Σύντομα...

«Μου αρέσει αυτή» το δέος στο πρόσωπο της Μία ήταν ευδιάκριτο, καθώς τα μάτια της είχαν καρφωθεί στα χείλη της Ραχήλ.

«Και που να δεις ολοκληρωμένη τη μεταμόρφωσή της» ο Μιχαήλ πρόσθεσε αγκαλιάζοντας την αγαπημένη του από πίσω.

Η Μία έτεινε το χέρι της προς τη Ραχήλ. «Μία» συστήθηκε. Η Ραχήλ ανακοίνωσε με τη σειρά της το όνομά της, ενώ το παράδειγμά της ακολούθησαν και όσοι δεν είχαν συστηθεί νωρίτερα.

«Τον Βαρδιήλ θέλω να τον κανονίσω μόνη μου» είπε η Ραχήλ, αγνοώντας τον εύθυμο τόνο της Μία, που διαρκώς χοροπηδούσε. «Θα φυλάω τα νώτα σου» προσφέρθηκε το κορίτσι με τα περίεργα μάτια, τυλίγοντας τα δάχτυλά της, στις λαβές των σπαθιών της που κρέμονταν από θήκες της ζώνης της, λες και ήταν αντικείμενα πόθου. Το χαμόγελο της Μία φανέρωνε μια περίεργη δίψα και μοχθηρία.

Η Ραχήλ ανασήκωσε τους ώμους της αδιάφορα. «Δεν νομίζω να χρειαστώ τη βοήθειά σου, αλλά λέμε τώρα» πρόσθεσε.

«Και για ποιο λόγο είπαμε, εξοργιστήκαν και εξαπολύουν επίθεση, και πως το μάθαμε ότι θα έρθουν;» συνέχισε περίεργη η κοπέλα.

Η Ιθούριελ προσφέρθηκε ευγενικά να εξηγήσει την όλη κατάσταση ως έχει, χωρίς να θίγει τη Ραχήλ φυσικά με κανέναν τρόπο. Της πήρε αρκετή ώρα ώστε να διηγηθεί και τη δική της ιστορία, έτσι η παρέα διασκορπίστηκε με τις γυναίκες να μένουν μόνες τους. Καθώς και η Ραχήλ εξέφρασε την επιθυμία να ακούσει την εξιστόρηση της Ιθούριελ, μαθαίνοντας με αυτόν τον τρόπο πολλές από τις λεπτομέρειες που δε γνώριζε, για τη ζωή της Ιθούριελ. Περιστασιακά η κάθε μία από τις κοπέλες έκανε κάποιες ερωτήσεις και η Ιθούριελ απαντούσε πρόθυμα.

Την ίδια ώρα η Έλενα συνερχόταν, αντικρίζοντας σαν πρώτη εικόνα το πανέμορφο πρόσωπο του Κάι. Τα καταγάλανα μάτια του την κοίταζαν σαν υπνωτισμένα. Τα χείλη του τέντωναν απ' άκρη σ' άκρη. Και εκείνη του χαμογελούσε αδύναμα.

«Πως είσαι;» τη ρώτησε ψιθυριστά, φέρνοντας το χέρι της κοντά στα χείλη του, έπειτα στο μάγουλό του. «Διψάω» του απάντησε εκείνη. «Περίμενε, τώρα θα σου φέρω νερό» αμέσως σηκώθηκε και έτρεξε βολίδα στην κουζίνα, μα το ίδιο δευτερόλεπτο επέστρεψε κιόλας. Εκείνη ανασηκώθηκε με κόπο.

Ο Κάι τη βοήθησε να πιεί το νερό της, μα το βλέμμα του έκρυβε κάτι την ώρα που ακουμπούσε το ποτήρι στο κομοδίνο πλάι στο τεράστιο κρεβάτι της Ιθούριελ.

«Τί έχεις;» θέλησε να μάθει η Έλενα.

«Ευτυχώς που συνήλθες τώρα. Και είμαι κοντά σου... ακόμη» την κοίταξε με νόημα. Εκείνη ανασήκωσε τα φρύδια της ερωτηματικά. «Θα λείψω για λίγο. Περιμένουμε μια επίθεση δαιμόνων και όπως πολύ καλά γνωρίζεις δεν γίνεται να αφήσω τον αδερφό μου και τους άλλους, μόνους τους.» Είχε καθίσει στην άκρη του κρεβατιού με το ένα του πόδι να ακουμπάει το πάτωμα και ολόκληρο τον αγέρωχο κορμό του να στρέφεται σε εκείνη. «Εσύ φυσικά δεν θα το κουνήσεις ρούπι από εδώ, μέχρι να τελειώσω μαζί τους... ναι;» είχε σκύψει φέρνοντας το κεφάλι του στο ύψος του δικού της.

Τους τελευταίους μήνες αν και είχαν αποδεχτεί τα συναισθήματά τους, δεν είχαν προχωρήσει τη σχέση τους, μιας και η Έλενα, δυσκολευόταν ακόμη να αφεθεί, με το φόβο μη πληγωθεί.

Το χαμόγελό της έγινε πιο πλατύ και το βλέμμα της πιο ζωηρό. «Πού θα πάω βρε τρελέ. Δεν βλέπεις είμαι κατάκοιτη» της ξέφυγε ένα γελάκι, καθώς τελείωνε την πρότασή της.

«Μη λες βλακείες. Σε λίγες ώρες θα είσαι μια χαρά» της πέταξε με νεύρο. «Ναι φυσικά... τρόπος του λέγειν» αποκρίθηκε η κοπέλα.

«Απλά θέλω να είσαι εντός του κάστρου, προστατευμένη, ώστε να μην ανησυχώ» της εξήγησε με την ανησυχία να σκιάζει και πάλι τα χαρακτηριστικά του.

«Δεν θα πάω πουθενά» τον διαβεβαίωσε, τραβώντας τον από τη μπλούζα κοντά της. «Έλα δω ξανθούλη» συμπλήρωσε με λόγια την κίνησή της αυτή.

Ο Κάι σαν μαριονέτα κινήθηκε σχεδόν πέφτοντας πάνω της. Κάθε της φιλί για εκείνον ήταν πηγή δύναμης. Τον τελευταίο καιρό δεν έπαιρνε τέτοιες πρωτοβουλίες, αναμένοντας πάντα από εκείνη να κάνει το πρώτο βήμα, ώστε να αποκτήσει επιτέλους εκείνη την εμπιστοσύνη που δεν είχε. Μα όταν αυτό γινόταν με δυσκολία κατάφερνε να συγκρατήσει τον εαυτό του. Όπως και τώρα.

Τα χείλη του λαίμαργα ρουφούσαν τα δικά της και η γλώσσα του διεκδικούσε κάθε σπιθαμή του στόματός της. Σαν εξαρτημένος από κάποια ουσία, τη δική της ουσία.

Τα χέρια του κινήθηκαν πάνω στη μέση της, αρπάζοντάς την, έτοιμος να εκραγεί από το πάθος που αισθανόταν για αυτό το πλάσμα.

Κάποια στιγμή φιλώντας το λαιμό της και ενώ όλο το βάρος του σώματός του την πλάκωνε, χαμήλωσε το κεφάλι του αποθέτοντάς το πάνω στο πλούσιο στήθος της. Εκείνη προσπαθούσε να πάρει την ανάσα που της είχε κλέψει.

«Μη μου κάνεις τέτοια, γιατί στερημένος άντρας είμαι, και δε μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό. Δεν είσαι και καλά...» μουρμούρισε βυθίζοντας το πρόσωπό του στο στήθος της μουγκρίζοντας με λαχτάρα. «Πότε θα γευτώ αυτούς τους ζουμερούς καρπούς;» γκρίνιαξε κλαψιάρικα.

Η Έλενα χασκογέλασε μα την αμέσως επόμενη στιγμή το πρόσωπό της άλλαξε κοσμώντας ένα πονηρό πολλά υποσχόμενο χαμόγελο. «Σύντομα» ψέλλισε αισθησιακά.

Ο Κάι έμεινε να την κοιτάζει αποχαυνωμένος, ανίκανος να αντιδράσει. Δεν είπε τίποτα. Πήρε μια διακεκομμένη ανάσα και απόθεσε πάλι το κεφάλι του πάνω στο στήθος της.

Έξω ο ήλιος έδυε και αυτό μόνο ένα πράγμα σήμαινε.

Η μάχη πλησιάζει. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top