "Λοιπόν μάντεψε, εγώ δεν θα είμαι εδώ ενόσο εσύ θα μαλακίζεσαι! Βαρέθηκα!" Με σκούντηξε με τον δείχτη του, με αποτέλεσμα να κάνω ορισμένα βήματα πίσω. "Φεύγω!" Φόρεσε τη ζακέτα του καθώς πλησίαζε την πόρτα. "Όταν θα βρεις το θάρρος να μου πεις τι στο διάολο νοιώθεις, ξέρεις πού θα με βρεις!" Άνοιξε την πόρτα και βγήκε από το δωμάτιο.

Επεξεργάστηκα για λίγο όλα όσα μου είπε. Είχε δίκιο... Είμαι εγωιστής και ενδιαφέρομαι για τους άλλους γύρω μου... Ίσως... Ποτέ μου δεν νοιάστηκα για τους γύρω μου παρά μόνο όταν έπρεπε- δηλαδή όταν ήθελα να ωφεληθώ απ' αυτούς... Σε όλους έτσι συμπεριφερόμουν. Τους εκμεταλλευόμουν όλους, όλους εκτός από...εκείνη, γιατί από εκείνη δεν ήθελα τίποτα παραπάνω από την προσοχή της.

"Μου αρέσει!" Φώναξα κι εκείνος εισήλθε στο δωμάτιο κι έκλεισε την πόρτα πίσω του ξαφνιασμένος.

Γαμώτο μου!

"Τι είπες?" Με πλησίασε δύσπιστος.

"Μου αρέσει, εντάξει;! Μου αρέσει!" Συνέχισα βαριανασαίνοντας. "Πάντα μου άρεσε απλά δεν είχα το θάρρος να το πω! Είμαι ένας δειλός! Ευχαριστημένος τώρα;" Τον κοίταξα έντονα.

Δεν ξέρω γιατί αντέδρασα έτσι, απλώς - πιστεύω ότι- φοβάμαι την απόρριψη, την μοναξιά και μια ζωή που εκείνη δεν θα είναι δίπλα μου...

"Έτσι εξηγούνται όλα..." Μουρμούρισε. "Μπασταρδάκο!" Γέλασε πονηρά. "Γι' αυτό ο Μήτσος δεν την ξαναπλησίασε!"

"Ε, και;" Έκανα δήθεν τον ανήξερο. Μου ήταν δύσκολο να το παραδεχτώ.

Έμεινε απέναντί μου με το πονηρό χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη του και την σκεπτική του φάτσα. Ήξερα τι έκανε. Ή μάλλον τι σκεφτόταν. Συνέδεε όλα τα γεγονότα μεταξύ τους και πολύ σύντομα τα προσωπεία θα έπεφταν!

"Εσύ..." Έκανε σαστισμένα. "Εσύ κρυβόσμουν πίσω απ' όλα!" Με έδειξε με τον δείχτη του. "Γι' αυτό, εκείνος ήρθε το επόμενο πρωί με μαυρισμένο το μάτι κι εσύ με μελανιές! Τις έφαγες για χάρη της!" Είπε κατηγορηματικά.

"Και;" Τον κοίταξα νιώθοντας ότι από στιγμή σε στιγμή δεν θα μπορούσα πια να κρυφτώ.

Δεν έπρεπε να αποκαλυφθώ παραπάνω. Ήδη του είχα αποκαλύψει ότι μου άρεσε, αλλά μέσα μου δεν μου άρεσε απλά...και το ήξερα! Κάθε φορά που την έβλεπα να μιλάει σε κάποιο άλλο αρσενικό ή έτσω να στέκεται δίπλα σε άλλον, ένιωθα ένα σφίξιμο στην κοιλιά. Ένα σφίξιμο τόσο ενοχλητικό και ισχυρό που με νευρίαζε!

"Πόσο;" Ρώτησε ξανά αφού βγήκε από τις σκέψεις του.

"Τι;" Ρώτησα με τη σειρά μου στ' αλήθεια μπερδεμένος η καταλαβαίνοντας τι εννοούσε.

"Πόσο καιρό σου αρέσει ρε μαλάκα!" Δεν του απάντησα, δεν είχα σκοπό. Άνοιξα το στόμα μου, αλλά δεν πρόλαβα να αρθρώσω λέξη! "Άσ' το, φίλε! Άσ' το!" Γέλασε. "Δεν το πιστεύω! Είσαι ερωτευμένος!"

"Σκάσε!" Γάβγισα.

"Το φιλαράκι μου από 'δω," ήρθε και με αγκάλιασε από τους ώμους, "είναι ερωτεύμενο!" Με χτύπησε φιλικά στον ώμο.

"Βουλωσέ το μαλάκα!" Τον έπσρωξα μακριά νευριασμένος με τον εαυτό μου που δεν μπόρεσα να το κρατήσω μυστικό. "Δεν έχω σκοπό να το μάθει όλη η Πανεπιστημιούπολη! Γι' αυτό σκάσε!"

"Άρα το παρδέχεσαι! Την γουστάρεις!"

"Κάνεις σαν γκόμενα, ξανά." Παρατήρησα.

"Χέσε τις γκόμενες αυτό πρέπει να το μάθει..." Μουρμούρισε φωναχτά και τότε εγώ του όρμησα και τον κόλλησα στον τοίχο με τα χέρια μου να τον σηκώνουν από την λαιμόκοψη της μπλούζας του.

"Αυτά που σου είπα θα μείνουν μεταξύ μας!" Τον ταρακούνησα.

Σήκωσε τα χέρια του ψηλά.

"Ήρεμα, φίλε!"

"Υποσχέσου!" Τον "κοπάνισα" στον τοίχο.

"Υπόσχομαι! Υπόσχομαι. Τώρα άφησε με κάτω και τράβα να την βρεις"

"Τι;" Τον άφησα ξαφνιασμένος. "Όχι..." Έκανα πίσω τρία βήματα. "Δεν... Δεν... γίνεται..." Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά.

Δεν μπορούσα να της μιλήσω. Αν της το έλεγα, εκείνη θα απομακρυνόταν... και εγώ δεν θα το άντεχα! Ήδη είχε μείνει μακριά μου δύο ολόκληρα χρόνια και να το αποτέλεσμα! Έγινα ένας άχρηστος μπάσταρδος που δεν μπορεί να κάνει ούτε ένα καλό σε άλλους. Αν μάθαινε..., Θεέ μου! Κι αν έφευγε; Κι αν με απέφευγε; Κι αν με μισούσε; Κι αν... Κι αν... Κι αν... Τόσα πολλά ερωτημετικά!

Έφτιαξε την μπλούζα του και πλησίασε.

"Δεν πιστεύω να..." Άφησε την φράση του ανολοκλήρωτη, παρ' όλ αυτά ήξερα τι θα έλεγε. Ότι φοβόμουν.

"Όχι" Ψέμα. "Δεν... είμαι έτοιμος..." Φοβάμαι, ήθελα να πω, αλλά ήμουν ο πιο μεγάλος δειλός του κόσμου! Κάθισα στο κρεβάτι μου ηττημένος. Δεν ήξερα τι να κάνω, και τώρα που το έμαθε και ο Μάνος σίγουρα κάποια στιγμή θα του ξέγευγε και τότε όλα θα καταστρέφονταν... Η Βι θα με απέφευγε και τότε, δεν θα ήξερα στ' αλήθεια τι να κάνω...!


***Γεια σας!!! Τι μου κάνετε????

Είμαι απαράδεκτη το ξέρω δεν έχω ανεβάσει εδώ και πολύ, πολύ, πολύ καιρό!!! :(

Αρχικά, θέλω να πω ότι αυτό το κεφάλαιο στην αρχή μου βγήκε γύρω στις 15.000 λέξεις και!!! Αλλά, αποφάσισα να το κόψω και να το κάνω δύο κεφάλαια τα οποία δεν μπορείτε να πείτε μικρά! :)

Στη συνέχεια, έχουμε ένα ακόμα φλασ μπακ και εξελίξεις! Σημαντικές εξελίξεις! ;) Ο Κάρτερ επιτέλους το παραδέχτηκε! Ναι!!!!!!!!!!! (Μόνο εγώ είμαι χαρούμενη????) Αλλά ακόμα είναι δυστακτικός...

Τέλος, τα γνωστά. Πείτε μου αν σας άρεσε ή αν όχι, και φυσικά ψηφίστε (παρακαλώ)!

Δεν θέλω να σας ζαλίζω άλλο! Καληνύχτα,

Στέλλα <3 :)


Υ.Γ.

Προσπάθησα να βάλω μία φωτό με τον Κάρτερ και την μικρή Έλλη, αλλά ήταν αδύνατο!!!! :( Έτσι έβαλα αυτή επάνω (είναι ο Κάρτερ πιομένος "υποτίθεται").***





Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top