Εσένα...
«Με συγχωρείς μωρό μου, αλλά με την πείνα που έχω στο τέλος δεν θα μείνει τίποτα, οπότε ξεκίνα να τρως, μη ντρέπεσαι... είναι όλα πολύ νόστιμα, αξίζει να δοκιμάσεις» έλεγε ο Ραφαήλ με ενθουσιασμό, την ώρα που γέμιζε το ποτήρι της με κρασί.
«Λοιπόν στην υγειά μας, πριγκίπισσα» πλησίασε το ποτήρι του κοντά στο δικό της.
«Στην υγειά μας» ψιθύρισε η Ιθούριελ.
Ο Ραφαήλ άδειασε το μισό ποτήρι, πριν πιάσει το πιρούνι του. Η Ιθούριελ έκλεισε τα μάτια της και μετά από λίγη ώρα που κράτησε τη γουλιά της στο στόμα της, κατάπινε το κρασί.
«Έλα φάε το δαμάσκηνο» πρότεινε εκείνος, κρατώντας το πιρούνι μπροστά στο στόμα της. «Συνοδευτικό της πάπιας... δεν είναι τέλειο» συνέχισε πάλι ο Ραφαήλ, περιμένοντας με ανυπομονησία, να συμφωνήσει μαζί του.
Η Ιθούριελ ένευσε και εκείνος της χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο.
Η ώρα περνούσε και η Ιθούριελ δεν είχε καταφέρει να αδειάσει το πιάτο της ακόμη. Παρατηρούσε όμως τον Ραφαήλ κάθε φορά που γέμιζε το στόμα του, πως μασούσε την τροφή του με απόλαυση, τον τρόπο που κινούνταν το σαγόνι του και πως κατέβαινε το κρασί στο οισοφάγο του.
Κάθε λίγο και λιγάκι έκανε να την ταΐσει ο ίδιος, πράγμα που την κολάκεψε. Του χαμογελούσε αμήχανα και τέλος υπέκυπτε δοκιμάζοντας τα πάντα από το πιρούνι του.
Ο Ραφαήλ έμοιαζε με μικρό παιδί, τόσο ενθουσιασμένος.
Τα ποτήρια άδειαζαν και γέμιζαν. Κάποια στιγμή εκείνος έφερε άλλο ένα μπουκάλι, έπειτα άλλο ένα. Το κρασί θόλωνε βασανιστικά την αντίληψή τους και όλο και περισσότερα κομμάτια του τοίχους που είχε κτίσει η Ιθούριελ γύρω της, γκρεμίζονταν.
Την κοίταζε μαγεμένος, ακουμπώντας το πηγούνι του στην παλάμη του χεριού του, καταλάμβανε μεγάλο χώρο πάνω στο τραπέζι.
Τα μάτια του γυάλιζαν και είχαν κοκκινίσει ελαφρός από την κατανάλωση του αλκοόλ. «Και λοιπόν;» την παρότρυνε να συνεχίσει.
«Τι και λοιπόν, σου λέω, του πέταξα το βάζο και τον πέτυχα στο κεφάλι, χρειάστηκε να κάνει εφτά ράμματα» φώναξε απηυδισμένη.
«Ε και τι έγινε, πάνω στα νεύρα σου το έκανες» είπε εκείνος ατάραχος.
«Δηλαδή θέλεις να μου πεις ότι αν το έκανα αυτό σε σένα, θα είχες διαφορετική αντίδραση;» τον ρώτησε με έκδηλη περιέργεια.
«Καταρχήν εγώ θα είχα αποφύγει τη σύγκρουση και η οργή σου δεν θα έβρισκε ποτέ τον στόχο της. Έπειτα... ποτέ δεν θα σε οδηγούσα στο σημείο, να εκτοξεύεις τόσο επικίνδυνα αντικείμενα... χωρίς να το θέλω ο ίδιος» τον κοιτούσε με μάτια ορθάνοιχτα. Είχε χάσει τη λαλιά της. «Κάθε άνθρωπος χρειάζεται διαφορετική προσέγγιση. Έπρεπε πρώτα να σε μελετήσει και μετά να σε προσεγγίσει. Ο βλάκας όμως βούτηξε στα βαθειά χωρίς να σκεφτεί. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη μαλακία που έκανε» τον στραβοκοίταξε για το λεξιλόγιό του, αλλά εκείνος δεν έδωσε σημασία και συνέχισε να μιλάει. «Εσύ Ιθούριελ είσαι υπερβολικά περίπλοκος άνθρωπος, για να μπορεί να σε χειριστεί κάποιος, που δεν διαθέτει αρκετό μυαλό».
«Να με χειριστεί;» πειράχτηκε εκείνη από τη λέξη που χρησιμοποίησε ο Ραφαήλ.
«Ναι, μην το παίρνεις στραβά... να σε αντιμετωπίσει θέλω να πω».
«Α» έκανε εκείνη.
«Κάποιοι άνθρωποι είναι χαμένοι από την αρχή, κάποιοι άλλοι δεν χρειάζεται καν να προσπαθήσουν για να καταφέρουν το οτιδήποτε· και αυτό, όχι γιατί γεννήθηκαν ξεφτέρια, αλλά επειδή αυτό εδώ...» είπε και χτύπησε με το δάχτυλό του το κεφάλι του «Το χρησιμοποιούν περισσότερο, το εξασκούν και το εξελίσσουν» αναδεύτηκε στη θέση του, σαν να έψαχνε κάτι. «Κάπου είχα τα τσιγάρα, νομίζω» είπε, βγάζοντας από την πίσω τσέπη του παντελονιού του ένα πακέτο. Έβγαλε δύο, ένα για τον ίδιο και ένα για εκείνη.
«Ναι αλλά εσύ δεν είπες ότι στην αρχή, τα πηγαίνατε μια χαρά;» ενδιαφέρθηκε να μάθει.
«Ναι» έκανε η Ιθούριελ αδιάφορα.
«Ε τότε, τι άλλαξε αργότερα;» Η Ιθούριελ πήρε μια βαθιά ανάσα, είχε αποφασίσει μέσα στην παραζάλη της, να του το πει. Να του πει το μυστικό που δεν είχε μοιραστεί με κανέναν.
Έκλεισε τα μάτια της. Ακούμπησε το κεφάλι της στην βελούδινη επικάλυψη του καναπέ πίσω της και ξεκίνησε.
«Πάνε πέντε χρόνια τώρα... στη μέση της νύχτας ένιωσα την παρουσία κάποιου στο δωμάτιο που κοιμόμουν. Σηκώθηκα και βεβαιώθηκα, ανοίγοντας τα φώτα σε όλο το σπίτι, πως δεν υπήρχε κανείς εκτός από μένα. Μέχρι και μέσα στις ντουλάπες κοίταξα. Η αίσθηση όμως αυτή, δεν έλεγε να με εγκαταλείψει. Κάποια στιγμή παραιτήθηκα, επιτρέποντας στον ύπνο να με παρασύρει στο δικό του μονοπάτι.... Ήταν η πρώτη φορά που είδα το συγκεκριμένο όνειρο... και από τότε το βλέπω κάθε φορά που κλείνω τα μάτια μου και με παίρνει ο ύπνος» άνοιξε τα μάτια της για να δει την αντίδραση του Ραφαήλ.
Η έκφρασή του ήταν αδύνατον να ερμηνευτεί, έμοιαζε έκπληκτος, αλλά και χαμένος στις σκέψεις του συνάμα. Ήξερε πολύ καλά σε τι αναφέρεται η Ιθούριελ και η ελπίδα μεγάλωνε όλο και περισσότερο μέσα του. «Τι ακριβώς βλέπεις σε αυτό το όνειρο Ιθούριελ;» τη ρώτησε με βραχνή φωνή.
Η Ιθούριελ δεν ήθελε να μπαίνει σε λεπτομέρειες, έτσι του είπε τα πιο βασικά. «Βλέπω... ένα ποτάμι κόκκινο... και...» δίστασε. Τα μάτια τις τρεμόπαιζαν πάνω στα χαρακτηριστικά του ζαλισμένα, από την ένταση που ένιωθε, αλλά και από την έκσταση, που μοιραζόταν κάτι τέτοιο μαζί του. Με κόπο κατάφερε να εστιάσει τα μάτια του, που επεξεργάζονταν τις πληροφορίες γρήγορα.
«Βλέπω... Ραφαήλ... Βλέπω κάθε μέρα στον ύπνο μου... βλέπω... εσένα» οι κόρες των ματιών του είχαν διασταλεί επικίνδυνα, καταπίνοντας όλο το πράσινο μέσα τους. «Ήξερα τα χαρακτηριστικά του προσώπου σου πριν σε γνωρίσω, ήξερα το όνομά σου πριν σε δω...» είπε χαϊδεύοντας απαλά το πρόσωπό του με τα ακροδάχτυλά της.
Εκείνος την άκουγε μόνο, δεν μιλούσε. Περίμενε υπομονετικά το επόμενο πράγμα που θα του έλεγε, αν και το γνώριζε ήδη. «Μόνο που... Ραφαήλ... στο όνειρό μου... παλεύεις να μην πνιγείς και... έχεις τεράστια φτερά».
Φυσικά και έχω... σκέφτηκε εκείνος, αρπάζοντας το πρόσωπό της στα χέρια του και συγκρούοντας με πάθος τα χείλη του με τα δικά της.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top