Μόνο η κάτοχος... 156
Τα δάχτυλα της Μία σαν ατσαλένια στιλέτα χώθηκαν από το πλάι, μέσα στο λαιμό του γλοιώδους πλάσματος, και όπως τα τίναζε μέσα στη σάρκα του, το κεφάλι αποκολλήθηκε από το υπόλοιπο σώμα και έπεσε στο πλάι με βρόντο. Κύλισε στο πάτωμα σα να ήταν φτιαγμένο από το ίδιο υλικό που τους περιτριγύριζε. Πέτρα.
Ακόμη σκαρφαλωμένη πάνω στην πλάτη του εχθρού της, αναζητούσε από κάτω του τον Ντάνιελ. Κατάλαβε όμως, πως έπρεπε να τον απαλλάξει από αυτό το κουφάρι, όπως και έκανε, πετώντας το -παρά το βάρος- του στο πλάι.
«Ντάνιελ» σύριξε με αφύσικη βραχνάδα.
«Δεν πρόλαβα καν να αντιδράσω» παραπονέθηκε εκείνος με ένα χαμόγελο, όπως στηριζόταν ξαπλωμένος ανάσκελα στους αγκώνες του, και την κοίταζε κάτω από την ανακατωμένη μακριά φράντζα του. Τα μάτια του αντανακλούσαν το μακρινό φως, με αποτέλεσμα να ιριδίζουν οικία.
«Σήκω γρήγορα» έφτυσε τις λέξεις η Μία, απλώνοντας το χέρι της, ώστε να το πιάσει εκείνος. «Όρεξη για πλακίτσες που έχεις κάτι ώρες» η φωνή της σταδιακά επανερχόταν στο φυσιολογικό της, και το σκοτάδι αποστραγγιζόταν από πάνω της, σαν έναν μαύρο μανδύα που γλυστράει προς τα κάτω.
Στην αντίληψη του Ντάνιελ υπέπεσε κινητικότητα πίσω από το σώμα της Μία, που στεκόταν επιβλητική μπροστά του, με το χέρι ακόμη μετέωρο. Άρπαξε το χέρι της τραβώντας την στο πλάι, και κύλησαν μακριά από το σημείο πτώσης του επόμενου, όμοιου πλάσματος με το προηγούμενο. Το σώμα του ξεπερνούσε τα δύο μέτρα. Ήταν δυσανάλογο σε σχέση με ένα ανθρώπινο. Με άκρα να κρέμονται από διάφορα σημεία της μάζας του, και ήταν πολλά. Σε δύο πόδια φαινόταν να πατά, μα περισσότερο έμοιαζε με έναν γλοιώδη βράχο δίχως πρόσωπο, μόνο κεφάλι. Βρυχούνταν μέσα από μια τρύπα στο λαιμό του και άπλωνε όλα τα άκρα του, αμέτρητα άκρα προς το μέρος τους.
Ο Κάι και η Έλενα είχαν σταματήσει, ώστε να δουν ακριβώς τον τρόπο που η Μία αποκεφάλισε το τέρας, σπεύδοντας αμέσως προς το μέρος τους.
Για μερικά κλάσματα δευτερολέπτων, στις σκέψεις τους επικράτησε ένα χάος. Βασικές ερωτήσεις ήταν οι εξής... Να παλέψω; Ή να τρέξω;
Τη λύση για άλλη μια φορά έδωσε η Μία μιας και για κάποιο περίεργο λόγο αντιλαμβανόταν την κατάσταση γύρω τους με μια διαφορετική ματιά, ζυγίζοντας χρόνο, αποστάσεις και κινδύνους την ίδια στιγμή.
«Τρέξτε!» φώναξε δυνατά. Όχι γιατί φοβόταν να αντιμετωπίσει το κακό που τους επιτίθονταν, μα απλά γιατί δεν είχαν χρόνο να ασχοληθούν με ασήμαντες λεπτομέρειες. Κάποια άλλη στιγμή, ίσως διασκέδαζε με μια τέτοια αναμέτρηση, μα η διασκέδαση και πάλι απαιτεί χρόνο.
Δεν υπάρχει χρόνος. Τα καμπανάκια ηχούν πιο δυνατά στιγμή με τη στιγμή. Τα γρανάζια του ρολογιού δεν σταματούν ποτέ να γυρνούν. Οι τροχοί κυλούν, όπως ο χρόνος πάντα κυλά. Πότε γιατρεύει και πότε χτυπά.
Πέτρινοι πάσσαλοι φράτουν το δρόμο τους. Λόγχες πετάγονται μέσα από τα μαύρα τοιχώματα. Κοτρώνες βρέχει ο μαύρος ουρανός, χωρίς ουρανό.
Δεν σταματούν... δεν διστάζουν. Πάρα το αίμα τους, που στάζει από τις πληγές τους. Παρά τον πόνο, που τους προκαλεί το χαλάζι από πέτρες. Τρέχουν προς το φώς του τέλους του διαδρόμου. Ξέρουν πως εκεί είναι η ελπίδα και η σωτηρία τους. Το πλησιάζουν... μα δεν το φτάνουν είναι τόσο μακριά. Τόσο μα τόσο μακριά, που μοιάζει συνεχώς να απομακρύνεται.
«Επιταχύνετε» δίνει αυτή τη φορά την εντολή ο Κάι καθώς φαίνεται λιγότερο επηρεασμένος από τα χτυπήματα για κάποιο λόγο. Ίσως επειδή το ατόφιο αγγελικό αίμα του, του παρέχει πιο οξυμένες αισθήσεις. Η λέξη βγήκε βροντερή από τα χείλη του την ώρα που θρυμμάτιζε ένα πέτρινο δόντι, το οποίο σκόπευε να τον αποκεφαλίσει.
Ο βράχος, το βουνό... δεν ήταν άψυχο. Προστάτευε με τεράστιο κόπο αυτό το, τελικά τόσο πολύτιμο περιβραχιόνιο. Μόνο η κάτοχός του ήταν ικανή να το πάρει. Και αν δεν ήταν ικανή, τότε δεν ήταν έτοιμη να το αποκτήσει. Και θα έχανε τη ζωή της προσπαθώντας. Πράγμα που η Μία άρχισε με τρόμο να αντιλαμβάνεται και να παλεύει ακόμη πιο δυνατά, ενάντια στις επιθέσεις του βουνού.
Πίσω τους ακουγόταν έντονο το ποδοβολητό των τεράτων που τους ακολουθούσαν τρεκλίζοντας και γρυλίζοντας. Μα ευτυχώς ήταν αρκετά μακριά.
Οι ταχύτητα των τεσσάρων αυξήθηκε παρά την κόπωση και τον πόνο. Σε σημείο να μοιάζουν με σκιές που κινούνται ύπουλα στο σκοτάδι. Σκιές που απορροφούν το σκοτάδι προς όφελός τους. Η κάθε μία να εκπέμπει τη δική της αύρα, βάφοντας το κενό με χρώματα. Γαλάζιο που ανήκε στον Κάι. Κόκκινο που σερνόταν σαν ουρά πίσω από την Έλενα. Μελιτζανί που αγκάλιαζε το σώμα του Ντάνιελ. Και μωβ, ανοιχτό μωβ, έντονο που ακολουθούσε τη Μία.
Όλα τα χρώματα έσβησαν τη στιγμή που το εκτυφλωτικό φως τους υποδεχόταν επιτέλους στην αγκαλιά του.
Πρώτα το φώς. Έπειτα ένα κενό, που τους τραβούσε προς τα κάτω. Και τέλος μια λίμνη. Μέσα στην οποία βούλιαξαν αμέσως τα σώματά τους, και η βαρύτητα εξακολουθούσε να τους τραβάει, στερώντας τους κάθε μόριο από το οξυγόνο που τους κρατούσε ζωντανούς.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top