Φτερά και πούπουλα
Επιτέλους μετά από χρόνια κοιμήθηκε χωρίς να στοιχειώνει το όνειρό της ο μυστήριος Ραφαήλ, τώρα πια τον είχε πλάι της.
Τι παράξενο, μήπως ήταν το κάλεσμα του πεπρωμένου τελικά; αναρωτιόταν.
Ο Ραφαήλ κρατούσε την παλάμη της μπροστά στο πρόσωπό του και την επεξεργαζόταν. Έπειτα ακουμπούσε τα σαρκώδη χείλη του σε κάθε ένα από τα δάχτυλά της απαλά. Τα μαύρα νύχια της αντανακλούσαν το φως του φεγγαριού και τα θαύμαζε και η ίδια.
«Τι ακριβώς κάνεις;» τον ρώτησε, ενώ χαμογελούσε.
Την κοίταξε αυστηρά καρφώνοντας το βλέμμα του στα μάτια της, μα αμέσως γύρισε στο έργο του.
«Εκφράζω τη λατρεία μου» είπε σοβαρά και έσυρε τη γλώσσα του στην άκρη του δείκτη της, που άρχισε να βυθίζεται αργά και βασανιστικά μέσα στο στόμα του, με τα μάτια του να είναι ερμητικά κλειστά.
«Εγώ πάλι νομίζω, ότι αντί για το χέρι μου βλέπεις μια λαχταριστή μπριζόλα» είπε χαχανίζοντας η Ιθούριελ.
Την κοίταξε μπερδεμένος, πριν μιλήσει. «Δεν θα αρνούμουν την μπριζόλα, όμως αυτά που γεύτηκα όλη μέρα σήμερα μωρό μου, δεν συγκρίνονται παρά μόνο με το νέκταρ των Θεών του Ολύμπου» είπε με υπονοούμενο, δείχνοντας με το χέρι του την κατεύθυνση που βρισκόταν το βουνό.
Από έξω βρυχούνταν η μηχανή ενός αυτοκινήτου με πολλά άλογα και η Ιθούριελ ταράχτηκε στην αγκαλιά του, κοιτάζοντας τον με περιέργεια.
Ο Ραφαήλ της χάρισε ένα καταπραϋντικό χαμόγελο πριν μιλήσει.
«Ζήτησα από τον ξάδερφό μου, να φέρει το αυτοκίνητό μου... τί, με το φορτηγάκι θα σε έβγαζα έξω; Ε... τον συνάντησα στο τελευταίο δρομολόγιο και... του το είπα» ψέλλισε, αποπροσανατολισμένος. Δεν σκέφτηκε καθόλου την αντίδραση της Ιθούριελ και δεν ήταν και τόσο καλή.
«Θα μπορούσαμε να πάμε με το δικό μου» είπε θυμωμένα.
«Ναι... δεν πήγε καν το μυαλό μου» απολογήθηκε εκείνος, ανασηκώνοντας το σώμα του.
«Φρόντισε τότε για την εχεμύθεια του εξαδέλφου σου» του πέταξε.
«Μην ανησυχείς, είναι εντάξει τύπος, δεν θα ανοίξει το στόμα του» έκανε να την παρηγορήσει, αλλά και ο ίδιος έδειχνε συγχυσμένος.
«Ε, αυτό θα το δανειστώ για λίγο» είπε και τράβηξε το σεντόνι που σκέπαζε το σώμα της, αφήνοντάς την εκτεθειμένη απέναντι στο δροσερό αεράκι, που φύσαγε από το παράθυρο. Το έδεσε πάνω στο σώμα του με έναν τρόπο που τον έκανε να μοιάζει με ρωμαίο.
«Έρχομαι σε λίγο» της είπε και εξαφανίστηκε τρέχοντας πίσω από την πόρτα.
Η Ιθούριελ γρύλισε βγάζοντας ένα επιφώνημα οργής και πήδηξε από το κρεβάτι της. Θα έκανε ένα ντους πριν φορέσει τα ρούχα της.
«Τι έγινε; Γιατί νευρίασε;» ρώτησε ο Κάϊ, μόλις ο Ραφαήλ ήρθε κοντά του.
«Τίποτα. Θα της περάσει» τον καθησύχασε με ένα τίναγμα του χεριού του. «Εδώ το μισό χωριό είναι άγγελοι, το άλλο μισό δαίμονες και αυτή φοβάται μη τυχών και τη σχολιάζει κάποιος» συνέχισε περιπαικτικά.
«Μην ξεχνάς και τους υπόλοιπους κατοίκους όμως, που δε γνωρίζουν τίποτα, που δεν έχουν ιδέα για το τι συμβαίνει γύρω τους. Οπότε μην την αδικείς, γιατί αυτοί είναι που θα κρατήσουν την ιστορία της ζωντανή ανά τους αιώνες» βιάστηκε να την υπερασπιστεί ο Κάι.
«Ναι, ναι, ξέρω, ξέρω» ο Ραφαήλ έμοιαζε ψυχικά καταβεβλημένος.
Άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου του και πήρε τα ρούχα, που του είχε φέρει ο αδερφός του.
«Ευχαριστώ που φρόντισες και γι'αυτό» είπε δείχνοντας τα ρούχα και χαμηλώνοντας το βλέμμα του.
«Ότι θες αδερφέ» απάντησε ο άλλος και τον τράβηξε στην αγκαλιά του.
«Υπομονή, το ξέρω πως είναι δύσκολο να κρύβεις την αλήθεια, μα πρέπει να την ανακαλύψει μόνη της» είπε ο Κάι, στην προσπάθεια να καλμάρει τον Ραφαήλ, που είχε αρχίσει να αποτραβιέται.
«Κράτα λίγο» του είπε τείνοντάς του τα ρούχα.
Έκανε ένα βήμα πίσω και με αστραπιαία ταχύτητα, τίναξε τις πελώριες φτερούγες του πίσω από την πλάτη του. Πήρε μια βαθιά ανάσα και χαμογέλασε.
«Πω ρε φίλε έσκασα σήμερα. Δεν μπορείς να φανταστείς. Πώς, τα συγκρατούσα ένας θεός ξέρει» τα φτερά του ήταν τεράστια. Ο ίδιος στο ύψος ξεπερνούσε τα δύο μέτρα, αλλά τα φτερά του, άλλο πράμα... υψώνονταν πολύ πιο πάνω από το κεφάλι του.
Ένας ξαφνικός αέρας φύσησε δημιουργώντας ρεύματα μέσα στο κάστρο. Με έναν κρότο η εξώπορτα έκλεισε αφήνοντας τον Ραφαήλ απ'έξω.
«Όχι ρε γαμώτο» φώναξε. Δεν μπορούσε να διακινδυνέψει, να πάει από το παράθυρο πετώντας. Δεν έπρεπε να τον δει. «Γκαντεμιά» γκρίνιαξε. «Πήγαινε εσύ» είπε στον Κάι τινάζοντας το χέρι του προς το μέρος του.
Κοντοστάθηκε στην πόρτα και χτύπησε το κουδούνι, περιμένοντας. Πέρασαν μερικά λεπτά ακόμη, αλλά εκείνη δεν ερχόταν. Ο Κάι περίμενε, ακουμπισμένος στο αυτοκίνητο του Ραφαήλ.
Πάτησε ξανά το κουδούνι.
«Επίτηδες το κάνει για να με τυραννήσει» γρύλισε ο Ραφαήλ, αλλά άκουγε τα βήματά της ήδη στα σκαλιά.
«Φύγε, έρχεται» πέταξε στον αδερφό του και κείνος στράφηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση από τον ίδιο. Μάζεψε απότομα τα φτερά του, αισθανόταν πολύ καλύτερα, από πριν.
Η πόρτα άνοιξε με κρότο και ο Ραφαήλ αντίκρισε την ολόγυμνη σιλουέτα της Ιθούριελ. Δεν μπήκε καν στον κόπο να σκουπίσει το νερό από το σώμα της. Άνοιξε τα μάτια του διάπλατα, μπαίνοντας προστατευτικά μπροστά της, τίναξε το σεντόνι από πάνω του για να καλύψει το δικό της σώμα. Γύρισε αμέσως πίσω. Προς ευχαρίστησή του ο Κάι είχε στραμμένη την πλάτη του σε αυτούς και δεν την είδε.
«Τι κάνεις γαμώτο;» σύριξε και την έσπρωξε ελαφρός προς τα μέσα, ακλουθώντας την στο εσωτερικό.
«Τι;» τον ρώτησε.
«Τι; Τι... ο Κάι είναι ακόμα έξω» ψιθύρισε δυνατά, γδέρνοντας το λαρύγγι του και κοπάνησε την πόρτα, να κλείσει μόνη της.
«Ααααα» έκανε εκείνη, σαν χαμένη.
«Μπα» αντιγύρισε εκείνος κοφτά.
Κολακευμένη από την αντίδρασή του, φόρεσε ένα τεράστιο χαμόγελο και κατευθύνθηκε προς τα πάνω.
«Προχώρα, προχώρα... γυναίκα κόλαση» της είπε συγχυσμένος, όταν αυτή σταμάτησα για να τον κοιτάξει.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top