Μόνη...
Για μια απροσδιόριστη ώρα, η Ιθούριελ καθόταν ακίνητη πάνω στο κρεβάτι και το βλέμμα της ήταν προσηλωμένο στο σημείο, όπου πριν στεκόταν ο Ραφαήλ.
Δεν ήταν χαζή, δεν ήταν απελπισμένη, δεν είναι ότι σέρνονταν πίσω από έναν άντρα, είναι που το κενό στο στήθος της μεγάλωσε με την απουσία του και πονούσε αφόρητα. Δεν επέτρεψε άλλο δάκρυ να πέσει, από τα γκρίζα μάτια της. Δεν θα έκανε μπάνιο, για να παραμείνει η μυρωδιά του πάνω της μέχρι να ξανάρθει. Ήλπιζε αυτό να συνέβαινε γρήγορα, όπως ήξερε πως εκείνος χρειαζόταν χρόνο για να ξαναβρεί τον εαυτό του.
Δεν έκλεισε μάτι φυσικά και οι πρώτες ακτίνες του ήλιου τη βρήκαν στην ίδια θέση. Καθισμένη γυμνή στη μέση του πελώριου κρεβατιού της.
Όταν πια άπλετο φώς γέμιζε το δωμάτιό της, η Ιθούριελ, έμπαινε στη διαδικασία, να οργανώνει ξανά το πρόγραμμά της. Μπερδεμένες σκέψεις από εδώ και από εκεί στην αρχή, έπειτα το ολοκληρωμένο σχέδιό της.
Της είχε πει «Μείνε εδώ..» μα κάτι τέτοιο στάθηκε αδύνατον, αφού δεν ήταν ο ίδιος παρών να της απαντήσει στα ερωτήματα που τη βασάνιζαν.
Με κόπο ξεδίπλωσε τα πόδια της από κάτω της, στην προσπάθεια να σηκωθεί από το μοναχικό κρεβάτι της. Κατέβασε τα πόδια της με δυσκολία και τα ακροδάχτυλα των ποδιών της ήρθαν σε επαφή με το ζεστό από τη θέρμη του ήλιου πάτωμα. Έριξε μια ματιά στο χώρο του δωματίου που τόσο αγαπούσε. Ήταν σα να είχε ξεπεταχτεί από κάποια άλλη εποχή, επενδυμένο με σκούρο ξύλο από το πάτωμα ως το ταβάνι. Στην αριστερή γωνία από το κρεβάτι στεκόταν αγέρωχα ένα μαρμάρινο τζάκι περίτεχνα σκαλισμένο, με τα κεφάλια των λιονταριών να στρέφονται πάνω της και ήταν τεράστιο. Στρέφοντας το βλέμμα της πάνω από το τζάκι αντίκριζε το ίδιο της το πρόσωπο, αποτυπωμένο πάνω στον καμβά και την επιβλητική στάση του σώματός της να μην επιτρέπει σε κανέναν να την αμφισβητήσει.
Κατά έναν περίεργο τρόπο ο πίνακας, απ' όσο τον θυμόταν αντικατόπτριζε την ηλικία και τα συναισθήματά της. Οι γονείς της από μικρή, της έλεγαν, πως κάθε παιδί έχει έναν τέτοιο πίνακα. Βέβαια δεν της δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να το εξακριβώσει, μιας και δεν είχε ποτέ στη ζωή της φίλους. Δεν πήγε ποτέ σε σχολείο, είχε δασκάλους και αργότερα καθηγητές, να της παραδίδουν τα μαθήματα κατ' οίκον και το πτυχίο της το πήρε ολοκληρώνοντας τις εργασίες της στο σπίτι, ενώ για να περάσει τις εξεταστικές στηνόταν ολόκληρη παράσταση... και πάλι στο σπίτι της.
Οι γονείς της φρόντισαν, να την κρατήσουν μακριά από τον υπόλοιπο κόσμο και αυτό από ένα σημείο και μετά, απλά είχε γίνει μια συνήθεια. Άλλωστε δεν ήξερε πώς θα ήταν μια διαφορετική ζωή από τη δική της.
Ξεκίνησε να παρευρίσκεται με κόσμο, αφού συμπλήρωσε το εικοστό δεύτερο έτος της ηλικίας της. Όπου και άρχισε να της αποκαλύπτεται ο έξω κόσμος. Περίεργος και όμορφος, παράξενος μα και μυστήριος. Γεμάτος ακόμη περισσότερες γνώσεις, που ήθελε να δαμάσει.
Πάντα πίστευε πως τα σχολικά της βιβλία ελάχιστα πράγματα της αποκάλυπταν, έτσι περνούσε ατελείωτες ώρες ερευνώντας θέματα που την ενδιέφεραν περισσότερο.
Δεν είχε πάρει τα μάτια της από τον πίνακα που την κοιτούσε. Ξαφνικά τα μάτια της στον πίνακα γέμισαν κόκκινα δάκρυα. «Το ξέρω... είναι σκατά» είπε στην απεικόνισή της.
Η γωνία πάνω από τον πίνακα φιλοξενούσε μια οικογένεια αραχνών. Η Ιθούριελ χαμογέλασε. Ο ιστός ήταν μαγευτικός έτσι που το φως του ήλιου χόρευε πάνω του. Τα μάτια της ταξίδεψαν από γωνία σε γωνία που φιλοξενούσε, παρόμοιες οικογένειες και σε καμία περίπτωση, εκείνη δεν θα χαλούσε τον παράδεισό τους.
Το βλέμμα της στάθηκε στη υπέρογκη ντουλάπα της. Μια παρόμοια είχε δει στο παιδικό της Disney «Η πεντάμορφη και το τέρας» χαμογέλασε στη σκέψη. Μόνο που η δική της έφτανε σχεδόν το ταβάνι, σμιλεμένη από μαόνι και τα σχέδια που ήταν σκαλισμένα πάνω στο ξύλο, φάνταζαν πιο περίτεχνα.
Σηκώθηκε και άνοιξε τις πόρτες της ντουλάπας της. Βρήκε ένα μαύρο δερμάτινο παντελόνι, κοντομάνικη μπλούζα στο ίδιο χρώμα και από κάτω τράβηξε της μπότες μηχανής που είχε απ' όταν ήταν έφηβη. Τα φόρεσε και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Δεν της άρεσαν τα μαλλιά της, έτσι τα έπλεξε σε μια σφιχτή πλεξούδα.
Ξεσκάλωσε από τον καλόγερο δίπλα στον καθρέφτη, το δερμάτινο μπουφάν της.
Δεν θα πάρω τίποτα μαζί μου... αποφάσισε. Τράβηξε από το βάθος της βαλίτσας της το καστόρ πουγκί, το οποίο αντικαθιστούσε κάθε τσάντα άλλης γυναίκας. Έβαλε μέσα το διαβατήριο και την ταυτότητά της, το κινητό της τηλέφωνο και τις κάρτες της. Δεν κουβαλούσε σχεδόν ποτέ μετρητά. Το έδεσε στη ζώνη του παντελονιού της. Φόρεσε το μπουφάν της και τελευταία στιγμή άρπαξε τα Ray ban γυαλιά της από το μπουντουάρ που βρισκόταν στα δεξιά του κρεβατιού της και εγκατέλειψε το δωμάτιό της.
Κατεβαίνοντας κάτω, πέρασε από το άλλοτε γραφείο του πατέρα της. Στο τρίτο συρτάρι είχε τα κλειδιά της μηχανής του και σήμερα θα την έπαιρνε η Ιθούριελ.
Απ' όταν είχε εγκαταλείψει στην ηλικία των είκοσι δύο το πατρικό της, έκανε διάφορα τρελά πράγματα κρυφά από τα περίεργα βλέμματα της κοινωνίας της, αλλά και των γονιών της· ένα από αυτά ήταν να πάρει δίπλωμα οδήγησης μηχανής. «Χα» είπε μόλις τα εντόπισε.
Κατέβηκε μέσω της εσωτερικής σκάλας στο υπόγειο, που αποτελούσε το γκαράζ εντοπίζοντας αμέσως το όχημά της. Μια κλασική αλλά αναπαλαιωμένη Harley. Θυμήθηκε πως μια παρόμοια, είχε και ο captain America στην ομώνυμη ταινία.
Την καβάλησε με θάρρος και πείρα πλέον στις μηχανές και εκείνη μούγκρισε μόλις το κλειδί γύρισε στη μίζα. Ο χώρος πλημμύρισε με τον υπέροχο ήχο της και η Ιθούριελ πάτησε το γκάζι. Θα έβρισκε μόνη της τις απαντήσεις που αναζητούσε.
Συγνώμη, αλλά έχω πάθει εμμονή με αυτά τα αγόρια
Three Days Grace
και βασικά το ξαναλέω, αποτελούν τη μουσική μου έμπνευση για συγκεκριμένο βιβλίο.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top