Καταπακτή... 14
Το βαρύ κεφάλι της Έλενα ακουμπούσε πάνω στον ώμο του Κάι. Ένοιωθε μια φλέβα να πάλλεται έντονα στο λαιμό του όπως ο σφυγμός του ακόμη δεν είχε ηρεμίσει. Οι βρικολακίσιες αισθήσεις της οξύνθηκαν, θέριεψαν. Τα μάτια της άστραψαν κόκκινα -κλασικά- πριν ο εξουθενωμένος οργανισμός της αρχίσει να αναζητά τροφή, να αναπληρώσει τις δυνάμεις που τον είχαν εγκαταλείψει.
Το πρόσωπό της πλησίασε επικίνδυνα το λαιμό του. Τα πεινασμένα χείλη έτρεμαν πάνω από τους σουβλερούς κυνόδοντες που μεγάλωναν ώστε να αποκτήσουν το πλήρες μέγεθός τους.
Ο Κάι έγειρε το κεφάλι του από την αντίθετη πλευρά κατανοώντας την ανάγκη της συντρόφου του να τραφεί. Ενώ σε καμιά περίπτωση δε θα την ωθούσε να βρει άλλη πηγή από εκείνη του δικού του λαιμού. Την έσφιξε περισσότερο πάνω του, παροτρύνοντάς την σιωπηλά να συνεχίσει με αυτό που είχε στο μυαλό της να κάνει.
Το δέρμα του σκίστηκε κάτω από την επαφή με τους σουβλερούς κοπτήρες της. Οι μυς του πόνεσαν για άλλη μια φορά όπως υποδεχόταν τα δόντια της στο λαιμό του. Το αίμα του άρχισε να ρέει άφθονο μέσα στο παγωμένο από την πείνα στόμα της, το άκουγε να κατεβαίνει σε γουλιές μέσα στον οισοφάγο της˙ ανέβαζε σταδιακά τη θερμοκρασία του κορμιού της, ενώ το δηλητήριο έρεε μέσα του αφυπνίζοντας το ευαίσθητο σημείο του πόθου του.
Ο Σαχιήλ από το άνοιγμα της πόρτας παρακολούθησε για μερικά δευτερόλεπτα το σκηνικό του τρόμου να μετατρέπεται σε ειδυλλιακό˙πως δυο πλάσματα από τη μια στιγμή στην άλλη αποβάλλουν τα αρνητικά και υποδέχονται τα θετικά, απλά γιατί η ζωή συνεχίζεται και οι ίδιοι που είναι ακόμη ζωντανοί οφείλουν να συνεχίσουν να ζουν, τιμώντας αυτό το ανεκτίμητο δώρο της αθανασίας που τους προσφερόταν τόσο οδυνηρά ωστόσο απλόχερα.
Ο αρχικός ανάγκασε τον εαυτό του να σηκωθεί από το πάτωμα, βιαστικά εγκαταλείποντας το δωμάτιο και κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Γνώριζε πολύ καλά πως η κατάσταση θα είχε ξεφύγει μέσα σε μερικά λεπτά και η παρουσία του θα ήταν περιττή εκεί μέσα. Ό,τι ήταν να μάθει το έμαθε. Για αιώνες ολόκληρους δεν υπήρχε καμιά τόσο δραματική αλλαγή στις διαστάσεις που γνώριζε. Ενώ τώρα, έτσι ξαφνικά, τα όσα γνώριζε έχουν τόσο δραματικά αναστραφεί.
Βάδιζε αργά στο σκοτεινό διάδρομο, με το ξύλινο πάτωμα να τρίζει κάτω από τα πόδια το και να είναι ο μόνος ήχος του ακουγόταν σχεδόν σε όλο το κάστρο, έμοιαζε. Προσπάθησε να τα πάρει από την αρχή, έτσι ώστε να σχηματίσει μέσα στο μυαλό του μια ολοκληρωμένη εικόνα.
«Πότε ξεκίνησε όλη αυτή η τρελή πορεία;» Ρώτησε τον εαυτό του ανατρέχοντας στο παρελθόν και αναζητώντας την πρώτη ανωμαλία στην μέχρι τότε ομαλότητα των υπάρξεων. Κατονόμασε αρχικά τα πλάσματα που ήταν πλέον μοναδικά μετρώντας τα στα δάχτυλά του.
«Η Έλενα που προήλθε από τη Μία, η κόρη μου, ο Ραφαήλ, ο Ντάνιελ και όλοι οι προστάτες... η αλεπού του Λιόν, ο Λίο... αυτοί είναι οι βασικοί... ποιος ξέρει μήπως ξεχνάω κάποιον;» συλλογιόταν βαθιά ο ταλαίπωρος αρχικός. «Οι προστάτες και οι υπόλοιποι που κατονόμασα, ήρθαν μετά τον Ραφαήλ, αλλά είναι και η ξεχωριστή υπόσταση της Μία που εξελίσσεται αιώνες τώρα.. ωστόσο η τωρινή μορφή της ήταν κάτι τελείως διαφορετικό με όποια άλλη ιδιότητα την χαρακτήριζε άλλοτε˙ ο Ντάνιελ συνέβαλε στη δημιουργία της αυτή τη φορά και την αλλαγή στο DNA της σε αυτή της τη ζωή. Άρα καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως σε πρώτη μετάλλαξη υποβλήθηκε ο Ραφαήλ» συμπέρανε, μα δεν είχε μνήμες αρκετές, αλλά μόνο βασικές ώστε να θυμηθεί τι ήταν εκείνο που οδήγησε έναν αρχάγγελο στην κόλαση και τον μετάλλαξε σε πλάσμα όμοιο με δαίμονα αλλά και άγγελο μαζί. Πράγμα που ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε πιθανότητα να είναι εφικτό.
Μονάχα ένα μέρος θα μπορούσε να του δώσει τις απαντήσεις που αναζητούσε και δεν ήταν άλλο, από εκείνο το τεράστιο μπουντρούμι στο οποίο αποθήκευε όλες του τις αναμνήσεις, και βρισκόταν ακριβώς στην καρδιά της κολάσεως.
Η καταπακτή.
Τώρα που είχε ξεκαθαρίσει μέσα του και ο στόχος του να βρει τις απαντήσεις σταλμένες από τον ίδιο το δημιουργό -μέσω των συμπτώσεων και συμβάντων, μέσω των οποίων επικοινωνεί με τα τέκνα του πάντοτε, ώστε να τους οδηγήσει στο σωστό δρόμο- επιτάχυνε το βήμα του.
Έπρεπε κάποιον να ειδοποιήσει για την απουσία του, μιας και σίγουρα θα έλειπε καιρό όντας σε αυτό το μέρος όπου ο χρόνος χάνει τη ουσία του και η ροή του είναι ακανόνιστη.
Άκουσε φωνές να έρχονται από την κουζίνα, όπως αφουγκράζονταν πιο προσεκτικά. Οι τρεις υπόλοιποι κάτοικοι του κάστρου που είχε παραχωρήσει σαν κληρονομιά στη κόρη του.
Ο Μιχαήλ με τη Ραχήλ και τον Λίο, συζητούσαν για τις εργασίες οι οποίες είχαν σκοπό την οχύρωση του κάστρου, και τις σκιές που ένοιωθαν να τους παρακολουθούν συνεχώς, και πως σε γενικές γραμμές υπήρχε μια ησυχία που έμοιαζε να προμηνύει καταιγίδα.
Με την παρουσία του Σαχιήλ στο χώρο τα κεφάλια τους γύρισαν προς το μέρος του και τα στόματα έπαψαν να μιλούν. Στην έκφρασή του δεν υπήρχε αγωνία, δεν υπήρχε σύγχυση. Το μόνο στοιχείο που ήταν ορατό πάνω του ήταν η κόπωση. Φυσικά δεν είχε σκοπό να χάνει άλλο χρόνο έτσι μπήκε στο θέμα χωρίς να τους ενημερώσει για τα πρόσφατα γεγονότα με την νέα μεταμόρφωση της Έλενας, άλλωστε θα τους τα εξηγούσαν αργότερα και οι ίδιοι, ο Κάι με την παθούσα.
«Θα χρειαστεί να λείψω...» δήλωσε κάνοντας μια παύση. «Δεν ξέρω πόσον καιρό. Πρέπει ωστόσο να βρω μια άκρη σε όλον αυτόν το χαμό. Θα κρατάω επαφή μαζί σου Λίο. Αν ωστόσο συμβεί κάτι πολύ επείγων...» στράφηκε τώρα στον Μιχαήλ «από τους παρευρισκόμενους είσαι ο μόνος που μπορείς να επικοινωνήσεις μαζί μου» τα λόγια του έκρυβαν κάποιο υπονοούμενο που φαινόταν να μοιράζονται με κατανόηση οι δυό τους, ωστόσο δεν ήταν άλλο από την αρχαγγελική του φύση. Πράγμα που μπορούσε κάλλιστα να κάνει ο Κασιήλ αλλά και ο αδερφός του. Μόλο που και οι δύο είχαν τα δικά τους θέματα αυτή τη στιγμή.
Χωρίς άλλα λόγια ο Σαχιήλ αποχώρισε.
Βρέθηκε στη στιγμή στο γκαράζ ανάμεσα στα αυτοκίνητα, που σε άλλη περίπτωση θα του προκαλούσαν σορό αναμνήσεις και συναισθήματα. Μα τώρα δεν έβλεπε τίποτα παρά μόνο τη σχισμή που άνοιγε κάτω από τα πόδια του με την επίκληση του αέρα όπως μια γαλάζια λάμψη στόλιζε τα τοιχώματά της.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top