Η ώρα της αλήθειας...




Όπως κατευθυνόταν προς το δωμάτιό του, ο Λίο έπεσε πάνω στον Σαχιήλ. «Να δω τώρα τι εξηγήσεις θα δώσεις στην κόρη σου» του πέταξε, προσπερνώντας τον.

«Πως το κατάλαβε;» πρόλαβε να ρωτήσει ο Σαχιήλ, πριν ο Λίο κλείσει την πόρτα πίσω του.

«Πήρε το αμάξι μου» αποκρίθηκε ο άλλος εκνευρισμένα.

Ο Σαχιήλ υπέθεσε τότε πως, θα την έβρισκε στο γκαράζ και με βαριά βήματα στράφηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Η Ιθούριελ την ίδια ώρα, γνωρίζοντας κατά κάποιον τρόπο πως πατέρας της, θα την αναζητούσε από μόνος του, πέταξε το ένα από τα σπαθιά της στον Ραφαήλ.

Ο Ραφαήλ το έπιασε την ίδια στιγμή, με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο. Με την απορία, πώς αυτά τα μικρά χέρια μπορούσαν, να χειριστούν με τόση ευκολία, τα συγκεκριμένα όπλα.

Στριφογύρισε το σπαθί με ένα τίναγμα του καρπού του ζυγίζοντας το ταυτόχρονα και εκτιμώντας τη δύναμη που θα ασκούσε συγκρατώντας το, ενώ με όλα τα αντανακλαστικά του σε εγρήγορση περίμενε την επίθεσή της. Η οποία, δεν άργησε να έρθει.

Ο χώρος γύρω τους, ήταν μια αχανή έκταση, που θα νόμιζε κανείς, πως δεν έχει όρια, καθώς στο σκοτάδι πίσω από τα αυτοκίνητα που φωτίζονταν, δεν εμφανίζονταν τοίχοι να το περιορίζουν.

Στέκονταν μέσα σε έναν τεράστιο διάδρομο, που τον πλαισίωναν δεκάδες αυτοκίνητα.

Μέταλλο συγκρούστηκε με μέταλλο. Η εφόρμηση της ήταν ανελέητη και απίθανα ταχύτατη. Μα και ο Ραφαήλ, δεν υστερούσε σε αυτή τη μάχη, αν και προτιμούσε τα κατάνα, απέκρουε και σε κάθε ευκαιρία επιτίθονταν. Γύρω τους πετάγονταν σπίθες, από τις συγκρούσεις των σπαθιών, ενώ οι συγχρονισμένη κίνησή τους, έμοιαζε με χορό, μιας και χρησιμοποιούσαν τα άκρα τους για τις επιθέσεις και αποκρούσεις.

Ο Σαχιήλ σταμάτησε στηρίζοντας τον κορμό του πάνω στην κάσα της πόρτα, σταυρώνοντας τα χέρια του πάνω στο στήθος του.

Δεν μπορούσε, να μην είναι περήφανος για τις ικανότητες της κόρης του, που ο ίδιος την είχε διδάξει. Παρακολουθούσε με ένα καμάρι, που μόνο ο πατέρας θα μπορούσε να νιώθει για το παιδί του.

Ως που με έναν ύπουλο ελιγμό ο Ραφαήλ την εγκλώβισε μέσα σε ένα κεφαλοκλείδωμα, κρατώντας το σπαθί του στον αέρα και με τη μύτη του, να στοχεύει την καρδιά της.

Προς στιγμή ο Σαχιήλ πανικοβλήθηκε. Το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο όμως, του ήρθε αναγούλα, καθώς ο Ραφαήλ έσυρε την άκρη της γλώσσας του, πάνω στο αυτί της Ιθούριελ. Εκείνη έκλεισε τα μάτια της σχεδόν χαμένη στην απολαυστική έκσταση. Το σπαθί της όμως, είχε άλλη διάθεση, όπως κολλούσε πάνω στα πλευρά του.

Ο Σαχιήλ τότε βεβαιώθηκε πως η κόρη του, ήταν πραγματικά ανίκητη. Σαν τον πατέρα της... ξεπετάχτηκε η σκέψη μέσα από το κεφάλι του με δέος και αυταρέσκεια.

Οι άκρες των σπαθιών ακούμπησαν το τσιμέντο και πλέον είχαν παραδοθεί σε ένα παθιασμένο φιλί. Σε αυτή τη μάχη δεν θα έβγαινε κανένας νικητής.

Ο Ραφαήλ δεν της επέτρεπε να κερδίσει, αλλά ούτε και να την ταπεινώσει επιδίωκε. Εννοείτε πως χρησιμοποιούσε τη μισή από τη δύναμη και τη σβελτάδα του. Πράγμα που δεν σήμαινε απαραίτητα, πως εκείνη ήταν αδύναμη ή ανίκανη να τον αντικρούσει.

Ο Σαχιήλ ξερόβηξε, βλέποντας τα πράγματα μεταξύ του ζευγαριού να κατευθύνονται, προς μια κατάσταση, της οποίας δεν ήθελε με τίποτα να γίνει μάρτυρας.

Τα μάτια τους αυτομάτως στράφηκαν πάνω του και τα χείλη τους χωρίστηκαν απρόθυμα.

«Βρε καλώς στον πατερούλη» η φωνή της Ιθούριελ έσταζε δηλητήριο.

«Κόψε το υφάκι Ιθούριελ. Ξέρεις ότι, για να το κρύψω από σένα κάποιον σοβαρό λόγο θα είχα» είπε αυτός αυστηρά, αλλά και με μεταμέλεια.

«Πάντα... πατέρα έχεις σοβαρούς λόγους, για ό,τι κάνεις, ό,τι λες και ό,τι κρύβεις. Έφτασε όμως η ώρα της αλήθειας, την οποία θέλω απεγνωσμένα, να μάθω» ο τόνος της άλλαξε φυσικά, σπάνια μιλούσε στον πατέρα της με αγένεια. Και αυτή, ήταν μια από εκείνες τις φορές. Ήταν κουρασμένη, εξουθενωμένη.

Όχι σωματικά, όχι.

Πνευματικά... ναι.



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top