Μόνη λύση ήταν η πυρά! 27

Περισσότερα κροταλίσματα και μεγαλύτερη αναταραχή επικράτησε στο βουνό στοιβαγμένων πτωμάτων, μπρος στην είσοδο της εκκλησίας.

Οι επιζώντες από μια ασφαλή απόσταση, με τον Εωσφόρο μπροστά τους σαν ασπίδα, είχαν χάσει τη λαλιά τους. Παγωμένοι και ακίνητοι παρακολουθούσαν τους πεθαμένους να κουνάνε τα άκρα τους και να βλεφαρίζουν με το πορφυρό νεογέννητο βλέμμα τους, στην προσπάθεια να συρθούν μέσα από αυτήν την άμορφη μάζα.

Μερικές στιγμές μονάχα διήρκησε η παγωμένη αντίδραση και ο Εωσφόρος ξεκίνησε πάλι να τους αναγκάζει να οπισθοχωρήσουν, με τη προσταγή να παραμείνουν μέσα σε σχηματισμό στενού κύκλου, ο ένας κοντά στον άλλο χωρίς να σπέρνουν τον πανικό.

Οι άνθρωποι δεν είχαν άλλη επιλογή από το να εμπιστευτούν το διάβολο – και ας μην γνώριζαν ακόμη, πως ήταν ο ίδιος με σάρκα και οστά μπροστά τους- μαζί με τους αγγέλους που είχαν ήδη γνωρίσει, να καταφτάνουν από όλες τις κατευθύνσεις.

Ο εσωτερικός κόσμος του Εωσφόρου, ωστόσο είχε κλονιστεί. Δεν μπορούσε να κάνει το ξόρκι προστασίας, δε μπορούσε να ψάλει τον ύμνο που θα κρατούσε όλους αυτούς τους αθώους ανθρώπους ζωντανούς μέσα σε ένα προστατευτικό κλοιό. Είχε χάσει τις ουράνιες δυνάμεις του κάποτε και δεν ήταν τώρα η στιγμή να δοκιμάσει αν μέρος αυτών του είχε επιστραφεί με τα νέα δεδομένα. Η ώρα που κυλούσε, ήταν κάτι που θα μπορούσε να στοιχίσει νέες απώλειες από τη μεριά των ανθρώπων.

Ο Ραφαήλ από την άλλη έχοντας μέσα του, και την ουράνια χάρη, και δαιμονική σφραγίδα της κόλασης, αλλά και τη διαύγεια σκέψης, έτσι ώστε να βρει τον κατάλληλο τρόπο να δράσει γρήγορα. Φτάνοντας σε κλάσματα δευτερολέπτου από την κόλαση στο σημείο της δράσης, με το υποσυνείδητο να του υποδεικνύει βήμα προς βήμα το σχέδιο διάσωσης των ανθρώπων· με την σκληρή άκρη του ενός φτερού του άρχισε να χαράζει μια καμπυλωτή γραμμή γύρω από το πλήθος όπως πετούσε με απίστευτη ταχύτητα γύρω τους. Κάτω από το ατσάλινο άγγιγμα του φτερού του με το έδαφος, σπίθες πετάγονταν προς όλες τις κατευθύνσεις, δέσμες καπνού με το άρωμα της καμένης πίσσας και σκόνη που αιωρούνταν στον αέρα από την σύνθλιψη των χαλικιών με το ατσάλι. Έψελνε στη γλώσσα των αγγέλων, -που κανένας άνθρωπος, ποτέ, δεν είχε ακούσει- το ξόρκι, τον ύμνο του ουράνιου πατέρα. Ο ψαλμός ήταν τόσο παλιός όσο και ο ίδιος ο χρόνος. Το πως έμεινε ανεξίτηλα χαραγμένη η κάθε λέξη του στη μνήμη του άλλοτε αρχαγγέλου, ήταν εξίσου ανεξήγητο με το γεγονός ότι, με την πρώτη ματιά στο σκηνικό του τρόμου, ο Ραφαήλ ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Σαν ο ίδιος ο Μεγαλοδύναμος να τον είχε ωθήσει να χειριστεί την κατάσταση κατά αυτόν τον τρόπο. Η χροιά της φωνής του βελούδινη, ήρεμη και κατευναστική ηχούσε δυνατή στον αέρα και έμοιαζε να σιγάζει κάθε άλλον ήχο. Όπως ο κύκλος έκλεινε μπροστά από τον Εωσφόρο, απ' όπου και είχε ξεκινήσει να χαράζει την άσφαλτο, οι γραμμές ενώθηκαν αντί για ευθεία που ήταν πριν, σύμβολα αγγελικά εμφανίστηκαν στο σημείο όπου το φτερό του Ραφαήλ είχε έρθει σε επαφή με τη γη. Η μορφή του αγγέλου που απήγγειλε τον ύμνο, φωτίστηκε με γαλάζια λάμψη και ανυψώθηκε στον ουρανό. Η φωνή του τώρα πιο δυνατή ολοκλήρωνε τον κύκλο και πάνω από τα κεφάλια των ζωντανών, όπως ένας θόλος έκλεινε κάτω από τα πόδια του σχεδόν διάφανος αλλά και ορατός. Σχημάτιζε ασπίδα, απομόνωνε τον κόσμο μέσα του, υποκαθιστώντας έτσι έναν ιερό χώρο για τους διασωθέντες. Εφόσον δεν μπορούσαν να φτάσουν εγκαίρως σε άλλον ιερό χώρο, μιας και η είσοδος στην εκκλησία είχε εσκεμμένα φραχθεί. Από τώρα και για πάντα αυτό το κομμάτι γης θα ήταν ιερό και ευλογημένο! Ένα καταφύγιο για όποιον επιθυμούσε να σωθεί.

Μόλις ο αρχάγγελος Ραφαήλ απήγγειλε και τον τελευταίο στοίχο στράφηκε προς την εκκλησία πίσω του, αγνοώντας το γεμάτο θαυμασμό βλέμμα του Εωσφόρου, την υπερηφάνεια και γαλήνη στα μάτια της Ιθούριελ που παρακολουθούσε την κάθε του κίνηση από τη στιγμή που φτάσανε εκεί μαζί.

Οι υπόλοιποι είχαν ήδη καταφτάσει περικυκλώνοντας τη σωρό που είχε αρχίσει να διαλύεται αφού τα κινούμενα πτώματα ζωντάνευαν και οσμίζονταν στον αέρα τη ζεστή σάρκα με την οποία από δω και στο εξής θα τρέφονταν.

Αυτά τα πλάσματα ήταν καταδικασμένα. Και κάθε πλάσμα που θα πέθαινε σε αυτή τη διάσταση με τις πύλες της κολάσεως ανοιχτές, είναι καταδικασμένο να μην πεθαίνει ποτέ, να ανασταίνεται κάθε φόρα, όσες φορές και αν τους σκοτώσουν ή αν οι ίδιοι κατά λάθος σκοτωθούν. Κανείς δε πεθαίνει με θάνατο φυσιολογικό. Κανείς δε γερνάει και δε μεγαλώνει. Όλα είναι στάσιμα έως ότου επανέλθει η προηγούμενη κατάσταση, αυτή που επικρατούσε πριν από το άνοιγμα των θυρών των κόσμων. Η απόλυτη έννοια της καταδίκης.

Μόνη λύση ήταν η πυρά!

Σαχιήλ, Κασιήλ, Μιχαήλ, Ραφαήλ, Ιθούριελ, αλλά και δύο πλάσματα που ήταν κάποτε αγγελικά ο Εωσφόρος και η Ραχήλ μοιράστηκαν αυτήν τη σκέψη. Πύρινα σπαθιά εμφανίστηκαν σε κάθε ένα από τα ζευγάρια των χεριών των αγγέλων την ίδια στιγμή. Ακόμη και η Ιθούριελ, δίχως να ξέρει με ποιόν τρόπο, τα κρατούσε και αυτή στα χέρια της καυτά και παγωμένα ταυτόχρονα μέσα στις παλάμες της, που είχανε όλα τα χρώματα των φτερών της, όπως τρεμούλιαζε η φλόγα τους, μαύρη, μωβ και ασημί. Ενώ τα δύο πλάσματα της κολάσεως απέκτησαν τη δαιμονική μορφή τους.

Η Έλενα που στεκόταν ένα βήμα μακριά από τον Κάι, σαν παρατηρητής ανήμπορος να συνδράμει, με την άκρη του ματιού της είδε τις αντιδράσεις του πλήθους καθώς κοιτούσε έντρομο τη μορφή του διαβόλου με όλη του την τρομακτική διάσταση. Τα κέρατα και την ουρά, και το κόκκινο χρώμα του τρομακτικού δέρματός του. Μα και η ίδια τον αντίκριζε για πρώτη φορά, με μια υποψία φόβου στην πιο αγνή μορφή του, που έκανε όλο το κορμί της να ανατριχιάσει κι ας ήταν ένα πλάσμα ατρόμητο τώρα πια. Φόβος που φωλιάζει πάντα στις καρδιές των γήινων πλασμάτων για το άγνωστο, μα και γνωστό στην προκειμένη περίπτωση. Ποιος δε γνωρίζει την εμφάνιση του Διαβόλου από τους τόσους μύθους και την ίδια τη βίβλο;

Ήταν και η Ραχήλ τρομακτική στην εμφάνιση, μα τους ήταν πια γνωστή.

Με τον σχηματισμό του κύκλου γύρω από τους νεκροζώντανους, συνέβη ένα θαύμα. Μέσα από τις αδειανές παλάμες της Ραχήλ ξεπήδησαν δυο φλόγες. Οι φλόγες μεγάλωσαν, αναπτύχθηκαν, επιμηκύνθηκαν, τρεμούλιασαν... και σχηματίστηκαν, δύο κατακόκκινα, τεράστια σπαθιά. Στα νυχτεριδίσια φτερά της φύτρωσαν κόκκινα πούπουλα, όπως κόκκινα ήταν και τα μαλλιά της που χύνονταν τώρα ελεύθερα χωρίς τη μαύρη μεμβράνη να τα συγκρατεί* , δευτερόλεπτα πριν τα πεινασμένα όντα χιμήξουν μπροστά και πέσουν πάνω σε όλα τα φλεγόμενα σπαθιά και τη φωτιά της κολάσεως που απωθούσαν τα χέρια του διαβόλου εναντίων τους.

*Στο πρώτο βιβλίο της «Επίγειας κόλασης», στη μάχη όπου πάλεψαν ο Μιχαήλ και η Ραχήλ για πρώτη φορά αναφέρεται αυτή της η εμφάνιση: «...Ενώ ο ίδιος αντιμετώπιζε έναν ανώτερο με βάση τα χαρακτηριστικά δαίμονα. «Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί εξακολουθείτε να μάχεστε; Και ποιος ο σκοπός;» ρώτησε ο Μιχαήλ τον απρόσωπο δαίμονα μπροστά του.

Τα χαρακτηριστικά του ήταν με ασφάλεια καλά κρυμμένα πίσω από μια γλοιώδη μεμβράνη, σαν μάσκα.

«Έχετε χάσει την πλειοψηφία από τους ακολούθους σας και ακόμη προσπαθείτε. Κοίτα γύρω σου!» φώναξε, την ώρα που ο άλλος χιμούσε πάνω του, με τα τεράστια γαμψά νύχια του, να στοχεύουν το λαιμό του άδοξα....» η περιγραφή της Ραχήλ πριν ο Μιχαήλ καταλάβει πως δεν βρισκεται άντρας αλλά γυναίκα μπροστά του. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top