Ο διάβολος κλαίει... 1
«Η ζωή σου πάντως δε διαφέρει διόλου από τον τρόπο που ζούνε κάποια καλομαθημένα πλουσιόπαιδα πάνω στη γη. Τι δεν έχεις;» η κοπέλα έκανε μια στροφή γύρω από τον εαυτό της με την παλάμη της προτεταμένη και τα δάχτυλά της να υποδεικνύουν με μια κυματώδη κίνηση την πολυτέλεια γύρω της.
Από τα τεράστια ηχεία που πλαισίωναν τον σκοτεινό πέτρινο τοίχο, ακουγόταν μια έντονα μελωδική ροκ μουσική, μια σοπράνο σκέπαζε με την εκκωφαντική λαλιά της σε ορισμένα σημεία κάθε άλλον ήχο. Βελούδινα υφάσματα κρέμονταν από το χαμηλό ταβάνι σαν μαύρα σύννεφα. Το δωμάτιο ήταν ευρύχωρο και μακρόστενο. Στο βάθος ένας τεράστιος χρυσός θρόνος φιλοξενούσε το ημίγυμνο κορμί του οικοδεσπότη.
«Αγαπητό μου παιδί...» έκανε εκείνος ονειροπόλα ατενίζοντας το άπειρο του χαμηλοτάβανου οίκου του. «Είμαι ο άρχοντας της κόλασης, αν δε φτειάξω την κόλαση παράδεισό μου, πως θα περάσει η αιωνιότητα;» το σπινθηροβόλο βλέμμα του καρφώθηκε πάνω στη νεοφερμένη, που στεκόταν στη μέση το χώρου ακουμπώντας τις παλάμες της πάνω στη λαβή του καρφωμένου στο πέτρινο πάτωμα σπαθιού της.
«Ωραίος άρχοντας είσαι Εωσφόρε» τον ειρωνεύτηκε «Που μετά από το τόσο μεγάλο ταξίδι μου, δε μου έχεις προσφέρει μια καρέκλα να ξεκουράσω τους πονεμένους μυς μου. Το πέρασμα από την πύλη με εξουθένωσε και η πρώτη ολοκληρωτική μεταμόρφωση με αποτελείωσε... μη σου πω πεινάω κιόλας» γύρισε το κεφάλι της στα αριστερά, όπου βρισκόταν ένα -πλουσιοπάροχα στρωμένο με όλου του κόσμου τα φαγητά- τραπέζι.
Ο Εωσφόρος πετάχτηκε αμέσως όρθιος. Στερέωσε το σεντόνι που χρησιμοποιούσε σαν ένδυμα, πάνω στον ώμο του και με θεατρικές κινήσεις ενός γελωτοποιού -κάτι που δεν ταίριαζε καθόλου με την επιβλητική μορφή του- άρχισε να πλησιάζει την φιλοξενούμενή του. Τα χρυσόξανθα μαλλιά του έπεφταν κυματιστά πάνω στους φαρδιούς του ώμους και χόρευαν με τις αστείες κινήσεις που πραγματοποιούσε. Τα μάτια του έλαμπαν κατακόκκινα και πονηρά την ώρα που την πλησίασε τελικά.
«Λατρεμένη μου Ιθούριελ..» ακούμπησε την παγωμένη παλάμη του στο μάγουλό της «Σου προσφέρω την κόλαση ολόκληρη αν τη θέλεις... σε σένα που έκανες για μένα το μεγαλύτερο δώρο όλων!» την κοιτούσε μέσα στα μάτια, καθώς τα δικά του έλαμπαν ύποπτα. «Ξέρεις τι έχω πεθυμήσει εδώ κάτω, από τη γη;» τη ρώτησε την ώρα που το χέρι του γλίστρησε κάτω για να πιάσει το δικό της.
Η Ιθούριελ σαν από μάρμαρο σμιλεμένη παρατηρούσε την κάθε κίνηση του διαβόητου διαβόλου.
Τόσα λέγονται γι' αυτόν.
Ποιος είναι τελικά;
Μάλλον όλα αυτά.
Το έβλεπε στο βλέμμα του. Ήταν πανούργος, πανέξυπνος, κακός αλλά και καλός κάπου εκεί στο βάθος. Και αυτή η λάμψη στα μάτια του; Αναρωτιόταν.
«Τι έχεις πεθυμήσει μεγάλε αρχάγγελε Εωσφόρε από την λατρεμένη γη;» η προσφώνηση τον έκανε να ανοίξει τα μάτια του διάπλατα με δέος.
Η αδικαιολόγητη λάμψη κύλησε εν τέλη πάνω στο μάγουλό του.
Αυτό ήταν λοιπόν... σκέφτηκε η Ιθούριελ. Ο διάβολος κλαίει... όμως γιατί;
«Θα δω επιτέλους τον ουρανό!» φώναξε ο διάβολος υψώνοντας τις παλάμες του, καθώς το βλέμμα του έμοιαζε να χάνεται στην ανάμνηση... ενός γαλάζιου ουρανού.
Πίσω από την πλάτη του ξεπετάχτηκαν τα πελώρια κατάμαυρα φτερά του όπως απλώνονταν μεγαλόπρεπα προς τα δεξιά και τα αριστερά.
«Θα δω επιτέλους το φως του ήλιου!» φώναξε ξανά, τα φτερά του αναδεύτηκαν ανυπόμονα. Γύρισε πάλι προς την Ιθούριελ που τον κοιτούσε με θαυμασμό και συγκίνηση.
«Επιστρέφω σε λίγο γλύκα, εσύ βολέψου, φάε πιες και θα τα πούμε σε λίγο» της έκλεισε το μάτι παιχνιδιάρικά.
«Ο Εωσφόρος δεν χρειάζεται τις πύλες, φτάνει που άνοιξε η είσοδος» μονολόγησε όπως ετοιμαζόταν να κάνει το άλμα του.
Τα φτερά του δημιούργησαν ρεύματα σαρωτικά μέσα στην κάμαρα. Το επόμενο δευτερόλεπτο πέτρες έπεφταν από το ταβάνι και πούπουλα αιωρούνταν από την τρύπα που είχε ανοίξει εκεί.
Λοιπόν λοιπόν... επιτέλους νέα από το επόμενο βιβλίο, τη συνέχεια της "Επίγειας κόλασης" είναι το πρώτο κεφάλαιο και προσεχώς θα σας ειδοποιήσω για νεότερα! φιλιά πολλά!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top