Το ξέρω... 139

Μόλις η πόρτα έκλεισε, στο δωμάτιο επικράτησε μια άβολη σιωπή. Η Έλενα αν και υπέφερε από τον πόνο και ενώ είχε σώα τας φρένας της... για την ώρα, διότι με το πέρας της ώρας το μυαλό της θα θόλωνε ξανά, δεν έκανε καμία κίνηση. Και ο Κάι απολάμβανε την αμηχανία της προσωρινά, σίγουρος πως δεν θα άντεχε και πολύ ακόμη να παλεύει με την πείνα της.

«Τί είναι αυτό που σε κρατάει από το να μου ξεσκίσεις το λαιμό αυτή τη στιγμή;» τη ρώτησε τελικά με ένα στραβό χαμόγελο.

Η Έλενα γύρισε να τον κοιτάξει με γουρλωμένα μάτια.

«Τί; Τί φοβάσαι περισσότερο; Το ότι θα με πονέσεις ή το γεγονός ότι αυτή τη φορά δεν θα υπάρχουν τα αδιάκριτα μάτια να μας παρακολουθούν και θα παρασυρθούμε σε ένα παιχνίδι που δεν θα καταφέρουμε να σταματήσουμε; Μήπως θεωρείς πως είναι νωρίς ακόμη να ολοκληρώσουμε τη σχέση μας; Μήπως δε σου έχω αποδείξει ακόμη πόσο πολύ σε αγαπώ; Μήπως δεν πήγα στην κόλαση και ξαναγύρισα χάνοντάς σε; Μήπως δεν πέρασα αρκετά για να σε πείσω για τα συναισθήματά μου απέναντί σου;» μονολογούσε ακατάπαυστα με τη φωνή του να χαμηλώνει όλο και πιο πολύ και το στομάχι του να σφίγγεται στη θύμηση του θανάτου της.

Τύλιξε τα χέρια του γύρω από τη μέση της ενώ το βλέμμα του αναζητούσε μιαν απάντηση ή έστω κάποιο σημάδι που να αποδεικνύει πως υπήρχαν συναισθήματα μέσα σε αυτό το πλάσμα που είχε μπροστά του.

«Μήπως πρέπει τελικά να αρχίσω να αναρωτιέμαι... αν αισθάνεσαι εσύ για μένα όσα αισθάνομαι εγώ για σένα; Τί θέλεις να κάνω; Πες μου και θα το κάνω. Δεν αντέχω όμως άλλο... σε θέλω τόσο πολύ, που κάθε φορά που το σκέφτομαι πονάω» συνέχισε να της εξηγεί με ειλικρίνεια δίχως να μπερδεύει ή να χάνει τα λόγια του με τις γαλανές χάντρες των ματιών του να λάμπουν όλο και πιο πολύ.

Ένα ακόμη δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της, την ίδια στιγμή που ένα αδύναμο χαμόγελο έκανε την εμφάνισή του στα χείλη της, φανερώνοντας τις άκρες από τους κυνόδοντες που είχαν μεγαλώσει ξανά.

«Σε αγαπώ Έλενα... τόσο πολύ που δέχομαι να με στραγγίζεις κάθε φορά που σου κάνει κέφι. Και αυτό δεν αλλάζει! Καμία γυναίκα μέσα στους αιώνες δεν με έκανε να τρέφω παρόμοια συναισθήματα. Καμία δεν κατάφερε να ανοίξει την πόρτα που οδηγεί στην καρδιά μου. Καμία δεν κατάφερε να με καταλάβει καλύτερα από εσένα» εξομολογήθηκε φέρνοντας την παλάμη του πάνω στο πρόσωπό της και χαϊδεύοντας με τον αντίχειρά του την κοφτερή άκρη του αριστερού κυνόδοντά της. Πράγμα που έκανε το χείλος της να τρεμουλιάσει και να ανασηκωθεί ελαφρώς αποκαλύπτοντας το υπόλοιπο του κατάλευκου δοντιού.

«Ήσουνα και πριν θεά, μα τώρα με αυτά τα υπέροχα δοντάκια είσαι κάτι περισσότερο» της είπε παιχνιδιάρικα, κάνοντάς την να χαχανίσει σαν κοριτσάκι.

«Λοιπόν... πες κάτι. Με έχεις αφήσει να μιλάω και ξέρεις ότι αν αρχίσω δύσκολα σταματάω» γέλασε κοιτάζοντάς την ένοχα, όπως ανασήκωνε το ένα από τα φρύδια του.

«Δεν ξέρω τί να πω Κάι. Με έχεις συγκινήσει τόσο πολύ, που ό,τι κι αν είχα στο μυαλό μου για αυτή τη μέρα το έχω ξεχάσει ολότελα. Δεν λειτουργεί βασικά και τόσο σωστά για να πω ότι έχω ξεκάθαρες σκέψεις ή αμφιβολίες πλέον, γενικά. Ο θάνατος με έχει αλλάξει κάπως. Αισθάνομαι διαφορετική... και... πραγματικά έχω πειστεί απόλυτα... για... την εγγύτητα των συναισθημάτων σου» ο πόνος γινόταν πιο έντονος στο στομάχι της και το σώμα της μούδιαζε με κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και τον κοίταξε στα μάτια ενώ σηκωνόταν για να καθίσει πιο αναπαυτικά πάνω του, βολεύοντας τα γόνατά της πλάι στους γοφούς του.

Το χαμόγελο του Κάι όλο και γινόταν πιο πλατύ και τα χέρια του σέρνονταν πρόστυχα στους μύρους της.

«Σε ποιο σημείο θα με δαγκώσεις αυτή τη φορά;» τη ρώτησε πονηρά.

«Σε πολλά» απάντησε απελευθερώνοντας την ανάσα της και σέρνοντας τη λέξη αισθησιακά.

Ο Κάι γουργούρισε ευχαριστημένος.

«Μα πριν από αυτό... θέλω να σου πώ... ότι σε αγαπώ και εγώ... πάρα πολύ» είπε σμίγοντας τα φρύδια της και σουφρώνοντας τα χείλη της.

Εκείνος χαμογέλασε και πάλι, χαμηλώνοντας το βλέμμα του, ενώ η κατάξανθη φράντζα του έπεφτε στα μάτια του. «Το ξέρω» είπε σιγανά κοιτάζοντάς την μέσα στα μάτια μέσα από τα μαλλιά του.

Εκείνη έκανε να χτενίσει με τα δάχτυλά της τη φράντζα του, εφόσον αποτελούσε εμπόδιο για τα χείλη της που αγωνιούσαν να γευτούν τα δικά του. Πλησίασε κάνοντας την επιθυμία της πράξη. Τα νέα δόντια της δεν παρεμπόδισαν διόλου το φιλί τους να εξελιχθεί σε μια φλογερή απόδειξη του έρωτά τους.

«Δεν θα ήμασταν πιο άνετα στο κρεβάτι» μουρμούρισε μέσα στο ανοιχτό της στόμα.

«Ναι» σύριξε εκείνη με τα χείλη της να ανασηκώνονται πάνω από τους σουβλερούς κοπτήρες της και τα μάτια της να γυρνάνε προς τα πίσω, στέλνοντας ένα ρίγος στη σπονδυλική του στήλη.

«Με ερεθίζεις απίστευτα» μουρμούρισε εκείνος ξανά μέσα στον καστανό χείμαρρο τον μαλλιών της, πίσω από το αφτί της καθώς σηκωνόταν, γραπώνοντας τους γλουτούς της μέσα στις χούφτες του. Τα πόδια της ήταν σφιχτά πλεγμένα γύρω από τη μέση του και τα δάχτυλά της μέσα στα κοντοκουρεμένα μαλλιά του.

Ο Κάι ξάπλωσε ανάσκελα, βυθίζοντας το σώμα του στα μαλακά μαξιλάρια που κοσμούσαν το σκαλιστό ξύλινο κεφαλάρι, με την Έλενα να κάθεται αναπαυτικά πάνω του.

«Δεν αντέχω άλλο... νομίζω πως θα μετατραπώ σε εκείνο το τέρας ξανά» ψέλλισε εκείνη ξεψυχισμένα.

«Τι περιμένεις τότε;» την παρότρυνε γυρίζοντας το κεφάλι του στο πλάι, εκθέτοντας έτσι τον μυώδη λαιμό του στο έλεός της.

Η Έλενα είδε τη φλέβα του να πάλλετε και το στόμα της γέμισε σάλιο, ενώ οι κόρες των ματιών της διαστάλθηκαν. Έσκυψε κοντά του βγάζοντας τη γλώσσα της και γλύφοντας πριν τα δόντια της πέσουν ακριβώς πάνω στο παλλόμενο δώρο της.

Το νέκταρ άρχισε να γεμίζει το στόμα της και να κυλάει μέσα της σαν την κάψα που ξυπνούσε όλες τις αισθήσεις της.

Ο Κάι πήρε το θάρρος να ξεσκίσει στα δύο το σατέν, κίτρινο φόρεμα, που τον χώριζε από την αίσθηση της σάρκας της. Στη συνέχεια και χωρίς δεύτερη σκέψη με τον ίδιο τρόπο ξεφορτώθηκε τα εσώρουχά της. Ως που το σώμα της δεν κοσμούσε πια κανένα ρούχο.

Τα χέρια του εξερευνούσαν το θεϊκό κορμί της, παραμένοντας περισσότερη ώρα στο πλούσιο στήθος της.

Το μόνο που έκανε ο ίδιος ήταν να ξεκουμπώσει το φερμουάρ του παντελονιού του και να κατεβάσει ελαφρώς το μποξεράκι του.

Η Έλενα ρουφούσε αδιάκοπα, μα τα χέρια της βρίσκονταν κάτω από την μπλούζα του, καθώς ταξίδευαν κατά μήκος του στήθους και των κοιλιακών του. Αδυνατούσε να ξεκολλήσει τα δόντια της από το λαιμό του, έτσι συμβιβαζόταν με το να μην του αφαιρέσει τα ρούχα.

«Σε θέλω δική μου τόσο αναθεματισμένα πολύ» μούγκρισε αναζητώντας την έγκρισή της, και εισέπραξε την κίνηση της λεκάνης της που με ακρίβεια εφάπτονταν πάνω στο κατάλληλο σημείο.

Την ίδια στιγμή η τροφή αποτελούνταν δευτερευούσης σημασία και η Έλενα πετάχτηκε προς τα πάνω. Άφησε το λαιμό του ρίχνοντας το κεφάλι της προς τα πίσω, με το κόκκινο αίμα να στολίζει το πιγούνι της και τα μαξιλάρια γύρω από το κεφάλι του μεθυσμένου από έρωτα αγγέλου.

Όπως υποσχέθηκα...... μια κάψα την αισθάνομαι πάντως, δεν ξέρω για σας.... χεχεχε

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top