Μείνε Ραφαήλ...



Σαν να ξυπνούσε από το λήθαργο, κούνησε το κεφάλι του στο άκουσμα της φωνής του Κάι. Ο Ραφαήλ στάθηκε στα πόδια του.

«Δεν ακούς που σου μιλάω... τους ξέρω αυτούς» φώναζε ο αδερφός του εκνευρισμένος.

«Τι είπες;» τον ρώτησε ο Ραφαήλ μπερδεμένος.

«Σου είπα ότι γνωρίζω αυτά τα μαλακισμένα. Είναι τα παιδιά του Γκασπάρ» επανέλαβε ο Κάι αυτά που είχε πει και νωρίτερα.

«Τι λες ρε; Του δαίμονα;» πέταξε ο Ραφαήλ ασυναίσθητα, μια τέτοια είδηση τον βρήκε εντελώς απροετοίμαστο.

«Τι σου λέω. Δεν έχει περάσει ούτε βδομάδα από τότε που έφτασαν και κοίτα τι κάνουν» έκανε μια παύση και κρεμάστηκε πάνω από το κεφάλι του θύματός του σαν γέρακας. «Κουρκούτι έχει το κεφάλι σας... τι στο διάολο ήρθατε να κάνετε εδώ;» φώναξε, γδέρνοντας το λάρυγγά του. «Κιμά ρε θα σε κάνω. Μη μου γρυλίζεις εμένα, ούτε τη μισή μου δύναμη δεν είδες... σκουλήκι» εξακολούθησε να ωρύεται.

Κατά τη γνώμη της Ιθούριελ η συμπεριφορά του, της φαινόταν παράλογη, όμως αμέσως, έστρεψε το κεφάλι της στα πόδια της, όπου κείτονταν το κατακρεουργημένο σώμα του άγνωστου άνδρα, που παρά λίγο να σκοτώσει με τα ίδια της τα χέρια. Δεν είναι ότι ξαφνικά ένιωσε τύψεις, αλλά ούτε αισθάνθηκε άνετα με ό,τι συνέβη.

«Τι κάνουμε τώρα;» μίλησε ο Ραφαήλ.

«Τι κάνουμε... τι κάνουμε...» ειρωνεύτηκε ο Κάι, που βημάτιζε τώρα πάνω κάτω τρελαμένος θρυμματίζοντας με τις μπότες του γυαλιά και κομμάτια από σπασμένο ξύλο. Με τα δάχτυλά του χτένιζε μανιασμένα τα μαλλιά του. Ξαφνικά σταμάτησε απότομα. «Θα ειδοποιήσω τον μαλάκα πατέρα τους, να έρθει να μαζέψει τα μπάσταρδά του» αποφάσισε και κινήθηκε με αποφασιστικό βήμα προς το μπαρ. Μάζεψε τα κομμάτια του κινητού του στρέφοντας πάλι το βλέμμα του κάτω στους εισβολείς «Ρε... ξέρεις πόσο μου κόστισε αυτή η συσκευή;» ούρλιαξε.

Η Ιθούριελ κατάλαβε πως, του έφταιγαν τα πάντα και δεν έμπαινε καν στη διαδικασία να καλμάρει τα νεύρα του. Βέβαια, τοποθετήθηκε νοερά αμέσως στη θέση του και φαντάστηκε τον εαυτό της να αντιδρά πολύ χειρότερα.

Τα χέρια του έτρεμαν, δεν θα τα κατάφερνε να συναρμολογήσει τη συσκευή.

«Ηρέμησε ρε» είπε μαλακά ο Ραφαήλ και του πήρε το τηλέφωνο από τα χέρια.

«Τι να ηρεμήσω ρε, κοίτα γύρω σου... καταστράφηκα!»

Όντως το μαγαζί είχε μετατραπεί σε ένα μέρος που φαινόταν, να είχε πληγεί από ανεμοστρόβιλο.

«Άσε ρε Κάι, σιγά το πράγμα. Μια μέρα δουλειάς είναι να το επαναφέρουμε στην αρχική μορφή του. Δεν είναι αυτός ο λόγος που τα έχεις πάρει στο κρανίο» ξεφούρνισε ο Ραφαήλ, ενώ η Ιθούριελ παρακολουθούσε τους δυο τους να διαπληκτίζονται, μιας και η ίδια δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει, πέρα από το να στέκεται σα μαρμαρωμένη στη θέση της.

«Όλα μου φταίνε αδερφέ, όλα» η φωνή του Κάι σταδιακά είχε αρχίσει να επανέρχεται στο φυσιολογικό της και ο ίδιος να συνειδητοποιεί τον βαθύτερο λόγο της απροσδόκητης επίθεσης των άμυαλων και αδέξιων δαιμόνων στους ίδιους· ήταν ξακουστοί για τις υπέρτατες πνευματικές και σωματικές τους δυνάμεις. Κανένα νοήμον όν δεν θα τολμούσε κάτι τέτοιο. Κανένας δεν θα επιχειρούσε ανοιχτή επίθεση εναντίων των αδερφών γνωρίζοντας τις δυνάμεις τους.

Η πυραμίδα στο μυαλό του Κάι, τούβλο, τούβλο υψώνονταν. Από ερωτήματα με τα αντίστοιχα υποερωτήματα, να απαντώνται μέσα στο κεφάλι του αστραπιαία. Τα μάτια του γέμισαν μίσος όπως συναντούσε το βλέμμα του αδερφού του. «Πες μου, ότι δεν τόλμησαν καν, να το σκεφτούν» γρύλισε μέσα από τα δόντια του.

Ό Ραφαήλ ξαφνικά κατάλαβε περί τίνος πρόκειται και τα χαρακτηριστικά του σκοτείνιασαν. Το πρόσωπό του παραμορφώθηκε. Τα μάτια του άλλαξαν χρώμα, εκείνο το υπέροχο σμαραγδί, που φώτιζε πάντα το πρόσωπό του, άστραψε με μια χρυσή λάμψη, η οποία αμέσως έσβησε και στη θέση της εγκαταστάθηκε το απόλυτο μαύρο.

«Τηλεφώνησέ του αμέσως, θα γίνει τρελό γλέντι» η φωνή του ήταν απόκοσμη όταν μίλησε, καθώς η εκδικητική, αγγελική του υπόσταση κόντευε να συνθλίψει την ανθρώπινη σάρκα και τα οστά.

Η Ιθούριελ κατάλαβε, πως κάτι δεν πήγαινε καλά και βιάστηκε να σταθεί πλάι του. Η παλάμη της βρισκόταν πάνω στο μπράτσο του. «Ραφαήλ» είπε μαλακά, στην προσπάθεια να τον ηρεμήσει.

Εκείνος έστρεψε το κεφάλι του υπερβολικά αργά προς το μέρος της πριν τα μάτια τους κλειδώσου. Η έκφρασή του δεν είχε αλλάξει, ούτε και το χρώμα των ματιών του. Μίσος... ερμήνευσε αμέσως εκείνη. «Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε με τη φωνή της να ακούγεται απομακρυσμένη στα αυτιά του.

Δεν την τρόμαζε φυσικά η απόκοσμη όψη του, ούτε και τα μάτια του που έμοιαζαν σαν δυο μαύρες σφαίρες. Δεν της μιλούσε και το μόνο που της ήρθε να κάνει ήταν τυλίξει τα χέρια της γύρω από το λαιμό του. «Είμαι εδώ μαζί σου. Σε παρακαλώ γύρνα σε μένα» μουρμούρισε στο αυτί του, καθώς κάτι μέσα της ούρλιαζε. Το ένιωσε. Γλιστρούσε μακριά της. «Μείνε Ραφαήλ... μη με εγκαταλείπεις... μη με προδώσεις» του είπε, με ένα βάρος να πλακώνει το στήθος της και τα δάκρυα να θολώνουν την όρασή της ξανά για πολλοστή φορά μέσα σε αυτή την ατελείωτη μέρα.



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top