Τελευταία της ελεύθερη πνοή... 154

Ο Ραφαήλ δεν είχε καταφέρει να κλείσει μάτι όλες εκείνες τις ώρες, που ο αβίαστος ρυθμός της αναπνοής της Ιθούριελ την κρατούσα στον κόσμο του Μορφέα... μακριά του.

Το κεφάλι της ήταν ακουμπισμένο πάνω στον ώμο του. Τα χέρια της διπλωμένα πάνω στο στέρνο του. Τα δικά του την κρατούσαν ακίνητη πάνω του, δίχως να σαλεύουν στιγμή. Το βλέμμα του πότε καρφωνόταν για ώρα πάνω στο πρόσωπό της, θαυμάζοντας την ηρεμία των κοιμισμένων χαρακτηριστικών της. Πότε σταματούσε σε ένα μονάχα σημείο του δωματίου στο οποίο είχε απομονώσει εκείνος τους δυό του.

Η Ιθούριελ πήρε μια βαθιά ανάσα, και το καρδιοχτύπι του Ραφαήλ επιτάχυνε τον ρυθμό του. Περίμενε υπομονετικά πάντα να ανοίξει τα μάτια της, ή έστω να πει μια κουβέντα πριν τον αντικρίσει μιας και αισθανόταν την παρουσία του όσο ξυπνούσε. Εισέπνευσε το γνωστό άρωμά του, τσαλακώνοντας στις χούφτες της την μαύρη μπλούζα του.

«Ραφαήλ» ψέλλισε με τη βραχνή από τον ύπνο φωνή της και χαμογέλασε.

«Εδώ είμαι μωρό μου» μουρμούρισε με τρεμάμενη φωνή εκείνος, αποθέτοντας ένα απαλό, σαν χάδι φιλί πάνω στο μέτωπό της. «Εδώ θα είμαι πάντα, για σένα» συμπλήρωσε, ασκώντας μια ελαφρά πίεση στα μπράτσα που την κρατούσαν δέσμια της αγκαλιάς του.

«Δεν θα είσαι» απάντησε εκείνη θλιμμένα. «Δεν θα είσαι» επανέλαβε και το χαμόγελό της είχε αρχίσει να ολισθαίνει από τα χείλη της. Ένα δάκρυ δραπέτευσε κάτω από την αινιγματική αντίδρασή της.

«Γιατί το λές άγγελε μου;» ο Ραφαήλ αδυνατούσε να αποδιώξει το σφίξιμο μέσα στο στήθος του, που του προκαλούσαν τα λόγια της.

«Η ώρα κυλάει... τα γρανάζια γυρίζουν μωρό μου... η αρχή του τέλους φτάνει...» ψιθύρισε εκείνη σκουπίζοντας τα καυτά δάκρυά της με τα δάχτυλά της βιαστικά.

Άνοιξε τα μάτια της, αναζητώντας απέλπιδα τα δικά του.

«Φίλα με μωρό μου, φίλα τώρα που μπορείς» παρακάλεσε εκείνη με τις ολόμαυρες ίριδές της να λαμποκοπούν κάτω από τον ήλιο του ζεστού απογεύματος.

Σαν υπνωτισμένος ο Ραφαήλ χαμήλωσε το κεφάλι του, ανταποκρινόμενος στο κάλεσμά της.

«Έναν τελευταίο χορό δαίμονα, θέλω να μου χαρίσεις» γρύλισε η Ιθούριελ καθώς ανασήκωνε το σώμα της και ανέβαινε πάνω στον Ραφαήλ σαν επικίνδυνο αρπακτικό.

Εκείνος την κοίταξε παραξενευμένος, μα τα χέρια του αφαιρούσαν ήδη το μεταξωτό φόρεμά της, κάτω από το οποίο το σώμα της ήταν γυμνό. Η θέα του κορμιού της στράγγισε από το τυραννισμένο μυαλό του κάθε σκέψη, που τον έριχνε σε μια καταθλιπτική, προσωπική του κόλαση. Μια κόλαση στην οποία εκείνη δεν υπήρχε. Μια κόλαση στην οποία ήταν μόνος. Δεν είναι η μοναξιά όμως που τον έθλιβε μέχρι θανάτου, μα η απουσία εκείνης. Η απουσία της αγαπημένης του, θα τον οδηγούσε σε μονοπάτια σκοτεινά, ξυπνώντας όλους τους δαίμονες που έκρυβε μέσα του. Δαίμονες που θα τον κυρίευαν ολοκληρωτικά, μέχρι τη στιγμή που ο άγγελός του, ερχόταν και πάλι κοντά σε εκείνον. Μέχρι τη στιγμή που θα τον λύτρωνε ξανά από το μαρτύριο της απόστασης. Και ο κύκλος μάλλον θα ήταν ατελείωτος μιας και, κατά κάποιο τρόπο γνώριζε, πως θα τη χάνει και θα τη βρίσκει το επόμενο διάστημα, ξανά και ξανά.

Της επέτρεψε να του αφαιρέσει όλα του τα ρούχα, με τα μυτερά μαύρα νύχια της να σέρνονται διαρκώς πάνω στο γυμνό κορμί του, αφήνοντας πίσω τους κόκκινες γραμμές· να βγάλει πάνω του όλη της την ένταση, όπως θα χόρευε τον χορό της απελπισίας πάνω του, με δάκρυα στα μάτια και κραυγές οδύνης και ηδονής μαζί.


Εξουθενωμένη μετά από ώρα έπεσε πάνω του με τη γλώσσα της να σέρνεται κατά μήκος του λαιμού του, προς τα πάνω μέχρι το αυτί του.

«Σ'αγαπώ με όλη μου την ψυχή Ραφαήλ... να το θυμάσαι πολύ καλά αυτό, γιατί δύσκολες μέρες έρχονται και πρέπει να ήμαστε και οι δύο δυνατοί» ήταν αμφίβολο αν το έλεγε σε εκείνον ή προσπαθούσε η ίδια να αντλήσει δύναμη από τα λόγια της.

Ο Ραφαήλ τη γύρισε τότε με το σώμα του να σκεπάζει ολόκληρο το δικό της. Αιχμαλώτισε ανάμεσα στις παλάμες του το πρόσωπό της, εστιάζοντας με τα μαύρα μάτια του τα ίδια δικά της. «Αυτό μωρό μου, που αισθάνομαι εγώ για σένα Ιθούριελ, δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια. Ξέρεις γιατί;» έκανε μια παύση, περιμένοντας ένα της νεύμα. «Για τα συναισθήματά μου απέναντί σου ξεπερνάνε κάθε λέξη που μπορεί να ειπωθεί, κάθε ανάγκη σωματική και πνευματική. Αυτό που νοιώθω είναι πέρα από κάθε φαντασία. Είναι κάτι που ξεπερνάει τη λέξη αγαπώ, τη λέξη λατρεύω, τη λέξη θαυμάζω, τη λέξη εκτιμώ» έκοψε γρήγορα την εξομολόγησή του, ακούγοντάς την να παίρνει μια κοφτή τρεμουλιαστή ανάσα. Έφερε το στόμα του πάνω στο δικό της για να κλέψει την τελευταία της ελεύθερη πνοή.

Τικ τακ... λέω εγώ και εσείς να καταλαβαίνετε.  :""''""

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top