Την αυγή ... δηλαδή... 25
Δεν υπήρχε στον κόσμο πλάσμα πιο επιβλητικό και τρομερό από τον ίδιο το διάβολο. Δεν ήταν μόνο η εμφάνισή του μα και ο αέρας που εξέπεμπε η αύρα του ή ό,τι ήταν αυτό που υπήρχε γύρω του, που υποδούλωνε ακούσια τα άλλα πλάσματα. Όταν η βροντερή φωνή του ακούστηκε σαν από μεγάφωνο σε όλη τη γη, ακόμη και οι πέτρες -θα έλεγε κανείς πως- έτρεμαν από το φόβο τους. Πόσο μάλλον όσοι βρίσκονταν εκείνη την ώρα στο βουνό και τους σκέπαζε η κατάμαυρη σκιά του.
«Ο κόσμος τούτος σε μένα πια ανήκει!» ήταν το πρώτο πράγμα που είπε και η ηχώ της φωνής του με τη βοήθεια του ανέμου διασκορπιζόταν σε όλη την πλάση, όχι μόνο της γύρω περιοχής μα και σε ολόκληρο το σύμπαν. Αυτό το χάρισμα μονάχα στον άρχοντα ανήκε.
«Και δε θα ανεχτώ καμία παρανομία εις βάρος του πλανήτη και των νομίμων του κατοίκων... των ανθρώπων. Όμως και αυτοί, τους νόμους μου θα σεβαστούν, σεβασμό προς τα άλλα πλάσματα θα δείξουν! Ίσοι δεν ήμαστε, κανένας με κανέναν, σαν ίσοι ωστόσο όλοι θα αντιμετωπισθούν.»
Τα κόκκινα φτερά του μαστίγωναν τον αέρα, όσο σκεφτόταν τα επόμενα λόγια που έπρεπε να ειπωθούν.
Χαμήλωσε το κεφάλι του σα να μετανοούσε, κοιτάζοντας με πλάγιο τρόπο την μοναχοκόρη του με τις κατακόκκινες ίριδές του να λάμπουν στο σκοτάδι σαν πύρινοι λαμπτήρες.
«Ωστόσο δεν είμαι εγώ ο πλάστης όλων, δεν είμαι ο Μεγαλοδύναμος πατέρας όλων, δεν είμαι ο Θεός. Και δε μπορώ το δώρο που σας έδωσε να πάρω πίσω... η βούληση είναι δική σας, την τιμωρία όμως εγώ θα την ορίζω!» έκλεισε τον μονόλογό του και ύψωσε πάλι το περήφανο κεφάλι του, το κερατοστολισμένο προς τον ουρανό, αναζητώντας εκεί το πρόσωπό Του.
Δευτερόλεπτα κυλούσαν όσο ο Εωσφόρος ελπιδοφόρα λαχταρούσε ένα σημάδι από τον πατέρα του. Και το είδε. Ήταν μονάχα μια αστραπή, μα για εκείνον σήμαινε τα πάντα. Το πρόσωπό του φωτίστηκε. Τα χείλη του τραβήχτηκαν στις άκρες τους. Ήταν η λάμψη για την οποία αγωνιούσε χιλιάδες χρόνια τώρα. Δυσκολευόταν ωστόσο να πιστέψει τα ίδια του τα μάτια και στράφηκε στη Ιθούριελ για επιβεβαίωση αυτού που μόλις υπέθεσε πως είδε.
«Την είδατε και σεις, έτσι δεν είναι;» ψιθύρισε ίσα για να τον ακούσουν με μια παράλογη αθωότητα στο άγριο πρόσωπό του.
Τα δυο τέρατα που τον πλευρίζανε ένευσαν ταυτόχρονα.
«Ναι» ψέλλισε συγκινημένη η Ιθούριελ.
Ήταν παρόλα αυτά ο διάβολος, και τον ενθουσιασμό του έπρεπε να κρύψει. Τίναξε το σώμα του διώχνοντας για λίγο το συναίσθημα αυτό και σαν αστραπή βούτηξε στο κενό.
Εκεί στην ιδιωτική του πύλη, περίμενε τους δυο του ακολούθους. Η πύλη έκλεισε, μόλις αυτοί πατήσανε το πέτρινο δάπεδο του οίκου του Εωσφόρου.
Ο άρχοντας είχε γονατίσει. Δεν πανηγύριζε όπως θα περίμενε κανείς. Οι παλάμες του ακουμπούσαν το δάπεδο. Το κεφάλι του σκυφτό με τις λευκές τούφες των μαλλιών του να χαϊδεύουν την παγωμένη πέτρα. Είχε απαλλαχτεί από την τερατόμορφη όψη του. Δάκρυα έτρεχαν από τα σφαλισμένα του ματόκλαδα. Δάκρυα συγκρατημένης χαράς.
Για ώρα κανένας δε μιλούσε. Η σιωπή τα έλεγε όλα μόνη της.
Ο Ραφαήλ με την Ιθούριελ είχαν βολευτεί στις βελούδινες καρέκλες με τον λογισμό τους να χάνεται μέσα στα μονοπάτια των νέων δεδομένων και τους τρόπους προσαρμογής σε αυτά.
Κάποια στιγμή η Ιθούριελ ακούμπησε το κεφάλι της στα πόδια του Ραφαήλ, κλείνοντας ήρεμη τα μάτια της. Σα να' ταν κουρασμένη από μια μάχη που μόλις είχε διεξαχθεί. Ένοιωθαν ένα μεγάλο βάρος να είχε εγκαταλείψει τους δικούς τους ώμος. Ωστόσο ήταν μόνο για λίγο...
Ύπουλη ελεύθερη βούληση... ο καθένας βρίσκει τρόπο να δικαιολογήσει τον εαυτό του, να του δώσει ελαφρυντικά για τη μια ή την άλλη πράξη. Η δίψα για εξουσία, το αίμα και την κυριαρχία είναι ακατανίκητη. Και ο Εωσφόρος στα μάτια πολλών απόψε, έδειξε ευάλωτος όσο κι αν ήταν αυταρχικός και επιβλητικός. Κανένα από τα πλάσματα που διαβαίνει την πύλη της κολάσεως δεν είχε πίστη στον Μεγαλοδύναμο, και τη λάμψη που είδε ο διάβολος στον ουρανό αγνόησαν. Ξεκίνησαν να σέρνονται πάλι τα στοιχιά στον μαύρο Όλυμπο χαράσσοντας τον δικό τους δρόμο με το δικό τους το σκοπό.
Μια ομάδα αιμοβόρων δαιμόνων αιώνες τώρα πεινασμένων για ανθρώπινο αίμα, στοχοποίησε το πρώτο χωρίο που βρισκότανε μπροστά τους. Αυτό που ήταν κοντά στο κάστρο της Ιθούριελ.
Ακόμη πιο ύπουλα επιτέθηκαν μέσα στη νύχτα, μη λογαριάζοντας μήτε γυναίκες μήτε παιδιά.
Αθόρυβα ρουφούσαν τα υπνωμένα σώματα και στράγγιζαν κάθε σταγόνα αίματος. Τα κουφάρια στοιβάζονταν προσεκτικά και επιδεικτικά μπροστά από την εκκλησία.
Αυτό δεν ήταν μόνο μια αποτρόπαιη σφαγή μα και ανταρσία. Προσβολή και για τους δυο, και τον πλάστη άλλα και τον άρχοντα αυτού του κόσμου.
«Και είθε ετούτα τα κορμιά να αναστηθούν με τη Δευτέρα παρουσία...» ψέλλισε ο αναστημένος επικεφαλής των δαιμόνων.
Φανερά δεν είχε τελειώσει αυτό που ξεκίνησε να λέει, οπότε και συνέχισε αμέσως.
«Την αυγή της μέρας που ξημερώνει δηλαδή» ο Βαρδιήλ κοίταξε μια δεξιά και μια αριστερά τους ακολούθους του και χλεύασε αμέσως «αν δηλαδή φανεί η διαφορά μεταξύ της ημέρας και της νύχτας» έπειτα σκούπισε με την αντιστροφή της παλάμης του το λερωμένο από το αίμα στόμα του. Ανασκούμπωσε τα μανίκια του και τράπηκε σε φυγή.
Σίγουρα πάει καιρός.. κάποιοι μπορεί να ξέχασαν πως υπάρχω, ωστόσο εδώ είμαι. Το κεφάλαιο αυτό έχει γραφτεί εδώ και καιρό άλλα φυλασσόταν βαθιά χωμένο μέσα σε κάποιο συρτάρι, μαζί με άλλα 3-4 ακόμη. Σήμερα αποφάσισα να το δημοσιεύσω τελικά, έτσι γιατί είχα όρεξη. Καλή χρονιά σε όλους εσάς λοιπόν και ό,τι επιθυμεί ο καθένας!
Τα νυχτεριδοφιλιά μου!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top