3δ. Καλός
[...] "Κάρτερ!" Την άκουσα να με φωνάζει. "Τι θα γίνει με αυτήν την μπάλα που λέγαμε;!"
"Έρχομαι!" Της φώναξα πίσω, πήρα την μπάλα και τους είπα:
"Προσπαθώ, στ' αλήθεια προσπαθώ να είμαι αντάξιος της! Δεν θέλω να την πληγώσω..." το έχω κάνει και ξέρω τι τύψεις προκαλεί!
Έφυγα από 'κει και έφτασα στην Τόρι.
"Επιτέλους! Μπάλαααα!" Έκανε και ξέσπασε σε χαριτωμένα γελάκια.
Την τράβηξα κοντά μου, πέρασα το χέρι μου γύρω από τον ώμο της και την φίλησα στα βρεγμένα μαλλιά της. Έχε μου εμπιστοσύνη, Βι, και να ξέρεις ότι δεν θα σε πληγώσω! Ασε τους άλλους να λενε ό,τι θελουν, εγω δεν δίνω δεκάρα!
Λίγες μέρες αργότερα, οι γονείς της Βικτώριας της ανέθεσαν το μαγαζί να το προσέχει τα απογεύματα μέχρι το βράδυ που θα το έκλεινε ο πατέρας της. Και αυτή ήταν η ευκαιρία μου να την επιβεβαιώσω και να της αποδείξω ότι άξιζα έστω και λίγο από τον χρόνο της! Κάθε μέρα, λοιπόν, μετά από τις προπονήσεις στην ομάδα (ποδοσφαίρου), πήγαινα σπίτι μου, άλλαζα κι έπειτα περνούσα από το μαγαζί της οικογένειας της Βι για να της κρατήσω συντροφιά -αν και δεν νομίζω να την χρειαζόταν... Συνέχεια πηγαινοερχόταν πάνω κάτω ξεσκονίζοντας και συμπληρώνοντας τα ψυγεία και τα ράφια για μη τυχόν ελλείψεις. Πήγαινε πάνω κάτω χωρίς σταματημό. Μέχρι που δεν άντεξα και της ζήτησα να σταματήσει να πηγαίνει από 'δω κι από 'κει πυρετωδώς.
"Ρε Βι", τα δάχτυλα μου τυλίχτηκαν γύρω από τον μικρό καρπό της, "ηρέμησε λίγο. Δεν σε κυνηγάει κανένας με αλυσοπρίονο... Κάτσε λίγο κάτω να-" ξεκίνησα να πω όταν ένας πελάτης μπήκε στο μαγαζί.
"Γεια σας!" Είπε ο γεράκος εύθυμα.
"Γεια σας", ανταπέδωσα στον παππουλη ξεφυσωντας.
"Βικτόρια! Τι κάνεις κοπέλα μου;" συνέχισε ο παππούλης.
Η Βι μάζεψε το χέρι της και χαιρετώντας τον ηλικιωμένο άνθρωπο τοποθετήθηκε πίσω από τον πάγκο με το ταμείο. Ο γερουλης δεν άργησε να επιλέξει τι θα αγόραζε και η Βικτόρια τον εξυπηρέτησε γρήγορα, μ' αποτέλεσμα ο ηλικιωμένος να μας χαιρετίσει και να μας αφήσει μόνους μας ξανα.
Παρ' όλα αυτα, η Βι συνέχισε να πηγαινοέρχεται σαν τρελή.
Σηκώθηκα από την καρέκλα, στην οποία καθόμουν και την πλησίασα.
"Δεν υπάρχει καμιά περίπτωση κατσεις κάτω και να μιλήσουμε σαν φυσιολογικοί άνθρωποι, έτσι;" ρώτησα. "Σωστά μαντευω;" την σκουντηξα κι εκείνη γύρισε προς το μέρος μου με ένα τόσο μικρό χαμόγελο που κανείς δεν θα μπορούσε να προσέξει, αν δεν την παρατηρούσε καλύτερα.
"Σωστά μαντεύεις!" Γέλασε.
Ξεφυσηξα. Γαμώτο με εκνευρίζει όταν την βλέπω έτσι, αγχωμενη!
"Δωσ' το μου εδώ!" Είπα και πήρα το μπουκάλι Coca-Cola από τα χέρια της. "Πήγαινε κανε τίποτα άλλο..." γονάτισα και τοποθέτησα το μπουκάλι στο τελευταίο ράφι του ψυγείου. Πήρα το επόμενο, όταν την άκουσα να κρυφογελαει. Γύρισα να την κοιτάξω. "Τι έγινε πάλι;"
"Το κάνεις λάθος." Έπνιξε ένα γελάκι κι εγώ την κοίταξα απορημενος. "Πρώτα βάζεις τα πιο ζεστα μέσα-μέσα," γονάτισε δίπλα μου κι έβγαλε όλα τα μπουκάλια Coca-cola που υπήρχαν, "και μετά βάζεις τα πιο παγωμένα έξω-έξ...ω..." έκανε μόλις αντιλήφθηκε ότι την κοιτούσα έντονα.
Γαμώτο μου! Πάλι το έκανα! Σταμάτα να την κοιτάζεις σαν μαλακας! Την είδα να στραβοκαταπινει και να χάνει τα λόγια της.
"Κάρτερ..." ψιθύρισε κι εγώ την πλησίασα.
"Ναι, Βι;"
"Κάρτερ," συνέχισε με μον ίδιο τόνο όπως και πριν. "Έχεις πέντε δευτερόλεπτα να απομακρυνθείς, αλλιώς θα σου κάνω κι άλλη μελανια." Την κοίταξα απορημενα. Και αμέσως ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια. "Έπρεπε να 'βλεπες την φάτσα σου!" Γέλασε δυνατότερα. "Ήσουν τόσο..." Με δουλεύει; , ένα κύμα θυμού με συνεπηρε! "...τόσο..." συνέχισε να χαχανίζει.
Η αλήθεια είναι ότι προσπάθησα να θυμώσω μαζί της, αλλά πρέπει να ομολογήσω ότι μου ήταν αδύνατο, γιατί εκείνη ήταν απλά αξιαγαπητη. Θεε μου τι τρέχει με μενα;!
Μ' αγκάλιασε και μου τσίμπησε το μάγουλο, καθώς γελούσε ακόμα με την πάρτι μου.
Πως θα μπορούσε ποτέ κανείς να θυμώσει μαζί της; Ας μου εξηγήσει κάποιος!
"Κάποια στιγμή θα μου το πληρώσεις μικρή πονηρή αλεπού!" Την αγκάλιασα και την σήκωσα ελαφρώς από το πάτωμα.
Με έσπρωξε μακριά και έκανε μερικά βήματα πίσω.
"Θα περιμένω ανυπόμονα για εκείνη την στιγμή!" Μου έκλεισε το μάτι και άρπαξε το ξεσκονοπανο και συνέχισε τη δουλειά της.
Εγώ να δεις!, της απάντησα μέσα στο μυαλό μου. Την παρατήρησα για λίγο καθώς ξεσκονιζε τα ράφια με τα κρασιά και απορούσα πως μπορούσα να είχα μία τόσο καλή φίλη. Ήταν θείο δώρο, ένα δώρο που άργησα να καταλάβω την αξία του.
Το υπόλοιπο απόγευμα εκείνης της ημέρας το πέρασα μαζί της βοηθώντας την. Δεν με ένοιαζε που έκανα δουλειές η' αγγαρείες η' όπως στο καλό λέγονται! Με ένοιαζε το γεγονός ότι ήμουν δίπλα της, κοντά της, όπως παλιά... Ένιωθα όμορφα δίπλα της..., εννοώ, δεν ένιωθα εκείνο το κενό συναίσθημα. Δεν ένιωθα νοσταλγία, δεν ένιωθα κενός, όχι! Σε καμιά περίπτωση!
Κατά τις δέκα το βράδυ άφησα την Τορι μόνη της και πετάχτηκα να φέρω το αυτοκίνητο για να βγούμε, όπως είχαμε κανονίσει νωρίτερα. Δηλαδή, εγώ της είχα προτείνει, εκείνη μου φάνηκε λίγο διστακτική. Αλλά δεν έδωσα σημασία, το είχα αποφασίσει, η Βι θα έβγαινε μαζί μου και κανένας δεν θα την εμπόδιζε, τελεία και παύλα!
Είκοσι λεπτά αφού είχα φύγει, πέρασα μπροστά από την κάβα, αλλά δεν την είδα μέσα, μόνο έναν κύριο κοντά στα πενήντα. Ο πατέρας της, σκέφτηκα αμέσως και πατώντας γκάζι, εξαφανίστηκα από προσώπου γης.
Καθώς οδηγούσα προς το σπίτι της, παρατήρησα μια κοπέλα μόνη της να περπατάει στο πεζοδρόμιο κρατώντας τη μαύρη τσάντα της. Επιτάχυνα και όταν έφτασα δίπλα της κατάλαβα πως ήταν εκείνη. Της κόρναρα κι εκείνη γύρισε τρομαγμένη να με αντικρίσει. Οι ματιές μας κλείδωσαν, εκείνη με κοίταξε απειλητικά και μου ξέφυγε ένα γελάκι. Αλλά δεν διήρκησε για πολύ, αφού εκείνη συνέχισε να περπατάει μπροστά ακάθεκτη σαν να μη συνέβη τίποτα. Γέλασα από την αντίδραση της και της κόρναρα ξανά κάνοντας για άλλη μια φορά επιτάχυνση, με αποτέλεσμα εκείνη να σταματήσει και να με κοιτάξει.
"Μπες μέσα," γέλασα κι εκείνη παρόλο που στην αρχή δίστασε, τελικά μπήκε στο αυτοκίνητο χαρίζοντας μου ένα από τα μεγαλύτερα χαμόγελα της. Ένιωσα την καρδιά μου να αναπηδαει μέσα στο στήθος μου και προσπάθησα να το κρύψω με το να της ανταποδώσω το λαμπερό χαμόγελο.
Έβαλε ζώνη κι εγώ πάτησα το γκάζι. Μιση ώρα αργότερα, βρισκόμασταν στο μπαρ που δούλευαν η Νατάσα και ο Νίκος-Μαλάκας. Φυσικά εκείνη δεν ήξερε καν ποιοι ήταν κι ούτε θα την άφηνα!
Μόλις κατάλαβε ότι ήμασταν σε μπαράκι, άρχισε να διαμαρτύρεται ότι έπρεπε να την είχα ενημερώσει κι ότι δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένη για "έξοδο". Το μόνο που έκανα ήταν να την τραβηξω -και καλά- θυμωμένος μέσα στο μπαρ. Έπρεπε να είχα φέρει κάμερα μαζί μου και να τραβηξω βίντεο την αντίδραση της αφού εισήλθαμε στο μπαρ.
Έπρεπε να είχα καταλαβει ότι θα αντιδρούσε κατ' αυτόν τον τρόπο! Εδώ που τα λεμε, δεν είχε και άδικο!
Το μαγαζί ήταν γεμάτο με δεκαοχταχρονους, καθώς και με ανθρώπους που έφταναν και τα τριάντα, να χορεύουν, να πίνουν και να διασκεδάζουν σαν να μην υπήρχε αύριο. Στο βάθος, πίσω από τον πάγκο μς τα ποτα, εντόπισα την Νατάσα να με κοιτάζει πονηρά. Της ανταπέδωσα το χαμόγελο, όταν ένιωσα την Βι να αναπηδαει και να κρατιέται από πάνω μου. Την κοίταξα ερωτηματικά.
"Τι τρέχει, Βι;" πέρασα το χέρι μου γύρω της τραβώντας την πάνω μου.
"Κάποιος μου έπιασε τον κώλο..." παραδέχτηκε ντροπαλα με τα πράσινα πανέμορφα μάτια της να κοιτούν πάνω προς τα δικα μου και σφιχτηκα αμέσως.
"Ποιος;" γαβγισα θυμωμένος, όχι την Τόρι, αλλά με τον μαλάκα που άπλωσε χέρι πάνω της.
"Δεν ξέρω." Απεστρεψε την ματιά της από τη δική μου.
Την ίδια στιγμή ο δείκτης μου βρέθηκε κάτω από το σαγόνι της κάνοντας την να με κοιτάξει. Θα τον βρω τον μπασταρδο, που θα πάει;!
"Ελα, πάμε να βρούμε κανένα τραπέζι να κάτσουμε", άλλαξα το θέμα κο εκείνη συμφώνησε νευοντας μου.
Καθίσαμε σε ένα γωνιακό τραπέζι. Η Βι άφησε την τσάντα της πάνω στο τραπέζι κι έμεινε να την κοιτάζει διασκεδάζοντας με. Τελικά μίλησε.
"Ίσως έπρεπε να την αφήσω στο αυτοκίνητο..." συλλογιστηκε.
"Ίσως." Γέλασα και σηκώθηκα από το τραπέζι. "Δωσ' την μου." Κι εκείνη ύψωσε το φρύδι της. "Θα την παω στο αυτοκίνητο." Μου χαμογέλασε ως ευχαριστώ και μου έδωσε την τσάντα της, αφού είχε πάρει το κινητό της. "Μη φύγεις."
"Μη φύγεις!" Με κορόιδεψε κάνοντας τη φωνή της πιο λεπτή και τσιριχτη κι εγώ γέλασα.
Στον δρόμο για το αυτοκίνητο, συνάντησα την Νατάσα, η οποία με σταμάτησε δίνοντας μου μια μπουνια στο μπράτσο.
"Τι έγινε Κάρτερ; Πως κι από 'δω;" είπε με τον τόνο της φωνής της παιχνιδιαρικο.
"Είπα να ξεσκασω λίγο", και της ανταπέδωσα το χαμόγελο.
"Ασε με να μαντεψω, αυτή εκεί η όμορφη κοπελίτσα που την φλερτάρουν είναι η Βι σου;"
"Ναι." Είπα απλά με το θριαμβευτικό χαμόγελο στα χείλη, αλλά όταν συνειδητοποίησα τι είχε μόλις πει, γύρισα να ελεγξω αν όντως την "φλερταραν".
Ανεπαίσθητα, οι μύες μου σφιχτηκαν και τα δάχτυλα μου τυλίχτηκαν σε μπουνιές. Όντως, ήταν μόνη της με έναν-με αυτόν! Αυτόν!- που της την έπεφτε! Τι δουλειά έχει μαζί της; Αυτός δεν ήταν κλεισμένος μέσα; Χωρίς να το καταλάβω, έδωσα την τσάντα της στην Νατάσα και βρέθηκα δίπλα τους να χτυπώ αλύπητα τον ανώμαλο που της μιλούσε.
***Flashback***
Χτύπησα το χέρι μου αγανακτισμένα πάνω στο καπό του αυτοκινήτου -που είχα προσορινά-, αφού είχε ξεμείνει ξανά από μπαταρία. Όχι πάλι ρε πούστη μου! Αφού καταράστηκα το σαράβαλο, ξεκίνησα να περπατάω για να βρω έναν τρόπο να γυρίσω σπίτι μου.
Κι ενώ περπατούσα μόνος κατευθυνόμενος προς τον κεντρικό δρόμο για να βρω ένα ταξί, αφού το σαραβαλάκι "τα είχε παίξει", η ματιά μου έπεσε πάνω σε μια τρομαγμένη Βι και τρεις... μπάσταρδους να την πλησιάζουν. Η Τόρι έκανε τρομοκρατημένη πίσω βήματα σε μια προσπάθεια να απομακρυνθεί από τους... ακατανόμαστους.
Αηδία ένιωσα να με κατακλίζει, καθώς και τρόμο για το τι θα μπορουσαν να κάνουν αυτοί οι ανώμαλοι στην Βι μου!
"Τι τρέχει κύριοι;" είπα κι αυτοί σταμάτησαν επιτόπου στο άκουσμα της φωνής μου.
Στάθηκα μπροστά τους υιθετώντας ένα αλαζονικό στυλάκι. Αμέσως, ανακούφιση κατέκλισε το βλέμμα της Τόρι κι εγώ έστρεψα την προσοχή μου πάνω στους υποτιθέμενους "άντρες" που είχα μπροστά μου. Έτσι και τους έπιανα στα χέρια μου την είχαν βαμμένη!
Οι τρεις άντρες γέλασαν ειρωνικά κι αυτό με έκανε να θυμώσω ακόμα περισσότερο. Ένας από τους τρεις στάθηκε λίγα μέτρα μακριά μου, ενώ οι άλλοι δύο μαλάκες την έπιασαν από τα χέρια, σηκώντας την στον αέρα. Τότε, ήταν που μου άναψαν τα λαμπάκια! "Κρατάτε Τούρκοι τ' άρματα!", θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει την σκηνή. Πώς τολμούσαν να την ακουμπούν; Ποιος τους έδωσε το δικαίωμα; Κανείς δεν πιάνει έτσι την Βι ΜΟΥ! Κανείς δεν της φέρεται σαν να είναι σκουπίδι! Με την άκρη του ματιού μου την είδα να προσπαθεί να απελευθερωθεί από την λαβή των μπάσταρδων, αλλά μάταια... Ορκίζομαι πως αν δεν τους σπάσω στο ξύλο δεν θα φύγουν από 'δω ζωντανοί!
Ο ένας γέλασε με την προσπάθειά της, ενώ ο άλλος της έριξε μια προειδοποιητική ματιά που παραλίγο να με κάνει να εκραγώ από τον θυμό. Κανένας δεν είχε το δικαίωμα να της φέρεται κατ' αυτόν τον τρόπο! Δεν είχα σκοπό να την αφήσω, ήταν από τα σημαντικότερα άτομα της ζωής μου, ήταν οικογένειά μου και 'γω πάντα προστάτευα την οικογένεια.
Ο νέος άντρας -γύρω στα είκοσι- μου έριξε ένα υποτιμητικό βλέμμα και γέλασε, σαν να, μην του γέμιζα το μάτι. Γύρισε πίσω και κοίταξε τους άντρες που την κρατούσαν ακίνητη με τα βρωμοχερά τους.
"Τσ" έκανε ο βρωμιάρης στα αριστερά της με τόνο ειρωνικό.
Γύρισε να με κοιτάξει γελώντας αλαζονικα.
"Τι θα μου κλασεις;" είπε βλαχικα κοιτάζοντας με ειρωνικά.
Έκανα λίγο πίσω "φοβισμένος". Τώρα να δω τι θα κάνεις όταν θα σε κλασω μαλάκα! , σκέφτηκα και τότε αντιλήφθηκα την γεμάτη τρόμο ματιά της Βικτώριας. Εμπιστευσου με, Βι, δεν θα σ' αφήσω! Δεν θα το ξανακάνω...!
Συνέχισα να πισωπατω, καθώς η Βι συνέχιζε να χάνει το χρώμα της και να φαίνεται χλωμή. Βι, μη μου το κάνεις αυτό..., σε παρακαλώ κανε λίγη υπομονή!
"Ετσι ειπα κι εγω!" ειπε ο μεθύστακας ικανοποιημένος. "Τώρα τρεχα να κλαφτεις στη μανούλα σου."
Μου γύρισε την πλάτη του και έκανε ένα βήμα προς το μέρος της και των δυο ανωμαλων. Απορώ με την υπομονή που έδειξα, πως στο διάολο το έκανα; Νομίζω αρκετά περίμενα, τι λες κι εσύ; , σκουντησα τον μαλάκα. Ένιωσα μία ανεξήγητη δίψα να τον χτυπήσω, να τον χτυπήσω ανελέητα μέχρι να χάσει τις γαμημενες αισθήσεις του!
Ο νέος γύρισε νευριασμενος και τότε τον χτύπησα στο πρόσωπο με μπουνια.
"Αυτό", σχεδόν εφτησα τη λέξη.
Ο "αρχηγός" έπεσε κάτω πιάνοντας την πλέον ματωμένη μύτη του. Έπειτα, σειρά είχε ο λεχριτης στα δεξιά της Βι. Μου επιτέθηκε με μπουνια, αλλα ήταν πολύ αργός για μενα. Την απέκρουσα και τον χτύπησα ταχύτατα στο στομάχι, μ' αποτέλεσμα εκείνος να γονατίσει στο έδαφος. Σωριάστηκε κάτω με τα χέρια τυλιγμένα στην κοιλιά του. Τελευταίος ήταν εκείνος που πλέον κρατούσε μόνος του τη Βι. Η κορμοστασια του μεγαλύτερη από αυτή των δυο άλλων, όπως και από τη δική μου.
Τον πλησίασα αργά. Ήταν εκείνος που είχε φερθεί στην Βι σαν να ήταν σκουπίδι. Δεν φάνηκε να με φοβάται όπως οι άλλοι δυο, αλλά σύντομα θα το έκανε... Ήταν απλά θέμα χρόνου. Χαμογέλασα σατανικα στη σκέψη ότι πολύ σύντομα θα πλήρωνε για ό,τι της είχε κάνει.
Και αυτό έκανε! Η ματιά του στρεφόταν παντού αγωνιωδώς, αποδεικνύοντας έτσι ότι όντως φοβόταν.
Τον έπιασα από το ελεύθερο χέρι του και κάνοντας μια λαβή τον έριξα κάτω και το ευχαριστηθηκα υπερβολικά πολύ! Ο άντρας έπεσε στο έδαφος αναίσθητος.
Με πλησίασε. Τα μάτια της εστίασαν στα δικα μου και έπεσε αδύναμα στην αγκαλιά μου. Και τότε ήταν που φρικαρα!
"Τορι;" ακούστηκα περισσότερο ανήσυχος απ' όσο ήθελα να ακουστω και γονάτισα κάτω.
Γαμώτο! Παλιομπασταρδοι θα σας-! , συλλογιστηκα και για μια στιγμή σκέφτηκα να τους πλησιασω και να τους χτυπήσω μέχρι να μην μπορούν άλλο! Αλλαγών το έκανα, προτεραιότητα είχε η Βι.
Την κράτησα σφιχτα στην αγκαλιά μου και έβγαλα το κινητό μου και κάλεσα την αστυνομία.
"Βι, μιλα μου" την παρακάλεσα, καθώς την ταρακούνησα λίγο για να ανοίξει αυτα τα υπέροχα ματάκια της, αλλά χωρίς κανένα ιδιαίτερο αποτέλεσμα.
Μία γυναίκα μου απάντησε. Της έδωσα γρήγορα τις απαραίτητες πληροφορίες και εκείνη μου επιβεβαίωσε ότι ένα περιπολικό θα ήταν σύντομα εκεί-εδώ.
"Όχι την αστυνομία..." είπε αδύναμα και ένιωσα ένα περίεργο συναίσθημα.
"Δεν μπορώ να τους αφήσω έτσι, Τόρι. Πρέπει-..."
"Ο Γιάννης είναι μόνος του σπίτι. Αν οι γονείς μου γυρίσουν..."
Αυτοί οι τρεις είχαν προσπαθήσει να την βιάσουν κι εκείνη την ένοιαζε μόνο ο αδερφός της και οι γονείς της.
"Πρέπει να έρθει η αστυνομία, αλλιώς αυτοί οι μπασταρδοι", κοίταξα προς το μέρος τους, "θα φύγουν και θα το κάνουν και σε άλλες κοπέλες!"
Φάνηκε να σκέφτεται αυτα που της είχα μόλις πει, ωστόσο, τα αρνήθηκε για άλλη μία φορά!
Αυτό το πείσμα της μου τη δίνει!
Σηκώθηκε όρθια παρα την αδυναμία της και παρα την αντίσταση μου.
"Δεν καταλαβαινεις" είπε απογοητευμένη και σηκώθηκα κι εγώ .
"Που πας;" προσπάθησα να την καθυστερήσω. "Σε λίγο η αστυνομία θα είναι εδώ."
"Πρέπει να φύγω Κάρτερ", είπε και έκανε μερικά βήματα αυξάνοντας την απόσταση μεταξύ μας και κάνοντας την καρδιά μου όλο και πιο βαριά. "Οι γονείς μου, μου έχουν αναθέσει κάτι," γύρισε να με κοιτάξει. "Δεν θα τους απογοητεύσω..." Έκανε μια μικρή παύση. "Μου έχουν αναθέσει κάτι κι εγώ θα το φέρω εις πέρας." Έκανε αποφασιστικά, χωρίς να την νοιάζει τι έχω να πω γι' αυτό
και σχεδόν αμέσως ξεκίνησε να περπατάει προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Ορκίζομαι πως θα την πιάσω και θα την... θα την... Ξέχνα το, ό,τι και να ήθελες να της κάνεις δεν θα μπορούσες ούτως η' άλλως!
"Περίμενε, δεν μπορείς να απομακρυνθείς ούτε πέντε μέτρα μακριά, θα μπορέσεις να πας στο σπίτι σου;" την σταματησα. Δεν υπήρχε περίπτωση να την αφήσω να γυρίσει μόνη της μετά απ' όλα όσα συνέβησαν! Σταμάτησε και γύρισε να με κοιτάξει.
"Ναι, μπορώ..." είπε πεισματικά και χωρίς να προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση της, τα πόδια της την πρόδωσαν κι εγώ έτρεξα να την πιάσω.
"Βλέπεις; Δεν μπορείς καν να σταθείς στα πόδια σου!"
Δεν ξέρω τι την έκανε να μην μπορεί να σταθεί στα πόδια της, αλλά μου άλλον ένα παραπάνω λόγο να μείνω κοντά της.
"Μπορώ", συνέχισε το ίδιο βιολί χωρίς να είναι ούτε στο ελάχιστο πειστική, "και θα τα καταφερω!"
"Βικτόρια", τη μαλωσα.
Έδιωξε τα χέρια μου και ένιωσα την καρδιά μου να συγκρούεται με κάτι πολύ σκληρό και να σπάει. Γιατί φέρεται έτσι; Γιατί με απομακρύνει; Παλιά δεν μου φερόταν έτσι... Εκείνη νε αγκάλιαζε κι εγώ ανταπεδιδα την γαμημενη αγκαλιά! Γιατί εκείνη όχι;!
"Καληνύχτα." Ξεκίνησε να προχωράει γράφοντας με στα... παλιά της τα παπούτσια.
Αλλά για κακή της τύχη δεν θα την άφηνα μόνη της να κυκλοφορεί τέτοια ώρα. Έτρεξα μπροστά της και την σταμάτησα.
"Ωραία αφού το παίζεις έτσι..." είπα χαμηλόφωνα. "Θα έρθω μαζί σου" την κοίταξα αποφασιστικά.
"Κάρτερ..." άφησε την πρόταση στο αέρα σαν να μην είχε κουράγιο.
"Είναι οριστικό κι αμετάκλητο!"
"Μα..."
"Τελεία και παύλα."
Μετα απο 5-10 λεπτα φτασαμε στο σπιτι της. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής η Βι μου αποκάλυψε ότι για μια στιγμή νόμιζε ότι θα την άφηνα μόνη της με τους τρεις μαλάκες. Η "αποκάλυψη" της με ξάφνιασε λίγο. Δεν περίμενα ότι όντως θα το πίστευε ότι θα την παρατούσα έτσι! Μετά από αυτό που έκαναν στη γιαγιά πριν ένα χρόνο... Κούνησα το κεφάλι μου θέλοντας να διώξω την απαίσια αυτή σκέψη. Δεν θα τον συγχωρούσα ποτέ!
Παρ' όλα αυτα, προσπάθησα να κρατήσω το όμορφο μυαλουδακι της απασχολημένο για να μην χρειάζεται να κάνει τις σκέψεις που έκανα κι εγώ.
"Εδώ είμαστε..." είπε τραβώντας την τελευταία συλλαβη λίγο παραπάνω.
"Ωραία", είπα και κοίταξα την μεγάλη και επιβλητική πολυκατοικία που υψωνόταν μπροστά μας -μόνο ωραία δεν ήταν! "Είσαι σίγουρα εντάξει;" εστίασα στα μαγευτικα μάτια της για διαπίστωση.
Εκείνη χαμογέλασε και μου ανταπέδωσε το χαμόγελο ντροπαλα, νευοντας.
Τόσο γλυκιά...
Σαν καραμέλα., πετάχτηκε η ηλίθια φωνή μέσα στο μυαλό μου.
"Ευχαριστω" ψέλλισε.
Σκάσε!
Κανε με!, έκανε κι εγώ την σκότωνα νοητα στο μυαλό μου.
Άργησα να της νεύσω, αλλά αφού το έκανα εκείνη αποχώρησε για το σπίτι της. Την παρακολούθησα για λίγο, ώσπου μπήκε μέσα στην είσοδο της πολυκατοικίας.
Σου μιλάω γαμώ! , φώναξε η φωνή στο κεφάλι μου.
Τι θες;! , της απάντησα θυμωμενα και μην έχοντας την όρεξη να παίξω τα παιχνίδια της.
Δεν μου απάντησες.
Χέστηκα!, απάντησα απλά.
Ε, βέβαια! Τι θα απαντούσες; Σου 'χει πάρει τα μυαλά αυτή η γυναίκα!
Μπορείς να σκασεις; , ρώτησα ενοχλημένος.
Όχι, και το ξέρεις!
Χέσε με!
Τώρα δεν ξέρω ποιος χέζει ποιον, είπε σαν να παραδέχτηκε.
Τι;
Αυτό που άκουσες! Δεν της είπες καν καληνύχτα, μου πέταξε κι εγώ έβγαλα το κινητό μου από την πισινή τσέπη.
"Ωχ!" Έκανα και η φωνή γέλασε. "Πώς δεν το σκέφτηκα νωρίτερα;"
Ήμουν έτοιμος να της απαντήσω όταν με πρόλαβε η Τόρι.
"Ναι;", ψιθύρισε πνιχτά.
"Εγώ είμαι", της απάντησα και χαμογέλασα.
"Κάρτερ;" είπε με την έκπληξη να χαρακτηρίζει την φωνή της, καθώς αύξησε την ένταση της φωνής της.
Παύση. Μάλλον κάποιος μπήκε στο δωμάτιό της. Ποιος να είναι άραγε; Γέλασα ελαφρά, καθώς παρακολουθούσα τη συζήτηση -πιθανόν- μάνας-κόρης.
Κάποια στιγμή φώναξε ένα καληνύχτα διαρκείας και κατάλαβα ότι το έκανε για να την διώξει.
Το είχε αυτό το ελάττωμα-πλεονέκτημα να εκφράζει αυτό που ήθελε να πει χωρίς να κάνει τους άλλους να νιώθουν προσβεβλημένοι. Το πλεονέκτημα ήταν ότι δεν πλήγωνε τους ανθρώπους γύρω της, ενώ το μειονέκτημα ήταν το γεγονός ότι πολλές φορές αυτοί οι άλλοι την αγνοούσαν! Και τότε ήταν που έμπαινα εγώ στην μέση για να την υπερασπιστώ, χωρίς να με νοιάζει το τι θα έρθει ως επακόλουθο!
"Ακατάλληλη ώρα;" προσπαθώντας να κρύψω το γέλιο μου.
"Τι θες Κάρτερ;" είπε σαν να ένιωθε ήδη κουρασμένη από τη συζήτηση μας.
"Καληνύχτα", είπα με αποτέλεσμα εκείνη να καγχασει για έναν λόγο που δεν κατάλαβα.
"Με πήρες τηλέφωνο, τέτοια ώρα, για να μου πεις μόνο και μόνο καληνύχτα;"
"Ναι" είπα και σταμάτησα περιμένοντας να μου την ανταποδώσει. "Λοιπόν;" Και την άκουσα να χαμογελάει.
Ένας πόντος για τον Κάρτερ, γέλασα από μέσα μου.
"Λοιπόν, τι;"
"Δεν θα μου πεις καληνύχτα;"
Την άκουσα να γελάει γεγονός που με έκανε να νιώσω υπερήφανος.
Κάθε φορά που την έκανα να γελάει ήταν σαν μια νίκη υπέρ μου! Με έκανε χαρούμενο να την βλέπω να γελάει και να χαμογελάει. Ήμουν χαρούμενος μόνο όταν ήταν κι εκείνη! Ήταν σαν ένας στόχος, ένα στοίχημα που έβαζα με τον εαυτό μου κάθε μέρα και που κάθε μέρα το ξεπερνούσα αφού την έκανα να χαμογελάει όλο και συχνότερα!
"Γιατί γελάς τόσο αστείο είναι;" έκανα τον ενοχλημένο.
"Όχι..."
"Ωραία, τότε πες μου καληνύχτα."
"Καληνύχτα", χαμογέλασε.
"Καληνύχτα", επανέλαβα τα λόγια μου σαν χαζός για δεύτερη φορά, αλλά δεν με ένοιαζε!
Έκλεισε πρώτη -γεγονός που με έκανε να απογοητευτω- κι εγώ έμεινα να κοιτάζω την πολυκατοικία της με χαζοχαρούμενο χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη μου.
Να 'σαι σίγουρος ότι αυτή η γυναίκα δεν σου 'χει πάρει τα μυαλα! , με ειρωνεύτηκε γαι άλλη μία φορά η συνείδηση μου, αλλά εγώ την αγνόησα και συνέχισα να προχωρώ με το χαμόγελο κολλημένο στα χείλη μου. Προβλέπεται μια μεγάααααλη νύχτα, αναστέναξε νοητά και βύθισα τα χέρια μου στις τσέπες του παντελονιού. Όντως θα ήταν μια μεγάλη νύχτα!
***End of flashback***
Δεν θα επέτρεπα ξανα ποτέ και σε κανέναν να την ακουμπήσει! Αν κάποιος άπλωνε χέρι πάνω της θα μετάνιωνε την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκε!
Βρισκόμουν πάνω από τον μαλάκα που της μιλούσε προηγουμένως και τον γρονθοκοπούσα χωρίς σταματημό, ενώ η Τόρι μου φώναζε να σταματήσω, ενόσο ο Νίκος- μάλλον- με τραβούσε από πάνω από τον μαλάκα. Η Νατάσα φώναζε για βοήθεια ενώ άλλοι δυο μαζί με τον Νίκο προσπαθούσαν να με σταματήσουν. Οι υπόλοιποι απλά κοιτούσαν.
Τον ήξερα από κάπου και ήμουν σίγουρος ότι ανήκε στην παρέα αυτού του μαλάκα που προσπάθησε να βιάσει την Βι πριν απόδύο τρεις-μήνες. Το ξέρω τρελό έτσι; Αλλά είχα ένα πολύ, πολύ, πολύ κακό συναίσθημα ότι θα είχαμε άσχημα ξεμπερδέματα!
Του έδωσα μία τελευταία μπουνιά και τον άφησα κάτω. Σκούπισα με την ανάποδη του χεριού μου το ματωμένο στόμα μου. Ήθελα να τον φτήσω και να του πω πως αυτή ήταν η αξία του, αλλά είχε φάει ήδη πολλές οπότε αποφάσισα να του κάνω την χάρη. Απομάκρυνα τον Νίκο, τον οποίο και αγριοκοίταξα, και η ματιά μου έπεσε αμέσως στην Βι, η οποία όταν έκανα να την πλησιάσω έκανε πίσω φοβισμένη.
"Βι;" είπα απαλά κι εκείνη έκανε πίσω αποφεύγοντας το χέρι μου που πήγαινε να την πιάσει. "Βι, σε παρακαλώ..." κι εκείνη κούνησε το κεφάλι της με τα δάκρυα να απειλούν να κάνουν την εμφάνιση τους στα όμορφα μάτια της. Γαμώτο μου! "Βι, εγώ... δεν..." δεν ήθελα να σε τρομάξω... , ήθελα να πω, αλλά οι λέξεις δεν βρήκαν ποτέ την έξοδο από το στόμα μου.
Η Νατάσα την αγκάλιασε από τους ώμους καθώς με μάλωνε με τα επιβλητικά μάτια της. Εκείνη έγυρε πάνω και την αγκάλιασε, σα να προσπαθούσε να με αποφύγει. Και δυστυχώς, αυτό με σκότωνε! Τα σκατωσα πάλι!
***Γεια σας και πάλι! Μετα από πολύ καιρό γράφω ξανα! Γει!!!!! Συγνώμη που άργησα τόσο! :( Πραγματικά λυπάμαι! Απλά ήθελα κάπως να συνδέσω τα γεγονότα μ' αυτα της Επίγειας Κόλασης έτσι ώστε να συμβαδίζουν, καταλαβαίνετε...
Λοιπόν πως σας φάνηκε το νεο κεφάλαιο? Σας άρεσε? Περιμένω σχόλια και ψήφους! :)
Ως την επόμενη φορά -που ελπίζω να μην αργήσω τόσο- τα λεμε!
Στέλλα <3 :-*
Υ.Γ.
Σας ευχαριστώ τόσο πολυ για τις 1Κ προβολές!!! Πραγματικά σας ευχαριστώ πολυ!!!!!!! <3 <3 <3
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top