Η κύρια πύλη της κολάσεως... 162


Τα φτερά της Μία άνοιξαν σε όλο το πλάτος τους σαν ασπίδα, ώστε να κρατήσουν πίσω τους τους φίλους της, αφού τα χέρια της ήταν απασχολημένα με το να συγκρατούν την πέτρα. Δεν ήταν μεγαλύτερη από μια μπάλα ποδοσφαίρου, το βάρος της όμως ξεπερνούσε τα πενήντα κιλά σίγουρα... σκεφτόταν η Μία.

Το υγρό που κυλούσε μέσα από τον κρατήρα αργά εξαπλωνόταν τώρα γύρω του καταπίνοντας και καίγοντας τη βλάστηση στο διάβα του. Για κάποιο λόγο η Μία ένοιωθε πανικό με την πέτρα στα χέρια της και τους φίλους της ακριβώς πίσω της. Είχε την αίσθηση πως έπρεπε να τους προστατέψει αλλά και να μην χάσει την πέτρα από τα χέρια της, ξεχνώντας στιγμιαία πως κανείς τους δεν χρειαζόταν την προστασία της. Μόνη της έγνοια πρέπει να είναι το αντικείμενο στα χέρια της. Πισωπάτησε καθώς η λάβα πλησίαζε τα πόδια της.

«Έλενα» στράφηκε πάνω από τον ώμο της για να αντικρύσει την βρικόλακα φίλη της αναζητώντας τη συμβουλή της.

Για κάποιο περίεργο λόγο όλοι έμοιαζε να είναι απορροφημένοι με την εκροή της κόκκινης ουσίας, σα να τους μάγευες ο τρόπος με τον οποίο τόσο αβίαστα καταβρόχθιζε τα πάντα γύρω τους. Και έτσι ήταν. Το θέαμα ήταν τρομακτικό μα και μαγικό συνάμα, πόσο μάλλον αν γνώριζε κανείς, πως μόλις είχε έρθει η αρχή του τέλους.

«Έλενα» φώναξε τώρα η Μία δυνατά για να αποσπαστεί η προσοχή όλων από το κόκκινο αυτό μαγικό υγρό, που μαγνήτιζε τα βλέμματά τους. «Έλενα.. πώς θα φύγουμε από εδώ;» φώναξε πάνω από τη βοή του επερχόμενου σεισμού.

Η βρικολακίνα ανίκανη ακόμη να στρέψει το βλέμμα της αλλού, άνοιξε το στόμα της για να μιλήσει «βάλε την πέτρα που κρατάς πάνω στη λάβα» ψέλλισε μηχανικά.

Η Μία την κοίταξε δύσπιστα. «Είσαι σίγουρη;» τη ρώτησε με μια γκριμάτσα που μαρτυρούσε αβεβαιότητα.

«Ναι» έκανε η Έλενα νεύοντας. «Ίσα να ακουμπήσει στην ακρούλα» συνέχισε εξακολουθώντας να κοιτάει κάτω. «Γρήγορα» πρόσταξε με το βλέμμα της να συναντά επιτέλους εκείνο της Μία.

Δίχως δεύτερη σκέψη η κοπέλα ακολούθησε την οδηγία που της είχε δοθεί, τοποθετώντας την πέτρινη μπάλα πάνω στη λάβα.

Την ίδια κιόλας στιγμή με έναν κρότο η πέτρα άνοιξε στη μέση, ενώ στο κατά τα άλλα άδειο εσωτερικό του υπήρχε ένα ασημένιο αντικείμενο. Ήταν αυτό το αντικείμενο για το οποίο η Μία είχε κάνει ολόκληρο αυτό το ταξίδι. Ήταν το περιβραχιόνιο.

Η πέτρα είχε ανοίξει στη μέση σαν καρπούζι και τώρα τα δύο της μισά υποχωρούσαν παρασυρόμενα από την κίνηση της λάβας από κάτω τους. Το περιβραχιόνιο θα χανόταν στο καυτό ποτάμι, αν η Μία δεν το άρπαζε εγκαίρως, λαμβάνοντας την ίδια στιγμή την ενέργεια με την οποία ήταν νοτισμένο. Το φόρεσε αμέσως, κλείνοντας τα μάτια της στιγμιαία, όπως άλλο ένα μικρό κομματάκι συμπλήρωνε το πάζλ της ανολοκλήρωτης ακόμη φύσης της.

Ο Ντάνιελ την τράβηξε -αρπάζοντάς την από τον αγκώνα- προς τα πίσω, μιας και η λάβα έφτανε σχεδόν τις μύτες των ποδιών της.

Η Μία άνοιξε τα μάτια της ξαφνιασμένη. Κοίταξε γύρω της μπερδεμένη. «Και τώρα πως φεύγουμε από εδώ;» αναρωτήθηκε φωναχτά κοιτάζοντας την Έλενα.

Ο Κάι όλη αυτήν την ώρα παρακολουθούσε σιωπηλά τις κινήσεις του καθενός χωρίς να επεμβαίνει. Τώρα είδε όμως την προσοχή όλων να στρέφεται σε εκείνον, εφόσον και το βλέμμα της Έλενας ήταν στραμμένο πάνω του, σαν κάτι να περίμενε από εκείνον. Τους κοίταξε έναν έναν μπερδεμένος. «Τι; Τι με κοιτάτε όλοι; Δεν έκανα τίποτα» απολογήθηκε σκανδαλιάρικα. Πάντα υπήρχε ένας λόγος να κατηγορήσει κανείς για οτιδήποτε τον Κάι, όλο και κάποια σκανταλιά τον κρύβει από πίσω της. Αυτή τη φορά όμως ήταν σίγουρος, πως κανείς δεν είχε να του προσάψει κάτι, πράγμα που επιβεβαίωνε η Έλενα με αυτά που είπε αμέσως μετά.

«Όχι μωρό μου, τίποτα δεν έκανες... θα κάνεις όμως» τον κοίταξε στοργικά χαϊδεύοντας το μπράτσο του.

Ο Κάι έσμιξε τα φρύδια του μεταξύ τους, μοιάζοντας περισσότερο στον αδερφό του, μιας και εκείνος είναι πάντα πιο σοβαροφανής από τον ίδιο.

«Τηλεμεταφορά λέγεται» γέλασε αθώα η κοπέλα του διασκεδάζοντας με το γεγονός ότι έπρεπε να του θυμίσει κάτι που μόνο αυτός γνώριζε πως γίνεται και μπορούσε να κάνει χρήση αυτού.

Ο Κάι γέλασε δυνατά με το υπονοούμενο κάνοντας ακόμη ένα βήμα προς τα πίσω αφού η λάβα συνέχιζε να τους πλησιάζει ακάθεκτη. Σταμάτησε όμως να γελάει απότομα σοβαρεύοντας στη στιγμή. «Πως δεν το σκέφτηκα; Μπορούσαμε και να έρθουμε εδώ με τον ίδιο τρόπο» είπε ξύνοντας το πίσω μέρος του κεφαλιού του σκεπτικός.

«Όχι δεν μπορούσαμε» τον αποπήρε η Έλενα. «Θα εξασθενούσες και δεν ήξερα τι μας περίμενε εδώ. Για την επιστροφή όμως, ξέρουμε που θα πάμε και θα έχεις την δυνατότητα και τον χρόνο να αναπληρώσεις τις δυνάμεις σου» εξήγησε αμέσως.

«Σωστά» έσυρε τη λέξη ο Κάι. «Ελάτε λοιπόν να κάνουμε μια ομαδική αγκαλίτσα και να την κάνουμε από εδώ όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Θέλω να πάω σπίτι... σπίτι, κοίτα να δεις, πως από τη μια στιγμή στην άλλη θεωρείς σπίτι σου το σπίτι κάποιου άλλου» έκανε ονειροπόλα.

Η Έλενα αναστέναξε. «Ποιος ξέρει τι θα βρούμε και εκεί» αναρωτήθηκε σφίγγοντας τα χείλη της μεταξύ τους, αν και ήξερε με βάση τα οράματα, πάρα πολύ καλά, την εξέλιξη των πραγμάτων πίσω στο κάστρο της Ιθούριελ.

Εκεί στους πρόποδες του κάποτε πανέμορφου Ολύμπου...

Εκεί που τώρα βρισκόταν η κύρια πύλη της κολάσεως... 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top