Η κόμισα
Η πλάτη του Ραφαήλ ακουμπούσε στο δέντρο. Οι μπότες του είχαν βυθιστεί στο μαλακό χώμα κάτω από τα πόδια του. Το κεφάλι της Ιθούριελ ξεκουραζόταν στον ώμο του, με τα μάτια της να είναι κλειστά. Τα χέρια του ψηλαφούσαν το μαύρο ύφασμα κάτω από το στήθος της, όπως ακουμπούσε την πλάτη της στο δικό του.
Αυτό που ζήσανε ήταν απερίγραπτο, μα το κακό είναι ότι εκείνος δεν μπορούσε να σταματήσει. Κατέβασε τα χέρια του στη λεκάνη της και άρχισε να μαζεύει το φόρεμά της -που χανόταν κάτω στο χώμα- μέσα στις χούφτες του.
«Ραφαήλ» είπε ναζιάρικα εκείνη.
«Τι;» είπε απλώνοντας τα φιλιά του στο λαιμό και τον ώμο της.
«Δεν θα φύγουμε ποτέ από εδώ» απάντησε εκείνη αναγνωρίζοντας την ήττα της απέναντί του.
«Ποιος σου είπε, ότι θέλω να φύγω» απάντησε εκείνος, ξεκουμπώνοντας την ζώνη του, με το ένα χέρι του. «Σου το είπα.. δεν θα ξεφύγεις εύκολα από εμένα» συνέχυσε, τραβώντας την πάνω του απαλά.
Η Ιθούριελ δεν προέβαλε καμία αντίσταση. Τέντωσε το χέρι της πάνω από το κεφάλι της, για να αγκαλιάσει το λαιμό του και να φέρει το πρόσωπό του κοντά στο δικό της, ώστε να του χαρίσει το γλυκό φιλί της.
Εκείνη προχωρούσε μπροστά του. Εκείνος έκανε να πιάσει το χέρι της.
«Δεν θέλω να δίνω δικαιώματα, να με σχολιάζουν οι χωρικοί» του είπε, γυρίζοντας πίσω ώστε να τον αντικρύσει.
«Κράτα τους συναισθηματισμούς για όταν μένουμε μόνοι μας» του είπε, στην προσπάθεια να φανεί ευγενική.
Ο Ραφαήλ έριξε μια ματιά γύρω του και μόλις βεβαιώθηκε, πως δεν υπήρχε κανείς έξω από το κάστρο, την τράβηξε από τη μέση και την φίλησε παθιασμένα.
«Σταμάτα» του είπε εκείνη κάποια στιγμή ανάμεσα στα φιλιά τους.
«Εύκολα το λες.. δεν μπορώ» διαμαρτυρήθηκε με παιχνιδιάρικο ύφος.
«Πήγαινε για το επόμενο δρομολόγιο, να καθαρίσει λίγο το μυαλό σου. Όσο εγώ θα επιβλέπω την κατάσταση με τους εργάτες» του είπε ήρεμα.
«Καλά» αποκρίθηκε με παράπονο, την ίδια στιγμή που η εξώπορτα άνοιγε και εκείνος απομακρύνθηκε από κοντά της, σα να τον χτύπησε το ρεύμα.
Η Ιθούριελ έγνεψε ενθαρρύνοντας τον να φύγει.
«Καλά» επανέλαβε σέρνοντας τη λέξη, όπως γύριζε την πλάτη του σε κείνη και χαμήλωσε το κεφάλι του.
«Δεν θα αργήσω» φώναξε καθώς βολευόταν στη θέση του οδηγού πάνω στο φορτηγάκι του.
Πίσω από την πόρτα ξεπρόβαλε το κεφάλι του Κουέντιν.
«Ωωω, κ. Μπλίστερ.. σας έψαχνα» της είπε, με ένα γλοιώδες χαμόγελο να απλώνεται στο παμπόνηρο πρόσωπό του.
Η Ιθούριελ φόρεσε πάλι το ψυχρό προσωπείο της και ακολούθησε τον άντρα μέσα στο σπίτι.
Με μια ματιά πρόσεξε πως τα σκαλιά, πλέον άστραφταν λευκά και η κουπαστή λαμποκοπούσε χρυσή και επιβλητική. Το έργο τέχνης πάνω από το κεφάλι της δεν ήταν πια τόσο θαμπό.
«Τα λουτρά σε τι κατάσταση βρίσκονται, επιδιορθώσατε τα υδραυλικά;» ρώτησε αυστηρά.
«Ναι, ναι όλα σχεδόν είναι έτοιμα» βιάστηκε ο Κουέντιν να απαντήσει, θυμίζοντας υπηρέτες παλαιών εποχών που ήθελαν να καλοπιάσουν τους οικοδεσπότες τους.
«Σας είπα στον πάνω όροφο να μην πειράξετε τίποτα, ακολουθήσατε τις διαταγές μου;» 'εστρεψε το υπεροπτικό της βλέμμα πάνω του.
«Βεβαίως, επισκευάσαμε και καθαρίσαμε μόνο το μπάνιο»
«Τέλεια. Και τι ήταν αυτό που θέλατε να μου πείτε;»
«Ωωω, τίποτα, απλά ότι τελειώσαμε. Η κουζίνα πλέον είναι σε άριστη κατάσταση και έχετε καθαρό ζεστό και κρύο νερό»
«Εξαιρετικά. Οπότε μπορείτε σιγά, σιγά να μου αδειάζετε τη γωνιά» είπε με ένα παγωμένο βλέμμα που συνοδευόταν από ένα πλατύ όμοιο χαμόγελο.
«Φυσικά» είπε ο γελοίος.
«Να μου στείλετε το λογαριασμό ταχυδρομικώς και τις εγγυήσεις, φυσικά. Σε περίπτωση βλάβης θα υποστείτε τις συνέπιες. Δεν θέλετε να τα βάλετε με τους δικηγόρους μου, να είστε σίγουρος» τον διαβεβαίωσε ψυχρά.
«Φυσικά, φυσικά» είπε πάλι ο Κουέντιν και κατάπιε ηχηρά.
«Φεύγοντας να κλείσετε την πόρτα» είπε η Ιθούριελ και κίνησε για το δωμάτιό της.
Έκλεισε την πόρτα πίσω της και πήρε μια βαθιά ανάσα. Το δωμάτιό της επικοινωνούσε με ένα άλλο, που ήταν το μπάνιο.
Τίποτε δεν θα ήταν καλύτερο από ένα χαλαρωτικό λουτρό, συνοδευόμενο από αιθέρια έλαια λεβάντας... σκέφτηκε, αφήνοντας το φόρεμα και το νυχτικό της να πέσουν στο πάτωμα. Έλυσε τα κορδόνια από τις μπότες της και τις πέταξε πλάι στη πολυθρόνα.
Άνοιξε διάπλατα τις δίπλες πόρτες και βρέθηκε σε έναν ακόμη χώρο, που την γέμισε με αναμνήσεις από τα παιδικά της χρόνια.
Μια μικρή πισίνα δέσποζε στη μέση του χώρου, πάντα γεμάτη. Το νερό ανακυκλωνόταν συνέχεια όπως άλλωστε είχε απαιτήσει από τον Κουέντιν να γίνει. Οι παλιές σωληνώσεις σίγουρα θα είχανε σκουριάσει και τρυπήσει, οπότε ήταν αναγκαίο να προστεθεί μια πινελιά εκσυγχρονισμού. Τα πλακάκια στο πάτωμα ήταν λευκά με χρυσά περίτεχνα σχέδια, ενώ οι τοίχοι διακοσμημένοι με ψηφιδωτά, που αναπαρίσταναν σκηνές από την Ελληνική μυθολογία.
Από την αριστερή πλευρά της πόρτας βρισκόταν, ένας μεγαλόπρεπος, μαρμάρινος νιπτήρας την ομορφιά του οποίου συμπλήρωναν οι μπρούντζινες μπαταρίες. Τον τοίχο πίσω του κοσμούσε ο καθρέφτης, εκτεινόμενος μέχρι το ταβάνι.
Από τα δεξιά υπήρχε μια ντουζιέρα και λίγο πιο πέρα, ένα μικρό ξεχωριστό δωμάτιο, που εξυπηρετούσε τις βιολογικές ανάγκες.
Αδειάζοντας ένα ολόκληρο μπουκαλάκι λαδιού μέσα στην πισίνα, βύθισε το σώμα στο νερό· την ώρα που άκουσε επιτέλους την εξώπορτα από κάτω, να κλείνει με δύναμη.
Επιτέλους... σκέφτηκε και έφυγε ένα βάρος από πάνω της.
Φυσικά εκείνη νόμιζε πως έμεινε μόνη της. Πόσο λάθος έκανε.
Όταν πια, το συνεργείο, μέχρι και τον τελευταίο αποχωρούσε, ο Ραφαήλ είχε κιόλας επιστρέψει. Σάμπως τι ήταν για εκείνον μερικά βαριά φορτία, να τα φορτώσει και να διανύσει με το φορτηγό της εταιρίας, μια απόσταση δύο χιλιομέτρων. Τίποτα.
Κατέβασε το καρότσι του, δήθεν για να τον διευκολύνει στη μεταφορά, αφού ο Κουέντιν παρακολουθούσε την κάθε του κίνηση.
Φύγε εσύ και θα τα μεταφέρω στο πι και φι, σκουλήκι... σκέφτηκε.
«Λοιπόν, ζόρικο μαναράκι η κόμισσα, ε, Ραφαήλ;» άκουσε τη φωνή του Κουέντιν πίσω από την πλάτη του.
Ο Ραφαήλ έτριξε τα δόντια του πριν γυρίσει και χαμογελάσει ψεύτικα.
«Έτσι φαίνεται» αποκρίθηκε.
«Ποιος ξέρει, μάλλον δεν την έχουν ικανοποιήσει αρκετά στη ζωή της οι άντρες, μιας και μας προέκυψε τέτοια σκύλα» πρόφερε την τελευταία φράση ο Κουέντιν με απέχθεια.
Συνεχίζει ο μαλάκας... και που να' ξερε... έκανε τη σκέψη ο Ραφαήλ, φέρνοντας στο μυαλό του την εικόνα του γυμνού της στήθους, με την επιθυμία να το ακουμπήσει ξανά σύντομα να πάλλεται στο δικό του στέρνο.
«Δεν με αφορά Κουέντιν, έχω εγώ, ένα σορό γυναίκες στα πόδια μου άμα θέλω. Δεν μου κάνει αίσθηση η παγοκολόνα» είπε εν τέλει, για να στρέψει το διεστραμμένο μυαλό του μεσήλικα μακριά από την Ιθούριελ.
«Καλό βράδυ Κουέντιν» είπε πριν του κλείσει την πόρτα στα μούτρα. Παράτησε το φορτίο και με μεγάλες δρασκελιές διέσχισε τη σκάλα.
BlomkvistM97 για σένα, ελπίζω να σου αρέσει! Νομίζω κάποιες σκηνές, απλά με κάνανε να σκέφτομαι τις δικές σου ιστορίες!!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top