Θλίψη...




Ο Ραφαήλ βαρέθηκε το παιχνίδι της Ιθούριελ, να ελίσσεται ανάμεσα στα δέντρα, στην προσπάθειά της να τον παρασύρει στη σύγκρουση με δέντρα που ξεπετάγονταν από το πουθενά. Φυσικά και δεν θα πετύχαινε τον σκοπό της. Τα αντανακλαστικά του λειτουργούν περισσότερο από άψογα. Ωστόσο κάθε φορά η ηχώ από το τρανταχτό της γέλιο, ταξίδευε σε όλο το δάσος, με αποτέλεσμα σμήνη πουλιών να πανικοβάλλονται και να πετάνε προς όλες τις κατευθύνσεις, αναγκαζόταν να αλλάζει πορεία συνέχεια.

Την ακολουθούσε από απόσταση, δίχως αυτή να τον αντιλαμβάνεται. Κάθε φορά που έστρεφε το κεφάλι της αναζητώντας τον, εκείνος γύριζε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Κάτι που έκανε για αρκετά λεπτά, ως που την είδε να ανησυχεί, πράγμα που τον χαροποίησε ιδιαίτερα.

«Ραφαήλ» φώναξε αυτή μακρόσυρτα, δίχως να κόβει ταχύτητα.

«Τώρα θα δεις εσύ» μονολόγησε από μέσα του εκείνος. «Παιχνίδια θέλεις; Παιχνίδια θα έχεις» είπε χαμηλόφωνα, έτσι που μόνο αυτός άκουσε τον εαυτό του.

Την πλησίασε γρήγορα, αιφνιδιάζοντας την.

Η Ιθούριελ τσίριξε υστερικά, όταν την έπιασε γερά από τη μέση και τα πόδια της αποκολλήθηκαν από το νωπό γεμάτο πευκοβελόνες έδαφος.

Ο Ραφαήλ πετούσε όλο και ψηλότερα, προσέχοντας πάντα, μη τυχών τον δει ανθρώπινο μάτι, μιας και ήταν μέρα ακόμη. Η νύχτα προσφέρει το πυκνό της σκοτάδι ως προστασία, μα την ημέρα τα σύννεφα τείνουν, να είναι η κάλυψή του.

Κρατώντας την Ιθούριελ με το ένα του χέρι σφιχτά γύρω από τη μέση της, ενώ τα πόδια της τινάσσονταν ανεξέλικτα, με το ελεύθερο χέρι του καλούσε ένα πυκνό γκρίζο σύννεφο κοντά του. Σα να το τραβούσε με αόρατα σχοινιά που έβγαιναν από το αγκυλωμένα και μακριά δάχτυλά του.

Η Ιθούριελ σταμάτησε να κουνιέται και να φωνάζει μόλις αντιλήφθηκε την πρόθεση του Ραφαήλ.

Το σύννεφο απλώθηκε σαν στρώμα από κάτω τους, με τον Ραφαήλ να εξακολουθεί να το καθοδηγεί, τείνοντας προς αυτό το χέρι του, με τα ακροδάχτυλά του να το ακουμπούν ελάχιστα.

«Ουάου» έκανε εκείνη, χάνοντας τα λόγια της.

«Αμ τι νόμιζες; Πως πετάμε κατά τη διάρκεια της ημέρας;» την πείραξε.

«Δεν ξέρω» ψέλλισε η Ιθούριελ, ανήμπορη να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Τύλιξε τα πόδια της γύρω από το δικό του ώστε να βολευτεί καλύτερα. Απολάμβανε χωρίς φόβο, για άλλη μια φορά την πτήση τους.

Η κατάβαση ήταν απότομη και γρήγορη. Μόλις τα πόδια τους άγγιξαν το έδαφος, το σύννεφο εξαφανίστηκε. Είχαν προσγειωθεί στην πίσω αυλή, φυσικά, του σπιτιού των γονιών της, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από οποιονδήποτε.

«Σου άρεσε;» τη ρώτησε ο Ραφαήλ.

Η Ιθούριελ κοιτούσε ακόμη το σύννεφο που χανόταν μαζί με τα άλλα στον ορίζοντα. Μια θλίψη την κυρίευσε και απογοήτευση που δεν είχε και αυτή την ίδια δύναμη. Μια δύναμη που δικαιωματικά της ανήκε. «Ναι, πολύ» είπε, μα η φωνή της ίσα που ακουγόταν.

Ο Ραφαήλ σα να διάβασε τη σκέψη της, την αγκάλιασε από πίσω λέγοντας. «Λυπάμαι, για όλα αυτά. Αν και πιστεύω, σύντομα θα βρεθεί μια, ελπίζω, ανώδυνη λύση».

Η Ιθούριελ ένευσε. Δεν είχε τίποτα να πει. Δεν ήθελε να μιλήσει. Δεν ήθελε να του προκαλέσει πόνο, είχε ήδη αρκετό. Είχε ήδη τις τύψεις να τον βασανίζουν. Κατέπνιξε τα συναισθήματά της, φορώντας ένα αχνό χαμόγελο και προχώρησε μπροστά.

Φορές, φορές έπρεπε να είναι ψυχρή, γιατί έτσι είναι η ζωή. Βάζεις προτεραιότητες και επιλέγεις.

Επιλέγεις πολλές φορές να μη μιλάς για να μην πληγώνεις και άλλες πάλι, με τον αντίθετο σκοπό. Μα πρέπει πάντα να γνωρίζεις τις επιπτώσεις που μπορεί να επιφέρει η κάθε πράξη σου.

Ίσιωσε τον κορμό της και άνοιξε την πόρτα του σπιτιού με θάρρος και ελπίδα να την κατανοούν όπως αυτή κατανοεί.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top