Το πρώτο βήμα...
Ακούστηκε χτύπος στην πόρτα. Ο Κάι ανασηκώθηκε υποβαστάζοντας το σώμα του πάνω στον αγγόνα του. «Περάστε» αποκρίθηκε στο κάλεσμα.
Η Ιθούριελ μπήκε φουριόζα μέσα. «Έξω εσύ! Πρέπει να ντυθώ» του φώναξε συνοδεύοντας την προσφώνηση με ένα τεντωμένο δάχτυλο που έδειχνε την πόρτα.
Πλησίασε το κρεβάτι σκύβοντας πάνω από την κοπέλα. «Είσαι καλά ομορφούλα;» τη ρώτησε με χαμόγελο, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της. «Καλύτερα» είπε με ένα νεύμα η Έλενα. «Τέλεια» αναφώνησε η Ιθούριελ και έστρεψε το κεφάλι της αμέσως πάνω από τον ώμο της, αφού δεν είχε ακούσει τον Κάι να κλείνει την πόρτα. «Ακόμα εδώ είσαι εσύ;» τον μάλωσε με το βλέμμα της παιχνιδιάρικα αυστηρό. Ο Κάι όρθωσε τις παλάμες του σε δείγμα παραίτησης μπροστά από το στήθος του, ενώ με βαριά βήματα αποχωρούσε.
Η δερμάτινη φορεσιά της Ιθούριελ την περίμενε μέσα στη ντουλάπα της, την οποία και τράβηξε έξω με πρωτόγνωρη χαρά. Το μεταξωτό μαύρο φόρεμά της γλίστρησε πάνω από το σώμα της και απλώθηκε γύρω από τα πόδια της στο πάτωμα. Η άλλη κοπέλα στο δωμάτιο απέστρεψε το βλέμμα της. Στη θέα του άψογου ολόγυμνου κορμιού της Ιθούριελ ακόμη και τα γυναικεία μάτια πονούσαν.
Οι άκρες από τα ολόισια κατάμαυρα μαλλιά της ακουμπούσαν ανεπαίσθητα τα οπίσθιά της, σαν χέρια απεγνωσμένα για ένα άγγιγμα.
Με κινήσεις που παρέπεμπαν σε ερωτιάρικο αιλουροειδές έντυσε το κορμί της στο απαλό ξένο δέρμα κοιτάζοντας τον καθρέφτη απέναντί της. Τίναξε τα ατελείωτα μαλλιά της σκύβοντας μπροστά. Τα έπιασε με μερικά μαύρα λαστιχάκια, ώστε να σχηματίζουν μια κοτσίδα, σαν αλυσίδα, ή μαστίγιο.
Φόρεσε τις ψηλές μπότες της, δένοντας σφιχτά τα κορδόνια τους. Και τελευταία πινελιά η ζώνη με τα θηκάρια για τα πολυαγαπημένα της παιχνίδια που βρίσκονταν στο μπαούλο κάτω από το κρεβάτι της πλέον.
Γεμίζοντας τις θήκες στάθηκε μπρος στον καθρέφτη θαυμάζοντας για άλλη μια φορά την όψη της με ένα στραβό χαμόγελο. Τα γκρίζα μάτια έλαμψαν κάτω από το αχνό φως του δύοντα ήλιου. «Είμαι έτοιμη» μουρμούρισε.
«Εσύ δεν χρειάζεσαι όπλα» απευθύνθηκε ο Σαχιήλ στη Μία που έσφιγγε τις λαβές από τα κυρτά σπαθιά της και χαμογελούσε σαρδόνια. «Οι υπόλοιποι όμως» άφησε την πρότασή του μετέωρη γυρνώντας προς διαφορετική κατεύθυνση το σώμα του και με μια κίνηση του χεριού του που πρόσταζε να τον ακολουθήσουν, προχώρησε μπροστά. Την ίδια στιγμή που ο Κάι κατέβαινε τη σκάλα και τους ακολούθησε.
Τους οδήγησε σε μια αίθουσα την οποία ο Ραφαήλ τόσον καιρό μέσα στο κάστρο, δεν είχε εντοπίσει και τώρα θαύμαζε μαζί με όλους τους υπόλοιπους της παρέας. Θα μπορούσε κάποτε να εξυπηρετεί σκοπούς όπως ένας χορός, μια δεξίωση, μα τώρα έμοιαζε περισσότερο με αίθουσα προπονήσεων και γυμναστήριου.
Ο τοίχος από δεξιά τους ήταν αποτελούμενος από δεκάδες καθρέφτες που εκτινόταν για περίπου διακόσια μέτρα, ενώ ακριβώς απέναντι ανά μισό μέτρο του τοίχου, αψιδωτά παράθυρα γοτθικής αρχιτεκτονικής επέτρεπαν στις τελευταίες αχτίδες του ήλιου να φωτίσουν το χώρο. Δεν υπήρχαν κουρτίνες μιας και θα ήταν κρίμα να κρύβουν τις παραστάσεις που απεικονίζονταν πάνω στα μεσαιωνικά ξεχασμένα από το χρόνο τζάμια.
Το παρκέ του πατώματος μαρτυρούσε πως για χρόνια ολόκληρα δεν είχε πατήσει άνθρωπος σε αυτήν τη αίθουσα, μιας και η σκόνη σχημάτιζε ένα πλούσιο χαλί χωρίς αποτυπώματα από πατημασιές μπροστά τους.
«Ελάτε» τους πρόσταξε ο Σαχιήλ και πάλι, καθώς με ταχύτητα που αντιστοιχεί σε έτη φωτός έφτασε στο τέρμα της αίθουσας, όπου ήταν σκαλωμένα από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι όλων των ειδών όπλα.
Οι ομάδα των ατόμων ακολούθησε με την ίδια ταχύτητα και χάρη τον αρχικό, θαυμάζοντας με δέος το θέαμα μπροστά της.
«Δεν νομίζω να μου είναι χρήσιμο κάποιο από αυτά» δυσανασχέτησε ο Ντάνιελ με τα χέρια του σταυρωμένα πάνω στο στήθος του. «Έχω άλλου είδους δύναμη» συμπλήρωσε αμέσως.
Ο Σαχιήλ στράφηκε σε εκείνον με ένα μειδίαμα στα χείλη. «Αγαπητέ μου φίλε... θα σου σύστηνα να μην πάρεις τη μορφή του πάνθηρα... οι σκιές αντιμετωπίζονται μόνο με λόγχες, σπαθιά, βέλη... σίδερο γενικά. Ειδάλλως είσαι χαμένος από χέρι» πληροφόρησε με ύφος πολυξερόπουλου ο Ραφαήλ. «Τί... μήπως δε ξέρεις να χειρίζεσαι τέτοια όπλα;» συνέχισε με ειρωνεία ο ίδιος.
Ο Ντάνιελ τον κοίταξε στενεύοντας τα πανέμορφα, αινιγματικά μάτια του, χωρίς να απαντάει στην πρόκληση. Έσυρε το βλέμμα του διεξοδικά πάνω στον τοίχο, ως που εντόπισε τα όπλα της αρεσκείας του.
Με λίγη ώθηση στα πόδια του πήδηξε στο πιο ψηλό σημείο του τοίχου, πενήντα τουλάχιστον μέτρα πάνω από το κεφάλι τους. Προσγειώθηκε με χάρη στα πόδια του και ένα κύμα σκόνης απλώθηκε γύρω τους. Στα χέρια του τώρα κρατούσε δυο τεράστια σπαθιά όμοια με της Μία, με μόνη διαφορά το μέγεθος, φάνταζαν πολύ μεγαλύτερα. Τα στριφογύρισε στα χέρια του, μια κίνηση που συνοδευόταν από το σφύριγμα του αέρα. «Αυτά μου κάνουν» είπε με τους μυς της πλάτης του να διαγράφονται κάτω από τη μπλούζα του, κερδίζοντας έτσι το ερωτοχτυπημένο βλέμμα από τη σύντροφό του και το ανασηκωμένο φρύδι από τη μεριά του Ραφαήλ.
Μετά από άλλη μια μικρή παράσταση του Ντάνιελ, ο καθένας επέλεξε κι από ένα διαφορετικό είδος όπλου. Η ατμόσφαιρα φαινόταν κάπως παιχνιδιάρικη, με τα σπαθιά να κόβουν τον αέρα και τις λεπίδες να εκτοξεύονται στους στόχους του τοίχου με τα παράθυρα, ο οποίος από ένα σημείο και μετά αποτελούνταν μόνο από τέτοιους.
Η Μία χαμένη στις σκέψεις της κοιτούσε τον τοίχο των όπλων, ενώ στη γωνία, εκεί που οι καθρέφτες τελείωναν εντόπισε μια στοίβα με διάφορα ζωνάρια και θήκες. «Βασικά... μπορώ να πάρω και αυτά» είπε στον εαυτό της. Άνοιξε τα φτερά της και εκτοξεύτηκε προς τα πάνω με ορμή. Πλάι στην άδεια πλέον θέση των κυρτών σπαθιών που διεκδίκησε ο Ντάνιελ, δυο κατάνα σα να την καλούσαν δελεάζοντάς την να τα αποκτήσει. Το βάρος τους ήταν τέλειο για το μέγεθός της. Είχε είδη φορέσει ένα γιλέκο που θα τα συγκρατούσε πίσω από την πλάτη της και τοποθέτησε τα σπαθιά στη θέση τους, όπου οι κοφτερές λεπίδες σχημάτιζαν ένα Χ. Κατά την κατάβαση πρόσθεσε μερικά μαχαίρια, αστέρια νίντζα και διάφορα άλλα επικίνδυνα όπλα στη συλλογή της. Η προσοχή της αποσπάστηκε την ώρα που φορούσε στο χέρι της μια σιδερογροθιά με σουβλερά καρφιά.
Από έξω ακούστηκε μια περίεργη βοή.
Οι αισθήσεις όλων οξύνθηκαν.
«Επιστρέφω αμέσως» φώναξε ο Κάι και έτρεξε στην Έλενα. Μέσα στο ίδιο δευτερόλεπτο βρέθηκε κοντά της. Έκλεισε τα παράθυρα και τράβηξε τις κουρτίνες. «Σε παρακαλώ... κάνε απόλυτη ησυχία και σε καμία περίπτωση μην πλησιάσεις τα παράθυρα» της ζήτησε με το βλέμμα του να είναι καρφωμένο στα μάτια της. Εκείνη ένευσε πριν ανασηκωθεί και ενώσει τα χείλη της με τα δικά του. «Πρόσεχε» του είπε, πριν εκείνος εξαφανιστεί πίσω από την πόρτα.
Συναντήθηκαν όλοι τους μπροστά στην πόρτα.
Τα ζευγάρια μοίραζαν φιλιά και υποσχέσεις, ως που άνοιξαν τη πόρτα.
Ο Ραφαήλ τίναξε ελαφρώς το σώμα του, στη στιγμή αποκτώντας της δαιμονική μορφή του.
Το μαύρο δέρμα του γυάλιζε κάτω από το ελάχιστο φως.
Τα μάτια του δυο μαύρες σφαίρες σκάναραν το τοπίο μπροστά του.
Τα μακριά νύχια του κροτάλισαν για μια στιγμή πριν τα μαζέψει και αγκαλιάσει με τις παλάμες του τις λαβές των όπλων που είχε πάνω στη ζώνη του.
Με την άκρη του ματιού του είδε την έκπληξη στα χαρακτηριστικά του Ντάνιελ και χαμογέλασε αυτάρεσκα. Ένιωσε την παρουσία της Ιθούριελ πλάι του και έστρεψε το βλέμμα του πάνω της. «Μείνε κοντά μου» πρόσταξε με την παραμορφωμένη φωνή του. Εκείνη ένευσε με χαμόγελο, σέρνοντας τα μαύρα νύχια της πάνω στο μπράτσο του. «Πάντα» αποκρίθηκε, κάνοντας το πρώτο βήμα.
Ουαααααααααααααααααααααααααααααααααα!!!!!!!!!!!!!!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top