Καθαρή πρόκληση


Αφήνοντας τον ταχυδρόμο πίσω της και αδειάζοντας τελείως το μυαλό της η Ιθούριελ, επέστρεψε στον διάδρομο που οδηγούσε στο χολ. Άρχισε να περπατάει πιο αργά, απολαμβάνοντας κάθε της βήμα και χαζεύοντας το εσωτερικό του κάστρου. Πέτρινοι τοίχοι πλαισίωναν το άλλοτε γυαλιστερό παρκέ, μα τώρα, μόνο με παρκέ δεν έμοιαζε, παρά με μια ανάμνηση του. Υφαντά φτιαγμένα από αράχνες τους διακοσμούσαν, που ήταν και οι μοναδικοί κάτοικοι του κτίσματος για χρόνια.

Η Ιθούριελ μελαγχόλησε ξαφνικά, εικόνες με την ίδια σε νεαρή ηλικία, γέμισαν το μυαλό της. Να τρέχει ξέγνοιαστη μέσα στου διαδρόμους και να κρύβεται από τους γονείς της, που την ψάχνανε πίσω από βελούδινες κουρτίνες. Το γέλιο της ακουγόταν, ωστόσο παντού και δεν κατάφερνε για πολύ ώρα να μείνει κρυμμένη.

«Φτου, δεν ήρθα για να θυμάμαι, ήρθα για να ξεχάσω!» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της ανεβαίνοντας τα σκαλιά αβίαστα.

«Είπες κάτι;» άκουσε τον ταχυδρόμο, να λέει από πίσω της. Ξαφνιάστηκε και γύρισε να τον κοιτάξει.

«Όχι. Επέστρεψε σε παρακαλώ στη δουλειά σου και άσε με, εμένα στην ησυχία μου. Εντάξει;» του πέταξε αγενέστατα.

«Με... συγχωρείτε...» τραύλισε εκείνος προσβεβλημένα. Κατέβασε το κεφάλι του, ενώ προχωρούσε προς την έξοδο.

Η Ιθούριελ ρουθούνισε. Σήκωσε τον ποδόγυρο του νυχτικού της και έτρεξε να ανεβεί γρήγορα τις σκάλες.

«Μόνη μου, μόνη μου... θέλω να μείνω μόνη μου...» φώναξε μόλις έκλεισε την πόρτα του υπνοδωματίου της. Έπεσε με φόρα πάνω στο μαλακό στρώμα του κρεβατιού της, απολαμβάνοντας την υφή του μεταξιού -με το οποίο ήταν τυλιγμένο το μαξιλάρι της- στο πρόσωπό της.

Ακούει αμυδρά μέσα στον ύπνο της, κάποιος να χτυπάει την πόρτα της επίμονα.

«Ιθούριελ;» η φωνή του την ξυπνάει από τον τόσο υπέροχο δίχως όνειρα ύπνο.

«Τι;» γρυλίζει εκείνη, χωρίς να ανοίξει τα μάτια της και δίχως καμία διάθεση να αποχωριστεί το βασιλικό της κρεβάτι.

Η πόρτα ανοίγει και κάποιος μπαίνει μέσα.

«Ε... κ. Ιθούριελ;» λέει δειλά.

«Τι είναι, είπα;» φωνάζει αυτή. Ήταν μπρούμυτα ξαπλωμένη μα στηρίχτηκε στους αγκώνες της γυρίζοντας το κεφάλι της έτσι ώστε να αντικρύζει το σοκαρισμένο πρόσωπο του Ραφαήλ.

Είχε αποκοιμηθεί και διαπίστωσε, πως η ρόμπα της ήταν πάνω στην πολυθρόνα δίπλα στον καθρέφτη. Από τον οποίο και είδε την αντανάκλασή της.

Ω θεέ μου... σκέφτηκε μα δεν ντράπηκε καθόλου. Κάτω από το διαφανές νυχτικό της ήταν ολόγυμνη.

«Τι έγινε Ραφαήλ; Γιατί μπούκαρες με το έτσι θέλω στο δωμάτιό μου;» ρώτησε και γύρισε ανάσκελα, ανασηκώνοντας ελαφρός τα γόνατά της και στηρίζοντας την πλάτη της στο κεφαλάρι. Κάτι που πρόσφερε στον νεαρό μια διαφορετική θέα και κείνος σάστισε.

«Πρώτον δεν μπούκαρα με το έτσι θέλω, γιατί χτύπησα επανειλημμένα. Και αφού άκουσα τη φωνή σου, μπήκα. Και δεύτερων... με προκαλείς; Ή που θα πρέπει να καλυφθείς με κάτι ή θα αντιμετωπίσεις τις συνέπιες, κι ας μη σε ξέρω ακόμη» της είπε και τα μάτια του γυάλιζαν από τον πόθο που ένιωσε για αυτή την κολασμένη ύπαρξη.

«Μμμ, ενδιαφέρον» έσυρε τις λέξεις εκείνη με λαγνεία, αλλά δεν κουνήθηκε από τη θέση της.

«Καθαρή πρόκληση» είπε ο Ραφαήλ και άρχισε να βηματίζει προς το κρεβάτι. Ανέβηκε πετώντας τις μπότες του στο πάτωμα. Έπιασε τους αστραγάλους της, επιτρέποντας τα χέρια του να ανεβούνε πιο πάνω στα γόνατά της, ώστε να κατεβάσει τα πόδια της κάτω. Τα χέρι του εξακολουθούσαν, να χαϊδεύουν το δέρμα της, μα τα μάτια του ποτέ δεν αποχωρίζονταν τα δικά της.

Εκείνη τέντωσε τα χέρια της σμιλεύοντας το πρόσωπό του. Το ένιωσε τόσο οικείο στη υφή, που την τάραζε εσωτερικά, μα δεν το έδειχνε.

Την έπιασε από τη μέση της, τραβώντας την πάνω στα γόνατά του. Την έκανε να τρέμει κιόλας από το άγγιγμά του. Τύλιξε τα πόδια της γύρω από τη μέση του σαν υπνωτισμένη.

«Ω θεέ μου... από πού ήρθες εσύ;» μουρμούρισε εκείνη αγκομαχώντας, μία ανάσα πριν από τα χείλη του, ενώ τον κοιτούσε στα μάτια με ασυγκράτητο πάθος. Τα χέρια της σμίλευαν το σβέρκο του και ψηλαφούσαν τα μαλλιά του.

Εκείνος χαμογέλασε πονηρά και είπε με βραχνή φωνή

«Από την κόλαση μωρό μου». Τη φίλησε έτσι που άλλος δεν την έχει ξαναφιλήσει.

«Ράφα...» ακούστηκε από την πόρτα μια γυναικεία φωνή και το φιλί τους έλαβε λήξη. Γύρισαν και οι δύο να αναγνωρίσουν τον απρόσκλητο επισκέπτη με οργή στα μάτια τους.

«Δεν το πιστεύω.. πως μπόρεσες να μου το κάνεις αυτό;» φώναζε το ξανθό, όμορφο κορίτσι ντυμένο με τη στολή του συνεργείου καθαρισμού. Δεν περίμενε να απαντήσει κανείς, καθώς είχε αρχίσει να τρέχει ήδη μακριά.

Η οργή της Ιθούριελ ξαφνικά μεγάλωσε. Τον κοίταζε που ήταν μπερδεμένος και όλο και εκνευριζόταν. Άρχισε να απομακρύνεται και να τον σπρώχνει.

Ο Ραφαήλ την κοίταζε σαν πληγωμένο ζώο.

«Πάλι καλά, δεν σου έδωσα τίποτε περισσότερο από ένα φιλί» του είπε κλοτσώντας τον στο στήθος με το γυμνό της πέλμα.

«Μετάνιωσες δηλαδή;» τη ρώτησε, φέρνοντας τα δάχτυλά του κοντά στο στόμα του, ώστε να σκουπίσει τα χείλη του.

«Ναι» απάντησε εκείνη, δίχως να το σκεφτεί δεύτερη φορά.

«Γιατί; Δεν με ποθείς;» την πείραξε ξεδιάντροπα.

«Χα» έκανε εκείνη. «Πήγαινε να παίξεις με τα ανώριμα παιχνίδια σου καλέ μου. Και γω θα βρω κάτι πιο σοβαρό να απασχοληθώ. Μη στεναχωριέσαι για μένα» του πέταξε με το ίδιο δηλητήριο. «Και τώρα εξαφανίσου από μπροστά μου» φώναξε οργισμένα, με τα πανέμορφα φρύδια της να ενώνονται πάνω από τα μάτια της.

Φόρεσε τις μπότες του φανερά εκνευρισμένος. Πριν περάσει την πόρτα και φύγει κοντοστάθηκε. Γύρισε να την κοιτάξει.

«Θα τα ξαναπούμε Ιθούριελ. Δεν θα με ξεφορτωθείς τόσο εύκολα εμένα. Τώρα που σε βρήκα...» άφησε τη φράση του μετέωρη και απομακρύνθηκε χτυπώντας την πόρτα πίσω του με δύναμη.

Η Ιθούριελ έπεσε πίσω στα μαξιλάρια της σαν χαμένη. «Γιατί με κυνηγούν τέτοιες καταστάσεις παντού... πως τα έκανα πάλι έτσι;» ψιθύρισε.

Έπρεπε όμως να κατεβεί, για να δώσει εντολές στους εργάτες. Τράβηξε από τη βαλίτσα της ένα μαύρο βελούδινο φόρεμα και το φόρεσε πάνω από τη νυχτικιά της. Ήταν μακρύ όπως και η νυχτικιά που προέξεχε ελάχιστα από κάτω και φαινόταν πολύ όμορφο έτσι. Έριξε μια ματιά στην αντανάκλαση του καθρέφτη. Τα μανίκια εφάρμοζαν στα χέρια της μέχρι τους καρπούς της. Το ντεκολτέ του φορέματος είχε τετράγωνο κόψιμο, τόνιζε όμορφα του μπούστο της. Το βελούδο αγκάλιαζε το στήθος, τα πλευρά και τη μέση της, από κει χυνόταν σαν μαύρος καταρράκτης, μέχρι το πάτωμα.

Χτένισε τα μαλλιά της, φόρεσε τις ψηλοτάκουνες μπότες τις με κορδόνια και ξεκίνησε για τον πρώτο όροφο.

Κατεβαίνοντας τα σκαλιά τον είδε στη είσοδο, να κουβαλάει άλλο ένα από τα δέματά της. Για άλλη μια φορά το βλέμμα του σέρνονταν πάνω της σαν φίδι, ως που έφτασε στον ποδόγυρο και είδε το νυχτικό να προεξέχει από κάτω. Κατάπιε ηχηρά, στη σκέψη πως και πάλι δεν φορούσε τίποτα, έκτος από αυτό το νυχτικό από κάτω.

Γαμώτο, πρέπει να συγκεντρωθώ... συλλογιστικέ ο Ραφαήλ, και προχώρησε με το κουτί στα χέρια του. Προς στιγμήν ξέχασε, πως οι άνθρωποι δεν σηκώνουν με την ίδια ευκολία κάτι τόσο βαρύ, όσο το πλυντήριο ρούχων. Μάλιστα την ίδια στιγμή, την ίδια ακριβώς σκέψη έκανε και εκείνη και το σαγόνι της έπεσε από την έκπληξη. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top