Η Φωτιά του παραδείσου... 8


Ο Κάι πέρασε ώρες ολόκληρες καρφώνοντας τα σανίδια πάνω στις κάσες των παραθύρων και τοποθετώντας ξύλινα προστατευτικά όπως τα στερέωνε μέσα στις πέτρινες εσοχές.

Ο συλλογισμός του ωστόσο παρασύρονταν σε άλλα μονοπάτια. Η συνειδητοποίηση του ότι η κόλαση πια δεν ήταν κάτω από τα πόδια του, αλλά ακριβώς γύρω του, τον έκανε να νοιώθει πως σπαταλάει την ώρα του, επιτρέποντας έτσι απλά το χρόνο να περνάει.

Αν και βρισκόταν μπρος στην κεντρική πύλη της κολάσεως, μέχρι στιγμής δεν είδαν κάποιο από τα πλάσματά τής να γνωστοποιεί την παρουσία του. Και αυτό ήταν κάπως περίεργο. Αναρωτήθηκε τί μπορεί να συμβαίνει σε άλλα μέρη του πλανήτη, τη στιγμή που αυτός ασχολείται με την οχύρωση ενός κάστρου. Ενώ ανά τον κόσμο υπάρχουν σπίτια, που θα δεχτούν την επίθεση της κόλασης εντελώς απροετοίμαστα. Αθώοι άνθρωποι αυτή τη στιγμή ίσως χάνουν τη ζωή τους και αυτός ασχολείται τόσες ώρες με τα σανίδια.

Η οργή του ολοένα και κυρίευε τα κύτταρα του εγκεφάλου του. Η αγωνία του όλο και αυξανόταν. Η αναμονή για μια επικείμενη μάχη, του προκάλεσε εκνευρισμό. Με αποτέλεσμα τα καρφιά να βυθίζονται μέσα στο ξύλο μόλις με ένα χτύπημα του σφυριού.

Κάποια στιγμή ένοιωσε να τον παρακολουθεί κάποιος. Ένα λευκό φόρεμα σύρθηκε στο ξύλινο πάτωμα του δαπέδου πίσω του, κατάφερε να δει με την άκρη του ματιού του. Παρόμοιο φόρεμα φορούσε και η Έλενα.

«Έλενα» την κάλεσε και γύρισε την ίδια στιγμή.

Η λευκοντυμένη γυναίκα μόλις που έστριψε βγαίνοντας από το δωμάτιο.

«Δεν έχω καμία διάθεση να σε ακολουθήσω αυτή τη στιγμή» ο τόνος της φωνής του ήταν χαμηλός και ήρεμος. Σε καμιά περίπτωση δε θα έβγαζε τον εκνευρισμό του απέναντι σε εκείνη.

«Κάθομαι και ντύνω με ξύλο το κάστρο μιας Ιθούριελ, που δε βρίσκεται καν εδώ. Ενώ εκεί έξω μπορεί να συμβαίνουν ένα σορό τρελά πράγματα. Ενώ έχω τη δυνατότητα να εξασφαλίσω την τάξη κάθομαι και περιμένω... τι περιμένω; Ούτε που ξέρω! Με σκοτώνει αυτή η αναμονή και η έλλειψη εντολών.» Εξέφρασε το παράπονό του στην αγαπημένη του, νοιώθοντάς την ακριβώς πίσω του.

Είχε γονατίσει με το κεφάλι του να κρέμεται απελπισμένο μπροστά του.

Το χέρι της ακούμπησε απαλά τον ώμο του. Ο Κάι έκλεισε τα μάτια του αναζητώντας μέσα του τη γαλήνη.

«Εσύ πως είσαι;» τη ρώτησε ανοίγοντας τα μάτια του, με το βλέμμα του να στρέφεται πάνω στο χέρι που τον παρηγορούσε όπως αναπαυόταν στον ώμο του.

Πάγωσε ωστόσο αντικρίζοντας σκελετωμένα δάχτυλα και μακριά νύχια σπασμένα στις άκρες που κάποτε ήταν όμορφα και στρογγυλά. Ο χτύπος της καρδιάς του αυξήθηκε με μιας και το σκελετωμένο χέρι ευθύς απομακρύνθηκε.

Ο Κάι πετάχτηκε όρθιος και γύρισε να αντικρίσει το άτομο πίσω του ετοιμοπόλεμος. Μα δεν ήταν κανείς εκτός από τον ίδιο μέσα στο δωμάτιο που φωτιζόταν αχνά μέσα από τις εσοχές των ξύλινων σανιδιών του παραθύρου. Το φως ήταν μουντό και κόκκινο. Το σκοτάδι ήταν πυκνότερο.

«Ποιος είναι εκεί;» φώναξε συγχυσμένος.

Απάντηση παρ' αυτά δεν πήρε.

Απόλυτη σιωπή ακολούθησε τον ήχο της δικής του φωνής.

Μπερδεμένος ο Κάι κοίταζε γύρω του, δεν ήταν όνειρο αυτό που μόλις είδε ή μήπως ήταν; Επεξεργάστηκε το γεγονός για μερικά ακόμη λεπτά φτάνοντας στο συμπέρασμα πως οι προηγούμενες σκέψεις του σε συνδυασμό με τη αυπνία μπορεί και να τον βύθισαν σε έναν ολιγόλεπτο συνάμα ταραχώδη ύπνο.

«Συμβαίνουν αυτά» μονολόγησε χτενίζοντας τη μακριά ξανθιά του φράντζα προς τα πίσω. Ανακουφισμένος -εν μέρη- με το ενδεχόμενο να ήταν μονάχα ένα όνειρο, ξεφύσησε έτοιμος να εγκαταλείψει το δωμάτιο.

Ένα γέλιο αντήχησε μέσα στους τέσσερεις τοίχους που έμοιαζε με γέλιο χλευαστικό -μιας μάγισσας από ταινία φαντασίας- που έκανε τις τρίχες του Κάι να σηκωθούν όρθιες πάνω στη ράχη του.

Δεν του άρεσε να τον χλευάζουν ή να τον υποτιμούν. Τα παιχνίδια δεν ήταν το φόρτε του. Ο Κάι είναι πολεμιστής και τις λύσεις τις δίνεις δια μέσω του σπαθιού του.

Το αίμα του άρχισε να κοχλάζει μέσα στις φλέβες του. Ένα μοχθηρό χαμόγελο που είναι το χαρακτηριστικό του σε πεδίο μάχης εμφανίστηκε στο πρόσωπό του. Διψούσε να πάει να βρει την περιπέτεια ... να όμως που η περιπέτεια ήρθε σε αυτόν. Το ενοχλητικό συναίσθημα της αναμονής εξαφανίστηκε και τη θέση του πήρε η έξαψη.

«Μπρος στο καθαγιασμένο φως του παραδείσου, φανερώσου μίασμα της κολάσεως!» σαν βροντή ακούστηκε η φωνή του αγγέλου Κασιήλ την ώρα που το πύρινο σπαθί του υλοποιούνταν μέσα στο χέρι του. Το γαλανό φως που εξέπεμπε η αύρα του σπαθιού του, φώτισε το σκοτεινό δωμάτιο αποκαλύπτοντας όλα τα τερατόμορφα πλάσματα που είχαν συγκεντρωθεί γύρω του και σύριζαν απομακρυνόμενα πιο βαθιά μέσα στις σκιές.

Αυτή είναι η πρώτη επαφή με το κακό... συμπέρανε ο Κάι παρακολουθώντας τα αέρινα όντα να γίνονται στάχτη κάτω από το φωτιά του παραδείσου. 



Χεχεχεχεχεχ....

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top