Και με αγάπη πλημμύρισε η καρδιά του... 28


Στη Ραχήλ δε δόθηκε η ευκαιρία να χαρεί και να απολαύσει τη νέα και παλιά, γνώριμη μορφή της. Γνώριμη γιατί υπήρξε κάποτε αυτό, στο οποίο είχε μεταμορφωθεί τώρα. Ενώ φορούσε τη μεμβράνη του δαιμόνου, από τη στιγμή της πτώσης της, περισσότερο από μια ζωή. Ωστόσο τα φτερά της πριν την πτώση, δεν ήταν κόκκινα αλλά λευκά.

Ο κλοιός που είχαν σχηματίσει γύρω από τους νεκροζώντανους, έσπασε γρήγορα και η μάχη είχε ξεκινήσει. Το κόκκινο των φτερών και των μαλλιών της, τραβούσε τα πεινασμένα αιμάτινα μάτια των νεογέννητων πλασμάτων, όπως έτρεχαν τώρα προς το μέρος της κατά δεκάδες.

Με χέρια απλωμένα, στόματα ανοιγμένα και άναρθρες κραυγές υπάρξεων δίχως νοημοσύνη, να παράγουν ένα τρομακτικό βουητό που ακουγόταν δυνατά μέχρι -θα έλεγε κανείς- τα πέρατα του κόσμου. Το μόνο που ήθελαν ήταν να τραφούν με τη σάρκα... νόστιμη, γλυκιά σάρκα, που τους προσέφερε αθανασία, ωστόσο έκανε τη δική τους να σαπίζει με ραγδαίους ρυθμούς, ξεκινώντας από τις πληγές που τους είχαν οδηγήσει στον πρώτο τους θάνατο.

Έπεφταν ασυλλόγιστα πάνω στα φλεγόμενα σπαθιά που λαμποκοπούσαν μπροστά τους, σαν τυφλοί με τίμημα το -σε αποσύνθεση- σώμα τους να φλέγεται ολόκληρο από την επαφή με την αγγελική λεπίδα. Ολόκληρος ο ανεγκέφαλος όχλος, είχε μετατραπεί σε φλεγόμενα σώματα που περιφέρονταν άσκοπα με τα χέρια τεντωμένα μπροστά σε μια απελπισμένη προσπάθεια να αρπάξουν τις πιθανές λείες τους. Έμοιαζε να μην έχουν συναίσθηση του ότι καιγόντουσαν κυριολεκτικά, αλλά περισσότερο τους είχε αποπροσανατολίσει η φλόγα που τους κατάπινε.

Η βρόμα από δέρμα και μυς τσουρουφλισμένους, είχε ποτίσει την ατμόσφαιρα και έγινε αποπνικτική˙ προκαλούσε τον εμετό να αναδυθεί στην επιφάνεια του οισοφάγου όλων των ζώντων πλασμάτων. Μα όσο και αν έπνιγε τους πολεμιστές με τα φλεγόμενα σπαθιά αυτή η δυσάρεστη οσμή, ήταν αναγκασμένοι να συνεχίζουν το ιερό καθήκον τους. Έπρεπε να αποτρέψουν τους νεκροζώντανους να φτάσουν τους ζωντανούς, κι ας βρίσκονταν προστατευμένοι και ασφαλής μέσα στον ιερό κύκλο.

Κομματιάζοντας τα φλεγόμενα κουφάρια, που έπεφταν σαν χάρτινοι πύργοι μπρος στα πόδια του, ο Σαχιήλ τελικά κατάφερε να έρθει πιο κοντά στην κόρη του. Και ενώ τα κομμάτια από τα κορμιά τους έπεφταν στο χώμα, είχαν ακόμη τη δυνατότητα να κινούνται και να σέρνονται προς την κατεύθυνση από την οποία τους ερχόταν η ευωδία της φρέσκιας ανθρώπινης σάρκας. Έτσι έπρεπε να κλοτσάει τα κομμάτια αυτά, προς μια νέα σορό από τέτοια μέλη, ώστε να συνεχίζουν να καίγονται ως που να γίνουν στάχτη και να χαθούν μια για πάντα. Να επέλθει ο τελευταίος τους θάνατος.

Παρά τα εμπόδια πλησίαζε όλο και περισσότερο την Ιθούριελ με τη σκέψη: πως είχε ακόμη το δικαίωμα να τη θεωρεί κόρη του! Άλλωστε είναι ο μοναδικός πατέρας, που γνώριζε σε όλα τα χρόνια της ύπαρξής της. Δεν πίστευε πως υπήρχε περίπτωση να μην τον αποκαλεί πατέρα ή να χάσει για κάποιο λόγο το σεβασμό που του έχει όλη της τη ζωή, τώρα που φανερώθηκε η αλήθεια για τον βιολογικό της, πρώτο πατέρα· η ουσία του οποίου είχε συμβάλει στη γέννησή της. Δεν γνώριζε ακόμη με σιγουριά αν η αποκάλυψη αυτού είχε γίνει ή όχι. Έτσι υποψιαζόταν ωστόσο, μιας και η Ιθούριελ είχε περάσει αρκετές μέρες μαζί με τον Εωσφόρο κάτω στην κόλαση. Ο Σαχιήλ ήταν σίγουρος, πως ο αδερφός του δε θα άφηνε από τα μάτια του τη μονάκριβη κόρη τους. Και γνωρίζοντας την Ιθούριελ πολύ καλά, υπέθεσε πως δε θα επέτρεπε στον Εωσφόρο να της κρύψει το παραμικρό και να ξεφύγει από την πιεστική της ανάκριση. Αλλά ούτε και ο ίδιος ο Διάβολος, δε θα έχανε την ευκαιρία να συνομιλήσει μαζί της. Οι αιώνες πέρασαν και τον έχουν αλλάξει, δεν έχει μετανοήσει κανείς περισσότερο από τον κύριο ένοχο του προπατορικού -κατά τις ιστορίες του ανθρώπου- αμαρτήματος όσο ο κύριος κατηγορούμενος γι' αυτό· παρά το γεγονός πως δεν ήταν υπαίτιος μόνο ο διάβολος, κι' ας πήρε όλη την ευθύνη.

Πλησιάζοντας όλο και περισσότερο είδε τον Ραφαήλ να παίζει το ρόλο της σκιάς της και να συμπληρώνει τις κινήσεις της, να προσέχει κάθε τι που γινόταν πίσω από την πλάτη της. Ο προστατευτικός χορός του ήταν άγριος και ανελέητος, ωστόσο εκνεύρισε την Ιθούριελ που δεν προλάβαινε να αντιδράσει και η λεπίδα του αποκεφάλιζε όποιον τη πλησίαζε, από ψηλά στον αέρα που βρισκόταν ο ίδιος.

«Αν την πλευρίζεις με αυτόν τον τρόπο δε θα καταφέρει ποτέ να προβλέπει τις κινήσεις του εχθρού» τον επίπληξε ο Σαχιήλ.

«Τουλάχιστον θα είναι ασφαλής...» αντέτεινε ο Ραφαήλ χωρίζοντας στη μέση ένα ακόμη ανεγκέφαλο πλάσμα που πλησίαζε σερνόμενο προς το μέρος της Ιθούριελ. «Και δεν έχω σκοπό να την αφήσω μόνη της ποτέ ξανά» συνέχισε με αυταρχικό ύφος.

«Παραλογίζεσαι Ραφαήλ! Μπορεί να τύχει... και πρέπει να έχει εμπειρίες!» συνέχισε ο Σαχιήλ.

Τώρα η Ιθούριελ στεκόταν με τα σπαθιά της κατεβασμένα, ανάμεσα στον σύντροφο και τον πατέρα της αμίλητη, ενώ κοιτούσε τον Εωσφόρο που από τον αέρα έσπερνε ακόμη περισσότερο θάνατο στους ήδη πεθαμένους.

Τα κόκκινα φτερά του φούντωναν περισσότερο τη φλόγα που έκαιγε τα σάπια απομεινάρια.

Η Ιθούριελ άφησε από τα χέρια της τα σπαθιά της και αυτά αμέσως εξαϋλώθηκαν. Με τις παλάμες της αδειανές και χωρίς την παρουσία του αιφνιδιασμού, μιας και ο Ραφαήλ με τον Σαχιήλ απέτρεπαν κάθε προσπάθεια να την πλησιάσει κάποιος, στριφογύριζε σιγανά έτσι ώστε να κάνει αποτίμηση της χαώδους μάχης γύρω τους και τις θέσεις που λάμβανε ο καθένας από τους υπόλοιπους.

Η Έλενα, μη έχοντας όπλα πάνω της και τα χέρια της γυμνά, δεν ήταν σοφό να ακουμπάει καν οτιδήποτε φλεγόταν, έτσι βάλθηκε να κλωτσάει τα μέλη που σκορπούσε ο Κάι προς την κατεύθυνση της σορού γύρω από την οποία ο Εωσφόρος έκανε κύκλους περιορίζοντας κάθε τι που κινούνταν. Εν τω μεταξύ η Έλενα είχε ξεχάσει τελείως, πως ήταν ένα πλάσμα φτερωτό πλέον και αυτή. Είχε ξεχάσει πως κάτω από τη σάρκα της πλάτης της αυτό που τόση ώρα την ενοχλούσε περίεργα και ανήσυχα ήταν τα πορφυρά φτερά της· πως η ουσία της δημιουργού της, της χάρισε το προνόμιο να πετάει, σαν και τους άλλους φτερωτούς συντρόφους της. πριν ακόμη συμβιβαστεί καλά με τη νέα φύση του βρικόλακα, είχε γίνει κάτι άλλο, κάτι εντελώς μοναδικό ή τουλάχιστον ένα πλάσμα για το οποίο ποτέ κανείς δεν είχε ξανακούσει. Οπότε ήταν λογικό να μην ξέρει να χειρίζεται ακόμη το ίδιο της το σώμα.

Ο Μιχαήλ μαζί με τη Ραχήλ, είχαν φτιάξει μια δική τους σορό από φλεγόμενα κορμιά και αποτελείωναν τις τελευταίες δεκάδες από απέθαντους, που στέκονταν ακόμη στα πόδια τους.

Ενώ ο Ραφαήλ και ο Σαχιήλ, είχαν σταματήσει από ώρα να χρησιμοποιούν τα σπαθιά τους, μιας και ο κίνδυνος έπαψε πια να υφίσταται· οι λεπίδες είχαν εξαφανιστεί ωστόσο τα χέρια τους τινάζονταν και ο διαπληκτισμός μεταξύ τους είχε ανέβει βαθμίδα.

Η Ιθούριελ δεν τους άκουγε, την είχαν εκνευρίσει περισσότερο από όσο ήθελε. Βάλθηκε να μαζεύει με γυμνά χέρια, -μιας και η φωτιά δεν μπορούσε να την αγγίξει κάτω από την επιφάνεια του νέου δέρματός της- τις διαμελισμένες σορούς, όσο γρήγορα της επέτρεπε η νέα της μορφή.

Η διάρκεια της μάχης ήταν μικρή. Ο πανικός που προκλήθηκε πριν από αυτήν μεγαλύτερος, μα έφταιγε η συνολική ιδέα. Η ιδέα της εξάπλωσης του κακού αυτού και η αναγνώριση της έκτασής του.

Κάποια στιγμή η συζήτηση για την κόρη του διαβόλου, μεταξύ του θετού πατέρα και του συντρόφου της, μετατράπηκε, και το κεντρικό θέμα άλλαξε. Είχαν καθίσει τώρα πάνω στη καμένη και ματωμένη γη κοιτάζοντας με πόνο στην καρδιά την τεράστια φλόγα που φιλοξενούσε μέσα της τα χρώματα του παραδείσου και της κολάσεως μαζί. Δεν ήταν μια κοινή, συνηθισμένη φωτιά, ήταν μια υπερφυσική ή νέα φυσική λειτουργία του νέου κόσμου.

Ο Ραφαήλ κοίταξε πάνω από τον ώμο του το πλήθος των ανθρώπων που περίμεναν υπομονετικά το νεύμα του, ώστε να εγκαταλείψουν τον κύκλο μέσα στον οποίο τους είχε αποκλείσει πριν· και ένευσε.

Οι άνθρωποι άρχισαν να διασκορπίζονται, με το φόβο να φωλιάζει στην καρδιά τους σαν αγκάθι που δε θα έβγαινε ποτέ. Πότε πια από δω και στο εξής δε θα ήταν ασφαλής.

«Έχεις νέα από τον Ντρέβεν;» ο Ραφαήλ ρώτησε τον Σαχιήλ.

«Ναι» απάντησε εκείνος και εισέπνευσε βαθιά. «Έχει και εκείνος τα δικά του, ωστόσο μου επιβεβαίωσε πως όλοι οι άγγελοι θα έχουν αφυπνιστεί μέχρι το ξημέρωμα της δικής τους μέρας. Ευτυχώς στο δικό τους κόσμο ισχύει ακόμη ο εικοσιτετράωρος κύκλος νύχτας και μέρας. Μιλάμε για εκατομμύρια αγγέλους. Οι μισοί θα σταλθούν αμέσως στη δική μας διάσταση. Οπότε σε λίγες ώρες πρέπει να περιμένουμε ενισχύσεις» κούνησε το κεφάλι του κοιτάζοντας το χώμα μπροστά του. Το νεανικό παρουσιαστικό του τώρα είχε παραδώσει τη σκυτάλη σε έναν γεράκο βαθιά βυθισμένο μέσα σε έναν προβληματισμένο λογισμό.

Κανείς δεν ήταν αρκετά αφελής, ώστε να πιστέψει πως δεν υπήρχαν κρούσματα απέθαντων και σε άλλα μέρη του πλανήτη ταυτόχρονα, την ίδια στιγμή ή μια στιγμή αργότερα από το περιστατικό στους πρόποδες του Ολύμπου. Έχοντας όμοιες σκέψεις οι δύο -καθισμένοι στο χώμα- άντρες, έπιαναν στον αέρα τα μισόλογα ο ένας του άλλου.

«Δε μένει παρά να ελπίζουμε στις νίκες των άλλων περιοχών» η απόγνωση ήταν φανερή στον τόνο του Ραφαήλ, που κοίταξε ξανά πάνω από τον ώμο του το πλήθος που δειλά-δειλά πλησίαζε.

«Μην πλησιάζετε άλλο, δε θα βρείτε κανέναν ζωντανό εδώ!» τους φώναξε απότομα, εξοργισμένος με την ανεγκεφαλία τους.

Η φράση είχε δύο έννοιες. Δεν υπήρχε και κανείς ζωντανός μέσα στη μικρή παρέα τους. Οι άγγελοι είναι άλλου είδους οντότητες, αιώνιες υπάρξεις. Τα υβρίδια ανάμεσά τους πλάσματα αθάνατα και αυτά. Η βρικόλακάς τους πεθαμένη μια φορά. Στην παρέα τους ήταν και ο διάβολος αυτοπροσώπως. Ο Ραφαήλ χαμογέλασε, κοίταξε τα μέλη της συντροφιάς τους έναν προς έναν. Παρά τον πόνο της απώλειας τόσον ζωντανών, ένιωσε ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη αλλά και περηφάνια που τους είχε πλάι του, και με αγάπη πλημμύρισε η καρδιά του.


Στο πρώτο βιβλίο της «Επίγειας κόλασης» -για όσους θυμούνται αναφέρω τον τρόπο δημιουργίας/γέννησης των αγγέλων αυτού του βιβλίου. Επτά ήταν, τα ζευγάρια των πρώτων αγγέλων, που ήταν πλασμένοι από το χέρι του Μεγαλοδύναμου. Το κάθε ένα από αυτά, κρατούσε στο χέρι του μια γαλάζια και φωτεινή σφαίρα. Κάθε σφαίρα, ήταν το μισό μιας νέας αγγελικής ύπαρξης. Κάθε ζευγάρι ενώνοντας τις σφαίρες, έφερνε στον κόσμο, άλλον έναν άγγελο, η ύλη του οποίου, δεν χανόταν ποτέ. Και κάθε φορά, μετά το θάνατο του συγκεκριμένου παιδιού αγγέλου, οι υποτιθέμενοι γονείς ακολουθούσαν την ίδια διαδικασία, ξανά και ξανά. Καθώς με το θάνατο τα κομμάτια της ψυχής χωρίζονταν, επιστρέφοντας πίσω στο ζευγάρι των πρωταρχικών αγγέλων/γονιών. Οι άγγελοι που πλάσθηκαν από το ίδιο το χέρι του Μεγαλοδύναμου, είναι πέρα ως πέρα αθάνατα όντα.


Ντρέβεν-πατέρας της Μία.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top