Παγωμένη...
Η Ιθούριελ διέταξε τα πόδια της να κινηθούν, ως το μπάνιο. Πέταξε τα ρούχα της από πάνω της. Γέμισε τη μπρούντζινη μπανιέρα με καυτό νερό και μπήκε επιφυλακτικά μέσα της. Ακούμπησε το κεφάλι της στην κρύα επιφάνεια έξω από το νερό.
Έμεινε εκεί για μια απροσδιόριστη ώρα, κοιτάζοντας στο κενό μα εστιάζοντας σε εικόνες, που περνούσαν από τα μάτια της· τις αναμνήσεις που ξεπετάγονταν μέσα από το κεφάλι της, δίχως κάποια συνοχή μεταξύ του.
Δεν άκουγε και δεν έβλεπε τίποτα στην πραγματικότητα, ήταν σα να μην ήταν η ίδια εκεί, παρά μόνο το σώμα της.
Ο Ραφαήλ βύθισε το χέρι του στο νερό, διαπιστώνοντας πως ήταν ήδη παγωμένο. Ακούμπησε τον ώμο της Ιθούριελ που έμοιαζε στοιχειωμένη, χωρίς την πρόθεση να την τρομάξει.
Πανικοβλήθηκε, γιατί εκείνη δεν αντέδρασε, παρά μόνο συνέχισε να κοιτάζει τον τοίχο απέναντί της. «Ιθούριελ» ψιθύρισε τότε.
Εκείνη μούγκρισε, μα δεν κουνήθηκε.
«Το νερό έχει κρυώσει. Θέλεις μήπως να βγεις;» τη ρώτησε διστακτικά.
«Καυτό το νιώθω» ψέλλισε εκείνη.
Ο Ραφαήλ ταράχτηκε ακόμη περισσότερο, με την περιγραφή της. «Κι όμως είναι παγωμένο» αντιγύρισε.
Με την αντιστροφή της παλάμης του, χάιδεψε το μάγουλό της, ανακαλύπτοντας πως η θερμοκρασία της ήταν αφύσικα χαμηλή. Το δέρμα της περισσότερο χλωμό, από τη φυσική χλομάδα του και τα χείλη της μελανά. Ήταν παγωμένη.
Ήξερε πως αν την πίεζε, θα είχε αντίθετο αποτέλεσμα από εκείνο που επιδίωκε, αλλά δεν ήθελε να την αφήσει εκεί. Η ίδια φαινόταν να μην είναι σε θέση να κατανοήσει τη σοβαρότητα της κατάστασής της.
«Τι έπαθες μωρό μου; Γιατί είσαι έτσι;» επέλεξε να πει τελικά.
«Σάμπως ξέρω κι' γω» ανταποκρίθηκε αμέσως εκείνη.
«Κατά τη γνώμη μου, αν θέλεις να ακούσεις, πρέπει να βγεις από τη μπανιέρα» της είπε ήρεμα ο Ραφαήλ.
«Και... τί, να πάμε στην εκδήλωση;» πέταξε εκείνη, όπως γύριζε απότομα το κεφάλι της οργισμένη, ώστε να τον αντικρίσει. Μετάνιωσε όμως αμέσως για αυτήν της την κίνηση, καθώς της επέφερε αβάσταχτο πόνο, στο σβέρκο και τους μυς του λαιμού της. Έβγαλε ένα παραπονιάρικο αγκομαχητό και το χέρι της πετάχτηκε να απαλύνει τον πόνο.
«Βλέπεις! Πόση ώρα κάθεσαι εδώ; Και δεν είπα, να πάμε στην εκδήλωση, θέλω μόνο να βγεις από το νερό» είπε αυστηρά εκείνος, με τα χέρια του πάνω στην επιφάνεια της μπανιέρας.
Η Ιθούριελ αισθάνθηκε σα να ήταν από πέτρα, όταν αναδύθηκε, με τις σταγόνες να κυλάνε στο σώμα της. Ο Ραφαήλ ακολούθησε την κίνησή της, αρπάζοντας την πετσέτα, που κρεμόταν στον τοίχο δίπλα του. Την τύλιξε αμέσως, βοηθώντας της να κατεβεί.
Το βήμα της έμοιαζε ασταθές, μα δεν έκανε την κίνηση να τη στηρίξει. Παραήταν αυταρχική.
«Θέλω να πάω σπίτι μου» δήλωσε η Ιθούριελ, αφού είχε ντυθεί. Αγνόησε το φόρεμα, που της είχε αφήσει η Αναήλ πάνω στο κρεβάτι και φόρεσε το δικό της.
«Θα πάμε, όπου θέλεις εσύ» είπε ο Ραφαήλ, τραβώντας τις κουρτίνες και ανοίγοντας το απαρχαιωμένο, μεγάλο παράθυρο, με θέα την πίσω αυλή.
Έξω πλέον είχε σκοτεινιάσει και δεν ήταν ανάγκη να καταναλώσει την ενέργειά του καλώντας κάποιο σύννεφο.
Τον πλησίασε, με τα μάτια της ποτέ να μην σηκώνονται από το πάτωμα. Εκείνος δεν έχασε στιγμή την πήρε στην αγκαλιά του, άνοιξε τα φτερά του και εξαφανίστηκε μέσα στη νύχτα, δίχως να αφήνει κανένα ίχνος πίσω του.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top