Ζήλια-κακός μπελάς
Ο Ραφαήλ πέταξε τα ρούχα του στην πολυθρόνα με τα ξύλινα σκαλιστά μπράτσα. Τα είχε αρπάξει από τα χέρια του Κάι τη στιγμή που άκουσε την πόρτα κάτω, να κλείνει. Προσπέρασε την Ιθούριελ με κατεύθυνση το μπάνιο. Άνοιξε τη βρύση και επέτρεψε στο κρύο νερό να κυλήσει από το κεφάλι του μέχρι τις άκρες των δαχτύλων των ποδιών του. Στήριξε το βάρος του στα χέρια του, που τοποθέτησε πάνω στον τοίχο.
Ευτυχώς εδώ μέσα όλα, είναι τεράστια και η ντουζιέρα είναι ρυθμισμένη να βρίσκεται τουλάχιστον είκοσι εκατοστά πάνω από το κεφάλι μου, ανεκτίμητο... σκεφτόταν ο Ραφαήλ. Τον τρέλαινε αυτή η γυναίκα. Όσο κοντά της βρισκόταν τόσο του έσπαγε τα νεύρα, μερικές φορές.
Είχε τα μάτια του κλειστά και δεν κατάλαβε, πως εκείνη ήρθε κοντά του και άνοιγε το ζεστό νερό, ώστε να εξισορροπήσει τη θερμοκρασία.
«Θα πουντιάσεις» του είπε μαλακά. Πέρασε κάτω από τα χέρια του και στάθηκε μπροστά του. Εκείνος δεν σάλευε.
Ξεκίνησε να μοιράζει φιλιά στο στήθος του, τα μπράτσα του, τα μάγουλά του, ως που έφτασε στα χείλη του και εκείνος ακόμα να κινηθεί. Ανταποκρίθηκε μόνο όταν έπεσε στα γόνατα μπροστά του, μπήγοντας τα επικίνδυνα νύχια της στο μηρό του. Εκείνος βρυχήθηκε, σαν λιοντάρι από τον πόνο και την ηδονή.
Με την άκρη του ματιού της τον παρατηρούσε πως ανακάτευε τα μαλλιά του με την πετσέτα. Κάτι άλλο όμως την τράβηξε. Πλησίασε κοντά του και ακούμπησε τα δάχτυλά της πάνω στις ουλές του.
Οχ... σκέφτηκε εκείνος.
«Πότε τα απέκτησες αυτά;» τον ρώτησε. «Εκ γενετής» απάντησε ψύχραιμα εκείνος. Δεν ήθελε να την αντικρύσει φοβούμενος, μην αρχίσει να ξεφουρνίζει πράγματα που δεν πρέπει.
«Παρατήρησες πως έχω και γω τα ίδια, έτσι;» τον ρώτησε δειλά.
«Ναι το παρατήρησα... έχω συναντήσει πολλούς με παρόμοιες ουλές και δεν μου κάνει εντύπωση» της απάντησε.
«Πολλούς... ή πολλές;» πέταξε εκείνη με στόμφο.
Ο Ραφαήλ γύρισε για να μπορεί να την κοιτάει στα μάτια.
«Πολλούς και πολλές! Τι σημασία έχει; Δεν γυρνάω εγώ γυμνός όλη την ώρα» της φώναζε τώρα.
Το χέρι της κινήθηκε με απίστευτη ταχύτητα και προσγειώθηκε με δύναμη πάνω στο μάγουλό του, που είχε κιόλας πάρει μια κόκκινη απόχρωση.
Τα μάτια του ήταν κλειστά και τα χείλη του μια λεπτή γραμμή, πριν γυρίσει μπροστά του. Τα βλέφαρά του πετάρισαν ξαφνιασμένα, πριν αποκτήσει ένα βλέμμα που θα μπορούσε κάλλιστα να καίει σάρκες με την ένταση της οργής τους.
Η Ιθούριελ δεν πτοήθηκε όμως και είπε αυτό που ήθελε να πει έτσι κι αλλιώς. «Δεν θα μου πει κανείς τί θα φοράω και πότε. Πού θα πηγαίνω, και πού όχι. Δεν θα μου πει κανείς τί πρέπει να κάνω και τί όχι. Ούτε εσύ έχεις αυτό το δικαίωμα. Και δεν κρατάω κανέναν κοντά μου με το ζόρι. Θέλεις μείνε... δεν θέλεις... Φύγε» έφτυσε τις λέξεις, τονίζοντας ιδιαίτερα την τελευταία, με τα μάτια της να πετάνε σπίθες.
Ο Ραφαήλ ένιωθε έτοιμος να εκραγεί. Ποίος ξέρει πόση υπομονή είχε ακόμη μέσα του. Ξεφύσησε και της γύρισε την πλάτη του αγανακτισμένος. Ένας θεός ξέρει πώς συγκρατήθηκε.
Έχωσε τα χέρια του μέσα στα μανίκια του μαύρου πουκαμίσου νευρικά, χωρίς να πει άλλη λέξη. Γυρνούσε τα μανίκια του μέχρι τους αγγόνες, παρατηρώντας την κάθε της κίνηση. Ενώ είχε φορέσει κάποια εσώρουχα, τώρα τα έβγαζε επιδεκτικά και τα πετούσε πάνω του. Εκείνος τα έπιανε στον αέρα και τα έσκιζε σε χίλια κομμάτια. «Μην τα φοράς.... είναι καλύτερα έτσι... θα έχω πάντα πρόσβαση» είπε διασκεδάζοντας πλέον με τη συμπεριφορά της. «Και μη με παρεξηγείς, αλλά θα κάνω και γω το ίδιο» είπε ανεβάζοντας το παντελόνι του. «Και έτσι όλοι θα μπορούν να δουν πόσο πολύ σε θέλω, κάθε φορά» είπε τονίζοντας την τελευταία φράση.
Εκείνη γρύλισε, περνώντας πάνω από το κεφάλι της ένα μεταξωτό μαύρο φόρεμα, που είχε την ίδια γραμμή με το βελούδινο που φορούσε κατά τη διάρκεια της ημέρας που έσβηνε. Στάθηκε μπροστά από τον καθρέφτη, χτενίζοντας τα μαλλιά της.
«Θα σε περιμένω κάτω» της είπε ο Ραφαήλ και τον είδε να διασχίζει την πόρτα.
Θα σε τρελάνω εγώ εσένα... σκέφτηκε εκείνη βλέποντας τον να φεύγει, όπως άκουγε το γδούπο από τις βαριές μπότες του να αντηχεί σε όλο το σπίτι.
Τράβηξε χοντρές μαύρες γραμμές πάνω στα βλέφαρά της. Στη συνέχεις αλολούθησαν παχιές στρώσεις μάσκαρας. Τα γκρίζα μάτια της έμοιαζαν απόκοσμα όμορφα και πιο επικίνδυνα. Πασάλειψε τα καλοσχηματισμένα χείλη της με έντονο κόκκινο κραγιόν και θαύμασε το είδωλό της.
Άνοιξε τη μπιζουτιέρα της όπου φύλαγε τα ασημένια δαχτυλίδια της και ένα, ένα τα πέρασε σε όλα τα δάχτυλά της. Το καθένα από αυτά είχε τη δική του σημασία για εκείνη. Το αγαπημένο μενταγιόν της, στόλιζε τώρα το στήθος. Τέλος φόρεσε τις μπότες της, δένοντας σφιχτά τα κορδόνια.
Ο Ραφαήλ περίμενε ακουμπισμένος στο καπό της μαύρης Porsche του, κρατώντας ανάμεσα στα δάχτυλά του ένα τσιγάρο. Το έφερε στα χείλη του εισπνέοντας λαίμαργα το δηλητήριο του.
Η Ιθούριελ τον πλησίασε με μεγάλα και νευρικά βήματα. Άρπαξε το τσιγάρο από το χέρι του και το έφερε κοντά στα δικά της χείλη, εισπνέοντας τον καπνό με τον ίδιο τρόπο. Έκλεισε τα μάτια της και της ξέφυγε το ύφος με το οποίο την περιεργαζόταν εκείνος. Για άλλη μια φορά την έβρισκε εκθαμβωτική.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top