Μεγάλες αλλαγές...

«Από πού και ως που η Ιθούριελ να έχει όλα τα χρώματα του επουρανίου τάγματος, γέννημα θρέμμα γήινο πλάσμα μέσα σε όλους τους αιώνες;» προβληματιζόταν ακόμη ο Σαχιήλ, ανακατεύοντας επί ώρες τα βιβλία του, ενώ είχε δώσει εντολή να μην τον ενοχλήσει κανείς.

Εκατοντάδες ή καλύτερα χιλιάδες ήταν τα χρόνια του πάνω στη γη. Από τη στιγμή που οι άνθρωποι στράφηκαν στη γραφή αποθηκεύοντας τις σκέψεις, ανακαλύψεις, εφευρέσεις και οτιδήποτε άλλο πάνω σε ανθεκτικές επιφάνειες, πολύ αργότερα σε χαρτί, ο Σαχιήλ σύλλεγε κάθε πληροφορία που θεωρούσε σημαντική.

Με το που πρωτοεμφανίστηκαν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές έκανε μια προσπάθεια να αποθηκεύει όσα περισσότερα μπορούσε σε αρχεία δισκετών, αργότερα σε cd, και τώρα πια σε σκληρούς δίσκους. Δεν έχασε βέβαια την παλιά διαχρονική συνήθεια να τα καταγράφει όλα με πένα πάνω σε χαρτί, γιατί από το μυαλό του περνούσε η ιδέα ενός ξαφνικού black out και όλα τα ηλεκτρονικά αρχεία θα ήταν άχρηστα. Παρόμοιες σκέψεις υποβόσκανε πάντα στο μυαλό του μιας και ζούσε τη ζωή του μονίμως ετοιμοπόλεμος, προετοιμασμένος οποιαδήποτε στιγμή να αντιμετωπίσει κάθε αναπάντεχη εξέλιξη.

Η Αναήλ χτύπησε δήλα την πόρτα, την ώρα που ο άντρας της έκανε αναδρομή στις αναμνήσεις του για άλλη μια φορά καθισμένος στην πολυθρόνα του. Ακουμπούσε τον αγκώνα του πάνω στο μαονένιο γραφείο του, ο δείκτης του αγκάλιαζε τον κρόταφό του ενώ τα υπόλοιπα δάχτυλα της παλάμης του λύγιζαν κάτω από το ένα του μάτι, και το άλλο χέρι του αναπαυόταν πάνω στο γόνατό του. Δεν άλλαξε τη στάση στην οποία καθόταν ούτε και μίλησε, ώστε να επιτρέψει την είσοδο στο γραφείο του. Μα η Αναήλ γνωρίζοντας τον άντρα της υπέθεσε: εφόσον δεν φώναξε εκνευρισμένος προς το πρόσωπο του εισβολέα, θα ήταν υπερβολικά απορροφημένος στις σκέψεις του, ώστε να δώσει σημασία σε οτιδήποτε συνέβαινε γύρω του, μπήκε αθόρυβα στο ανάστατο δωμάτιο. Πλησίασε και κάθισε στο πάτωμα μπροστά του, σκεπάζοντας με την παλάμη της τη δική του πάνω στο γόνατο του.

Μόνο τότε το προβληματισμένο βλέμμα του σύρθηκε προς το μέρος της. Έμπλεξε τα δάχτυλά του με τα δικά της. «Έχουμε σοβαρό πρόβλημα άγγελέ μου» μουρμούρισε απεγνωσμένα. «Και δεν είναι ένα μοναχά» συμπλήρωσε η Αναήλ. «Υπάρχει κάτι καινούριο;» αναρωτήθηκε εκείνος, με τα μάτια διάπλατα ανοιχτά. Εκείνη κούνησε το κεφάλι της απαντώντας του αρνητικά. «Απλά το γενικεύω» είπε με το βλέμμα της να στρέφεται στο παράθυρο, απ΄ όπου ένα μουντό γαλανό φως σχεδίαζε μια λωρίδα πάνω στο πέτρινο πάτωμα του δωματίου, που ήταν και η μοναδική πηγή φωτός στο απόλυτο σκοτάδι.

«Τί συμβαίνει;» τη ρώτησε ο Σαχιήλ, μιας και το απόμακρο βλέμμα της φανέρωνε ανησυχίες. Η Αναήλ αναστέναξε επιστρέφοντας τη ματιά της πάνω του. «Ξέρεις πως το μητρικό μου ένστικτο λειτουργεί σε όλα τα παιδιά μας, κι ας μην έχουν κομμάτι της υπόστασής μου» είπε και περίμενε να συμφωνήσει. Ο Σαχιήλ ένευσε. «Φυσικά, είσαι το πιο καλοσυνάτο και στοργικό πλάσμα που υπάρχει» της επιβεβαίωσε με τα δάχτυλά του να χαϊδεύουν απαλά το μάγουλό της. «Ο Μιχαήλ... τον σκεπάζει μια σκοτεινή αύρα. Είναι διαρκώς αγχωμένος, μοιάζει να είναι ανίκανος να καθίσει για ώρα σε ένα μονάχα μέρος. Περιφέρεται από δωμάτιο σε δωμάτιο σαν χαμένος» είπε με μια ανάσα η Αναήλ.

Ο Σαχιήλ γέλασε σιγανά. «Νομίζω πως άδικα ανησυχείς. Ξέρουμε πόσο του στοίχησε ο δεσμός της Ιθούριελ με τον Ραφαήλ. Μπορεί απλά να προσπαθεί ακόμη να το ξεπεράσει» έκανε να την καθησυχάσει. «Όχι. Είμαι σίγουρη πως κάτι άλλο είναι» αντιγύρισε η γυναίκα. «Πριν από λίγο τον είδα να φεύγει... τα φτερά του, Σαχιήλ, στις άκρες τους γίνανε μαύρα» είπε με τα χείλη της να τρέμουν στην τελευταία λέξη.

Ο πρωταρχικός εισέπνευσε μια μεγάλη ποσότητα αέρα και με τη σειρά του στράφηκε προς τη μόνη πηγή φωτός εκεί μέσα. «Τα τάγματα μπερδεύονται μεταξύ τους Αναήλ. Θα γίνουν μεγάλες αλλαγές!» πρόφερε τις λέξεις αργά, τραβώντας τη γυναίκα του να σηκωθεί από το πάτωμα, ώστε να την βολέψει πάνω στα γόνατά του. «Έρχονται μεγάλες αλλαγές» επανέλαβε, ακουμπώντας απαλά το κεφάλι του πάνω στο δικό της, καθώς της μετέδιδε εικόνες με τις λέξεις που είδε αποτυπωμένες πάνω στον πάπυρο.

Πάνω στο μάγουλο της Αναήλ κυλούσε ένα δάκρυ. «Δεν είναι ότι φοβάμαι Σαχιήλ, απλά... γιατί να τυραννιούνται έτσι τα παιδιά μας;» η ερώτηση φυσικά δεν προοριζόταν για τον Σαχιήλ, αλλά ήταν ο μόνος που θα απαντούσε. «Γιατί αγάπη μου, η ζυγαριά ποτέ δεν μένει σταθερή. Πότε γέρνει από τη μία και πότε από την άλλη. Πότε κερδίζουμε, πότε χάνουμε. Αν δεν είχε σκαμπανεβάσματα αυτός ο κόσμος θα ήταν απλά βαρετός και εμείς άβουλα όντα. Φαντάσου τη ζωή σου χωρίς ρίσκα, χωρίς δύσκολες αποφάσεις, χωρίς αδρεναλίνη. Θα ήταν μια μουντή μονοτονία. Απλά εμείς, σαν πιόνια που είμαστε πρέπει να παίξουμε ετούτο το παιχνίδι» τελείωσε ο Σαχιήλ τον μονόλογό του και βύθισε το πρόσωπό του στα πλούσια μαλλιά της γυναίκας του. «Πιόνια όμως, που θα καθορίζουν το μέλλον αυτής της πλάσης» συμπλήρωσε και μετά από αυτό βυθίστηκαν και οι δύο στη σιωπή. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top