Καταρράκτης...
Το νερό που πάφλαζε γύρω τους, ήταν παγωμένο, μα δεν τους επηρέαζε καθόλου. Τα σώματά τους, τα τύλιγε μια φωτιά, που έλειωνε τους πάγους των πόλων.
Η βροχή εξακολουθούσε, να σμιλεύει τα σώματά τους, γλιστρώντας πάνω τους, σαν να θέλει και αυτή να ξεκλέψει λίγο από τον έρωτά τους.
Η βεβιασμένη αναπνοή του Ραφαήλ, ξυπνούσε μεγαλύτερο πάθος μέσα της και την ανάγκη της για το άγγιγμά του. Την αίσθηση του γυμνού κορμιού του... πάνω της... μέσα της.
Τα χέρια τους άρπαζαν, γράπωναν, τραβούσαν και έγδερναν παθιασμένα, ανίκανα να χορτάσουν με κάθε χιλιοστό που άγγιζαν.
Τα αποχαυνωμένα μάτια τους απρόθυμα, να δουν οτιδήποτε γύρω τους, παρά μόνο ο ένας τον άλλον.
Η πλάτη της Ιθούριελ κύρτωσε προς τα πίσω και τα μάτια της γύρισαν, την ίδια στιγμή που ο Ραφαήλ απελευθέρωνε μια κραυγή, κάτι που τους έφερνε στην απόλυτη ομοιομορφία όλων.
Δεν είχαν βρει ακόμη την αναπνοή τους, μα ψιθύριζαν λόγια ο ένας στον άλλον. Εξέφραζαν τα συναισθήματά τους, χαϊδεύοντας τρυφερά ο ένας τον άλλον σε μια απόλυτα μοναδική στιγμή.
Κάποια στιγμή το μόνο που ακουγόταν ήταν ο απαλός ήχος του καταρράκτη να χύνεται στη λίμνη, απομονώνοντας κάθε άλλον.
Ο Ραφαήλ προχώρησε πάνω στις γλιστερές πέτρες του βυθού, προς την όχθη, όπου απόθεσε και τα σώματά τους με προσοχή, πάνω στο ανώμαλο πετρώδες έδαφος.
Η Ιθούριελ δεν παραπονέθηκε. Τίποτα δεν της φαινόταν λάθος αυτή τη ώρα. Όλα γύρω της, φάνταζαν μαγικά, μα πιο πολύ ο Ραφαήλ. Το κοιτούσε και ένιωθε τα μάτια της να πονάνε αν προσπαθούσε να στρέψει το βλέμμα της αλλού.
«Έλα εδώ» της είπε τραβώντας την πάνω του, με το κεφάλι του, να ακουμπάει σε έναν βράχο που εξείχε περισσότερο από τους άλλους. Την έκλεισε στην αγκαλιά του με τα δάχτυλά του να ταξιδεύουν πάνω στα πλευρά της.
«Θα μου πεις σε λίγο ότι πρέπει να φύγουμε ε;» ψέλλισε η Ιθούριελ.
«Δεν το θέλω, αλλά...» δίστασε εκείνος. Πήρε μια βαθιά ανάσα, με αποτέλεσμα το στήθος του να ανασηκωθεί, ανασηκώνοντας και την Ιθούριελ μαζί του.
Σε λίγο άκουσε χτύπο φτερών και αμέσως έριξε την Ιθούριελ από πάνω του, στη βραχώδη όχθη, στην προσπάθεια να καλύψει με το κορμί του, το δικό της.
Εκείνη δεν κατάλαβε τι συμβαίνει, και παραπονέθηκε ηχηρά. «Ραφαήλ» βόγκηξε.
«Hey πιτσουνάκια, τέρμα η διασκέδαση!» φώναξε χαρωπά ο Κάι, αγκαλιάζοντας τον κορμό ενός ψιλού δέντρου κοντά στην κορυφή του.
«Φύγε από εδώ ηλίθιε!» φώναξε οργισμένα ο Ραφαήλ, εκθέτοντας το γυμνό εαυτό του στα μάτια του αδερφού του. Πρόλαβε όμως να καλύψει εκείνο της Ιθούριελ, με το χέρι του πίσω από την πλάτη του.
«Δεν βλέπω τίποτα» έκανε ο Κάϊ, με την παλάμη του πάνω στα μάτια του. «Ήρθα μόνο να σας πω, ότι ο Σαχιήλ σας ψάχνει. Φυσικά μόνο εγώ μπορούσα να σας βρω, οπότε, να' μαι» τους πληροφόρησε.
«Καλά, φύγε τώρα και θα γυρίσουμε σε λίγο» του πέταξε απότομα ο Ραφαήλ, με το άγχος να μην της ρίξει το παραμικρό βλέμμα.
Ο Κάι άνοιξε τα πελώρια λευκά φτερά του. «Θα τα πούμε λοιπόν... σε λίγο» χαχάνισε και εξαφανίστηκε από μπροστά τους.
Μόνο τότε ο Ραφαήλ ανέπνευσε ελεύθερα και έριξε το σώμα του πάνω στα βράχια, με το κεφάλι του να προσγειώνεται άτσαλα.
«Δεν θα μας αφήσουν στην ησυχία μας» παραπονέθηκε.
Η Ιθούριελ δεν μίλησε. Ανέβηκε πάνω του με τα γόνατά της να τρυπιούνται από τις πέτρες. Άρχισε να φιλάει το στήθος του, την κοιλιά του κατεβαίνοντας προς τη βουβωνική του χώρα.
Ο Ραφαήλ κράτησε για άλλη μια φορά την ανάσα του, με όλους τους μυς του σώματός του σφιγμένους.
Η ανάσα του απελευθερώθηκε μαζί με το όνομά της και τα δάχτυλά του είχαν μπηχτεί μέσα στα βρεγμένα μαλλιά της.
Κάθε στιγμή αξίζει, να είναι μοναδική και πάνω απ' όλα... απολαυστική.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top