Ο δρόμος της επιστροφής...




Την ίδια ώρα, το κόκκινο λαμπάκι προειδοποιούσε την Ιθούριελ, πως σύντομα θα πρέπει, να κάνει στάση για ανεφοδιασμό καυσίμων.

Το τέρας ήταν πάντα διψασμένο και με την ταχύτητα που κινούνταν, πολλές κάμερες ελέγχου την είχαν απαθανατίσει. Εκείνη χαμογελούσε κιόλας, καθώς τις πλησίαζε. Ποιος νοιάζεται για μερικά από τα πρόστιμα που θα πλήρωνε ο πατερούλης της.

Τα σπαθιά της αναπηδούσαν από τα μπάσα των ηχείων και κροτάλιζαν μεταξύ τους. Δεν έβλεπε την ώρα να χρησιμοποιήσει τα παιχνίδια της, ενάντια στους δαίμονες που τις τελευταίες μέρες απειλούσαν τη ζωή της.

Οι ταμπέλες την ειδοποιούσαν, πως στο επόμενο χιλιόμετρο υπήρχε βενζινάδικο. «Τέλεια» μονολόγησε.

Τελευταία στιγμή όμως θυμήθηκε, πως δεν είχε ούτε μετρητά πάνω της ούτε κάρτες. «Ωχ, τι κάνω τώρα;» στάθμευσε το τζιπ της παράμερα και άρχισε να ψάχνει. Με λίγη καλή τύχη θα έβρισκε κάποια πιστωτική του Σαχιήλ στα ντουλαπάκια.

Όπως ψαχούλευε, στα χέρια της έπεσαν τα χαρτιά του ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου. Άνοιξε διάπλατα τα μάτια της και το στόμα της έχασκε και εκείνο περίεργα ανοιχτό.

Το αυτοκίνητο δεν ανήκε στον Σαχιήλ, αλλά σε κάποιον Λίο Στράϊζερ. «Λίο... Λίο... Λίο... τι μου θυμίζει το όνομα;» ψέλλιζε. «Όχι!» πετάχτηκε, ανακαλύπτοντας και το δίπλωμα του ιδιοκτήτη, με τη φωτογραφία του ξανθού, μαυρομάτη με το ειρωνικό χαμόγελο, μαλάκα που τη χλεύασε. «Είμαι πολύ άτυχη!... Ή μήπως τυχερή, θα το τεντώσω το θηρίο!»

Την αμέσως επόμενη στιγμή όμως, βλέπει κάτι και σαστίζει. Όνομα πατέρα: Σαχιήλ Μπλίστερ.

«Τι;» εξακολουθούσε, να μιλάει μόνη της παθιασμένα. Υπέθεσε, πως αφού τα επίθετά τους διέφεραν, τον είχε υιοθετήσει. «Γιατί όμως ο Σαχιήλ, υιοθέτησε το παιδί ίντιγο;» αναρωτήθηκε.

Τα σχέδια που είχε, να φύγει όσο πιο μακριά γινόταν, κατέρρευσαν. Ήθελε να μάθει τι στο διάολο συμβαίνει. Είχε θετό αδερφό εν αγνεία της. Τέλεια.

Ο Ραφαήλ σκαρφαλωμένος σε ένα απομακρυσμένο δέντρο την παρακολουθούσε με δέος και ανυπομονησία. Ήταν περίεργος να μάθει τι στο καλό την προβλημάτιζε. Αλλά δεν θα την πλησίαζε παρά μόνο αν τον καλούσε.

Τόση ώρα η Ιθούριελ είχε τα πέλματά της αντίστοιχα στο φρένο και τον συμπλέκτη, όποτε τώρα τραβούσε το χειρόφρενο με νεύρο. Χτύπησε το τιμόνι ακόμη πιο οργισμένη από πριν. Γιατί όλοι έκρυβαν πράγματα από αυτήν;

Ψαχουλεύοντας λίγο ακόμη, βρήκε και μια χρυσή κάρτα του πατέρα της. Με μια απότομη στροφή στάθμευσε για ανεφοδιασμό. Κατέβηκε από το αυτοκίνητο και μέχρι να φουλάρει περπατούσε πάνω κάτω τρελαμένη.

Βημάτισε μέχρι τα δέντρα που πλαισίωναν το βενζινάδικο. Ένα έντονο θρόισμα των φύλων τράβηξε την προσοχή της. Τα χέρια της ήδη αγκάλιαζαν τις λαβές από τα στιλέτα, που είχε πάνω στη ζώνη της και το σώμα της αποκτούσε μια αμυντική στάση, έτοιμη να αντιμετωπίσει την όποια απειλή.

Στενεύοντας τα μάτια της, εστίασε καλύτερα. Τα χέρια της έπεσαν στο πλάι και πήρε μια βαθιά ανάσα ανακούφισης.

«Υποτίθεται, σου είπα κιόλας, ότι θέλω να μείνω μόνη μου» του είπε με την απογοήτευση να είναι έντονη στη φωνή της.

Ο Ραφαήλ με επιδεικτικές στροφές στον αέρα, ταυτόχρονα μαζεύοντας τα τεράστια φτερά, προσγειώθηκε στα πόδια του με έναν γδούπο, λυγίζοντας ελαφρώς τα γόνατά του.

«Ρε μωρό μου, είναι δυνατόν, να ζητάς κάτι τέτοιο; Δεν ξέρεις, ότι ο εχθρός παραμονεύει κάθε στιγμή; Στο κάτω, κάτω η παρουσία μου πέρασε απαρατήρητη, δεν νομίζεις;» δικαιολογούνταν ο Ραφαήλ, με τα χέρια του προτεταμένα και ανοιχτές τις παλάμες του μπροστά της.

«Και θα εξακολουθήσει να είναι απαρατήρητη» είπε αυτή ωμά. «Έλα, πάμε» συμπλήρωσε.

Εκείνη βημάτισε πρώτη και αυτός την ακολούθησε, με σκυμμένο το κεφάλι, σαν μικρό και άτακτο παιδί.

Η Ιθούριελ πλήρωσε με την κάρτα του μπαμπά της, αφού μέσα στα χαρτιά βρήκε και το πιν της.

Έκατσε στη θέση του οδηγού και έκανε νεύμα στον Ραφαήλ να μπει και εκείνος.

Η ανάλαφρη διαδρομή της τελείωσε, πίσω ξανά στις αποκαλύψεις.

Έτεινε τα έγγραφα στον Ραφαήλ, ανέβασε την ένταση του ραδιοφώνου στο τέρμα και πήρε το δρόμο της επιστροφής.



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top