Παντοτινό σκοτάδι... 17
Η Ιθούριελ έμοιαζε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια. Θυμόταν τώρα όλες τις στιγμές που ζήσανε μαζί με τη Μία. Την ίδια στιγμή εικόνες από την εξέλιξη της Έλενας ξεπετάγονταν αυθόρμητα... την θυμόταν από μια αθώα κοπέλα -που έβλεπε μεγίστης σημασίας οράματα- να μεταμορφώνεται σε φονική μηχανή που συνέβαλλε στη μεταμόρφωση της ίδιας. Φάνταζαν όλα τόσο μακρινά μα πέρασαν μονάχα μερικές μέρες. Φάνταζε να τα είχε ζήσει το ίδιο άτομο, μα ένοιωθε πια εντελώς διαφορετική, κάποια άλλη που αναγεννήθηκε από τις στάχτες της παλιάς Ιθούριελ. Μια τελείως διαφορετική προσωπικότητα.
Το μυαλό της παράτασσε εικόνες ξεγνοιασιάς και ηρεμίας που ήταν ξένες με τα υπάρχοντα συναισθήματα, αυτά που γεννήθηκαν μετά τη μεταμόρφωση αλλά και με τη συμβολή του διχασμού εντάθηκαν. Δύο προσωπικότητες πάντα πάλευαν μέσα της για κάποιο λόγο. Απ' όταν έμαθε την αλήθεια για την αγγελική της φύση κάποια πράγματα μπήκαν στις θέσεις τους μιας και ένα κομμάτι της πάντα αγνοούνταν, και ήταν η χάρη της. Τώρα που είχε, ωστόσο, επιστρέψει είχε κάνει τελικά τη μεγαλύτερη ζημιά στην ισορροπία μέσα της. Ενώ με το δάγκωμα του βρικόλακα μια τρίτη πλευρά του εαυτού της ανέβλυσε στην επιφάνια. Η λέξη αρμονία ήταν ξένη και άγνωστη. Η ηρεμία σαν κάτι που δε θα ένοιωθε ποτέ ξανά. Ο Ραφαήλ αποτελούσε την άγκυρά της από τον καιρό που τον γνώρισε...
Έστρεψε το βλέμμα της προς τον ουρανό που είχε αλλάξει τόσο και αυτός, αναζητώντας τον αγαπημένο της... μα δεν ήταν εκεί. Τον είχε διώξει.
Πήρε μια βαθιά ανάσα.
Ήταν απολύτως απαραίτητο... δικαιολόγησε τη συμπεριφορά της απέναντί του. Με την αστάθεια μέσα της, δεν ήθελε να διακινδυνέψει τη σχέση τους, δεν ήθελε να περνάει τα άγχη και τις ανησυχίες της στον άνθρωπο που τόσο αγαπούσε.
Μα αγαπημένη μου Ιθούριελ, αν όχι ο Ραφαήλ, ποιος άλλος μπορεί να σε βοηθήσει να βρεις τα πατήματά σου και τον εαυτό σου;
Κανείς! Μόνη μου! Πεισματικά επέμενε.
Τρείς φύσεις πάλευαν μέσα της. Τρείς διαφορετικές προσωπικότητες ανίκανες να δείξουν την παραμικρή σταθερότητα. Οι κόρες των ματιών της σάλευαν σαν κάποιας με δίχως νοημοσύνη, άλλαζαν χρώματα και φανέρωναν συναισθήματα κάθε δευτερόλεπτο και διαφορετικά.
Ο Εωσφόρος τη λυπήθηκε για μια μονάχα στιγμή, πριν συνεχίσει να απολαμβάνει αυτό που της είχε σπείρει, ενδόμυχα γνωρίζοντας πως θα την κάνει πιο δυνατή. Η ανιψιά του πρέπει να το ξεπεράσει, να διώξει μόνη της το διχασμό, να τον εξαλείψει και να γίνει ανίκητη! Το ίδιο φυσικά ίσχυε και για τον Ραφαήλ. Ήταν περίεργος ο πανούργος διάβολος, ποιος από τους δύο πρώτος, θα καταφέρει να νικήσει το σπόρο του διχασμού. Μα να μην υπάρχει μια ψυχή, να βάλουμε ένα στοίχημα; Αναρωτήθηκε με παράπονο μέσα του, νοιώθοντας μόνος στο μοναχικό αυτό παιχνίδι του. Έχοντας κατά νου να βοηθήσει βλάπτοντας, αποφάσισε να συνεχίσει, άλλωστε...
«Έχουμε πόλεμο αγαπητή μου ανιψούλα!» ανακοίνωσε.
Εισέπραξε από την Ιθούριελ μια στιγμιαία αδιαφορία, που αμέσως άλλαξε σε ταραχή και πήγε στη δυσφορία. Στριφογύρισε τα μάτια του με αγανάκτηση. Κοίταξε γύρω του το χάος με το ίδιο συναίσθημα να είναι κυρίαρχο. Η διαβολική του φύση ήταν τόσο παρεξηγημένη, τον κατηγορούν για το χάος μα την τάξη ο ίδιος πάντα αναζητά... μέσα από την αταξία.
Με ένα τίναγμα των δαχτύλων και του καρπού του, πέτρες σηκώθηκαν στον αέρα και σκόνη συσσωρευόταν μέσα σε αυτές γυρνώντας τες στην αρχική μορφή τους. Ρωγμές στα ξύλινα έπιπλα έκλειναν, ενώνονταν ξανά. Υφάσματα αποκτούσαν την προηγούμενη λάμψη τους και όλες οι τροφές φάνταζαν ανέφικτες όπως στόλιζαν τώρα ξανά το πλουσιοπάροχο τραπέζι. Η τρύπα/πύλη είχε κλείσει και κρύψει τον μπορντοκόκκινο ουρανό.
Όσο οι πέτρες υποχωρούσαν κάτω από τα πόδια της Ιθούριελ αυτή πισωπατούσε έκπληκτη, παρατηρώντας τη μαγεία του Εωσφόρου να παίρνει υλική μορφή παρασέρνοντας στον τυφώνα της όλη την πλάση, εισβάλοντας στο χωροχρόνο και αλλάζοντας τη ροή. Το παλιό να γίνεται νέο ξανά και το χρόνο να γυρίζει στην προηγούμενη στιγμή. Ιδέες για την επιστροφή στο παρελθόν έφεραν μια φρενιασμένη λάμψη στα μάτια της.
«Είναι άψυχα αντικείμενα Ιθούριελ! Δεν μπορώ να επέμβω σε ό,τι κουβαλάει μέσα του μια ψυχή... μια μονάχα φορά τόλμησα να το κάνω και έκτοτε το μετανιώνω» έκοψε την ονειροπόλησή της παρατηρώντας τη διάθεσή της να αλλάζει.
«Και έκτοτε το πληρώνω... το πληρώνουμε!» στάθηκε μπροστά της κοιτάζοντας βαθιά μέσα στα μάτια της όπως αναζητούσε την αναστημένη μια φορά ψυχή δικής της και άλλων τριών που επέστρεψαν μαζί με αυτή κουβαλώντας αιώνια μέσα τους ένα κομμάτι από το παντοτινό σκοτάδι.
Χεχεχεχεχε...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top