Υπομονή...

«Τώρα που έφυγε ο Κάι;» ο τόνος της φωνής του ήταν παρακλητικός. Έφερε το σώμα του πάνω στην πλάτη της, σμιλεύοντας με τις παλάμες του τη μέση της, ενώ με τους αντίχειρες χάιδευε τα πλευρά της.

Η Ιθούριελ γύρισε πάνω από τον ώμο της, το νερό έτρεχε πάνω στα μαλλιά της. Μικρές σταγόνες είχαν φωλιάσει στις πυκνές, σκούρες βλεφαρίδες της. Τα γκρίζα μάτια της σε συνδυασμό με το έντονο βλέμμα της, έκαναν τον Ραφαήλ χάνει την αίσθηση της πραγματικότητας, του χρόνου και του τόπου και να βυθίζεται σε μια κατάσταση ύπνωσης. Μαγευόταν από αυτήν, σα να ήταν αποπλανητική Ερινύα, που ακόνιζε τα νύχια της, αδημονώντας για τη στιγμή που θα τον κατασπάραζε. Και ήταν διατεθειμένος να αφεθεί στα βασανιστήριά της, στο θάνατο από το χέρι της.

Αδυνατούσε να μην φορέσει ένα στραβό χαμόγελο αναγνωρίζοντας την πρόκληση στα σοβαρά συνάμα πονηρά της μάτια. «Μου έρχεται να σε φάω» απείλησε όπως κολλούσε την πλάτη της πάνω στο στέρνο του. Εκείνη τσίριξε χασκογελώντας, την ώρα που αισθάνθηκε τα δόντια του να μπήγονται στην κλείδα της.

Τα πόδια της κλοτσούσαν τον αέρα, με νευρωτικές κινήσεις διότι η κλείδα ήταν ένα αρκετά ευαίσθητο σημείο και ο Ραφαήλ τη γαργαλούσε με τα βρεγμένα μαλλιά του. «Σταμάτα» φώναξε η Ιθούριελ, με τους κοιλιακούς της να πονάνε από το γέλιο και τα μονίμως διπλωμένα γόνατά της στον αέρα. «Ω, θεέ μου δεν μπορώ άλλο» τσίριζε μισογελώντας ακόμη.

Ο Ραφαήλ την άφησε κάτω. Δεν έκανε τίποτα ο καημένος, ήθελε μόνο να τη δαγκώσει, δεν ήξερε τι αποτελέσματα θα επέφερε, αυτή του η πράξη, όχι φυσικά, ότι δεν απόλαυσε την όλη κατάσταση.

Δεν της επέτρεψε όμως να πάρει ανάσα. Την έσπρωξε απαλά, να ακουμπήσει η πλάτη της στα παγωμένα πλακάκια και έσκυψε από πάνω της, με τα χέρια του να την εγκλωβίζουν ανάμεσα στο σώμα του και τον τοίχο. Έφερε το κεφάλι του στο ίδιο ύψος με το δικό της και αιχμαλώτισε τα χείλη της σε ένα άγριο και γεμάτο ασυγκράτητο πάθος φιλί με τις αναπνοές τους να γίνονται αγκομαχητά αγωνίας.

«Σε λατρεύω! Το καταλαβαίνεις αυτό;» μουρμούρισε με τη βραχνή φωνή του, να τρελαίνει όλες της τις αισθήσεις και αμέσως μετά δάγκωσε ελαφρός το λοβό του αφτιού της.

«Εγώ να δεις» κατάφερε να πει με δυσκολία η Ιθούριελ, καθώς τα γόνατά της λύγιζαν και δεν άντεχε άλλο. Την υποβάσταξε με το μπράτσο του να αγκαλιάζει τη μέση της και ένωσε τα κορμιά τους με τον μοναδικό τρόπο, που θα τους οδηγούσε στη λύτρωση... την κόλασής τους. Της γαληνευτικής τους, υπέροχης Κόλασης.

Και που να' ξεραν τι τους περιμένει! Αν χαρακτήριζαν κάτι τέτοιο ως κόλαση, πως θα ήταν η πραγματική στα μάτια τους;

Τα φτερά του Λίο χτυπούσαν αλύπητα τον αέρα γύρω του, παρόλο που βρισκόταν επί ώρα στην ίδια θέση, να αιωρείται πάνω από το κεφάλι του Σαχιήλ. Ο οποίος προσπαθούσε, να βοηθήσει τον υιό του, να κρατά την ισορροπία του και να χρησιμοποιεί σωστά το βάρος του σώματός του στον αέρα. Έπρεπε να είναι προετοιμασμένος για κανονική πτήση έξω στον ανοιχτό ουρανό, αργότερα που είχε σκοπό να φύγουν κρυφά από το σπίτι, για επιπλέων μαθήματα.

Οι μεντεσέδες της πόρτας κροτάλισαν και κείνη χτύπησε στον τοίχο πίσω της. Ο Σαχιήλ στριφογύρισε τα μάτια του σκεπτόμενος: Θα γκρεμίσουν τους τοίχους. Αλλά την αμέσως επόμενη στιγμή και πριν γυρίσει να αντικρύσει τον εισβολέα, τον έλουσε κρύος ιδρώτας, κοιτάζοντας τον Λίο να κατεβαίνει και να μαζεύει τα φτερά πίσω από την πλάτη του, κάπως διστακτικά.

Η έκφραση του Λίο, έδειχνε μια κάποια μεταμέλεια, με τα μπράτσα του να διπλώνουν άτσαλα και σφιγμένα πάνω στο στήθος του.

Ο Σαχιήλ γύρισε αντικρίζοντας του δύο εισβολείς και αμέσως τους επιτέθηκε. «Πως μπουκάρετε έτσι; Που βρίσκεστε;» φώναζε εξαγριωμένος. «Κλείστε την πόρτα αμέσως» διέταξε, κάνοντας το γύρω του γραφείου του και βυθίζοντας το σώμα του στον μεγαλόπρεπο θρόνο του.

Πήρε μια βαθιά ανάσα, αφού άκουσε την πόρτα να κλείνει και στράφηκε στους δύο αγγέλους, τα μάτια των οποίων ήταν κολλημένα στον Λίο. Τα στόματά τους έχασκαν ανοιχτά, δίχως να έχουν την ικανότητα να αρθρώσουν λέξη, παρά μόνο κάτι άναρθρα σύμφωνα και φωνήεντα.

«Εϊ» απαίτησε την προσοχή τους ο αρχικός άγγελος.

Με δυσκολία κατάφεραν, να απομακρύνουν τα βλέμματά τους από τον ίντιγο, που δεν ήταν πια ίντιγο ή είχε ακόμη την ικανότητα να βλέπει τα διάφορα οράματα; Τι στο διάολο ήτανε τώρα; Τρελές ερωτήσεις βομβάρδιζαν ταυτόχρονα τους μουδιασμένους εγκεφάλους τους.

«Καθίστε κάτω και σταματήστε να μουγκρίζετε σαν τα μοσχάρια» διαμαρτυρήθηκε ο Σαχιήλ. Βλέποντάς τους να διστάζουν ακόμη και να προχωρήσουν. Η εικόνα τους φάνταζε γελοία.

Ο Μιχαήλ ένας πανύψηλος άγγελος με τα σταχτιά μαλλιά να πλαισιώνουν τα μπράτσα του σαν καταρράκτης από σκόνη και το επιβλητικό στιλ του μοτοσικλετιστή, φορώντας τα δερμάτινα ρούχα του να κοιτάζει μια τον Λίο και μια τον Σαχιήλ, σαν να βγήκε μόλις από τρελάδικο, τέρμα χαπακωμένος και παραζαλισμένος. Και ο Κάι με το λευκό μπλουζάκι του να αφήνει τα τατουαρισμένα μπράτσα του ακάλυπτα, την ξανθιά emo φράντζα του να σκεπάζει το μισό προσωπείο του, και τις κόρες των ματιών του διεσταλμένες, σα να ήταν τέρμα μαστουρωμένος.

Σα να μη τους έφτανε το δικό τους μαρτύριο με την αμνησία. Ήρθε και έδεσε το γλυκό.

Με βαριά, αβέβαια βήματα πλησίασαν τα καθίσματα στα οποία πριν από κάτι ώρες καθόντουσαν η Ιθούριελ και ο Ραφαήλ. Βούλιαξαν μέσα τους και με έναν απίστευτο συγχρονισμό, έριξαν τα κεφάλια τους στις πλάτες των καθισμάτων.

«Τι θα δούμε ακόμα» ψέλλισε ο Μιχαήλ, με κλειστά μάτια.

Ενώ αυτά του Κάι εστίαζαν την κωνική οροφή πάνω από το κεφάλι του, παρατηρώντας την απεικόνιση.

«Που τον ξέρω εγώ αυτόν;» έκανε ο Κάι στρέφοντας το δάχτυλό του πάνω στον πολεμιστή άγγελο.

Ο Σαχιήλ ξεφύσησε αγανακτισμένα. Το είχε βαρεθεί αυτό το παιχνίδι. Αγνόησε την ερώτηση του Κάι, θέτοντας μια δική του. «Τι ήρθατε να κάνετε εδώ;» πέταξε ενοχλημένος, με τα χαρακτηριστικά του να γίνονται πιο σκληρά από κάθε φορά.

Για άλλη μια φορά ο Κάι αναγνώριζε την ομοιότητα και τα κοινά, ανάμεσα στην Ιθούριελ και κάποιον άλλον.

Η κυρίαρχη στάση του σώματος του, ο τρόπος που το βλέμμα του έψαχνε απαντήσεις στις εκφράσεις των συνομιλητών του και το αριστοκρατικό ύφος κάποιου, που απαιτούσε τον σεβασμό όλων. Ίδια η κόρη του... σκέφτηκε.

«Φυσικά! Κόρη μου είναι!» πέταξε ο Σαχιήλ διαβάζοντας τη σκέψη του.

Ο Κάι αναδύθηκε στην καρέκλα του ενοχλημένος.

«Λοιπόν;» απαίτησε πάλι ο Σαχιήλ, με το βλέμμα του να ταξιδεύει ανάμεσά τους.

Ο Λίο ήρθε και στάθηκε πλάι στον πατέρα του, με τα χέρια ακόμη διπλωμένα πάνω στο στέρνο του. Εστιάζοντας το βλέμμα του περισσότερο στον Μιχαήλ, μιας και του είχε πολλά μαζεμένα, για όλα τα χρόνια που εκείνος ήταν παντρεμένος με τη γυναίκα που ο ίδιος αγαπούσε.

Ο Μιχαήλ προτίμησε να αγνοήσει την οργή στην έκφραση του νέου αγγέλου. «Έχουμε σοβαρότατο πρόβλημα!» απευθύνθηκε στον Σαχιήλ.

«Τι πρόβλημα;» ρώτησε εκείνος αδιάφορα.

Ο Κάι και ο Μιχαήλ αντάλλαξαν μια συνωμοτική ματιά πριν μιλήσει ο Κάι τελικά. «Έχουμε αμνησία!» πέταξε περισσότερο εύθυμα απ' όσο θα έπρεπε, με τα χέρια του στραμμένα προς τα πάνω, περισσότερο παιχνιδιάρικα απ' όσο θα έπρεπε και χαμόγελο ενός τρελού που επίσης δεν θα έπρεπε να φορά.

«Ωχ, δεν αντέχω άλλο!» φώναξε ο Σαχιήλ.

Σηκώθηκε πάνω με τις γροθιές του να ακουμπάν πάνω στο μαονένιο γραφείο του.

Τους κοίταξε με σοβαρότητα. «Τώρα θα δειπνήσουμε! Μετά θα πάμε όλοι μαζί στο κάστρο της Ιθούριελ! Εδώ υπάρχουν υπερβολικά πολλά αφτιά! Μέχρι τότε, τσιμουδιά! Δεν είδατε τίποτα...» έτεινε το χέρι του προς το μέρος το Λίο. «Δεν έχετε αμνησία! Όλα είναι όμορφα και ανθηρά! Συνεννοηθήκαμε;» διέταξε.

Οι άλλοι ένευσαν, με συγκατάθεση. «Και τώρα δρόμο! Θέλω να ηρεμίσω» γρύλισε σαν άγριο θηρίο.

Δεν είχαν άλλη επιλογή, παρά να κάνουν υπομονή.









Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top