Ο Κάι στεκόταν στο κατώφλι με την πλάτη του στραμμένη προς την πόρτα, ατενίζοντας την πλαγιά που οδηγούσε στο δάσος μπροστά του. Τα πανύψηλα δέντρα απλώνονταν μέχρι τους πρόποδες του βουνού των αρχαίων θεών. Οι σκέψεις του ήταν θολές και μπερδεμένες, με το μυαλό του να τρέχει στα στριφογυριστά μονοπάτια με μανία. Ερωτήσεις που ξαφνικά προέκυπταν από το πουθενά, αναζητώντας πιθανές απαντήσεις, τώρα που το πάθος είχε καταλαγιάσει ελαφρώς μέσα του. Τώρα που αναρωτιόταν με ποιόν τρόπο η Μία μετέτρεψε την Έλενα σε γνήσια βρικόλακα. Πως ήταν δυνατόν ένας άγγελος Κυρίου, να συνυπάρξει με πλάσμα τόσο σκοτεινό και κολασμένο όπως ένας βρικόλακας. Έπειτα όμως έφερε στο νού του, τον αδερφό του με τη διπλή του φύση, και άρχισε να γαληνεύει. Η εικόνα της Έλενας εμφανίστηκε μπρος στα κλειστά βλέφαρά του, και το άγχος του ολοένα και εξαφανιζόταν.
Άκουσε την εξώπορτα να ανοίγει με κρότο, μα δεν γύρισε. Άνοιξε τα μάτια του κοιτάζοντας πάλι την ομορφιά της φύσης που απλωνόταν άπειρη μπροστά του. Τα χέρια του ήταν βαθιά χωμένα μέσα στις τσέπες του ανοιχτόχρωμου τζιν του. Το ύφασμα της λευκής φανέλας του φούσκωνε από το φύσημα του αέρα, πάνω στο στέρνο του και τα ολόξανθα μαλλιά του έπεφταν πάνω στα μάτια του συνεχώς.
Το γλυκό άγγιγμά της πάνω στο στομάχι του, απόδιωξε όλες τις ανησυχίες με μιας. Τα βλέφαρά του έπεσαν βαριά, όπως παραδόθηκε ολοκληρωτικά στη μια και μοναδική ύπαρξη σε ολόκληρο το σύμπαν, που του προκαλούσε παρόμοια συναισθήματα. Το σώμα του αντέδρασε ανατριχιάζοντας, με την καρδιά του να επιταχύνει αυτόματα τον ρυθμό της, ξεφεύγοντας από τα όριά της. Κάθε έγνοια που είχε πριν, παρασύρθηκε μαζί με τον μανιασμένο αέρα.
Το λεπτεπίλεπτο σώμα της εφάρμοσε στην πλάτης του, με το κεφάλι πάνω στο ώμο του.
«Τι σκέφτεσαι άγγελέ μου» τον ρώτησε η Έλενα γλυκά.
Ο Κάι πήρε μια βαθιά ανάσα πριν στρέψει το πρόσωπό του προς το μέρος της και μιλήσει. Την κοίταξε διεξοδικά, λατρεύοντας κάθε τι πάνω στο πρόσωπό της.
«Σκεφτόμουν καρδιά μου... πράγματα χαζά... μα τώρα που ήρθες, τίποτα δεν με απασχολεί πια» το χαμόγελό του έγινε πιο πλατύ, τα γαλανά του μάτια άστραψαν με μια ερωτοχτυπημένη, αλλόκοτη λάμψη.
Η Έλενα τεντώθηκε στις μύτες των ποδιών της, με σκοπό να φτάσει τα χείλη του. «Μωρό μου» είπε χαμηλόφωνα πριν του δώσει ένα απαλό φιλί.
Ο ήχος από το άνοιγμα των φτερών της Μία τους επανέφερε στην πραγματικότητα, και γύρισαν να αντικρίσουν με δέος, το πλάσμα που έστεκε πίσω τους στην ολοκληρωμένη, άλλη μορφή του.
«Ουάου» έκανε ο Κάι με μάτια ορθάνοιχτα από την έκπληξη, και ένταση που του προκαλούσε το θέαμα.
Η Μία χασκογέλασε, φέρνοντας τον δείκτη της πάνω από τα χείλη της.
«Σουτ» έκανε κοιτάζοντας γύρω της, την ίδια στιγμή που τα μπράτσα του Ντάνιελ τυλίγονταν γύρω από τη μέση της. Της έδωσε ένα πεταχτό φιλί και αμέσως απομακρύνθηκε μερικά μέτρα μακριά τους.
Μέσα σε δευτερόλεπτα το ανθρώπινο σώμα του μετατράπηκε σε εκείνο του ολόμαυρου πάνθηρα, με το γυαλιστερό του τρίχωμα και τους τεράστιους κυνόδοντες κάτω από τα ανασηκωμένα μάγουλά του, το παρατηρητικό του βλέμμα και μυώδη πόδια, τα νύχια των οποίων χτένιζαν τώρα απαλά το γρασίδι από κάτω τους. Ένα γουργουρητό ακούστηκε μέσα από το στήθος του τεράστιου πάνθηρα μπροστά τους, όπως απολάμβανε το χάδι της συντρόφου του ανάμεσα στα αφτιά του, κλείνοντας τα λεμονιά του μάτια.
Η Μία έμοιαζε να βρίσκεται στο απόγειο της ευτυχίας όπως στεκόταν πλάι του. Μα κάτι στο μυαλό της, απέσπασε την προσοχή της, από την υπνωτισμένη κατάστασή της. Γύρισε προς το μέρος του Κάι και της Έλενας απρόθυμα, με τα μάτια της να στρέφονται τελευταία.
«Πάμε;» ρώτησε εύθυμα εστιάζοντας στην βρικολακίνα φίλη της.
«Αχά» αποκρίθηκε η άλλη. Τύλιξε τα μπράτσα της γύρω από το λαιμό του Κάι. Ο οποίος την πήρε αμέσως στην αγκαλιά του σηκώνοντάς την. Τα ολόλευκα φτερά του ξεπετάχτηκαν πίσω από την πλάτη του, τεράστια και επιβλητικά, με την Έλενα να μισοκλείνει τα μάτια της από το πάθος που την κυρίευε κάθε φορά αντικρίζοντάς τα.
Συγκρατήσου... μάλωσε νοερά τον εαυτό της, κλείνοντας τα μάτια της.
«Ακολουθήστε» είπε ανακτώντας την κυριαρχία της, όπως άνοιγε ξανά τα βλέφαρά της, κοιτάζοντας τη Μία.
Η Μία ένευσε.
Ο Κάι απογειώθηκε.
Η Μία ακολούθησε.
Ο Ντάνιελ κάλπαζε μεγαλόπρεπα πίσω τους με αστραπιαία ταχύτητα.
Προορισμός;
Μόνο η Έλενα γνώριζε... και δεν το μοιραζόταν μέχρι να φτάσουν.
Να απολογηθώ ξανά... Συγνώμηηηηηηη που άργησα μωρά μου... αλλά όπως όλοι καταλαβαίνετε το τέλος πλησιάζει και εκτός του ότι με πονά, είναι πολύ δύσκολο να το βάλω!
Αν και χεχε, έχουμε ακόμη δρόμο, μην ανησυχείτε χεχεχεχε..... With looooooove Karina!!!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top